Υπάρχουν εισαγωγές στη φιλοσοφία, υπάρχουν και προλεγόμενα˙ προοίμιο όμως δεν υπάρχει. Και όμως το προοίμιο είναι η πλέον ενδεικνυόμενη προπαρασκευή, προκειμένου να προχωρήσει κανείς στη μελέτη των φιλοσοφικών κειμένων.
Για να κατανοήσει κανείς μία εισαγωγή στη φιλοσοφία, πρέπει προηγουμένως να ξέρει φιλοσοφία, αλλιώς δεν καταλαβαίνει τίποτε. Κανένας δεν ετόλμησε μέχρι τώρα να συνθέσει ένα σύντομο και εύκολο μουσικό κομμάτι υπό τύπον «εισαγωγής» στην ενάτη συμφωνία του Μπέτοβεν. Για να έχει τάχα ο ακροατής «μιάν ιδέα», αφού δεν διαθέτει τον χρόνο και την υπομονή να ακροασθεί την ίδια. Το ίδιο συμβαίνει και με τις διάφορες εισαγωγές στη φιλοσοφία. Η «ιδέα» που προσφέρουν περί φιλοσοφίας δεν έχει σχέση με τη φιλοσοφία. Απλούστατα˙ διότι η φιλοσοφία δεν είναι πρωτευόντως γνώση˙ πρωτευόντως είναι στάση της συνειδήσεως.
Αντίθετα προς τη λέξη «εισαγωγή», ο όρος «προλεγόμενα» διαθέτει γοητεία και βαρύτητα. Γι’ αυτό άλλωστε πέρασε αμετάφραστος στις άλλες γλώσσες. Είναι αδύνατο να αποποιηθεί την ελληνικότητά του, όπως άλλωστε και η λέξη φιλοσοφία. Ο Καντ εδόξασε τούτο τον όρο στα περίφημα «Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική». Και το ευγενικό πνεύμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου μάς άφησε τα «Μεταφυσικής προλεγόμενα». Αλλά τα προλεγόμενα δεν είναι εισαγωγή, είναι η ίδια η φιλοσοφία. Διότι η φιλοσοφία δεν είναι παρά προλεγόμενα στα μη λεγόμενα. Οι πυρήνες της αλήθειας δεν λέγονται. Αν λεγόντουσαν θα είχε τελειώσει το έργο του ανθρώπου στον κόσμο. Ο φιλόσοφος, ως εραστής, πολιορκεί ασταμάτητα την αλήθεια, η οποία δεν τού παραδίδεται ποτέ. Προς δόξαν του έρωτος.
Η στάση της συνειδήσεως η φιλοσοφική, είναι ανάλογη με τη στάση την ερωτική. Δεν είναι η στάση η καθημερινή, η κοινή. Η κοινή στάση, που είναι η τρέχουσα του ανθρώπου, ζει την απόλυτη βεβαιότητα του προσιτού σε αυτήν κόσμου. Για την κοινή στάση της συνειδήσεως τα πάντα είναι αυτονόητα, ωσάν να επρόκειτο για την έσχατη πραγματικότητα. Είναι όμως ίδιον της ψυχής κάποτε να αναφλογισθεί από τον έρωτα. Τότε ο κόσμος αιφνίδια καταλάμπεται από γοητεία ή σκοτεινιάζει από την απογοήτευση, ανάλογα με την έκβαση της σχέσεως προς το αγαπημένο πρόσωπο. Παρόμοια, είναι ίδιον του πνεύματος κάποτε να αναφλογισθεί από τον έρωτα της αλήθειας. Τότε αιφνίδια ο κόσμος καθίσταται αδιαφανής, δυσνόητος, αθεμελίωτος, εκκρεμής. Και όσο ο φιλοσοφικός λογισμός ρίχνει φως στην ανεννόητη κοσμική διαδικασία και την καθιστά διαφανή, ζει τη χαρά την υπερούσια του εραστή, που έλαβε υπόσχεση από την αγαπημένη του.
Αυτά βέβαια είναι παραβολές. Κι ωστόσο, μία είναι η ατράνταχτη αλήθεια: Δεν πρόκειται ποτέ να φιλοσοφήσει κανείς ξεκινώντας από το κοσμοείδωλο της κοινής συνειδήσεως. Συνεπώς πρόκειται για μεταστροφή της κοινής συνειδήσεως σε φιλοσοφική και όχι για φόρτωση της κοινής συνειδήσεως με γνώσεις φιλοσοφικές, οι οποίες θα τής είναι πάντοτε ακατανόητες, έστω και αν τις έχει αποστηθίσει κατά γράμμα. Και αν είναι να εκβιασθεί αυτή η μεταστροφή, τούτη θα γίνει με προοίμιο μάλλον στη φιλοσοφία παρά με εισαγωγή.
Το προοίμιο συνηθέστερα απαντάται στη μουσική και στην ποίηση. Αποδεχόμαστε ευχαρίστως αυτή την εκδοχή. Και λέμε πως το καλύτερο προοίμιο στη φιλοσοφία είναι η μουσική και η ποίηση. Φιλοσοφία είναι το έργο του λόγου και του ορθώς λογίζεσθαι. Στο τέλος κατασκευάζει σιδερόφραχτες εννοιολογικές κατασκευές. Οι οποίες κατατρομάζουν τους αμύητους. Κι ωστόσο οι μυημένοι ξέρουν πως ο πυρήνας αυτών των ατσάλινων συμπλοκών είναι η μουσική και η ποίηση. Τα θηρία του λόγου ημερεύουν με τη λύρα του Ορφέα. Η μουσική του Ορφέα ξεκολλούσε από τη στερεότητά τους τούς βράχους και τα δέντρα. Μα αυτό ακριβώς χρειάζεται η κοινή συνείδηση για να ξεκουνηθεί από την πετρώδη αρμογή της στην εξωτερική πραγματικότητα. Αν δεν μπορεί να την σείσει ο φιλοσοφικός λογισμός, μπορεί να την συν-κινήσει η μουσική και η ποίηση.
Αλλά πώς μπορεί η μουσική και η ποίηση να βοηθήσει τη μεταστροφή της κοινής συνείδησης σε φιλοσοφική – όταν βεβαίως υπάρχει προδιάθεση προς τούτο; Η μουσική μάς αποκαλύπτει πως υπάρχει μία συγκλονιστική αλήθεια της υπάρξεως, η οποία δεν λέγεται με λόγια ούτε απεικονίζεται με πράγματα, παρά υπονοείται με τον αέρινο κυματισμό των ήχων. Συνεπώς πέρα από τον πηγμένο κόσμο της κοινής συνειδήσεως μαρμαίρει ένας άλλος κόσμος σαγηνευτικής αλήθειας, μολονότι άπιαστης. Και μάλιστα θα λαχταρούσε κανείς να ζει στον κόσμο των ήχων παρά των πραγμάτων. Και τότε τα πράγματα καθίστανται εκκρεμή, μετεωριζόμενα στο αρχέγονο χάος από το οποίο προήλθαν. Όμως μολονότι με τους ήχους οικειώνεσαι μια μέχρι τώρα απρόσιτη αλήθεια, δεν παύει στον πυρήνα τούτης της αλήθειας να ενδημεί γνόφος απειλητικός, στο βαθμό που δεν φωτίζεται από τον λόγο. Μόνον ο λόγος μπορεί να διαυγάσει το όν μέχρι την έσχατη ίνα του. Οπότε η έκκληση προς τον φιλοσοφικό στοχασμό καθίσταται αίτημα κατεπείγον. Το προοίμιο τελείωσε.
Κι ωστόσο, τα έσχατα δεν έχουν τέλος. Από τα παραπάνω συνάγεται πως η εμβίωση προηγείται του λόγου. Πως υπάρχει η αλήθεια του βιώματος και η αλήθεια του λογισμού. Και η μία είναι ανεξάρτητη από την άλλη. Οπότε ο φωτισμός του φιλοσοφικού λόγου πέφτει στη μια πλευρά του όντος. Την άλλη πλευρά του όντος τη φωτίζει η εμβιωμένη αλήθεια, η οποία δεν μπορεί να φτάσει στον λόγο. Φτάνει υπό μορφή συμβόλων και αρχετυπικών παραστάσεων. Οπότε, ο κόσμος του πνεύματος καθίσταται βαθύτατα συμβολικός για ό,τι βιώνουμε˙ και έσχατα υπαινικτικός για ό,τι λογιζόμαστε. Έτσι ώστε όταν ακούμε μια μουσική να νοούμε την ιδέα της˙ και όταν συλλαμβάνουμε μια ιδέα να βιώνουμε τη μουσική της. Και πάλι το προοίμιο τελείωσε.
Μένει όμως η ποίηση. Η ποίηση μάς αποκαλύπτει πως οι λέξεις σημαίνουν κάτι το πολύ διαφορετικό από αυτό που νομίζει η κοινή συνείδηση. Οι αυτές λέξεις, όχι άλλες διαλεγμένες και εκζητημένες. Έργο της ποίησης είναι να επαναφέρει τον κόσμο στην κατάσταση που βρισκόταν όταν πρωτοδημιουργήθηκε. Όχι προς το χρονικό παρελθόν του, αλλά προς το πνευματικό παρελθόν του, που είναι η αιωνιότητα της στιγμής. Δηλαδή η ποίηση εγείρει τα πράγματα από την έκπτωσή τους στην κοινή συνείδηση και τούς προσδίδει τη στίλβη της αιωνιότητας. Τούς προσδίδει την οντολογική τους εγκυρότητα: το ότι τα πράγματα είναι τα πεπραγμένα του Θεού. Καθώς όμως οι λέξεις αποκτούν την αρχέγονη πολυσημία τους, καθίστανται συμβολικές˙ σύμβολα δε γίνονται και τα πράγματα που κατονομάζουν. Είναι ωσάν ο πηγμένος κόσμος της κοινής συνείδησης να τελούσε υπνωμένος και τώρα αρχίζει να ξυπνά στη νέα μέρα του πνεύματος. Την οποία η ποιητική συνείδηση απολαμβάνει ξαφνιασμένη, όμως προβάλλει αινιγματική για τον λογισμό, ο οποίος καλείται να την διαυγάσει με τον φιλοσοφικό λόγο. Το προοίμιο και εδώ τελείωσε. Η φιλοσοφία αρχίζει.
Είπαμε όμως πως τα έσχατα δεν έχουν τέλος. Η φιλοσοφία αρχίζει, αλλά δεν τελειώνει ποτέ. Η φιλοσοφία ολοένα αρχίζει από κάθε συνείδηση, που και αυτή ξεκινάει την ύπαρξή της στον κόσμο. Η φιλοσοφία λοιπόν δεν εξαντλείται σε ένα σύστημα γνώσεων αλλά πρόκειται για την περιπέτεια της υπάρξεως στον κόσμο. Υπάρχουν πολλών ειδών περιπέτειες˙ μια από αυτές είναι και η φιλοσοφική. Δουλειά της είναι να ρίξει το φως του λόγου μέσα στη σκοτεινιά του όντος. Είναι σκληρός τούτος ο φωτισμός και φαίνεται για τελεσίδικος. Ίσως να μην είναι. Πάντως αποτελεί τη δόξα του ανθρώπου.
Θα παραξενευτεί ενδεχομένως ο αναγνώστης που τού προτείνουμε ως προοίμιο στη φιλοσοφία τη μουσική και την ποίηση. Αναπτύξαμε τους λόγους μας. Είναι για να ταρακουνηθεί η κοινή συνείδηση από τον παγιωμένο της λήθαργο. Συμβαίνει όμως, οτιδήποτε πιάνει η κοινή συνείδηση να το καθιστά κοινό. Άρα και τη μουσική και την ποίηση μπορεί να τις καταστήσει στοιχεία παραμυθητικά του ύπνου της. Ας μην είναι όμως οι λέξεις μας τόσο βαρειές. Δεν υπάρχει η έννοια του ύπνου παρά σε σχέση με τον ξυπνημό. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε ξημερωθεί σε έναν κόσμο που δεν τον ξέρουμε. Γι’ αυτό και το ζήτημα της «γνώσεως» ετέθη υπό τρόπο δραματικό από την αυγή της ιστορίας. Και μάλιστα αυτό έφερε την αυγή της ιστορίας. Προηγήθηκε η αυγή στη συνείδηση και ύστερα άρχισε η ιστορία. Το φως της αυγής ολοένα αυξάνει. Το ενισχύει η ποίηση. Το δυναμώνει η μουσική. Το εντείνει η φιλοσοφία, η οποία και προαγγέλλει τον ήλιο.
Καθημερινή, 10/03/1988 και στο βιβλίο του ιδίου: «Δοκίμια Ιδεών», εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1993.
Για να κατανοήσει κανείς μία εισαγωγή στη φιλοσοφία, πρέπει προηγουμένως να ξέρει φιλοσοφία, αλλιώς δεν καταλαβαίνει τίποτε. Κανένας δεν ετόλμησε μέχρι τώρα να συνθέσει ένα σύντομο και εύκολο μουσικό κομμάτι υπό τύπον «εισαγωγής» στην ενάτη συμφωνία του Μπέτοβεν. Για να έχει τάχα ο ακροατής «μιάν ιδέα», αφού δεν διαθέτει τον χρόνο και την υπομονή να ακροασθεί την ίδια. Το ίδιο συμβαίνει και με τις διάφορες εισαγωγές στη φιλοσοφία. Η «ιδέα» που προσφέρουν περί φιλοσοφίας δεν έχει σχέση με τη φιλοσοφία. Απλούστατα˙ διότι η φιλοσοφία δεν είναι πρωτευόντως γνώση˙ πρωτευόντως είναι στάση της συνειδήσεως.
Αντίθετα προς τη λέξη «εισαγωγή», ο όρος «προλεγόμενα» διαθέτει γοητεία και βαρύτητα. Γι’ αυτό άλλωστε πέρασε αμετάφραστος στις άλλες γλώσσες. Είναι αδύνατο να αποποιηθεί την ελληνικότητά του, όπως άλλωστε και η λέξη φιλοσοφία. Ο Καντ εδόξασε τούτο τον όρο στα περίφημα «Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική». Και το ευγενικό πνεύμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου μάς άφησε τα «Μεταφυσικής προλεγόμενα». Αλλά τα προλεγόμενα δεν είναι εισαγωγή, είναι η ίδια η φιλοσοφία. Διότι η φιλοσοφία δεν είναι παρά προλεγόμενα στα μη λεγόμενα. Οι πυρήνες της αλήθειας δεν λέγονται. Αν λεγόντουσαν θα είχε τελειώσει το έργο του ανθρώπου στον κόσμο. Ο φιλόσοφος, ως εραστής, πολιορκεί ασταμάτητα την αλήθεια, η οποία δεν τού παραδίδεται ποτέ. Προς δόξαν του έρωτος.
Η στάση της συνειδήσεως η φιλοσοφική, είναι ανάλογη με τη στάση την ερωτική. Δεν είναι η στάση η καθημερινή, η κοινή. Η κοινή στάση, που είναι η τρέχουσα του ανθρώπου, ζει την απόλυτη βεβαιότητα του προσιτού σε αυτήν κόσμου. Για την κοινή στάση της συνειδήσεως τα πάντα είναι αυτονόητα, ωσάν να επρόκειτο για την έσχατη πραγματικότητα. Είναι όμως ίδιον της ψυχής κάποτε να αναφλογισθεί από τον έρωτα. Τότε ο κόσμος αιφνίδια καταλάμπεται από γοητεία ή σκοτεινιάζει από την απογοήτευση, ανάλογα με την έκβαση της σχέσεως προς το αγαπημένο πρόσωπο. Παρόμοια, είναι ίδιον του πνεύματος κάποτε να αναφλογισθεί από τον έρωτα της αλήθειας. Τότε αιφνίδια ο κόσμος καθίσταται αδιαφανής, δυσνόητος, αθεμελίωτος, εκκρεμής. Και όσο ο φιλοσοφικός λογισμός ρίχνει φως στην ανεννόητη κοσμική διαδικασία και την καθιστά διαφανή, ζει τη χαρά την υπερούσια του εραστή, που έλαβε υπόσχεση από την αγαπημένη του.
Αυτά βέβαια είναι παραβολές. Κι ωστόσο, μία είναι η ατράνταχτη αλήθεια: Δεν πρόκειται ποτέ να φιλοσοφήσει κανείς ξεκινώντας από το κοσμοείδωλο της κοινής συνειδήσεως. Συνεπώς πρόκειται για μεταστροφή της κοινής συνειδήσεως σε φιλοσοφική και όχι για φόρτωση της κοινής συνειδήσεως με γνώσεις φιλοσοφικές, οι οποίες θα τής είναι πάντοτε ακατανόητες, έστω και αν τις έχει αποστηθίσει κατά γράμμα. Και αν είναι να εκβιασθεί αυτή η μεταστροφή, τούτη θα γίνει με προοίμιο μάλλον στη φιλοσοφία παρά με εισαγωγή.
Το προοίμιο συνηθέστερα απαντάται στη μουσική και στην ποίηση. Αποδεχόμαστε ευχαρίστως αυτή την εκδοχή. Και λέμε πως το καλύτερο προοίμιο στη φιλοσοφία είναι η μουσική και η ποίηση. Φιλοσοφία είναι το έργο του λόγου και του ορθώς λογίζεσθαι. Στο τέλος κατασκευάζει σιδερόφραχτες εννοιολογικές κατασκευές. Οι οποίες κατατρομάζουν τους αμύητους. Κι ωστόσο οι μυημένοι ξέρουν πως ο πυρήνας αυτών των ατσάλινων συμπλοκών είναι η μουσική και η ποίηση. Τα θηρία του λόγου ημερεύουν με τη λύρα του Ορφέα. Η μουσική του Ορφέα ξεκολλούσε από τη στερεότητά τους τούς βράχους και τα δέντρα. Μα αυτό ακριβώς χρειάζεται η κοινή συνείδηση για να ξεκουνηθεί από την πετρώδη αρμογή της στην εξωτερική πραγματικότητα. Αν δεν μπορεί να την σείσει ο φιλοσοφικός λογισμός, μπορεί να την συν-κινήσει η μουσική και η ποίηση.
Αλλά πώς μπορεί η μουσική και η ποίηση να βοηθήσει τη μεταστροφή της κοινής συνείδησης σε φιλοσοφική – όταν βεβαίως υπάρχει προδιάθεση προς τούτο; Η μουσική μάς αποκαλύπτει πως υπάρχει μία συγκλονιστική αλήθεια της υπάρξεως, η οποία δεν λέγεται με λόγια ούτε απεικονίζεται με πράγματα, παρά υπονοείται με τον αέρινο κυματισμό των ήχων. Συνεπώς πέρα από τον πηγμένο κόσμο της κοινής συνειδήσεως μαρμαίρει ένας άλλος κόσμος σαγηνευτικής αλήθειας, μολονότι άπιαστης. Και μάλιστα θα λαχταρούσε κανείς να ζει στον κόσμο των ήχων παρά των πραγμάτων. Και τότε τα πράγματα καθίστανται εκκρεμή, μετεωριζόμενα στο αρχέγονο χάος από το οποίο προήλθαν. Όμως μολονότι με τους ήχους οικειώνεσαι μια μέχρι τώρα απρόσιτη αλήθεια, δεν παύει στον πυρήνα τούτης της αλήθειας να ενδημεί γνόφος απειλητικός, στο βαθμό που δεν φωτίζεται από τον λόγο. Μόνον ο λόγος μπορεί να διαυγάσει το όν μέχρι την έσχατη ίνα του. Οπότε η έκκληση προς τον φιλοσοφικό στοχασμό καθίσταται αίτημα κατεπείγον. Το προοίμιο τελείωσε.
Κι ωστόσο, τα έσχατα δεν έχουν τέλος. Από τα παραπάνω συνάγεται πως η εμβίωση προηγείται του λόγου. Πως υπάρχει η αλήθεια του βιώματος και η αλήθεια του λογισμού. Και η μία είναι ανεξάρτητη από την άλλη. Οπότε ο φωτισμός του φιλοσοφικού λόγου πέφτει στη μια πλευρά του όντος. Την άλλη πλευρά του όντος τη φωτίζει η εμβιωμένη αλήθεια, η οποία δεν μπορεί να φτάσει στον λόγο. Φτάνει υπό μορφή συμβόλων και αρχετυπικών παραστάσεων. Οπότε, ο κόσμος του πνεύματος καθίσταται βαθύτατα συμβολικός για ό,τι βιώνουμε˙ και έσχατα υπαινικτικός για ό,τι λογιζόμαστε. Έτσι ώστε όταν ακούμε μια μουσική να νοούμε την ιδέα της˙ και όταν συλλαμβάνουμε μια ιδέα να βιώνουμε τη μουσική της. Και πάλι το προοίμιο τελείωσε.
Μένει όμως η ποίηση. Η ποίηση μάς αποκαλύπτει πως οι λέξεις σημαίνουν κάτι το πολύ διαφορετικό από αυτό που νομίζει η κοινή συνείδηση. Οι αυτές λέξεις, όχι άλλες διαλεγμένες και εκζητημένες. Έργο της ποίησης είναι να επαναφέρει τον κόσμο στην κατάσταση που βρισκόταν όταν πρωτοδημιουργήθηκε. Όχι προς το χρονικό παρελθόν του, αλλά προς το πνευματικό παρελθόν του, που είναι η αιωνιότητα της στιγμής. Δηλαδή η ποίηση εγείρει τα πράγματα από την έκπτωσή τους στην κοινή συνείδηση και τούς προσδίδει τη στίλβη της αιωνιότητας. Τούς προσδίδει την οντολογική τους εγκυρότητα: το ότι τα πράγματα είναι τα πεπραγμένα του Θεού. Καθώς όμως οι λέξεις αποκτούν την αρχέγονη πολυσημία τους, καθίστανται συμβολικές˙ σύμβολα δε γίνονται και τα πράγματα που κατονομάζουν. Είναι ωσάν ο πηγμένος κόσμος της κοινής συνείδησης να τελούσε υπνωμένος και τώρα αρχίζει να ξυπνά στη νέα μέρα του πνεύματος. Την οποία η ποιητική συνείδηση απολαμβάνει ξαφνιασμένη, όμως προβάλλει αινιγματική για τον λογισμό, ο οποίος καλείται να την διαυγάσει με τον φιλοσοφικό λόγο. Το προοίμιο και εδώ τελείωσε. Η φιλοσοφία αρχίζει.
Είπαμε όμως πως τα έσχατα δεν έχουν τέλος. Η φιλοσοφία αρχίζει, αλλά δεν τελειώνει ποτέ. Η φιλοσοφία ολοένα αρχίζει από κάθε συνείδηση, που και αυτή ξεκινάει την ύπαρξή της στον κόσμο. Η φιλοσοφία λοιπόν δεν εξαντλείται σε ένα σύστημα γνώσεων αλλά πρόκειται για την περιπέτεια της υπάρξεως στον κόσμο. Υπάρχουν πολλών ειδών περιπέτειες˙ μια από αυτές είναι και η φιλοσοφική. Δουλειά της είναι να ρίξει το φως του λόγου μέσα στη σκοτεινιά του όντος. Είναι σκληρός τούτος ο φωτισμός και φαίνεται για τελεσίδικος. Ίσως να μην είναι. Πάντως αποτελεί τη δόξα του ανθρώπου.
Θα παραξενευτεί ενδεχομένως ο αναγνώστης που τού προτείνουμε ως προοίμιο στη φιλοσοφία τη μουσική και την ποίηση. Αναπτύξαμε τους λόγους μας. Είναι για να ταρακουνηθεί η κοινή συνείδηση από τον παγιωμένο της λήθαργο. Συμβαίνει όμως, οτιδήποτε πιάνει η κοινή συνείδηση να το καθιστά κοινό. Άρα και τη μουσική και την ποίηση μπορεί να τις καταστήσει στοιχεία παραμυθητικά του ύπνου της. Ας μην είναι όμως οι λέξεις μας τόσο βαρειές. Δεν υπάρχει η έννοια του ύπνου παρά σε σχέση με τον ξυπνημό. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε ξημερωθεί σε έναν κόσμο που δεν τον ξέρουμε. Γι’ αυτό και το ζήτημα της «γνώσεως» ετέθη υπό τρόπο δραματικό από την αυγή της ιστορίας. Και μάλιστα αυτό έφερε την αυγή της ιστορίας. Προηγήθηκε η αυγή στη συνείδηση και ύστερα άρχισε η ιστορία. Το φως της αυγής ολοένα αυξάνει. Το ενισχύει η ποίηση. Το δυναμώνει η μουσική. Το εντείνει η φιλοσοφία, η οποία και προαγγέλλει τον ήλιο.
Καθημερινή, 10/03/1988 και στο βιβλίο του ιδίου: «Δοκίμια Ιδεών», εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1993.