30/1/07

Η Ορθοδοξία - Χρήστου Μαλεβίτση

Από τη βαρειά κρίση που μαστίζει την ελληνική κοινωνία δεν μπορούσε να εξαιρεθεί η ορθόδοξη ελληνική εκκλησία, και όλοι οι σχετικοί με αυτήν κοινωνικοί σχηματισμοί. Χαμηλή ή ανύπαρκτη εν πολλοίς πνευματικότητα, κενοδοξία και απονεκρωτική τυποποίηση του περιεχομένου. Πολλοί ζουν την ορθοδοξία συνθηματικά, ωσάν να πρόκειται για πολιτική παράταξη, με όλα τα συμπαρομαρτούντα σε τέτοιες περιπτώσεις.

Βέβαια, κάθε εκκλησία είναι και ένας ιστορικά προσδιορισμένος κοινωνικός οργανισμός. Αυτό είναι μοιραίο, αλλά και αναγκαίο. Διότι η εκκλησία μέσα στον χρόνο εργάζεται. Όμως κινδυνεύει να καταποθεί από τον χρόνο. Ιδίως όταν τα περί αιωνιότητας κηρύγματά της καταντήσουν συνθήματα. Ο πρώτιστος και μέγιστος κίνδυνος της εκκλησίας δεν είναι οι αιρετικοί, οι άπιστοι ή οι «δυτικοί». Αλλά είναι η ίδια να περιπέσει στη λησμονιά και να μή θυμάται, και ιδίως να μη βιώνει το διαιώνιο και μέγα μήνυμα που κομίζει. Ας κτυπούν οι καμπάνες, και ας προσέρχονται στους ναούς οι πιστοί και ας διαβάζουν τα ευαγγέλια. Αν όλα αυτά είναι λειτουργίες του χρόνου και όχι μεθέξεις αιωνιότητας, είναι μάταια από απόψεως σωτηρίας. Βεβαίως, χρήσιμα από την άποψη οργάνωσης της κοινωνίας. Αλλά τούτο το δεύτερο δεν ενδιαφέρει εσχάτως.

Αυτή η αυτοϊκανοποίηση, που φτάνει ενίοτε τον κομπασμό, ενίων ιερωμένων, και πιστών, πως είναι «ορθόδοξοι», είναι σημείο σαφούς έκπτωσης. Γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στη μισαλλοδοξία. Ένα είναι βέβαιο. Πως μόνον η πίστη σώζει. Λίγοι όμως έχουν διερωτηθεί τί σημαίνει πίστη. Πάντως δεν είναι η συμμόρφωση με τα παραδεδομένα. Τότε πρόκειται για σκότος και όχι για φωτισμό.

Όλα αυτά είναι γνωστά. Έχουν εκτεθεί με εμβρίθεια και επίγνωση από άξιους προλαλήσαντες, κοσμικούς και ιερωμένους. Επανερχόμαστε στο θέμα επειδή τώρα τελευταία μερικοί θρηνούν, που μέσα στην ενωμένη Ευρώπη κινδυνεύει η ορθοδοξία τους. Εμείς όμως οι νηφάλιοι διερωτώμαστε, για ποιά ορθοδοξία τους μιλούν. Έτσι όπως την κατάντησαν. Πράγματι κινδυνεύει αυτό το πράγμα που αυτοί αποκαλούν ορθοδοξία. Στον οικονομικό τομέα μόνον οι κακές επιχειρήσεις ζητούν τελωνειακή προστασία. Διότι γνωρίζουν πως με τον ανταγωνισμό θα καταρρεύσουν. Και ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν στην ελεύθερη αγορά είναι να καταστούν οι ίδιες ανταγωνιστικές.

Κάτι ανάλογο ισχύει και στην πνευματική ζωή. Εάν βιώνεις την αλήθεια αληθινά, δεν κινδυνεύεις από τίποτε. Αν τη βιώνεις ψεύτικα, χάθηκες. Συνεπώς, έναντι της «δυτικής απειλής» δεν ωφελεί να οργανώνεις γραφεία καταπολεμήσεως των ξένων επιρροών ή να εξαπολύεις προπαγανδιστικές εκστρατείες. Ωφελεί μόνον η επιστροφή στη γνησιότητα, στην αυθεντικότητα, στην άσπιλη πνευματικότητα. Δεν μπορεί να ισχυρισθεί κανείς εύκολα πως αυτά τά διαθέτει. Επειδή απαιτούν έργο δυσεπίτευκτο. Για να είμαστε ακριβείς, κανένας δεν πρέπει να λέγει πως είναι χριστιανός. Το μόνο που δικαιούται να λέγει είναι πως αγωνίζεται σκληρά να γίνει χριστιανός. Και να λυπάται βαθύτατα που δεν μπορεί. Ίσως αυτή η συντριβή του, προκαλέσει τη χάρη.

Έναντι, λοιπόν, της «δυτικής απειλής» θα περίμενε κανείς συναγερμό όλων των πνευματικών δυνάμεων, εκκλησιαστικών και κοσμικών, για πνευματική γνησιότητα, για αυτοσυνειδησία, για το τί είναι ψεύτικο και τί αληθινό, για το τί σώζει και τί χαντακώνει. Για το τί είναι απλώς κοινωνική λειτουργία και το τί είναι γνήσια πνευματική στάση. Η λαϊκή θρησκευτικότητα έχει το λόγο της, όμως η εκκλησία δεν μπορεί να περιορισθεί σε αυτή και να αφήσει όλες τις σοφιστικοποιημένες ψυχές στην τύχη τους, όπως το έκαμε μέχρι τώρα. Διότι η εκκλησία δεν είναι γκέττο, που είτε είναι μέσα του κανείς είτε είναι έξω. Αυτό που κομίζει η εκκλησία -για πολλούς ανεπιγνώστως- αγορά όλες τις ψυχές, και τις σοφιστικές. Και ιδίως αυτές. Διότι αυτές είναι χαμένες.

Δεν είμαι αρμόδιος να κάνω υποδείξεις. Όμως ως απλός άνθρωπος νιώθω σφοδρή αποστροφή προς τους ιεροκήρυκες των ναών. Πρέπει να παυθούν αμέσως, καθόσον το κακό που κάνουν είναι απροσμέτρητο. Απευθύνονται ακόμα σε μεσαιωνικό πληθυσμό με τις «γαστριμαργίες» και τις παντοίες «ακολασίες». Και τούς ακούνε από κάτω παιδιά, ηλικιωμένοι, ασθενείς και έντιμοι άνθρωποι.

Το πάθος, και συνακόλουθα η αμαρτία, του σύγχρονου ανθρώπου είναι η μεταφυσική του απελπισία. Και έχει λόγους να είναι απελπισμένος. Αυτή είναι η ψυχική του κατάσταση. Και η πνευματική του κατάσταση είναι ο μηδενισμός. Και από αυτές τις «αμαρτίες» δεν πλήσσονται οι «κακοί», αλλά οι ευγενικές ψυχές και τα οξυδερκή πνεύματα. Αυτές είναι ροπές δυσμάχητες του σύγχρονου ψυχισμού. Και οδηγούν στο θάνατο της ψυχής. Όμως δεν είναι οπωσδήποτε προς θάνατον. Και αυτό μπορεί να το βεβαιώσει, από όλες τις πνευματικές πειθαρχίες του δυτικού πολιτισμού, μόνον -ναί, μόνον- η φανέρωση του ευαγγελίου. Η οποία όμως φανέρωση δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένη, όπως ασκείται από πολλούς συγκαιρικούς μας θιασώτες της ορθοδοξίας.

Για να χρησιμοποιήσω σύγχρονο όρο, είναι ζήτημα προτεραιοτήτων. Δεν τονίζονται όλα τα ευαγγελικά θέματα με την ίδια έμφαση. Άλλα έχουν λησμονηθεί. Λοιπόν. Η εποχή μας απαιτεί αναδιάρθρωση των προτεραιοτήτων. Ας πάρουν άλλη σειρά οι πατέρες της ερήμου. Διότι τώρα προέχει η έρημος που εκτείνεται μέσα στη ψυχή του ανθρώπου. Και ας πάρει άλλη προτεραιότητα η γεροντολογία. Επειδή ο σύγχρονος άνθρωπος είναι νέος σε ένα νέο πολιτισμό. «Κι ο Χριστός μ’ αυτούς γιομάτος νιάτα». Η σύγχρονη ψυχή τελεί δεινά εκτεθειμένη στο μεταφυσικό κενό. Και στην έλλειψη νοήματος. Η ορθοδοξία εδώ πρέπει να δώσει πειστική απάντηση, ώστε να καταστεί άτρωτη από τις δυτικές επιρροές.

«Η Καθημερινή», 13/10/1990 και στο βιβλίο του ιδίου «Η Ζωή και το Πνεύμα» -δοκίμια για την έσχατη μέριμνα του ανθρώπου-, εκδόσεις Παρουσία, Αθήνα 1997.

29/1/07

Η Ψυχή μου τρέμει σαν Περιστέρι - Χράντ Ντίνκ

Ένα συγκλονιστικό άρθρο–κατηγορώ από τον Χραντ Ντινκ που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Αγκος» την ημέρα της δολοφονίας του

Στις 19 Ιανουαρίου του 2007 ο δημοσιογράφος Χραντ Ντινκ, μια από τις πιο σημαντικές φωνές της συρρικνούμενης αρμενικής κοινότητας της Τουρκίας, έπεσε νεκρός στην είσοδο της εφημερίδας του «Αγκος», ενώ είχε ήδη υποστεί αλλεπάλληλες δικαστικές περιπέτειες, αποτέλεσμα των συχνών του αναφορών στη γενοκτονία των Αρμενίων. Την ίδια εκείνη ημέρα της δολοφονίας ο Χραντ Ντινκ είχε γράψει στην εφημερίδα «Αγκος» το παρακάτω άρθρο, το οποίο στις 18 Ιανουαρίου θα φαινόταν ίσως υπερβολικό, αλλά την επομένη είχε δικαιωθεί με τον πιο τραγικό τρόπο. Οπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, πρόκειται για ένα συγκλονιστικό, όσο και συγκινητικό «Κατηγορώ» εναντίον του «βαθέος κράτους» από έναν άνθρωπο που θα μπορούσε πολύ εύκολα να ζήσει ήσυχη και άνετη ζωή στην Ευρώπη ή στην Αμερική, αλλά δεν το έκανε. Προτίμησε να αφήσει σε όλους αυτούς που πλημμύρισαν τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης φωνάζοντας «Είμαστε όλοι Χραντ Ντινκ» μια βαριά κληρονομιά μέσα σε λίγες λέξεις: «Ηταν ενάντια στη φύση μου να αφήσω τις φωτιές της κόλασης, ανοίγοντας πανιά για προκάτ παραδείσους».

"Στην αρχή με ανησυχούσε η έρευνα που είχε ξεκινήσει σε βάρος μου ο εισαγγελέας του Σισλί, με την προσχηματική κατηγορία της προσβολής του τουρκισμού. Μα δεν ήταν η πρώτη φορά. Μια παρόμοια υπόθεση εκκρεμούσε και στην Ούρφα. Αρχικά μου απαγγέλθηκαν κατηγορίες προ τριετίας, με αφορμή μια δήλωση που είχα κάνει στη διάρκεια μιας συνέντευξης στην Ούρφα, όπου δήλωσα «δεν είμαι Τούρκος, αλλά Αρμένιος, πολίτης της Τουρκίας». Οπότε τσουπ, ξεφύτρωσε από το πουθενά η κατηγορία περί «προσβολής της τουρκικής ταυτότητας». Εγώ δεν είχα ιδέα για τη δίκη, κι επ’ ουδενί με ενδιέφερε η όλη ιστορία. Μερικοί φίλοι δικηγόροι από την Ούρφα ασχολήθηκαν με την υπόθεση εν τη απουσία μου.

Και το ίδιο εντελώς αδιάφορος ήμουν όταν κλήθηκα να καταθέσω στον εισαγγελέα του Σισλί. Σε τελευταία ανάλυση είχα πίστη στα γραπτά μου και στις αγαθές μου προθέσεις. Αν ο εισαγγελέας είχε εκτιμήσει τη σειρά των άρθρων μου στο σύνολό τους, χωρίς να απομονώσει μια και μοναδική πρόταση, που ούτε έδενε με τα γραπτά μου, ούτε σχέση είχε με αυτά, τότε εύκολα θα καταλάβαινε πως καμιά πρόθεση δεν είχα να «προσβάλω την τουρκική ταυτότητα».

Ήμουν πεπεισμένος πως, μετά το πέρας των ανακρίσεων, δεν θα μου απαγγελλόταν η παραμικρή κατηγορία. Τόσο σίγουρος ένιωθα για τον εαυτό μου. Ωστόσο, προς μεγάλη μου έκπληξη, η υπόθεση κατέληξε στο δικαστήριο.

Αλλά και τότε ακόμη δεν έχασα την αισιοδοξία μου. Ετσι έφθασα στο σημείο να δηλώσω στον συνήγορο της πολιτικής αγωγής «πώς δεν θα έπρεπε να αγωνιά τόσο για την έκβαση και ότι εν πάση περιπτώσει αν καταδικαζόμουν, θα εγκατέλειπα τη χώρα». Ναι, τόσο σίγουρος αισθανόμουν, πως ούτε στις προθέσεις μου ήταν ούτε στους στόχους μου «να προσβάλω την τουρκική ταυτότητα». Και όποιος είχε διαβάσει όλη τη σειρά των άρθρων μου θα το καταλάβαινε.

Μάλιστα η επιτροπή του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης που είχε συσταθεί ειδικά για να εξετάσει την υπόθεση, διατύπωνε αυτό ακριβώς το συμπέρασμα στο πόρισμα που κατέθεσε στο δικαστήριο.

Δεν είχα, λοιπόν λόγους να ανησυχώ, δεδομένου ότι είτε στη τρέχουσα είτε σε κάποια άλλη φάση της εκδίκασης της υπόθεσης η αλήθεια θα έβρισκε τον δρόμο της.

Όμως η υπόθεση δεν παρεγράφη. Ο εισαγγελέας ήθελε σώνει και καλά την καταδίκη μου, παρά το θετικό πόρισμα της επιτροπής των εμπειρογνωμόνων. Και τότε ο δικαστής με καταδίκασε σε έξι μήνες φυλάκιση.

Όταν άκουσα την ετυμηγορία, ένιωσα να με πνίγει η ίδια η ελπίδα που με κράτησε ορθό όλους εκεινους τους μήνες της δίκης. Είχα μείνει εμβρόντητος… Ένιωθα πληγωμένος και η επιθυμία μου να επαναστατήσω ενάντια σ’ αυτήν την εξέλιξη φούντωσε μέσα μου.

«Περίμενε πρώτα να βγει η απόφαση, κι ύστερα θα έχεις όλο τον χρόνο να μετανιώσεις για όλα όσα έχεις γράψει κι έχεις πει», έλεγα στον εαυτό μου, σε μια προσπάθεια να αντλήσω κουράγιο και καρτερία.

Η ακροαματική διαδικασία καλυπτόταν τηλεοπτικά και στα έντυπα μέσα έβλεπαν το φως άρθρα που ισχυρίζονταν πως είχα πει ότι «στο τούρκικο αίμα ρέει δηλητήριο». Και κάθε φορά η… φήμη μου, του «εχθρού των Τούρκων», έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Στους διαδρόμους των δικαστηρίων γινόμουν στόχος φασιστών που με περιέλουζαν με ρατσιστικές ύβρεις, ταπεινώνοντάς – με με τα όσα έγραφαν τα πλακάτ που κρατούσαν. Δεχόμουν απειλητικά e-mail, χώρια τα τηλέφωνα και τους σωρούς τα γράμματα - μια κατάσταση που όλο και χειροτέρευε. Κι όλα αυτά τα υπέμενα καρτερικά, προσβλέποντας σε μια αθωωτική απόφαση. Η ετυμηγορία θα διαβαζόταν μεγαλοφώνως, η αλήθεια θα έλαμπε, κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα ένιωθαν ντροπιασμένοι.

Όμως σαν βγήκε η απόφαση, χάθηκαν κι οι ελπίδες μου. Από την έκδοσή της και μετά βρέθηκα να βιώνω μια κατάσταση από τις χειρότερες που μπορεί να ζήσει άνθρωπος. Ο δικαστής εξέδωσε την απόφασή του «στο όνομα του τουρκικού λαού», νομιμοποιώντας έτσι τον ισχυρισμό «πως είχα προσβάλει την τουρκική ταυτότητα».

Όλα θα μπορούσα να τα αντέξω, εκτός απ’ αυτήν τη ρετσινιά. Το να προσβάλεις ανθρώπους με τους οποίους ζεις μαζί στη βάση των όποιων θρησκευτικών ή φυλετικών διαφορών είναι σκέτος ρατσισμός, και ο ρατσισμός (για μένα) είναι κάτι το φοβερό και ανεπίτρεπτο.

Υπό την επίδραση μιας τέτοιας ψυχολογίας, είπα στους εκπροσώπους των ΜΜΕ που με περίμεναν στην έξοδο του δικαστηρίου να έχουν τον νου τους να δουν «αν θα εγκαταλείψω τη χώρα», κάνοντας την πιο κάτω δήλωση:

«Θα συμβουλευτώ τους δικηγόρους μου, θα προσφύγω στον Αρειο Πάγο, στην ανάγκη και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κι αν δεν αθωωθώ τελικά, τότε θα εγκαταλείψω τη χώρα. Γιατί, έτσι όπως τα βλέπω εγώ τα πράγματα, κάποιος που καταδικάζεται στη βάση μιας τέτοιας κατηγορίας, τότε σίγουρα δεν δικαιούται να ζει ανάμεσα στους ανθρώπους τους οποίους προσέβαλε». Κι όλα αυτά τα είπα υπό το κράτος της έντονης συναισθηματικής φόρτισης, ως συνήθως. Η αλήθεια και η ειλικρίνειά μου ήταν τα μοναδικά μου όπλα.

Έλα όμως που αυτή μου η δήλωση όπλισε όλους εκείνους, που είχαν βαλθεί με τρόπο τόσο σκαιό και ανελέητο να με σπρώξουν στο περιθώριο και να με καταστήσουν εύκολο στόχο, με ένα ακόμη πρόσχημα που θα τους διευκόλυνε στην επίτευξη του τελικού στόχου τους. Και με μήνυσαν ξανά, ισχυριζόμενοι αυτήν τη φορά πως επιχειρούσα να επηρεάσω την ετυμηγορία του δικαστηρίου. Τούτη η εκδοχή δημοσιοποιήθηκε από όλα τα ΜΜΕ, ωστόσο μονάχα τα όσα δημοσιεύτηκαν στο εβδομαδιαίο Agos τράβηξαν την προσοχή τους. Ετσι τόσο οι υπεύθυνοι του Agos, όσο κι εγώ ο ίδιος βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την κατηγορία του επηρεασμού του σώματος των ενόρκων.

Μα εγώ είμαι ο κατηγορούμενος. Ποιός άλλος «θα επιχειρούσε να επηρεάσει την ετυμηγορία των ενόρκων», ει μη μόνον κάποιος ήδη υπό κατηγορία;

Προσέξτε όμως το αστείο του πράγματος: κατηγορούμενος, ο οποίος υπερασπίζεται εαυτόν ακριβώς επειδή τελεί υπό κατηγορία, βρίσκεται να κατηγορείται εκ νέου πως δήθεν επιχειρεί να «επηρεάσει την ετυμηγορία του δικαστηρίου» στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας υπεράσπισης του εαυτού του.

Δεν θα σας κρύψω πως η πίστη μου στο «σύστημα απόδοσης δικαιοσύνης» όσο και στην έννοια του «Νόμου» κλονίστηκαν σε μεγάλο βαθμό. Η «δικαιοσύνη» δεν υπερασπιζόταν τα δίκια των πολιτών, αλλά εκείνα του κράτους.

Συγκεκριμένα ήμουν πεπεισμένος ότι, αν και κατά δήλωση του προέδρου, η απόφαση είχε ληφθεί στο όνομα του λαού, στην ουσία είχε ληφθεί στο όνομα του κράτους. Οι δικηγόροι μου θα προσέφευγαν βέβαια στον Αρειο Πάγο, ωστόσο ποιος θα μπορούσε να εγγυηθεί πως οι άνθρωποι του «βαθέος κράτους» δεν θα αποδεικνύονταν το ίδιο… αποτελεσματικοί και αποφασισμένοι, όπως είχαν αποδειχτεί και στις προηγούμενες περιπτώσεις; Κι ήταν άραγε όλες οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου δίκαιες;

Μήπως δεν ήταν αυτός ο ίδιος Αρειος Πάγος που είχε επικυρώσει τις άδικες δικαστικές αποφάσεις για την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των Μειονοτικών Ιδρυμάτων;
Και βέβαια εμείς κάναμε την έφεσή μας, όμως τι καταλάβαμε; Ο πρόεδρος του Εφετείου, συνεπικουρούμενος από τις γνωματεύσεις των εμπειρογνωμόνων, απεφάνθη πως δεν υπήρχαν στοιχεία τα οποία να τεκμηρίωναν την ενοχή μου, ζητώντας έτσι την απαλλαγή μου, όμως ο Αρειος Πάγος με βρήκε και πάλι ένοχο. Ο εισαγγελέας ήταν εξίσου αμετακίνητος στην απόφασή του, όσο κι εγώ ο ίδιος βέβαιος για το αθώο του άρθρου μου, έτσι ανέτρεψε την ετυμηγορία στέλνοντάς την για τα περαιτέρω στο Γενικό Συμβούλιο.

Όμως οι δυνάμεις εκείνες που είχαν βαλθεί να με συντρίψουν, και οι οποίες κατάφερναν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους σε κάθε φάση της όλης διαδικασίας μετερχόμενες μεθόδους εντελώς άγνωστες σε μένα, έπιασαν πάλι να κινούν παρασκηνιακά τα νήματα. Απόρροια τούτου ήταν το Γενικό Συμβούλιο να με βρει κατά πλειοψηφία ένοχο, αποφαινόμενο ότι όντως είχα προσβάλει την τουρκική ταυτότητα.

Είναι προφανές πως όλοι αυτοί που επεδίωκαν να με «απαλλοτριώσουν», καθιστώντας με αδύναμο κι εύκολη λεία στα πυρά τους, τελικά πέτυχαν τον στόχο τους. Μόνο λίγοι δεν είναι εκείνοι που με θεωρούν σήμερα άνθρωπο «ο οποίος όντως πρόσβαλε την τουρκική ταυτότητα», κι όλα αυτά χάρη στην παραπληροφόρηση και την υιοθέτηση αθέμιτων μεθόδων.

Ο σκληρός δίσκος του υπολογιστή μου είναι γεμάτος από μηνύματα πολιτών αυτής της κατηγορίας. Μηνύματα γεμάτα μίσος και απειλές. Σε ποιο βαθμό μπορεί να είναι βάσιμες αυτές οι απειλές, και σε πιο βαθμό λόγια του αέρα; Ειλικρινά αυτό δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω. Η πραγματική απειλή, αυτή που με τίποτε δεν μπορώ να αντέξω, είναι το ψυχολογικό μαρτύριο το οποίο υφίσταμαι.

Η σκέψη που με πιλατεύει διαρκώς και δε λέει να φύγει από το μυαλό μου είναι: «Αραγε τι πιστεύουν τώρα αυτοί οι άνθρωποι για μένα»; Η ειρωνεία του πράγματος είναι πως σήμερα χαίρω μεγαλύτερης… δημοφιλίας απ’ ό,τι πριν, και με τον τρόπο που με κοιτούν οι άνθρωποι είναι σαν να ρωτούν ο ένας τον άλλο, «Για δες, αυτός δεν είναι εκείνος ο Αρμένης;»

Κι εκεί που πάω να ηρεμήσω, να ’σου αρχίζει πάλι το μαρτύριο. Η μια όψη αυτού του μαρτυρίου είναι η περιέργεια, η έλλειψη απάντησης στο επιτακτικό ερώτημα, η άλλη, η ανησυχία. Από τη μια μεριά η προσοχή κι η αυτοσυγκράτηση, από την άλλη το φυλλοκάρδι μου που τρέμει. Όμοια με το περιστέρι, έχω τα μάτια μου παντού, έτσι όπως κοιτώ πίσω μου, μπροστά μου, δεξιά κι αριστερά μου.

Και το κεφάλι μου σβουρίζει ίδια με του περιστεριού. Και το ίδιο αστραπιαία, έτσι που, προτού προλάβω να κοιτάξω προς τη μια μεριά, ήδη κοιτάζω προς την άλλη. Ιδού το τίμημα.

Και τί είπε ο υπουργός των Εξωτερικών Αμπντουλάχ Γκιουλ; Τι είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης Κεμίλ Τσιτσέκ;

«Δεν θα πρέπει να λέγονται υπερβολές σε ό,τι αφορά την ερμηνεία του Αρθρου 301. Μα όποιοι κρίνονται ένοχοι, δεν καταλήγουν στη φυλακή;» Λες και το να πληρώνεις το τίμημα για κάτι, σημαίνει πως πρέπει πάντα οπωσδήποτε να καταλήγεις πίσω απ’ τα σίδερα. Δείτε το τίμημα… Ιδού το τίμημα… Ξέρετε, υπουργαίοι μου, τι τίμημα είναι να καταδικάζετε κάποιον να τρέμει σαν το περιστεράκι; Εχετε ιδέα; Τι στην ευχή, ποτέ σας δε ρίχνετε μια ματιά στα περιστέρια;

Τα όσα τράβηξα μόνο ασήμαντα δεν ήταν… Εγώ και η οικογένειά μου.

Ηταν φορές που στα αλήθεια σκέφτηκα να φύγω από τη χώρα. Ειδικά όταν οι απειλές είχαν στόχο τους πρόσωπα του άμεσου οικογενειακού μου περιβάλλοντος. Τότε αλήθεια ένιωθα να τα χάνω.

Αυτό το περί «ζωής και θανάτου» σημαίνει μόνο ένα πράγμα, κι όσο για μένα, μπορώ από δική μου βούληση να γίνω μαχητής, όμως δεν έχω δικαίωμα να εκθέσω σε κίνδυνο τη ζωή και την ασφάλεια των δικών μου ανθρώπων. Εγώ μπορώ να γίνω ήρωας, όμως το τίμημα της όποιας ανδρείας μου δεν θα πρέπει να το πληρώσει άλλος άνθρωπος. Σε τέτοιες στιγμές απόγνωσης έβρισκα απάνεμο λιμάνι κοντά στην οικογένεια και στα παιδιά μου. Με στήριζαν με όλη τους τη δύναμη. Με εμπιστεύονταν. Κάθε που έλεγα, «Πάμε, φεύγουμε», ήταν υπ’ ατμόν, κι όταν έλεγα, «Εδώ μένουμε», με υπάκουαν δίχως δεύτερη κουβέντα.

Να φύγουμε όμως και να πάμε πού; Στην Αμερική; Μα μέχρι ποιου σημείου μπορεί να αντέξει την αδικία ένας άνθρωπος σαν κι εμένα, που δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του πάνω σε αυτό το ζήτημα; Αλλά και το να πήγαινα να ζήσω σε κάποια χώρα της Ευρώπης, ούτε αυτό με έκφραζε. Με ξέρω καλά. Τρεις μέρες στο εξωτερικό, κι αρχίζει και μου λείπει η πατρίδα μου. Τι στην ευχή να έκανα εκεί πέρα; Το να άφηνα «τις φωτιές της Κόλασης» και να άνοιγα πανιά για παράδεισους- προκάτ ήταν κάτι κόντρα στη φύση μου.

Είμαστε, βλέπετε, από την πάστα των ανθρώπων που διακατέχονται από τον πόθο να μετατρέπουν τις κολάσεις σε παραδείσους.

Επιθυμία μας ήταν να ζήσουμε στην Τουρκία, κι έχουμε ηθικό καθήκον απέναντι στους φίλους μας, γνωστούς κι αγνώστους που μας στηρίζουν και παλεύουν για τη Δημοκρατία. Θα μείνουμε, λοιπόν και θα παλέψουμε.

Κι αν πάντως έρθει κάποια μέρα που θα πρέπει να αναχωρήσουμε, τότε ας αναχωρήσουμε όπως αναχώρησαν οι απόγονοί μας καλή ώρα το 1915… Μην ξέροντας προς τα πούθε να τραβήξουμε, ακολουθώντας τα μονοπάτια που είχαν διαβεί κι εκείνοι… νιώθοντας τον πόνο και την αγωνία τους.

Έτσι κατατρεγμένοι θα αφήσουμε την πατρίδα μας. Για να καταλήξουμε όχι στα μέρη που θα τραβάει η ψυχή μας, αλλά σε κείνα όπου θα αντέξουν να μας πάνε τα πόδια μας. Οπου κι αν είναι αυτά τα μέρη.

Εύχομαι κι ελπίζω να μην αναγκαστούμε ποτέ να ζήσουμε τέτοια προσφυγιά. Εχουμε αρκετές ελπίδες κι άλλους τόσους λόγους για να μη ξαναπεράσουμε τέτοια πικρή εμπειρία. Ετοιμάζομαι τώρα να προσφύγω στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Μακάρι να ’ξερα πόσα χρόνια θα τραβήξει αυτή η υπόθεση.

Εκείνο όμως που ξέρω και που ώς ένα βαθμό με ανακουφίζει, είναι το ότι, αν μη τι άλλο, θα εξακολουθώ να ζω στην Τουρκία μέχρι να πάρει τέλος ετούτη η ιστορία. Κι αν βγει μια θετική απόφαση, το γεγονός ασφαλώς και θα με κάνει ευτυχέστερο και θα σημαίνει πως δεν θα αναγκαστώ ποτέ να εγκαταλείψω την πατρίδα μου.

Πολύ πιθανό το 2007 να είναι η πιο δύσκολη χρονιά. Οι δίκες θα συνεχιστούν, και νέες θα φθάσουν στο ακροατήριο. Κύριος οίδε με τι είδους αδικίες θα βρεθώ αντιμέτωπος.

Όμως, τι κι αν όλα αυτά μέλλουν να συμβούν, υπάρχει κάτι που για μένα αποτελεί εγγύηση. Ναι, νιώθω σαν σκιαγμένο περιστέρι, όμως ξέρω καλά πως σε αυτήν τη χώρα οι άνθρωποι ούτε αγγίζουν, ούτε ενοχλούν τα περιστέρια. Και τα περιστέρια ζουν κι ευημερούν στην καρδιά των πόλεων.

Ε, ναι, λοιπόν… αισθάνομαι λιγάκι φοβισμένος, μα κι απ’ την άλλη ελεύθερος".

«Η Καθημερινή», 28/01/2007