9/12/07

Οι εσωτερικοί ρυθμοί της Ιστορίας: Τάσσος Παπαδόπουλος


Ασχέτως των προσωπικών απόψεων του κάθε πολίτη, ορισμένα θέματα έχουν την δική τους δυναμική στην Ιστορία. Μετά την σωστή απόρριψη του Σχεδίου Ανάν V από την Ελληνική Κυπριακή πλευρά, τον Απρίλιο του 2004, πολλοί -δυστυχώς οι δικοί- κατηγορούν την δική μας πλευρά για το αδιέξοδο στο οποίο έφθασε το Κυπριακό μετά τους αδέξιους και εν τέλει ενδοτικούς χειρισμούς της περιόδου 1999-2003. Θεωρούν ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος με τους χειρισμούς του οδήγησε στην χειροτέρευση των προνοιών του Σχεδίου Ανάν από το Σχέδιο III στο Σχέδιο V κι όχι ο σχεδιασμός των Αγγλοαμερικανών για την αποενοχοποίηση της Τουρκίας είτε μέσω ενός ΝΑΙ σε ένα σχέδιο διάλυσης είτε μέσω ενός ΟΧΙ που θα οδηγούσε στην αναβάθμιση των κατεχομένων και την ανεμπόδιστη πορεία της Τουρκίας προς την Ε.Ε. Αυτήν την ερμηνεία των γεγονότων που οδήγησαν στο δημοψήφισμα έχει όλως παραδόξως αποδεχθεί και ο Ιωάννης Κασουλίδης κατά την παρουσίαση του σχετικού βιβλίου του Ανδρέα Θεοφάνους πρόσφατα.

Κατά την άποψη του γράφοντος, το έτος 2004 έφερε τον τερματισμό της ουσιαστικής στασιμότητας της περιόδου 1974-2004. Το Κυπριακό, μετά την ένταξή μας στην Ε.Ε. ανεδείχθη σε πραγματικά διεθνές πρόβλημα, μια και νέες προεκτάσεις του επηρεάζουν ουσιαστικά τις σχέσεις μεταξύ διεθνών οργανισμών (άρα και συμφερόντων) όπως τις σχέσεις μεταξύ ΝΑΤΟ και Ε.Ε. Άρα η ανάγκη για τερματισμό της διαμάχης είναι μεγαλύτερη παρά ποτέ άλλοτε. Το Κυπριακό λοιπόν, έχει μπει έκτοτε στην «τελική» του ευθεία. Η οποία μπορεί να οδηγήσει οπουδήποτε. Οπουδήποτε. Κι αυτό πρέπει να το έχουμε πάντα υπ’ όψιν. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κατά τη νέα διαπραγμάτευση που φαίνεται να είναι στα σκαριά, πρέπει να έχουμε ως εντολοδόχο της δικής μας πλευράς τον άνθρωπο εκείνο που έχει τις μεγαλύτερες ικανότητες αλλά και την περισσότερη επιμονή πάνω στα αιτήματά μας, που αφορούν όχι μόνον το μέλλον μας ως Κυπριακού Ελληνισμού αλλά έτι περαιτέρω και την επιβίωση του κράτους μας και του αυριανού κοινού μας κράτους με τους Τουρκοκύπριους. Ενός ανεξάρτητου και ευρωπαϊκού κράτους, χωρίς την επικυριαρχία της Τουρκίας. Όχι ενός δήθεν κράτους, με ουσιαστικό ρόλο αυτόν του Δούρειου Ίππου για την είσοδο της Τουρκίας στην Ε.Ε. προτού εκπληρώσει οποιοδήποτε από τα κριτήρια εισδοχής της.

Ένα κοινό κράτος με τους Τουρκοκύπριους προϋποθέτει ασφαλώς κάποιους συμβιβασμούς. Η δική μας πλευρά όμως, δυστυχώς, διαχρονικά έχει προβεί σε όλες εκείνες τις λογικές (και μη) παραχωρήσεις που θα ανέμενε ένα αντικειμενικός τρίτος παρατηρητής και αυτός είναι και ο λόγος όπου πλέον ευελιξία στις διαπραγματεύσεις, στην δική μας περίπτωση ισούται με ενδοτισμό. Ασφαλώς όχι ηθελημένο, αλλά δυστυχώς πραγματικό. Για να μην εμπλακούμε όμως σε άλλου είδους συζητήσεις, αρκεί να αναφερθεί ότι το σίγουρο είναι ότι για να λειτουργήσει το νέο κράτος θα πρέπει να το νιώθουμε και οι δύο πλευρές ως δικό μας, ότι δηλαδή μάς εκπροσωπεί. Δηλαδή οι Ελληνοκύπριοι να συνεχίσουν να νιώθουν τη συνέχεια του κράτους που καλώς ή κακώς εκπροσώπησαν μόνοι τους για 44 τώρα χρόνια, αλλά και οι Τουρκοκύπριοι να ξανανιώσουν τμήμα ενός κράτους κι όχι ενός υποτελούς στην Τουρκία παρανόμου μορφώματος.



Ο Τάσσος Παπαδόπουλος απέδειξε, αν μη τί άλλο, σε όλη την πολιτική του ιστορία ότι παραμένει πιστός στις αρχές και τις αξίες που εμπεριέχουν την ψυχή και την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού στην Κύπρο. Μία ιστορική παρουσία που ασχέτως των στρεβλώσεων των εθνικισμών της κάποτε Δεξιάς και των Διεθνισμών της κάποτε Αριστεράς, επιβιώνει ώς σήμερα στην γλώσσα και την ψυχή του λαού μας. Δηλαδή, μετά το τέλος των ιδεολογιών, απεδείχθη ότι η αγάπη για τον πάτριο τόπο είναι μία πραγματικότητα κι όχι το κατασκεύασμα ενός κάποιου εθνικισμού που μάς επεβλήθη. Περαιτέρω, με την στάση του στο Δημοψήφισμα απέδειξε ότι έχει κότσια να κάνει το σωστό ασχέτως πιέσεων, που για όσους μπόρεσαν να νιώσουν το κλίμα της εποχής, ήσαν πραγματικά αφόρητες.

Τώρα που υπάρχει η διαδικασία Γκαμπάρι της 8ης Ιουλίου 2006 που μπορεί να οδηγήσει σε ένα σωστότερο λιμάνι για το κλείσιμο των πληγών του τόπου μας (που αναμφίβολα θα χρειαστεί χρόνια προσπαθειών) ο Τάσσος Παπαδόπουλος είναι ο άνθρωπος που έχει τα περισσότερα περιθώρια να “παίξει” χοντρά το παιγνίδι, ώστε να μπορέσει να ισοσκελιστεί η βαρύτατη αδυναμία μας -διπλωματική και στρατιωτική- έναντι της κατοχικής δύναμης. Μόνον τότε οι γείτονες υπάρχει περίπτωση να δελεαστούν -και να αναγκαστούν- να χρησιμοποιήσουν το κλειδί της λύσης, που άλλοι αλλά και η δική τους ετοιμότητα και προετοιμασία τους διασφάλισαν.

Θεόδωρος Δ. Γκότσης
09/12/2007

3/12/07

Απαράδεκτα τα μέτρα για τη σχολική στολή

Μόνο λύπη στους σκεπτόμενους πολίτες μπορεί να προκαλέσει η και επίσημη πλέον απόφαση του Υπουργείου Παιδείας για την εισαγωγή του τζιν στα σχολεία. Δυστυχώς και στην Κύπρο φαίνεται πως η αντίσταση στους λαϊκισμούς δεν μπόρεσε να κρατήσει άλλο και ο άκρατος κομματισμός που μαστίζει κάθε τομέα της κοινωνίας μας κατάφερε να βρει δίοδο και στα σχολεία (μετά την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί στα Πανεπιστήμια).


Ήρθαμε και σ’ αυτό το ζήτημα να μιμηθούμε την… απαράμιλλου κάλλους διάλυση που επιβλήθηκε στην εκπαίδευση στην Ελλάδα, θεωρώντας την ως «κατάκτηση του μαθητικού κινήματος» και «εκδημοκρατισμό και εκσυγχρονισμό του δημόσιου σχολείου» (Ανακοίνωση ΠΣΕΜ, 07/09/2007). Αγνοούμε οι δύσμοιροι τους λόγους που για τόσα χρόνια ορθά προτείνονταν προς υποστήριξιν της χρήσης στολής: δηλαδή η προστασία της ομαδικότητος των μαθητών και της αξιοπρέπειας των φτωχότερων μαθητών από τις Νεοταξικές έννοιες του «καταναλωτή» και της «μαζικότητας», που καπηλευόμενες την ατομικότητα και την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπινου προσώπου, οδηγούν στην άκρα φιλαυτία και συμφεροντολογία της α-κοινωνησίας.


Και ως να μην έφθαναν όλα αυτά, δημιουργείται κι ένα μπάχαλο: αυτό της «εναλλακτικής επιλογής». Ο καθένας μπορεί να «επιλέξει» από μία «γκάμα» στολών, εν είδη πασαρέλας, να κάνει τους «συνδυασμούς» του ή αν θέλει να φορέσει το τζινάκι του που πρέπει όμως –προσέξτε- να είναι μόνον «denim»… Δηλαδή νέοι μπελάδες, νέα προβλήματα για τους καθηγητές: πόσες ώρες αποβολή θα βάλουμε στον τάδε που φοράει ξεβαμμένο τζίν; Οι μαθητές θα αρχίσουν και πάλι να μιλούν για «παραβίαση των δημοκρατικών δικαιωμάτων τους» και φυσικά όπως πάντα κανείς δεν κάνει λόγο για τις υποχρεώσεις τους έναντι, πρώτον του εαυτού τους και δεύτερον της πολιτείας.


Φυσικά στους τομείς που δεν μάς συμφέρει, δεν ασχολούμαστε με τα ισχύοντα στην υπόλοιπη Ευρώπη, δηλαδή:


α). την έλλειψη κομματισμού στα Σχολεία και τα Πανεπιστήμια (τα οποία ως χώρος ιερός, χώρος έρευνας και γνώσης πρέπει να έχουν ενότητα κι όχι τον χωρισμό που επιφέρουν τα κόμματα, όπως δηλοί και η λέξη «κόμμα» στα Ελληνικά),


β). την πειθαρχία και την τάξη στα δημόσια και ιδιωτικά σχολεία που επιβάλλονται γιατί –κι ας μην το ξεχνούμε- πολίτες με δικαιώματα γινόμαστε στα 18 κι όχι πιο πριν.


Το σχολείο αποτελεί άσκηση προς το να γίνει κανείς πολίτης. Κι αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε όλοι. Κυρίως δε οι «αρμόδιοι» και υπεύθυνοι της Πολιτείας. Αποτελεί μία πορεία προς τον στόχο της σωστά εννοούμενης κοινωνικοποίησης, κι όχι προς ένα επάγγελμα συνδεόμενο με «την αγορά εργασίας» ή την απλή πρόσκτηση «γνώσεων».


Θεόδωρος Δ. Γκότσης, "Ο Φιλελεύθερος", 11/09/2007

6/8/07

Εθελόκωφος Άρχων - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Πρωτοδιοριζόμενος καθηγητής Μαθηματικών φτάνει στο Γυμνάσιο επαρχιακής πόλης. Σεπτέμβρης μήνας (πέρυσι) και πρώτη δουλειά που του αναθέτει ο γυμνασιάρχης είναι να εξετάσει τους μετεξεταστέους της προηγούμενης σχολικής χρονιάς. Σε μιαν αίθουσα βρίσκει να περιμένουν δεκαπέντε περίπου μαθητές. Αρχίζει ο καθηγητής να υποβάλει ερωτήσεις και η απάντηση από κάθε παιδί: «δεν ξέρω». Υποχωρεί σταδιακά σε όλο και ευκολότερα θέματα, φτάνει στα στοιχειώδη των πράξεων της αριθμητικής, όμως η απάντηση όλων σταθερή και άφοβη: «δεν ξέρω». Έκδηλη η αμηχανία του καθηγητή, οπότε οι μαθητές τον κατατοπίζουν: «Θα μας δώσετε γραπτές ερωτήσεις και θα μας γράψετε στον πίνακα τις απαντήσεις, έτσι γίνεται πάντοτε». Καταφεύγει ο δυστυχής πρωτάρης στον γυμνασιάρχη, ο οποίος και επαληθεύει τα παιδιά: «Ναι, σιωπηρά έτσι γίνεται, είναι προφορική εντολή του υπουργείου»!

Σιωπηλά, αλλά μεθοδικά και έγκαιρα (στη σχολική εκπαίδευση) εξαλείφεται από τις προσλαμβάνουσες του Έλληνα κάθε δεοντολογία, κάθε λειτουργία κανονιστικών αρχών. Είκοσι έξι χρόνια τώρα – από τη σημαδιακή «Δεκαοχτώ Οχτώβρη» του 1981. Παγιώνεται αυτονόητα στις συνειδήσεις ότι η κρίση, η αξιολόγηση, η διάκριση ποιοτήτων σημαίνουν «σκοταδισμό» και «συντήρηση», ο λειτουργικός έλεγχος και οι πειθαρχικές συνέπειες είναι περίπου φασιστική πολιτική. «Εκδημοκρατισμός» και «προοδευτικές κατακτήσεις» μεταφράζονται σε βεβαιότητα πως «όλα επιτρέπονται».

Έτσι, στην Ελλάδα σήμερα οι άνθρωποι που με δόλια νομοθετήματα «αποχαρακτήρισαν» εκατοντάδες χιλιάδες στρεμμάτων δάσους και τα παρέδωσαν στους οικοπεδοφάγους, μπορούν με κάθε άνεση να εμφανίζονται σε τηλεοπτικά «παράθυρα» και να μαίνονται για την τωρινή κυβέρνηση που ολιγώρησε στην προστασία των δασών! Ο τηλεθεατής δεν θα οργιστεί, γιατί δεν καταλαβαίνει τη θρασύτατη αναίδεια, δεν μπορεί να την κρίνει, έχει χάσει (όπως και ο μετεξεταστέος στο σχολείο) την ικανότητα της ηθικής αποτίμησης μιας πράξης. Αναίσχυντα λοιπόν παραμένουν στον δημόσιο βίο και ακκίζονται ως τιμητές «καταστροφικών πολιτικών λαθών» των αντιπάλων τους πολιτικοί, υπόλογοι για πραγματικά κοινωνικά κακουργήματα.

Δύσκολα αιτιολογείται τέτοια λαϊκή ανοχή στην αναίδεια σαν άμβλυνση της μνήμης ενός ολόκληρου λαού, αυτοματική ή συμπτωματική. Το περιστατικό των μετεξεταστέων μαθητών έχει αναρίθμητα ανάλογα σε κάθε πτυχή ή πλοκάμι του κρατικού πολύποδα, λειτουργεί σαν μοντέλο συμπεριφοράς, διαμορφώνει μεθοδικά συνειδήσεις. Στα είκοσι έξι χρόνια της σοσιαλεπώνυμης λοιμικής και της «νεοδημοκρατικής» ληθαργικής αφασίας παγιώθηκε μεθοδικά ως αυτονόητη πρακτική η παραίτηση από κάθε λειτουργία κρίσης, αξιολόγησης, απόδοσης ευθυνών, ελέγχου της συνέπειας. Με αποτέλεσμα, καμιά καταγγελία, οσοδήποτε τεκμηριωμένη, να μην επηρεάζει αρνητικά τους ψηφοφόρους.

Οι Ελλαδίτες ψηφοφόροι δίνουν, δίχως ενδοιασμό, σταυρό προτίμησης στους πολιτικούς αυτουργούς της ληστείας του Χρηματιστηρίου του 1999. Σταυρό προτίμησης στους πολιτικά υπεύθυνους για το έγκλημα του «Σαμίνα». Επιβραβεύουν με την ψήφο τους τούς υπαίτιους της αισχύνης για τη νύχτα των Υμίων, για την πανικόβλητη υπαναχώρηση στην περίπτωση των πυραύλων S300, τους αυτουργούς της προδοσίας του Οτζαλάν (συγκλονιστικό και αδιάσειστα τεκμηριωμένο το βιβλίο του Σάββα Καλεντερίδη «Παράδοση Οτζαλάν - Η ώρα της αλήθειας», μαρτυρία που θα έπρεπε να έχει εξαφανίσει από το πολιτικό προσκήνιο τους καταγγελλόμενους).

Δεν οργίζεται πια ο Έλληνας, δεν έχει αντανακλαστικά αντίδρασης στη θρασύτατη αναίδεια. Τον έχει ευνουχίσει το μοντέλο προαγωγής των μετεξεταστέων, δεν ξέρει πια τι θα πει κριτική αποτίμηση, έλεγχος, αξιολόγηση, διάκριση ποιοτήτων. Ανέχεται τους πιο ανενδοίαστους προπαγανδιστές της «πλεκτάνης Ανάν» να βρίσκονται σήμερα στην ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και της ελληνικής διπλωματίας. Και να διαχειρίζεται ακόμα την παιδεία και καλλιέργεια της ελληνικής νεολαίας η υπέρμαχος υπουργός της κατ’ επιταγήν ιδεοληπτικών δογμάτων ιστοριογραφίας.

Δεν είναι από μεγαθυμία ανεκτικός με τους επαγγελματίες πολιτικούς ο Έλληνας – η μεγαθυμία θα ξεμύτιζε και σε άλλες εκφάνσεις κοινωνικής συμπεριφοράς. Μια συγκεκριμένη αποχαυνωτική δημαγωγία τον έχει καταστήσει επιπόλαια αυτοκαταστροφικό. Και τεκμηρίωση της πιστοποίησης παρέχουν οι πρωτιές τηλεθέασης μόνιμα καθηλωμένες στα κανάλια της άκριτης εμπάθειας, της ανέλεγκτης παραπληροφόρησης, της αμοραλιστικής αρχής ότι «όλα επιτρέπονται». Η ακρισία είναι σύνδρομο αυτοκαταστροφής.

Όταν σε μια κοινωνία υποβαθμίζεται (ή χάνεται) η λειτουργία των κριτικών αποτιμήσεων, σημαίνει ότι εξαλείφεται η λειτουργία της λογικής. Δηλαδή χάνεται η ελπίδα. Σε κοινωνία που παραλογίζεται, δεν υπάρχει ελπίδα συν-εννόησης, νόημα συνύπαρξης, κριτήρια εξισορρόπησης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Όταν ο πολιτικός που οικοπεδοποιεί το δάσος και νομιμοποιεί τα αυθαίρετα δεν γίνεται αυτονόητα κατάπτυστος, τότε αποκλείεται να βρεθεί ποτέ και να τιμωρηθεί ο φυσικός αυτουργός του εμπρησμού. Και όταν στη Βουλή χειροκροτείται ο ελλειμματικός μεν αλλά αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης για το χυδαίο «δεν έχετε τσίπα»! που απευθύνει στον πρωθυπουργό, τότε γίνεται προφανές γιατί η κοινοβουλευτική φενάκη ανέχεται τον αγοραίο λαϊκισμό, ενώ αποκλείει, με κοινή συναίνεση, την κυριολεκτική χρήση της λέξης «προδοσία» – την κρίση (αποτίμηση) του ενδεχομένου.

Το αμέσως προκείμενο: Ο πρωθυπουργός ζητάει από τον λαό να του χαρίσει και δεύτερη τετραετία «για να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις» του. Είναι αρκούντως ευφυής ώστε να ξέρει το προφανές για τους νουνεχείς. Ότι εφόσον δεν τόλμησε να ξεκινήσει από τη μεταρρύθμιση της χαριστικής προαγωγής των μετεξεταστέων (σε κάθε τομέα του δημόσιου βίου) οι μεταρρυθμιστικές του επαγγελίες εισπράττονται μόνο ως τεχνάσματα εντυπωσιασμού. Το μοντέλο προαγωγής των μετεξεταστέων επιτρέπει να μιλάει για μεταρρυθμίσεις πρωθυπουργός που δεν τόλμησε έστω έναν κυβερνητικό ανασχηματισμό: Παρέμεινε δέσμιος παλαιοκομματικών εξαρτήσεων, με υπουργούς και επιτελείς κραυγαλέας ανεπάρκειας, συχνά κωμικοτραγικής.

Δίνει την εικόνα μετεξεταστέου, που χωρίς να έχει προσπαθήσει για λύσεις των στοιχειωδέστερων προβλημάτων, ζητάει να περάσει χαριστικά σε δεύτερη τετραετία. Πάντως, αν και εθελόκωφος, χρόνο για να αλλάξει την εικόνα του έχει.

"Η Καθημερινή", 05/08/2007

8/7/07

Ανθρωπολογικός τύπος εμπρηστή - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Απορία εφήβου και στα μάτια ο πανικός: «Καλά, αυτοί οι εμπρηστές που καίνε τα δάση δεν είναι άνθρωποι, δεν έχουν παιδιά, δεν σκέφτονται πού και πώς θα ζήσουν τα παιδιά τους;

Η λογική διαύγεια του ερωτήματος δύσκολα ανεκτή σε ό,τι ακόμα ονομάζουμε ελληνική «κοινωνία». Τέτοια ευθύβολα ερωτήματα προκαλούν μειδιάματα συγκατάβασης, λοξές ματιές στον ερωτώντα, δηλαδή το σιωπηλό αντερώτημα: «καλά, πού ζει αυτός, από ποιον πλανήτη κατέβηκε».

Η τίμια απάντηση στον έφηβο θα ήταν: Όχι, ο εμπρηστής δεν είναι άνθρωπος, έχει απεμπολήσει «το κυρίως ανθρώπινον»: την κοινωνική του φύση. Ο άνθρωπος είναι «φύσει ζώον κοινωνικόν», ο εμπρηστής έχει περιπέσει στην κτηνώδη κατάσταση της ατομοκεντρικής τυφλής ιδιο-τέλειας. Υπάρχει υποταγμένος στα ενστικτώδη ορμέμφυτα της αυτοσυντήρησης, της κυριαρχίας, της ηδονής. Δεν ξέρει να σχετίζεται, να μοιράζεται, να κοινωνεί, δεν έχει τα γνωρίσματα λογικού υποκειμένου, ζει ανέραστος.

Έχει παιδιά, όπως έχει και η ύαινα. Πιστεύει πως τα φροντίζει, αν τους εξασφαλίσει πλούσια διατροφή και ηδονή, την επιτηδειότητα να εντοπίζουν (ή να προκαλούν) πτώματα για βορά. Αν τα παιδιά του εμπρηστή δεν θα μπορούν πια να αναπνεύσουν στο σεληνιακό τοπίο που προκάλεσε ο πατέρας τους, θα έχουν τόσα χρήματα, ώστε να μπορούν να μεταναστεύσουν οπουδήποτε οι συνθήκες επιβίωσης θα είναι ακόμα ηδονικές. Οι εμπρηστές και τα παιδιά τους δεν έχουν πατρίδα. Παράγουν (ή υιοθετούν) τις «μοδέρνες» ιδέες του απάτριδος διεθνισμού, της «πλουραλιστικής» κοινωνίας, της μεταλλαγμένης Ιστορίας που προπαγανδίζει τη «συμφιλίωση» των λαών. Μάχονται μέχρις υστερίας κάθε αίσθηση πατρίδας και «ιερού».

Αλλά αν δώσουμε τόσο ειλικρινή απάντηση στο λογικά διαυγές ερώτημα του εφήβου, ανάγκη να τη συνοδεύσουμε και από τη χρηστική προσθήκη: ότι είναι επικίνδυνη. Όπως λ.χ. θα αποφύγουμε να πούμε πόσο προφανέστατα ατάλαντοι είναι οι επιδειξίες «καλλιτέχνες» που βιντεοσκοπούνται αυνανιζόμενοι υπό τους ήχους του Εθνικού Ύμνου (της Ελλάδας βέβαια, με το αζημίωτο, όχι των ΗΠΑ ή του Ισραήλ), έτσι θα αποφύγουμε να ορίσουμε αν είναι άνθρωποι (με έγνοια για το μέλλον των παιδιών τους) οι εμπρηστές δασών. Τέτοιες απαντήσεις δεν εκστομίζονται σε κοινωνίες παρακμής, ο τολμητίας κινδυνεύει.

Και επειδή τα περί κινδύνου εύκολα διαβάλλονται σαν ύποπτα λανθάνουσας «μανίας» προσθέτουμε στον φορέα ερωτημάτων λογικής διαύγειας την καίρια διασάφηση: Ότι οι εμπρηστές δασών, ο ανθρωπολογικός τύπος του αδίστακτου ατομοκεντρισμού, είναι σήμερα (συνεπέστατα) φορείς κάθε μορφής εξουσίας. Είναι οι πολιτικοί που αναθεματίζουν τάχα τον εμπρηστή και στη συνέχεια του παραχωρούν την καμένη γη για οικοπεδοποίηση. Υπόσχονται αναδάσωση όσο λαμπαδιάζει το δάσος και την ξεχνούν μόλις παρέλθει η φρίκη. Παγιδεύουν την κατάρτιση Κτηματολογίου στα ψηφοθηρικά τους συμφέροντα, έτσι όπως νομιμοποιούν και τα αυθαίρετα κάθε φορά πριν από τις εκλογές.

Υπάνθρωπος ο εμπρηστής δασών, παραιτημένος από «το κυρίως ανθρώπινον». Όμως ίδιος ανθρωπολογικός τύπος και ο υπάλληλος της Πολεοδομίας που χρηματίζεται για να αποχαρακτηρίσει την πυρπολημένη δασική έκταση, ίδιος και ο υπάλληλος της ΔΕΗ, της ΕΥΔΑΠ, του ΟΤΕ που εξασφαλίζει παροχές στα προϊόντα του εγκλήματος. Κατά προέκταση ίδιος ανθρωπολογικός τύπος και ο «οργανικός διανοούμενος» ακριβώς όπως τον όρισε ο Γκράμσι: να δουλεύει για το συμφέρον του, την καριέρα του, υπηρετώντας τα ιδεολογήματα που χρειάζονται κάθε φορά οι κυρίαρχες οικονομικές δυνάμεις προκειμένου να δημιουργήσουν τις πιο ευνοϊκές συνθήκες (παιδείας, πληροφόρησης, νοο-τροπίας) για την επέκταση της επιρροής τους στις μάζες. Δουλεύει, λοιπόν, σήμερα ο «οργανικός διανοούμενος» ακριβώς σαν τον εμπρηστή, για την ευχερέστερη δυνατή επιβολή της Νέας Τάξης: Να ξεριζωθεί από τις συνειδήσεις κάθε αίσθηση πατρίδας, κοινότητας, ιστορικής ιδιοπροσωπίας, πολιτιστικής ετερότητας, κάθε σέβας του ιερού.

Σίγουρα, στην εποχή της Νεωτερικότητας, η κρατική (συμβολαίου - σύμβασης) συλλογικότητα εξαρθρώνει και ελαχιστοποιεί τις σχέσεις κοινωνίας, αδιαφορεί για την κοινωνική συνοχή, απανθρωποποιεί τον άνθρωπο, την κοινωνική του φύση. Αλλά στην περίπτωση της σημερινής ελλαδικής πραγματικότητας, ίσως επειδή εδώ δεν πρόλαβε να αφομοιωθεί ανασχετικά ο ορθολογικός-κανονιστικός φορμαλισμός, η απανθρωποποίηση γίνεται αληθινός εφιάλτης. Ο ατομοκεντρισμός παίρνει την άγρια μορφή επιθετικού ξεθεμελιώματος κάθε ίχνους δυνατοτήτων για σχέσεις κοινωνίας – κυριαρχεί η «λογική» του εμπρηστή, «λογική» αυτεπιβεβαίωσης μέσω της άρνησης (δυνητικής εξόντωσης) του άλλου.

Από τις «οργανικότερες» εκφράσεις αυτής της εμπρηστικής υστερίας είναι για παράδειγμα το τηλεοπτικό θέαμα και ακρόαμα που το λέμε «Δελτία των Οκτώ», εκπομπές υποτίθεται πληροφόρησης στα ιδιωτικά κανάλια, κάθε βράδυ. Όπως υπάρχουν άτομα ψυχανώμαλα νεαρής ηλικίας που βγαίνουν στα γήπεδα ή στους δρόμους μόνο για να «χτυπηθούν», έτσι υπάρχει και ένας θλιβερός υπόκοσμος της δημοσιογραφίας και της πολιτικής που βγαίνει στα «Δελτία των Οκτώ» μόνο για να αλυχτήσει μένος και εμπάθεια για τους αντιπάλους των συμφερόντων του, κομματικούς κυρίως. Εκεί μπορεί κανείς απτά να ψηλαφήσει το πώς η πεισματική άρνηση των σχέσεων κοινωνίας συνεπιφέρει αυτόματα την πτώση στην κραυγαλέα αλογία, τη διάλυση και της γλώσσας ως κώδικα συν-εννόησης.

Οι εμπρηστές είναι απειλή για τη συλλογικότητα, ακόμη και την πιο συμβατικά συγκροτημένη, απειλή ζούγκλας: Ο άνθρωπος ο ανίκανος να σχετίζεται, να μοιράζεται, να κοινωνεί, ο κτηνωδώς ατομοκεντρικός και υποταγμένος στα ορμέμφυτα ανέραστος άνθρωπος, λειτουργεί σαν καταλύτης μεταλλαγών, εκθηριώνει τη συνύπαρξη, πνίγει την ανάσα των συνανθρώπων του – σωστός εμπρηστής. Και η αντίσταση στους εμπρηστές, αντίσταση στη ζούγκλα και στην απανθρωπία, είναι πρόβλημα πολιτικό, όχι πρόβλημα ηθικοπαιδαγωγίας.

Αν δεν αστυνομευθεί κάθε σπιθαμή δασικής και πρώην δασικής (τώρα πυρπολημένης) έκτασης, η ασφυξία στις μεγαλουπόλεις θα μετριέται με νεκρούς σε ραγδαία συνεχώς υπεραύξηση. Αν δεν ελέγχεται με κοινωνικούς θεσμούς η κτηνώδης απληστία και κερδοσκοπία, ο βασανισμός του βίου θα είναι σωστή αναπηρία, καταθλιπτική καταδίκη.

"Η Καθημερινή", 08/07/2007

17/6/07

Πιστοποιητικά Πατριωτισμού - ΑΛΕΞΗ ΠΑΠΑΧΕΛΑ

Η ιστορία παθιάζει και διχάζει αυτήν τη χώρα. Σημαίνον κυβερνητικό στέλεχος εξομολογείτο τις προάλλες πως «το σχολικό βιβλίο της Ιστορίας μάς έχει κοστίσει πολύ περισσότερο από τα ομόλογα». Κάθε μέρα βρίσκω πάνω στο γραφείο μου επιστολές, ειδημόνων και μη, για το αν έκανε καλά ο Ελευθέριος Βενιζέλος να στείλει τα ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη, το 1919. Συχνά συναντώ νέα παιδιά που ρωτάνε με αγωνία «τι ακριβώς συνέβη με την Κύπρο το 1974;». Ολα αυτά δείχνουν πως ο Ελληνας έχει μια παθιασμένη σχέση με την Ιστορία.

Γιατί είμαστε, τότε, τόσο μα τόσο φτωχοί στη μελέτη της Ιστορίας; Επισκεφθείτε ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο και ψάξτε να βρείτε μια μεγάλη βιβλιογραφία του Τρικούπη, του Βενιζέλου ή του Μεταξά. Δεν θα βρείτε παρά αγιογραφίες, λιβέλλους, αποσπασματικές μελέτες πανεπιστημιακών. Σε κανένα ράφι δεν θα βρείτε το αυτονόητο για κάθε μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα: ένα εύπεπτο αλλά «βαρύ» βιβλίο για τον Κλεμανσώ ή τον Τσώρτσιλ.

Εχω πολλές φορές ακούσει το κλισέ «μα, είναι πολύ φρέσκα ακόμη τα πράγματα». Μα αυτήν η φράση δείχνει ακριβώς την πολιτική μας ανωριμότητα. Πόσοι αιώνες πρέπει να περάσουν για να συζητήσουμε ψύχραιμα, αλλά ωμά τα τραγικά λάθη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου τα οποία πλήρωσε ακριβά και η Κύπρος αλλά και η ελλαδική πολιτική ζωή; Πόσες δεκαετίες θα χρειασθεί να μεσολαβήσουν για να αρχίσουμε να συζητάμε όχι το τι συνέβη στην προκυμαία της Σμύρνης το 1922, αλλά το τι προηγήθηκε και το αν αποτελούσε γεωοπολιτική γκάφα του Βενιζέλου ή όχι.

Μεγαλώσαμε δυστυχώς στην περίοδο της μεταπολίτευσης με τα ευκολοχώνευτα κλισέ μιας ψευδοαριστερής και ξενόφοβης διανόησης που δεν επέτρεπε στην «άλλη» άποψη να εκφρασθεί καν. Το κλισέ βασίλευε και προστάτευε με μια ιδιότυπη ασυλία ιστορικά πρόσωπα και «επεισόδια».

Οταν συνδυάζεις το πάθος με την άγνοια δεν έχεις συνήθως το καλύτερο μείγμα ιστορικής γνώσης και κρίσης. Αν μάλιστα προσθέσουμε στο σκηνικό και το περίφημο Εργαστήριο Πιστοποίησης Πατριωτισμού, τότε τα πράγματα περιπλέκονται. Ποιο εργαστήρι; Αυτό που εδώ και χρόνια αντικατέστησε τους μηχανισμούς παροχής πιστοποιητικών φρονημάτων. Πρόκειται για όσους είναι βέβαιοι ότι κατέχουν την Αλήθεια και απαιτούν όλοι μας να παίρνουμε πιστοποιητικό πριν εκφράσουμε άποψη για την ιστορία ή θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Δεν ανήκω στη σημιτική σχολή που ήθελε να μετατρέψει τον μεσογειακό νεοέλληνα σε καλβινιστή, ορθολογιστή τυπικό Ευρωπαίο. Με αρέσει να παθιάζομαι, συγκινούμαι αδικαιολόγητα όταν βλέπω ελληνική σημαία σε νησιώτικο εξωκλήσι και δεν με πειράζει να αφήσω 2-3 λαϊκούς θρύλους ανέπαφους για να συντηρήσω τη «μεγάλη αφήγηση» που χρειάζεται κάθε χώρα για να ζει. Δεν ανέχομαι όμως καμιά συντεχνία «πατριωτών» να παίζει στη χώρα μου τον ρόλο των ακραίων ορθόδοξων Εβραίων στο Ισραήλ, να κρίνει μόνη της τι είναι επιτρεπτό και τι όχι. Και εν τέλει αυτό που αναζητώ είναι μια μορφή πατριωτισμού που δεν βασίζεται όμως ούτε σε κλισέ ούτε σε συνωμοσιολογικές κατασκευές, αλλά σε σοβαρή και ψύχραιμη μελέτη της ιστορίας.

"Η Καθημερινή", 17/06/2007

Προσβλέψεις σε μέλλον μετα - εθνικιστικό - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Πώς θα μπορούσαμε να φανταστούμε (ή να προετοιμάσουμε) ένα μετα-εθνικιστικό μέλλον για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Έναν τρόπο γειτονίας και συνύπαρξης ελεύθερον από τις αγκυλώσεις εμμονής στη δάνεια (και για τους δυο λαούς) εκδοχή του νεωτερικού έθνους - κράτους;

Αρνητικό επακόλουθο της δυτικής εκδοχής του έθνους - κράτους στη Νεωτερικότητα (πανθομολογούμενο σε πλήθουσα διεθνή βιβλιογραφία) είναι το χάσμα (ρήξη, αντίθεση, αντιπαλότητα) ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και στους μηχανισμούς του κράτους. Αν και τους διαχειριστές των μηχανισμών τους λέμε «κοινωνικούς λειτουργούς», το φαινόμενο αυτονόμησης των στόχων και επιδιώξεων του κράτους από τις ανάγκες και προτεραιότητες του κοινωνικού σώματος είναι κανόνας στη σημερινή διεθνή πραγματικότητα. Οι εξαιρέσεις δεν αναιρούν τον κανόνα.

Ενδεικτικό παράδειγμα, γνωστότατο: Συμφέρει το κράτος να «εξάγει» εσωτερικές κρίσεις, πολιτικές ή οικονομικές, δημιουργώντας (ή συντηρώντας) διακρατικές προστριβές. Έτσι αποσπά το ενδιαφέρον των πολιτών από λάθη, αρνητικές συγκυρίες, αλλά, κυρίως, από την ανικανότητα των κρατικών αξιωματούχων να διαχειριστούν τα κοινωνικά προβλήματα. Οι κοινωνίες θα επιθυμούσαν ειρηνικές σχέσεις με τους γείτονες, οι οικονομικοί ή στρατιωτικοί γραφειοκράτες προωθούν συρράξεις και αναμετρήσεις.

Η δάνεια για την Τουρκία και την Ελλάδα δυτική εκδοχή του έθνους - κράτους στη Νεωτερικότητα έχει ως βασικό γνώρισμα το δόγμα ότι η κοινωνική συνοχή συγκροτείται με ορθολογική αποδοχή από όλους τους πολίτες των αρχών ενός «κοινωνικού συμβολαίου» (του «Συντάγματος»). Αυτό το δόγμα πιθανόν να αποδείχνεται αποδοτικό σε κοινωνίες με εθισμούς πολλών αιώνων στην προτεραιότητα νομικών σχημάτων και ηθικιστικού ορθολογισμού για την οργάνωση της ζωής και της νοο-τροπίας. Αλλά δεν είναι τέτοια η περίπτωση ούτε της Ελλάδας ούτε και της Τουρκίας.

Στην ευρεία γεωγραφική περιοχή που αποτέλεσε για πολλούς αιώνες χώρο ενιαίας αυτοκρατορίας –της ρωμαϊκής (με κέντρο τη Nova Roma - Κωνσταντινούπολη) και της Οθωμανικής– η κοινωνική συνοχή ήταν πάντοτε προϊόν κοινού πολιτισμού, όχι κοινής υπηκοότητας. Και ο πολιτισμός (τρόπος του βίου, έκφραση νοήματος του βίου) είχε οπωσδήποτε καταγωγή και έκφραση θρησκευτική. Οι θρησκείες ήταν πάντοτε η σαρκωμένη σε λαϊκό βίωμα μεταφυσική, το έμπρακτο «νόημα» του βίου, γι’ αυτό και η Ιστορία της Τέχνης είναι ιστορία θρησκευτικής κατά κανόνα εκφραστικής.

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν η ανεκτικότερη στη συνύπαρξη κοινωνικών ομάδων με τη δική της η καθεμιά κοινωνική - πολιτιστική συνοχή. Ομάδων μέσα στην ίδια πόλη και στο ίδιο χωριό, με σαφή και έμπρακτη, αλλά διαφοροποιημένη τη θρησκευτική πολιτιστική τους ταυτότητα, που ωστόσο συζούσαν αρμονικά και κοινωνούσαν τη χρεία, όχι και την πίστη. Βέβαια, η ανοχή αυτής της συνύπαρξης (από την κεντρική ή την τοπική εξουσία) δεν ήταν σταθερή και μακρόβια, αλλά οπωσδήποτε πλεονεκτική σε σύγκριση με τη βίαιη αλλαξοπιστία που επιβαλλόταν στις φραγκοκρατούμενες περιοχές.

Μετα-εθνικιστική αντίληψη της σχέσης των Ελλήνων με τους Τούρκους είχε, με το υπέρχρονο ήθος του, ο εκπληκτικός Μακρυγιάννης. Αυτός πολεμούσε τους Τούρκους όχι σαν αλλόφυλους και αλλόθρησκους, όχι σαν βάρβαρους ή παρακατιανούς. Στον αγώνα με τους Έλληνες «οι Τούρκοι είναι στο άδικο», αυτό μόνο, «ότι βγήκαν από του Θεού τον δρόμον οι Τούρκοι».

Ο Μακρυγιάννης σέβεται και τιμά κάθε πίστη που είναι συνεπής «στου Θεού τον δρόμον». Δεν αξιολογεί τη δική του πίστη σαν ιδεολόγημα υπέρτερο από άλλες πίστεις. Είναι ο τρόπος του δικού μας λαού «να δοξάζει τον Θεόν ορθοδόξως και ανατολικώς», ενώ άλλοι λαοί αλλιώς τον δοξάζουν. «Και τί έχεις εσύ διά μένα τί δοξάζω εγώ; Και διατί να φροντίζω εγώ διά σένα τί δοξάζεις; Ο Θεός ας θεωρήσει του κάθε ενού τη γνώμη, είναι φροντίδα αυτουνού».

Στη δυτική Νεωτερικότητα τα εθνοκρατικά συμφέροντα επενδύονται σε δήθεν «συγκρούσεις πολιτισμών», ο πρωτογονισμός του θρησκευτικού φανατισμού (παθολογία και διαστροφή της μεταφυσικής) γίνεται εργαλείο ή πρόσχημα εμπορίας του πολέμου, σφετερισμού πηγών ενέργειας. Και η ζωή στον πλανήτη μετασχηματίζεται σε εφιάλτη φρίκης και παραλογισμού (μιας «αντι-τρομοκρατικής» τρομοκρατίας σήμερα), εφιάλτη που λανσάρεται σαν ηδονικό αποχαυνωτικό υπερθέαμα – έστω και αν ένα μόνο σκηνικό, αυτό των Δίδυμων Πύργων, στοίχισε φρικώδη θάνατο κάποιων χιλιάδων ανθρώπων.

Αυτά όλα αδύνατο να μας εμποδίσουν το όνειρο. Τον ρεαλισμό του ονείρου που βεβαιώνει ότι η διαφορά πολιτισμών, δηλαδή μεταφυσικής - νοήματος και των παραγώγων τους στην Τέχνη, δεν σημαίνει αντιπαλότητα λαών. Ο εθνικισμός οδήγησε τους Τούρκους να συγκροτήσουν κράτος με προϋπόθεση συνοχής τις εξακολουθητικές γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις, τον έλεγχο του πολιτικού βίου από τον στρατιωτικό βούρδουλα. Και ο εθνικισμός (όχι η εμπράγματη μεταφυσική) οδήγησε τον Ελληνισμό στο ιστορικό του τέλος, τον μετάλλαξε από κοσμοπολίτικη πρόταση πολιτισμού σε βαλκανική καχεξία με αποφορά επαρχιωτίλας «μπαίγνιο» Σκοπιανών και Αλβανών.

Το όνειρο μπορεί να προετοιμάσει ένα μετα-εθνικιστικό μέλλον για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Να το προετοιμάσει ρεαλιστικά, δηλαδή πολιτικά, όχι ιδεολογικά ή με συναισθηματικές αερολογίες. Ποιές διαφορές συμφερόντων αντιθέτουν τους δύο λαούς; Αν η Τουρκία παραιτηθεί από τις επεκτατικές βλέψεις του κρατικού εθνικισμού της, οι διαφορές μάλλον συνοψίζονται στην κυριότητα ή στα ποσοστά συγκυριότητας πλουτοπαραγωγικών πηγών ενέργειας. Αν για τις γείτονες κοινωνίες προέχει η ειρηνική συνύπαρξη, είναι άραγε αδύνατο να βρεθεί πολιτικά ρεαλιστική λύση συνεκμετάλλευσης των πηγών ενέργειας ή κοινής χρήσης θαλάσσιου και εναέριου χώρου;

Μοναδικό κομμάτι ελληνικής γης όπου η Τουρκία έχει κάπως ευλογοφανή στρατηγικά ενδιαφέροντα προστασίας των νοτιοανατολικών της περιοχών, είναι η Κύπρος. Εντελώς παραδειγματικά και για να εικονογραφηθούν οι στοχεύσεις ελληνο-τουρκικών σχέσεων σε ένα μετα-εθνικιστικό μέλλον, θα μπορούσε κανείς να προβληματιστεί πολιτικά με το ενδεχόμενο: Θα αποτελούσε ξεπέρασμα των διαφορών να αποδεχθεί η Τουρκία τίμια αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα στο νησί (χωρίς καταπίεση, αλλά και χωρίς εκβιαστικές απαιτήσεις της μειονότητας), με αντάλλαγμα να διεκδικηθούν από κοινού και να παραχωρηθούν στους Τούρκους οι σημερινές Βρετανικές Βάσεις στη μεγαλόνησο;

Καλλιέργεια προοπτικών μετα-εθνικιστικού μέλλοντος θα οικοδομούσε στην τουρκική κοινωνία ελπίδα απελευθέρωσης από την κεμαλική στρατοκρατία. Και στους Έλληνες προσδοκία ανάκαμψης από τόσης αισχύνης ιστορικό τέλος.

"Η Καθημερινή", 17/06/2007

3/6/07

Πολιτική εναντίωση στον επαρχιωτισμό - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Ποιά θα μπορούσε να είναι σήμερα μια ρεαλιστική (όχι ρητορική) πολιτική αντίδραση στον επαρχιωτισμό που έχει επιβάλει στην Ελλάδα ο εθνικιστικός κρατισμός;

Το ερώτημα προϋποθέτει ενεργό ικανότητα πολιτικού προβληματισμού. Επομένως, δεν αφορά τους παγιδευμένους σε λιμνάζουσες ιδεολογίες ή στην ασκεψία της κομματικής στράτευσης. Προϋποθέτει τη μετάθεση σε επίπεδο πολιτικής λογικής και πολιτικού αισθητηρίου πέρα από τον τρέχοντα κομματισμό και τα ιδεολογικά ψυχολογήματα που τον συντηρούν.

Πρώτη, λοιπόν, ρεαλιστική πολιτική αντίδραση στον εθνικιστικό επαρχιωτισμό θα μπορούσε να είναι η πρωτοβουλία για την κατάργηση του αυτοκεφάλου της ελλαδικής Εκκλησίας, την εκκλησιαστική συνένωση του Ελληνισμού κάτω από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Οι άσχετοι θα αντιτάξουν ότι πρόκειται για θέμα θρησκευτικών θεσμών, προϋποθέτει συναίνεση των παραγόντων του εκκλησιαστικού βίου, δεν αρκεί η πολιτική βούληση. Ξεχνούν ότι αυτοκεφαλία της ελλαδικής Εκκλησίας ήταν από τα πρώτα μέτρα στανικής επιβολής του Κοραϊσμού στο ελάχιστο τότε τμήμα των απελευθερωμένων Ελλήνων, θεμελιώδης προϋπόθεση εγκαθίδρυσης του εθνικιστικού κρατισμού. Ήταν από τα πρώτα καίρια πλήγματα για την εξουδετέρωση του ελληνικού κοσμοπολιτισμού, τον μετασχηματισμό του Ελληνισμού σε βαλκανική επαρχία. Με την ίδια, επομένως, λογική «ο τρώσας και ιάσεται» σε πολιτικό επίπεδο.

Ο εθνικιστικός Ελληνισμός σήμερα είναι εκκλησιαστικά, δηλαδή πολιτιστικά, κατακερματισμένος. (Απαλλάξαμε εκ προοιμίου από τον κόπο του πολιτικού εδώ προβληματισμού όσους αποκλείεται να αντιληφθούν το αυτονόητο, αυτό «δηλαδή»: Να αντιληφθούν ότι πολιτισμός σημαίνει ενεργό ετερότητα και όχι επιδόσεις μιμητισμού, ότι η ενεργός ετερότητα προϋποθέτει άξονα «νοήματος» βιωματικά ένσαρκον σε Παράδοση – δεν υπάρχει πολιτισμός χωρίς Παρθενώνα ή Αγιά - Σοφιά.) Κατακερματισμένος λοιπόν ο Ελληνισμός σήμερα μέσα στα στενά κρατικά του σύνορα, διαιρεμένος σε πέντε (5) εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες: Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας, Ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, Μητροπόλεις Δωδεκανήσου υπαγόμενες στην Κωνσταντινούπολη, «Νέες Χώρες» προσωρινά παραχωρημένες στην Εκκλησία της Ελλάδας, Άγιον Όρος. Χώρια η ανά τον κόσμο διασπορά των Ελλαδιτών, που ποιμαίνεται κατά μέγιστο ποσοστό από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το στελεχώνει.

Εκκλησιαστική λοιπόν ενοποίηση του Ελληνισμού, εγκεντρισμός του στη δυναμική της οικουμενικότητας του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα, επικέντρωση των πολιτικών και διπλωματικών στοχεύσεων σε ένα ζητούμενο: Αυτό που για δικούς τους λόγους απαίτησαν πρόσφατα (19-5-2007) τα σαράντα δύο από τα πενήντα μέλη της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των αντιπροσώπων των ΗΠΑ από τον Τούρκο πρωθυπουργό: Να αναγνωρίσει η Τουρκία την οικουμενικότητα του Πατριαρχείου, δηλαδή να επιτρέψει στο Πατριαρχείο να επιλέγει και να χειροτονεί τους κληρικούς του από μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας άσχετα με την εθνικότητά τους – να μην προαπαιτείται η τουρκική υπηκοότητα για την ένταξη στον κλήρο της Κωνσταντινούπολης.

Οι Κεμαλιστές, ως εθελότυφλοι εθνικιστές, δεν μπορούν να δουν την ελληνικότητα του Πατριαρχείου παρά μόνο σαν απόφυση του ελλαδικού κρατικού εθνικισμού. Ρεαλιστική πολιτική στρατηγική θα ήταν η τίμια διασάφηση, τουλάχιστον στα φερόμενα ως ισλαμικά πολιτικά κόμματα της Τουρκίας, των θεμελιωδών συντεταγμένων του πατριαρχικού θεσμού: Ότι το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης είναι εξ ορισμού ασυμβίβαστο με κάθε μορφής υποταγή ή εξάρτησή του από οποιονδήποτε εθνικιστικό κρατισμό, ελλαδικό ή κεμαλικό. Μπορεί να υπάρξει μόνο ανασαίνοντας την άπλα πολυεθνικής αυτοκρατορίας, έστω και υπόδουλο. Ότι ο σεβασμός της οικουμενικότητάς του θα ξανάδινε στην τουρκική κοινωνία (τουλάχιστον στο τμήμα της που σώζει την αίσθηση του «ιερού») άνοιγμα κοσμοπολίτικης άνεσης, ένα θεσμικό γνώρισμα αυτοκρατορικής καταγωγής και συνέχειας.

Οι δύο συγκεκριμένες, άκρως ρεαλιστικές, πολιτικές στοχεύσεις (κατάργηση του ελλαδικού αυτοκεφάλου και ελευθερία του Οικουμενικού Πατριαρχείου να προσλαμβάνει στελέχη οποιασδήποτε εθνικότητας) μπορούν να επανασυγκροτήσουν προοδευτικά στον Ελληνισμό τη χαμένη κοσμοπολίτικη συνείδησή του, έναν δεύτερο άξονα συνοχής πέρα από σύνορα. Ο πρώτος άξονας, το ελλαδικό κράτος, εξασφαλίζει τη βιωματική αναφορά του Έλληνα σε ελεύθερη γενέθλια γη (έστω δραματικά κουτσουρεμένη), μαζί και την αισθητή σύνδεση με την Αρχαία Ελλάδα. Ο δεύτερος άξονας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εκτός ορίων της κρατικής ελληνικότητας, σώζει τη δυναμική του κοσμοπολιτισμού των άλλοτε Ελλήνων, την ψηλαφητή συνέχεια της ελληνικής πρότασης πολιτισμού, πάντοτε με πανανθρώπινη εμβέλεια χάρη στον αυθυπερβατικό, θυσιαστικό της χαρακτήρα.

Αν κάποιοι χαρισματικοί, έστω ελάχιστοι, από τις επόμενες γενιές των Ελλήνων, έχουν ελεύθερη την ένταξη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ανοίγεται ρωγμή καίρια στα στεγανά του ελλαδικού επαρχιωτισμού και η νοο-τροπία της οικουμενικότητας επανιδρύει ερείσματα στην ελληνική κοινωνία. Εξ άλλου, με την κατάργηση της αυτοκεφαλίας, και το παραμικρό εκκλησάκι του ελλαδικού χώρου θα λειτουργεί εξ ονόματος του Πρώτου της ελληνικής οικουμενικότητας: του πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Ο χωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος (αυτονόητος πια) θα διαστέλλει την εκκλησιαστική καθολικότητα από τον επαρχιωτισμό της «επικρατούσας» κρατικής «θρησκείας» και οι επίσκοποι της ελλαδικής επικράτειας θα είναι επιλογές και συνοδικά μέλη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Τρίτο ρεαλιστικό πολιτικό εγχείρημα αντίστασης στη βαλκανιοποίηση του Ελληνισμού: μια ριζοσπαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Να απελευθερωθεί η εκπαίδευση, θεσμικά και προγραμματικά, από τον σκοταδισμό και τη μυωπία των εν Ελλάδι Κεμαλιστών, εθνικιστών και διεθνιστών (δύο όψεις του ίδιου νομίσματος), να ανασάνει από τον αναχρονιστικό, τεταρτοκοσμικό εγκλωβισμό της στη νοοτροπία του μεταπρατισμού και μιμητισμού, του φενακισμένου εκσυγχρονισμού. Με επιμονή κατά προτεραιότητα στη λογική της γλώσσας και στη λογική των μαθηματικών, αποβάλλοντας την αβάσταγη πια σαβούρα των «ενημερωτικών» (προς απομνημόνευση) πληροφοριών, να ετοιμάζει το ελληνικό σχολειό παιδιά ικανά να διαπρέψουν στα πιο διάσημα στον διεθνή στίβο πανεπιστήμια.

Γιατί μόνο η εναντίωση στον ντόπιο Κεμαλισμό (στους υπέρμαχους του άθρησκου κρατικισμού) θα αποκαταστήσει στον Έλληνα την κοσμοπολίτικη αρχοντιά του.

"Η Καθημερινή", 03/06/2007

1/6/07

Για την Αμαλία Καλυβινού

«Ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού του προσώπου του και της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς του.»

(σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 2071/ 1992)

«Να γίνουν εξαίρεση οι αλμπάνηδες ρε παιδιά, όχι ο κανόνας...»

(Αμαλία Καλυβίνου, 1977-2007)

Από την ηλικία των οκτώ ετών, η Αμαλία ξεκίνησε να πονάει. Παρά τις συνεχείς επισκέψεις της σε γιατρούς και νοσοκομεία, κανένας δεν κατάφερε να διαγνώσει εγκαίρως το καλόηθες νευρίνωμα στο πόδι της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, η Αμαλία έμαθε ότι το νευρίνωμα είχε πια μεταλλαχθεί σε κακόηθες νεόπλασμα.

Για τα επόμενα πέντε χρόνια η Αμαλία είχε να παλέψει όχι μόνο με τον καρκίνο και τον ακρωτηριασμό, αλλά και με την παθογένεια ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας που επιλέγει να κλείνει τα μάτια στα φακελάκια κι επιμένει να κωλυσιεργεί με παράλογες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Εκτός από τις ακτινοβολίες και τη χημειοθεραπεία, η Αμαλία είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική εκμετάλλευση από γιατρούς που στάθηκαν απέναντί της και όχι δίπλα της. Πέρα από τον πόνο, είχε να υπομείνει την απληστία των ιδιωτικών κλινικών και την ταλαιπωρία στις ουρές των ασφαλιστικών ταμείων για μία σφραγίδα.

Η Αμαλία άφησε την τελευταία της πνοή την Παρασκευή 25 Μαϊου 2007. Ήταν μόλις 30 ετών.

Πριν φύγει, πρόλαβε να καταγράψει την εμπειρία της και να τη μοιραστεί μαζί μας μέσα από το διαδικτυακό της ημερολόγιο. Στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://fakellaki.blogspot.com, η νεαρή φιλόλογος κατήγγειλε επώνυμα τους γιατρούς που αναγκάστηκε να δωροδοκήσει, επαινώντας παράλληλα εκείνους που επέλεξαν να τιμήσουν τον Ορκο του Ιπποκράτη. Η μαρτυρία της συγκίνησε χιλιάδες ανθρώπους, που της στάθηκαν συμπαραστάτες στον άνισο αγώνα της μέχρι το τέλος.

«Ο στόχος της Αμαλίας ήταν να πει την ιστορία της, ώστε μέσα απ' αυτήν να αφυπνίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους και συνειδήσεις. Κυρίως ήθελε να δείξει ότι υπάρχουν τρόποι αντίστασης στην αυθαιρεσία και την εξουσία των ασυνείδητων και ανάλγητων γιατρών, αλλά και των γραφειοκρατών υπαλλήλων του συστήματος υγείας.»

(Δικαία Τσαβαρή και Γεωργία Καλυβίνου - μητέρα και αδελφή της Αμαλίας)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 77 του Ν. 2071/1992, θεωρείται πειθαρχικό παράπτωμα για τους γιατρούς του Ε.Σ.Υ:

«Η δωροληψία και ιδίως η λήψη αμοιβής και η αποδοχή οποιασδήποτε άλλης περιουσιακής παροχής, για την προσφορά οποιασδήποτε ιατρικής υπηρεσίας.»

Η Αμαλία Καλυβίνου αγωνίστηκε για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Δυστυχώς δεν είναι και τόσο αυτονόητα στην Ελλάδα. Συνεχίζοντας την προσπάθεια που ξεκίνησε η Αμαλία, διαμαρτυρόμαστε δημόσια και απαιτούμε:

* ΝΑ ΛΗΦΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΕΠΙΦΕΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΘΕΝΩΝ

* ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΙΟ ΕΥΕΛΙΚΤΟΣ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗ ΘΡΗΝΗΣΟΥΜΕ ΞΑΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΟΒΟΡΩΝ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

* ΝΑ ΕΠΙΒΛΗΘΕΙ ΑΥΣΤΗΡΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΠΛΟΚΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΥ

* ΝΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΤΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΣΥΝΕΧΗΣ ΚΑΙ ΑΡΤΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Υ.

* ΝΑ ΚΑΘΙΕΡΩΘΕΙ Η ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΦΑΚΕΛΟΥ ΤΟΥ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΠΙΣΠΕΥΔΕΤΑΙ Η ΣΩΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

ΑΣ ΠΑΨΕΙ ΠΛΕΟΝ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΩΝ, ΠΟΥ ΠΡΟΤΙΜΟΥΝ ΝΑ ΛΑΔΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΑΜΕΙΒΟΝΤΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.

* ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΦΑΚΕΛΑΚΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ

* ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ

ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΣΤΕ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.


ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ

Την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να δώσετε φακελάκι, μην το κάνετε. Προτιμήστε καλύτερα να κάνετε μια δωρεά. Η τελευταία επιθυμία της Αμαλίας ήταν η ενίσχυση της υπό ανέγερση Ογκολογικής Μονάδας Παίδων (Σύλλογος Ελπίδα, τηλ: 210-7757153, e-mail: infο@elpida.org, λογαριασμός Εθνικής Τράπεζας: 080/480898-36, λογαριασμός Alphabank: 152-002-002-000-515. Θυμηθείτε να αναφέρετε ότι η δωρεά σας είναι "για την Αμαλία").

Αναδημοσίευση από το Par...Aloga, www.dkanou.blogspot.com

27/5/07

Ο Κεμαλισμός εν Ελλάδι - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άφησε να φανεί στην πράξη (με γεγονότα, όχι με «επικοινωνιακά» ρητορεύματα) ποιος εμποδίζει τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο της χώρας του: Δεν είναι οι Ισλαμιστές το εμπόδιο, είναι οι δυτικόφιλοι (υποτίθεται) Κεμαλιστές: οι εθνικιστές υπέρμαχοι του «λαϊκού» (άθρησκου) κράτους.

Προκάλεσε τα αποδεικτικά γεγονότα ο Ερντογάν: Θα μπορούσε να είχε προτείνει για την προεδρία της Δημοκρατίας υποψήφιο που δεν έδινε λαβές για αντίδραση του κεμαλικού κατεστημένου – να προτείνει, π.χ., τον υπουργό του Άμυνας Βετζντί Γκονούλ: Είναι δικός του άνθρωπος, ισλαμιστής και θεωρείται μετριοπαθής – κυρίως, έχει σύζυγο που δεν φοράει μαντίλα. Ομως ο Ερντογάν πρότεινε τον Αμπντουλάχ Γκιουλ.

Ήταν αστοχία πολιτική, στρατηγικό σφάλμα αυτή η επιλογή; Η ευφυΐα και σοβαρότητα του Ερντογάν δεν συνηγορούν σε μια τέτοια ερμηνεία. Πιθανότερο μοιάζει να προχώρησε θελημένα στην πρόκληση. Εξώθησε τους Εθνικιστές να παρέμβουν, να οδηγηθούν στη νομικά αυθαίρετη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που ακύρωνε την πρώτη ψηφοφορία στη Βουλή για την εκλογή προέδρου. Όχι με καταγγελτικά ρητορεύματα αλλά με το γεγονός της απόφασης των έμφοβων δικαστών ο Ερντογάν έδειξε στον λαό του και στη διεθνή κοινή γνώμη ποιος αρνείται τους κανόνες της δημοκρατίας, ποιος εμποδίζει τον εξευρωπαϊσμό και εκσυγχρονισμό της Τουρκίας.

Η πολιτική πορεία του Ερντογάν, από το ξεκίνημά της ώς σήμερα, μοιάζει με συνειδητή ανάληψη ενός ιστορικού εγχειρήματος: Να καταδείξει ότι ο εκσυγχρονισμός και η πρόοδος ενός λαού, η πρόσληψη των επιτευγμάτων της δυτικής Νεωτερικότητας, δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε την παραίτηση από την ιδιοπροσωπία του, την αλλοτρίωση του βίου, τον μεταπρατισμό, τον αποχαυνωτικό πιθηκισμό του δυτικού μοντέλου. Δεν είναι προϋπόθεση εκσυγχρονισμού ο «λαϊκός» (άθρησκος) χαρακτήρας της λειτουργίας και των στόχων μιας κοινωνίας, δεν εξασφαλίζει την πρόοδο η στανική επιβολή του μηδενισμού και αμοραλισμού της νεωτερικής φυσιοκρατίας.

Με βάση τα γεγονότα (και όχι τα ρητορεύματα) συντήρηση, καθυστέρηση και σκοταδισμός στην Τουρκία σήμερα αποδείχνονται οι Κεμαλιστές, οι εθνικιστές του «βαθέος κράτους» «Γκρίζοι Λύκοι» του παρακράτους. Έτοιμοι να καταλύσουν, οποιαδήποτε στιγμή, και τα προσχήματα δημοκρατίας, για να υπερασπίσουν το «λαϊκό» (άθρησκο) κράτος. Και αντίπαλός τους ο «ισλαμιστής» Ερντογάν που παλεύει για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη, για εκσυγχρονισμό χωρίς αλλοτρίωση, χωρίς απώλεια της αίσθησης του «ιερού».

Η πολιτική του Ερντογάν είναι η πρώτη σοβαρή (έμπρακτη και όχι ρητορική) αμφισβήτηση του άλλου ιστορικού εγχειρήματος: του κεμαλικού. Ο Κεμάλ μετέπλασε την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε μιμητικό κακέκτυπο του νεωτερικού στη Δύση έθνους - κράτους. Αλλά η αυτοκρατορία δεν ήταν ένα απλώς μεγαλύτερο σε μέγεθος κρατικό σχήμα αναχρονιστικών θεσμών και οργάνωσης. Από τη ρωμαϊκή καταγωγή της η αυτοκρατορία ήταν μια «τάξη πραγμάτων» (ordo rerum): τρόπος και ευθύνη για την ειρηνική συνύπαρξη εθνών, φυλών, θρησκειών, παραδόσεων (pax romana). Αυτό τον «τρόπο» της αυτοκρατορίας αρνήθηκε ο Κεμάλ πιστεύοντας ότι έτσι «εκσυγχρονίζει» την Τουρκία. Και τη θεμελίωσε στον εθνικισμό, δηλαδή στο έγκλημα μεθοδικών γενοκτονιών, διαδοχικών εθνοκαθάρσεων.

Τον ρόλο του Κεμάλ, τηρουμένων των αναλογιών, διαδραμάτισαν στον Ελληνισμό ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αλλά ποιος τολμάει να εκστομίσει σήμερα, ακόμα και ως υπόθεση εργασίας, μια τέτοια (έστω προφανέστατη) πιστοποίηση; Κεμάλ, Κοραής και Βενιζέλος είναι τα ιερά ταμπού της κοινής μας εθνικιστικής ιδεοληψίας. Οι αυτουργοί αφανισμού του αυτοκρατορικού κοσμοπολιτισμού των Οθωμανών και της ελληνικής οικουμενικότητας λειτουργούν ως ειδωλοποιημένα σύμβολα θριάμβου του εθνικιστικού επαρχιωτισμού, του «λαϊκού» (δίχως αίσθηση του ιερού) ιμπεριαλισμού της Δύσης.

Τον εθνικισμό ο Ελληνισμός τον πλήρωσε με το ακριβότερο τίμημα: με το ιστορικό του τέλος. Επέζησε ο Ελληνισμός κάτω από τη Ρωμαιοκρατία, τη Φραγκοκρατία, την Τουρκοκρατία και τέλειωσε ιστορικά όταν έγινε εθνικό κράτος. Ακόμα και σκλάβοι, αγράμματοι, φτωχοί οι Έλληνες δεν έπαψαν να παράγουν πολιτισμό, ενεργό ετερότητα, πρόταση με πανανθρώπινη εμβέλεια. Μόλις έγιναν έθνος-κράτος, μόνο μιμούνται. Ζωγραφική, αρχιτεκτονική, παιδεία, φιλόσοφος λόγος, κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί, θρησκευτικότητα, όλα μεταπρατικά, πιθηκισμός της Δύσης, όπως το ήθελε η «μετακένωση» του Κοραή. Ο εθνικιστικός μεγαλοϊδεατισμός του Βενιζέλου, ασφυκτικά κρατικιστικός, διπλασίασε την εδαφική επικράτεια, ναι. Αλλά και να την είχε τετραπλασιάσει, από τη στιγμή που καταλάβαινε τον Ελληνισμό με όρους έθνους-κράτους, τον καταδίκαζε να μετασχηματιστεί σε βαλκανική επαρχία.

Στην Τουρκία το πολιτικό τοπίο αρχίζει κάπως να αποσαφηνίζεται.

Το κόμμα του Ερντογάν, κόμμα της πλειοψηφίας, επιστρέφει (συνειδητά ή ανεπίγνωστα, άσχετο) στον άξονα συνοχής της αυτοκρατορίας, που ήταν πάντα ο σεβασμός του «ιερού» (η religio imperii). Και μάχεται για εκσυγχρονισμό και πρόοδο χωρίς αλλοτρίωση. Αντιστέκονται με νύχια και με δόντια οι Εθνικιστές, για να διασώσουν το «άθρησκο» κράτος της στρατοκρατίας και των εθνοκαθάρσεων παραβιάζοντας αναίσχυντα τις ίδιες τις αρχές του δυτικού πολιτικού πολιτισμού που υποτίθεται ότι τους γοητεύει.

Όταν φτάνει κανείς από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα έχει εναργή την αίσθηση επιστροφής στην επαρχιωτική ασφυξία. Πολιτικά αναστήματα θλιβερής ανεπάρκειας ερίζουν μόνο και αποκλειστικά για την επανεκλογή τους και την καταλήστευση του δημόσιου ταμείου. Τους πλαισιώνουν μάζες αφελών ή κρετίνων, αποχαυνωμένοι χειροκροτητές των εξαπατητών τους, έτοιμοι με την ψήφο τους «να μεταλλάξωσι τυράννους».

Κανένα ίχνος πολιτικής αντίστασης στον αλλοτριωτικό Εθνικισμό, καμιά αντιπρόταση. Όποιο κόμμα και αν κυβερνάει, κυρίαρχοι στην Ελλάδα είναι οι Κεμαλιστές, μια μειονότητα «Γκρίζων Λύκων» που μάχονται για «λαϊκό» (άθρησκο) κράτος, για τον αφανισμό κάθε λείμματος ιστορικής αυτοσυνειδησίας και πολιτιστικής ετερότητας. Καυχώνται και αυτοπροβάλλονται σαν «διεθνιστές». Αλλά ο «διεθνισμός» τους είναι, απλά, η ιμπεριαλιστική αλαζονεία του ιδεολογικού επαρχιωτισμού τους. Το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα παραμένει άξεστα υπανάπτυκτο, η επαρχιωτική καχεξία ανήκεστη.

«Η Καθημερινή», 27/05/2007

26/5/07

Φιλάνθρωποι και Στρατηλάτες - ΚΩΣΤΑ ΡΑΠΤΗ

Ο Γούλφοβιτς έφυγε, ο Κουσνέρ έρχεται...

Κακώς παραπονούνται οι εξαθλιωμένοι του πλανητικού Νότου ότι δεν έχουν πραγματικούς φίλους στον προνομιούχο Βορρά. Έχασαν μόλις, είναι η αλήθεια, τον Πολ Γούλφοβιτς, που τον προηγούμενο ζήλο του (ως αναπληρωτή υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ) υπέρ της εισβολής στο Ιράκ τον είχε εν συνεχεία μεταγγίσει στον "αγώνα για την καταπολέμηση της φτώχειας", ως πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας. Όμως η υπόθεση των αναπτυσσόμενων χωρών θα περάσει σε εξίσου έμπειρα χέρια, τουλάχιστον αν δώσουμε βάση στις πληροφορίες ότι για διάδοχός του προαλείφεται ο απερχόμενος πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τόνι Μπλερ, αποδεικνύοντας την ευστοχία της διαπίστωσης ότι κανείς δεν πάει χαμένος σε αυτή τη ζωή.

Η παράδοση θέλει βέβαια τον επικεφαλής της Τράπεζας να προέρχεται από τον υπ' αριθμόν ένα μέτοχο, ήτοι τις Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο στο όνομα της αμερικανο-βρετανικής "ειδικής σχέσης" θα έπρεπε αναμφίβολα να επιτρέπονται ενίοτε κάποιες (sticto sensu…) εξαιρέσεις.

Προφανώς, ένα βαρυφορτωμένο μητρώο εγκλημάτων πολέμου θεωρείται πλέον αναπόσπαστο στοιχείο του βιογραφικού όσων διεκδικούν την ηγεσία της Τράπεζας. Ίσως γιατί η προϋπηρεσία σε αποτυχημένους στρατιωτικούς τυχοδιωκτισμούς κρίνεται απαραίτητη, προκειμένου να συνεχίσει κανείς τον πόλεμο προς τους σκουρόχρωμους της υφηλίου από διαφορετικό μετερίζι. Διαφορετικό, αλλά όχι λιγότερο αιματηρό, τουλάχιστον αν κρίνουμε από την κακεντρεχή παρατήρηση ότι περισσότερους νεκρούς άφησε π.χ. η παρουσία του Ρόμπερτ Μακναμάρα στο πηδάλιο του διεθνούς οικονομικού θεσμού την περίοδο 1968-1981, οπότε και κυοφορήθηκε η διεθνής "κρίση του χρέους", παρά η προηγούμενη θητεία του ως επικεφαλής του Πενταγώνου (1961-1968) και αρχιτέκτονα του Πολέμου στο Βιετνάμ.

Πολλαπλά άτυχος ο Πολ Γούλφοβιτς, προτίμησε να απαντήσει στις αρχικές επιθέσεις με αθυρόστομες απειλές (αυτός, ο… "μειλίχιος ιδεαλιστής"!), αντί να οργανώσει, όσο ήταν καιρός, την άμυνά του γύρω από τον στίχο "αν είναι η αγάπη αμαρτία". Ωστόσο, η αγαπημένη του Σαχά Ριζά που έφθασε κατόπιν ενεργειών του να εισπράττει μισθό μεγαλύτερο και από της Κοντολίσα Ράις, δεν αποτελούσε μεμονωμένη περίπτωση. Την ώρα που ο Γούλφοβιτς απηύθυνε στον Τρίτο Κόσμο κηρύγματα καταπολέμησης της διαφθοράς, χρυσοπληρωμένοι εγκάθετοι του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος ή ξένων κυβερνήσεων που στήριξαν την εισβολή στο Ιράκ, αποσπώνταν στην Τράπεζα για να προωθήσουν πολιτικές, όπως η ανατροπή της προώθησης του οικογενειακού προγραμματισμού, ο οποίος τόσο εξοργίζει την Χριστιανική Δεξιά. Ή χρηματοδοτούσαν εξορύξεις υδρογονανθράκων και αγοραπωλησίες δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου, προς όφελος των χωρών του Βορρά (ιδού πεδίον δόξης λαμπρό για τον ανησυχούντα με την υπερθέρμανση του πλανήτη Τόνι Μπλερ!).


Πρόκειται για την ίδια αλαζονεία, την ίδια υποκρισία και την ίδια ψευδολογία που διέκρινε τους ίδιους πάνω κάτω πρωταγωνιστές, όταν με τις προηγούμενες ιδιότητές τους εξαπέλυαν έναν παράνομο και καταστροφικό πόλεμο, πάντοτε με την ευγενή πρόθεση να ευεργετήσουν τους ιθαγενείς.

Ακολουθώντας τη διαδρομή από τις βόμβες στη φιλανθρωπία, οι Γούλφοβιτς και Μπλερ δεν άργησαν βέβαια να διασταυρωθούν με όσους, κινούμενοι κατά την αντίθετη φορά, ανακάλυψαν στην στρατιωτική πυγμή της Δύσης τον υπέρτατο φορέα των ανθρωπιστικών του ιδεωδών. Καλή ώρα, σαν τον νέο υπουργό Εξωτερικών της Γαλλίας, τον ιδρυτή των "Γιατρών χωρίς Σύνορα" και σημαντικότερο Γάλλο υποστηρικτή του πολέμου στο Ιράκ, Μπερνάρ Κουσνέρ.

Δύσκολα θα κατάφερνε ο πολυμήχανος τακτικιστής Νικολά Σαρκοζί να προκαλέσει μεγαλύτερη σύγχυση και νευρικότητα στους αντίπαλους πολιτικούς χώρους, απ' ό,τι με τον συγκεκριμένο διορισμό. Όπως, άλλωστε, δύσκολα θα έβρισκε στο δικό του πολιτικό στρατόπεδο, συνεπέστερο υπερασπιστή της "νεοταξικής" διεθνοπολιτικής φιλοσοφίας, από αυτόν που εξασφάλισε εκ μετεγγραφής.

Με ένα εγώ τόσο υπετροφικό όσο και αυτό που κατέδειξε ο αποχαιρετιστήριο λόγος του Μπλερ, ο 67χρονος γαλλοεβραίος γαστρεντερολόγος από την Αβινιόν, εμφανίζεται πεπεισμένος ότι αποτελεί για τη χώρα του ένα εθνικό κεφάλαιο, που όμως αυτή αδυνατεί να αναγνωρίσει. Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και κατόπιν Υγείας στις κυβερνήσεις του Φρανσουά Μιτεράν την περίοδο 1988-1993 και εκ νέου στην κυβέρνηση της "πληθυντικής Αριστεράς" το 1997-1999, ο Κουσνέρ κατόρθωσε να χάσει το 1988 και το 1995 τις εκλογές στις "σίγουρες περιφέρειες" όπου τον είχε προτείνει το Σοσιαλιστικό Κόμμα, εξελέγη ευρωβουλευτής με το ψηφοδέλτιο του Μισέλ Ροκάρ, για να αποκαλύψει στην συνέχεια ότι ο ίδιος είχε ψηφίσει το αντίπαλο ψηφοδέλτιο του Μπερνάρ Ταπί, "διέπρεψε" ως πρώτος διεθνής αρμοστής στο Κόσοβο μετά την ΝΑΤΟϊκή επέμβαση (εκφωνώντας λόγους περί πολυπολιτισμικότητας στους φίλους του του UCK, την ώρα που οι Σέρβοι και Τσιγγάνοι του Κοσσυφοπεδίου έπεφταν θύματα εθνοκάθαρσης), αλλά απέτυχε να εκλεγεί τα τελευταία χρόνια στην ηγεσία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.

Επιδέξιος χειριστής των μέσων ενημέρωσης (ποιός δεν τον θυμάται να αποβιβάζεται, συνοδευόμενος από στρατιές δημοσιογράφων, στην Σομαλία το 1992, με ένα σακκί δημητριακών στον ώμο;), ο Μπερνάρ Κουσνέρ αποτελεί τον κυριότερο προπαγανδιστή στην Ευρώπη του δικαιώματος "ανθρωπιστικής επέμβασης" (του Πρώτου Κόσμου στον Τρίτο, εννοείται) και συνοδοιπορεί δεκαετίες τώρα με τους συμπατριώτες του και πρώην αριστεριστές, όπως και ο ίδιος, "νέους φιλοσόφους". Μαζί τους πρωτοανακάλυψε, με αφορμή του boat people του Βιετνάμ το 1979, τον αγώνα κατά του "ολοκληρωτισμού", μαζί τους ανακάλυψε τα δίκαια του Ιζετμπέγκοβιτς χθες και την ισλαμιστική απειλή σήμερα, πριν καταλήξει να διαγιγνώσκει μαζί τους ότι το μείζον πρόβλημα της εποχής είναι ο "ρατσισμός κατά των λευκών". Και το αποκορύφωμα: άρκεσε μια αμοιβή 25.000 ευρώ, ώστε ο κήρυκας αυτός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να διαπιστώσει σε έκθεσή του για λογαριασμό της Total ότι η εταιρεία δεν αξιοποίησε "εν γνώσει της" την καταναγκαστική εργασία των θυμάτων της Βιρμανικής χούντας, όταν ανέλαβε την κατασκευή πετρελαιαγωγού στη Μιανμάρ.

Ούτε λόγος: κανένας, πράγματι, δεν πάει χαμένος σε αυτή τη ζωή...

Πηγή: www.skai.gr

11/5/07

Η Ελληνική Μοναξιά - ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ

Η λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου υπήρξε τόπος κοσμοϊστορικός. Από εδώ ξεκινούσαν ισχυρές γεωπολιτικές δυνάμεις. Ή εδώ κατέληξαν. Τούτη τη στιγμή η ιστορική ένταση επικεντρώνεται στα Βαλκάνια, στην Κύπρο, στη Μέση Ανατολή. Μια ένταση που είναι βαθύτατα ανησυχητική για τον Ελληνισμό. Και σε τούτη την κρίσιμη στιγμή η Ελλάδα είναι ψυχικώς και πνευματικώς επικίνδυνα ανέτοιμη. Δεν έχει γίνει αντιληπτό από πολλούς Έλληνες πως το πρόβλημά μας πλέον δεν είναι κοινωνικό. Το πρόβλημά μας είναι η ιστορική μας επιβίωση. Καθόσον το «φακιόλιον» του Τούρκου δεν το ανεμίζουν μόνον οι Τούρκοι, αλλά και πολλές άλλες δυνάμεις εναντίον μας.

Εναντίον μας. Υπάρχει μια κρυφή επιβουλή κατά του Ελληνισμού. Με τί ταχύτητα λαβαίνει και εκτελεί ο ΟΗΕ τις αποφάσεις του εναντίον του Ιράκ και της Σερβίας! Και με πόση βραδύτητα και βραδύνοια και βραδυγλωσσία αντιμετωπίζει την τουρκική εισβολή σε ελεύθερο κράτος! Πέρασαν δέκα οκτώ χρόνια. Και περιπλέκει τη διεθνή κοινότητα ο κύριος Ντενκτάς, ο ανύπαρκτος. Το μόνο σημείο της Οικουμένης όπου υπάρχει στρατός κατοχής είναι η Κύπρος. Και ο ΟΗΕ δεν στέλνει τα αεροπλανοφόρα να πετάξουν έξω τον εισβολέα, όπως τα έστειλε κατά του Ιράκ και της Σερβίας. Και αντί ο ΟΗΕ να ενεργοποιήσει τις αποφάσεις του κατά της τουρκικής εισβολής, ενεργοποιείται ο Ντενκτάς, ο ανύπαρκτος. Ενεργοποιείται και ένας άλλος ανύπαρκτος, υβρίδιο του άλλοτε υπαρκτού σοσιαλισμού, ο Γκλιγκόρωφ των Σκοπίων. Ο οποίος οικειοποιείται αδίστακτα τα ιερά του Ελληνισμού, και οι Δυτικοί διστάζουν να τον πετάξουν στα σκουπίδια της ιστορίας, από όπου προήλθε. Και όπως ψιλοκοσκινίζεται η εισβολή κατά του Ελληνισμού, έτσι ψιλοκοσκινίζεται και η προσβολή κατά του Ελληνισμού. Και κάποιοι ορθώνουν κατά του Ελληνισμού τον Ντενκτάς και τον Γκλιγκόρωφ – τους ανύπαρκτους.

Και ωστόσο τούτοι στοιχειοθετούν υπαρκτή απειλή εναντίον μας, επειδή αυτοί που τους στηρίζουν είναι υπερβαλλόντως υπαρκτοί. Οπότε έργο του Ελληνισμού είναι να συνειδητοποιήσει την απειλή και να ανατάξει τις δυνάμεις του. Οι έσχατες δυνάμεις ενός έθνους είναι οι ηθικές και οι πνευματικές. Και εδώ είναι που ο Ελληνισμός πάσχει. Και πάσχει παραλόγως. Διότι ο Ελληνισμός υπήρξε κοσμοϊστορικής σημασίας πηγή ήθους και πνεύματος. Και οι δυνάμεις αυτές της βαθειάς εσωτερικότητας δεν τον έχουν εγκαταλείψει ακόμη. Μόνον ο ίδιος τις εγκατέλειψε κάτω από δυσμενείς ιστορικές συνθήκες σκοτισμού των ψυχών. Είθε η σημερινή απειλή να διώξει το σκότος από τις ψυχές. Το σκότος το οποίο παρέλυσε την Ελληνική κοινωνία. Και την κατάντησε κοινωνία παραφρόνων.

Βέβαια η μεταστροφή δεν πραγματοποιείται με συμβουλές, και των πλέον αρμοδίων. Την αποτελεσματικότερη ώθηση για μεταστροφή την προσφέρει ο κίνδυνος, ο ορατός. Ο οποίος, άλλωστε εν μέρει επήλθε για τον Ελληνισμό της Κύπρου. Εάν και οι σημερινοί κίνδυνοι δεν είναι ικανοί να ανασυντάξουν την ψυχή και το πνεύμα του Ελληνισμού, τότε διερωτώμαστε μήπως τον αρχαίο αυτό λαό τον κούρασε θανασίμως η μακρά του ιστορία. Πάντως είναι γεγονός πως υπάρχει ένας οίστρος αυτοκαταστροφής. Όπως λ.χ. όταν αφήνεται να τον περιφρονούν βάναυσα και να τού στερούν τις στοιχειώδεις λειτουργίες διαβιώσεώς του ανεύθυνες συνδικαλιστικές ηγεσίες. Του κακού η σκάλα πρέπει να έχει ένα τελευταίο σκαλί, προ της καταστροφής. Και το σκαλί αυτό είναι η έγερση κατά των δαιμονισμένων ηγεσιών, οι οποίες ήδη έχουν επιτελέσει τεράστια καταστροφή, ώστε να στεκόμαστε πολύ λίγο ισχυροί έναντι των κινδύνων που απειλούν τον Ελληνισμό.

Είπαμε πως η λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου υπήρξε τόπος κοσμοϊστορικός. Από το πλήθος των αρχαίων λαών, των εγκατεστημένων γύρω από αυτή τη θαλάσσια περιοχή, μόνον οι Έλληνες φθάνουν με αδιάσπαστη συνέχεια ίσαμε τις μέρες μας. Όλοι οι άλλοι έχουν εξαφανιστεί. Τούς εξαφάνισαν οι εισβολείς από τις ασιατικές στέππες, και οι εισβολείς από τις αραβικές ερήμους. Οι αρχαίοι λαοί της ανατολικής Μεσογείου κατέληξαν σε βαθειές συνειδητοποιήσεις της υπάρξεως, οι οποίες έκτοτε αποτελούν την προϋπόθεση του Δυτικού πολιτισμού. Το οριακό και αξεπέραστο σημείο αυτών των συνειδητοποιήσεων υπήρξε από την ανατολική πλευρά αυτής της θάλασσας ο Χριστιανισμός και από τη δυτική η Ελληνική φιλοσοφία. Αυτών των δύο κορυφαίων της ανθρώπινης συνείδησης διανοίξεων φορέας και αδιάκοπος συνεχιστής είναι ο Ελληνισμός. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για ένα λαό από του να έχει κατορθώσει αυτό το κοσμοϊστορικό επίτευγμα. Να είναι ο μόνος λαός που επιβίωσε από τις κατακλυσμικές ιστορικές καταστροφές. Και να είναι ο μόνος λαός που φέρνει στη ψυχή και στο πνεύμα του τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις που συνέβησαν στην ιστορία του ανθρώπου. Και για τους δύο αυτούς λόγους είναι επόμενο να ζούμε σε ιστορική μοναξιά. Δεν είναι παράλογο να πιστέψουμε πως γι’ αυτούς τους λόγους οι άλλοι στο βάθος της ψυχής τους μάς μισούν. Και επιχαίρουν όταν αντικρύζουν τη σημερινή ασυναρτησία μας. Και περιποιούνται αυτούς που μάς επιβουλεύονται και από ανύπαρκτους τούς καθιστούν υπαρκτούς. Θα αντιτείνει κανείς πως η γεωπολιτική δεν έχει ούτε ηθική ούτε πνευματικότητα. Τόσο το χειρότερο γι’ αυτήν. Διότι ο ισλαμισμός είναι κατ’ αρχήν μέγεθος πνευματικό. Και έναντι αυτού ορθώνεται άλλο μέγεθος πνευματικό, η Ορθοδοξία. Την οποία όμως οι άφρονοι Δυτικοί διώκουν. Γι’ αυτό επιτίθενται με τόση μεροληψία κατά της ορθόδοξης Σερβίας. Και αφήνουν ανενόχλητο τον επιτιθέντα μουσουλμάνο κατά της ορθόδοξης Κύπρου.

Μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού η ιστορία πηγαίνει προς τα πίσω. Δυσοίωνο το όνομα του Σεράγεβου, που ακούγεται παταγωδώς και πάλι. Όλοι οι λαοί αναζητούν ένα παρελθόν για να νομιμοποιήσουν την ύπαρξή τους. Εμείς, ο κοσμοϊστορικός λαός, φροντίσαμε να σβήσουμε την παράδοσή μας. Ωστόσο, καθώς ολοένα πιο έντονα νιώθουμε την ελληνική μας μοναξιά, και πιο άμεση την απειλή, υπάρχει ελπίδα μεταστροφής. Αν δεν βρούμε τη ζωή στην παράδοσή μας, μάς περιμένει ο θάνατος.

«Η Καθημερινή», 21/08/1992 και στο βιβλίο του ιδίου «Η Ζωή και το Πνεύμα», εκδόσεις Παρουσία, Αθήνα 1997.

22/4/07

Κώδικες γλώσσας και συμπεριφοράς - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Μοιάζει κοινή παραδοχή, πολλαχόθεν μαρτυρούμενη: Η σημερινή κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία, επειδή επαγγέλθηκε προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους». Μια κρίσιμη για το εκλογικό αποτέλεσμα «μάζα» ψηφοφόρων δεν ψήφισε κόμμα, ψήφισε τη συγκεκριμένη επαγγελία.

Έχουν περάσει τρία χρόνια και «επανίδρυση του κράτους» δεν επιχειρήθηκε από τη σημερινή κυβέρνηση. Ούτε καν διαφάνηκε σχετική πρόθεση, απόπειρα, μελέτη προετοιμασίας. Η «επανίδρυση» αποδείχθηκε ένα ηχηρό, ψηφοθηρικά αποτελεσματικό, ρητόρευμα.

Δεν μοιάζει να απασχολεί κανέναν μια τόσο αναιδής (στην κυριολεξία) πολιτική ασυνέπεια. Οι αφελέστεροι από τους οπαδούς του κυβερνώντος κόμματος ευνουχίζουν τη λογική τους για να πεισθούν ψυχολογικά ότι το εικοσάχρονο πασοκικό κράτος της θεσμοποιημένης αναξιοκρατίας και διαφθοράς δεν ήταν δυνατόν να αντικατασταθεί, μέσα σε τρία χρόνια, με κράτος δημοκρατικής διαφάνειας και διάκρισης ποιοτήτων. Παρά τη σωρεία των σκανδάλων, δεν θέλουν να δουν την πραγματικότητα οι αυτοευνουχισμένοι οπαδοί. Να δουν ότι την «πράσινη» καμαρίλα και διαφθορά την αντικατέστησε ταχύτατα και ευχερέστατα η αντίστοιχης υποστάθμης «γαλάζια». Αυτή ήταν η φιλοδοξία του κόμματός τους, αυτό και το μέτρο των «οραμάτων» της ηγεσίας του.

Για κάποιους πολίτες, στατιστικά απροσδιόριστους, το αίτημα «επανίδρυσης τους κράτους» παραμένει μέτρο και κριτήριο σοβαρότητας και εντιμότητας των κομματικών επαγγελιών. Στον πολιτικό ορίζοντα δεν φαίνεται, πουθενά, η ανθρώπινη ποιότητα ή το ηγετικό χάρισμα που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο ζωτικό αίτημα. Όμως, οι πολίτες, επειδή είναι ρεαλιστικά (και όχι «επικοινωνιακά») ζωτικό το αίτημα, επιμένουμε. Κάποιοι με τον κατάλληλο οπλισμό εξειδίκευσης, πρέπει να καταδείξουν μεθοδικές πρακτικές για τη θεσμική επιβολή διαφάνειας και αξιοκρατίας στη λειτουργία του κράτους. Όχι ευχολόγια, όχι θεωρητικά περιγράμματα. Πρακτικές με κοινωνικό ρεαλισμό και επιστήμονα γνώση απαιτούνται. Από κοντά η επιφυλλιδογραφία να προκαλεί σε κριτική εγρήγορση, σε ξεκαθάρισμα κριτηρίων για τη διάκριση της γνησιότητας από τις καλοστημένες εντυπώσεις.
Κριτήριο γνησιότητας (και σοβαρότητας) της προσπάθειας για «επανίδρυση του κράτους» είναι δύο αφετηριακές προϋποθέσεις: Ευδιάκριτη αλλαγή του γλωσσικού κώδικα – σαφής ρήξη με τον κατασκευασμένο από τους «επικοινωνιολόγους» λόγο τον πειθαρχημένο στην προτεραιότητα των εντυπώσεων. Και φανερή αλλαγή του κώδικα συμπεριφοράς των μπροστάρηδων της «επανίδρυσης».

Οι αφετηριακές αυτές προϋποθέσεις συνάγονται και από τη λογική, κυρίως όμως από την εμπειρία. Και η εμπειρία μπορεί να είναι διδακτική (να καταδείχνει τρόπους αποτελεσματικότητας) έστω και αν ιστορικά υπήρξε αρνητική, άκρως επώδυνη. Αποτελεσματικός στην επιδίωξη «μετασχηματισμού» της οργανωμένης συλλογικότητας αποδείχθηκε, αναμφισβήτητα, ο Ανδρέας Παπανδρέου – ακόμα και για όσους κρίνουν ότι τα κίνητρα του «μετασχηματισμού» ήταν ηροστράτεια, το ταλέντο του ηγήτορα περίπου δαιμονικό.

Διέγνωσε καίρια ο Ανδρέας Παπανδρέου ότι για να στήσει ένα δικό του κομματικό κράτος κατά το πρότυπο του κάποτε εμφυλιοπολεμικού κράτους της Δεξιάς, χρειαζόταν ευρύτερο πλαίσιο, διευρυμένο στόχο: Επαγγέλθηκε λοιπόν «κοινωνικό μετασχηματισμό». Και τον πραγματοποίησε. Τις συγκεκριμένες μεθόδους και πρακτικές που ακολουθήθηκαν για να πραγματοποιηθεί αυτός ο «κοινωνικός μετασχηματισμός», θα τις μελετήσουν και θα τις εκθέσουν εξιδιασμένες διατριβές (αν ποτέ η ελληνική κοινωνία ανακάμψει από την αποχαυνωτική αμβλύνοια που συνοδεύει την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος). Μια επιφυλλίδα μόνο νύξεις μπορεί να προσφέρει για την αλλαγή του γλωσσικού κώδικα και του κώδικα συμπεριφοράς που προέταξε ο Ανδρέας Παπανδρέου στο εγχείρημα «μετασχηματισμού της κοινωνίας».

Δημιουργήθηκε μια καινούργια δήθεν «δημοτική» γλώσσα, εντελώς άσχετη με τη λαϊκή εκφραστική, τόσο τεχνητή όσο και η κοραϊκή «καθαρεύουσα». Ο λαός δεν είπε ποτέ «Ο Γιούνης, ο Γιούλης», δεν κατάργησε ποτέ την τρίτη κλίση των ονομάτων, δεν είπε «του ασθενή, του ευγενή, της αδρανής», δεν θεώρησε λόγιο τον αναδιπλασιασμό που διακρίνει το άπαξ γινόμενο από το συνεχές (δεν είπε ποτέ «η χώρα πέρυσι παρήγε τόσους τόνους πατάτας», ο λαός λέει «παρήγαγε»), δεν στρέβλωσε ο λαός τα αμετάβατα ρήματα σε μεταβατικά, δεν αρνήθηκε τα σε -ως επιρρήματα κ.λπ. Όμως, με αυτούς τους βιασμούς της γλωσσικής εκφραστικής το ΠΑΣΟΚ δημιούργησε ιδίωμα που έκανε τους οπαδούς του να ξεχωρίζουν αμέσως, σαν «προοδευτικοί» πολίτες από τη «συντηρητική» πλεμπάγια. Και πληθώρα συμπλεγματικών κολακεύτηκαν να περιφέρουν τη γλωσσική ετικέτα του «προοδευτικού».

Ακόμα πιο αποτελεσματική (εξαιρετικά εντυπωσιακή) η αλλαγή του κώδικα συμπεριφοράς. Μέσα σε ελάχιστους μήνες η ελληνική κοινωνία είχε αντιληφθεί ότι αξιολογικές διαβαθμίσεις προσώπων δεν υπάρχουν πια: Η καθαρίστρια πάρκαρε το αυτοκίνητό της στη θέση που άλλοτε προοριζόταν μόνο για τον διευθυντή της Καρδιοχειρουργικής Κλινικής ή χαστούκιζε ατιμώρητα τη διευθύνουσα που τόλμησε να την ελέγξει. Καταργήθηκε η υπαλληλική ιεραρχία, ο έλεγχος (επιθεώρηση) της εργασίας, η αξιολόγηση της ποιότητας και της προσφοράς, τα σχολεία αριστούχων – σταμάτησε η λειτουργία πειθαρχικών συμβουλίων. Η ελληνική κοινωνία υποχρεώθηκε στην πιο ταπεινωτική προς τα κάτω ισοπέδωση που γνώρισε ποτέ στην ιστορία της.
Προστέθηκε βαθμιαία και η βεβαιότητα, συνειδητή ή ανεπίγνωστη, ότι τώρα πια «όλα επιτρέπονται», δεν υπάρχουν αντικοινωνικές συμπεριφορές. Δικαιούται ο κάθε ευνοημένος από το κόμμα διαχειριστής εξουσίας «να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του» ληστεύοντας το δημόσιο χρήμα, αρκεί να μην ξεπερνάει τα πεντακόσια (τότε) εκατομμύρια ο νοσφισμός. Επιτρέπεται το αχαλίνωτο ψεύδος («οι βάσεις φεύγουν» ενώ έχει υπογραφεί η παραμονή τους), επιτρέπονται όλα, αρκεί να προσπορίζουν ηδονή: εξουσίας, πλουτισμού, σεξουαλικότητας, δημαγωγίας, ακκισμών πρόκλησης της διεθνούς προσοχής.

Το αντίστροφο εγχείρημα, «επανίδρυσης του κράτους», αν ποτέ επιχειρηθεί, θα απαιτήσει και κοινωνικό μετασχηματισμό με αντεστραμμένους τους παπανδρεϊκούς όρους. Αφετηρία πάντοτε η αλλαγή των συμβολικών κωδίκων: γλώσσας και συμπεριφοράς.

«Η Καθημερινή», 22/04/2007

16/4/07

Θαύμα, άθλημα και παραμύθι - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Για τη θρησκειοποιημένη Χριστιανοσύνη η ανάσταση του Χριστού είναι ένα θαύμα: περιπτωτικό υπερφυσικό γεγονός, ανεξήγητο με τη λογική, οφειλόμενο σε δύναμη εξωκοσμική, υπερβατική.

Για τους μετόχους του εκκλησιαστικού γεγονότος η ανάσταση του Χριστού είναι «σημείο» (σημάδι, ένδειξη) τρόπου της ύπαρξης: δηλώνει δυνατότητα ελευθερίας του προσώπου από τις αναγκαιότητες της φύσης του.

Στη ζωγραφική γλώσσα η θρησκευτική εκδοχή της ανάστασης είναι συνεπέστατα φυσιοκρατική (νατουραλιστική): Παριστάνει τάφο οριζόντια σκαμμένο στη γη, σκεπασμένο με πλάκα που έχει παραμεριστεί και από το άνοιγμα ξεπηδάει ένα ανθρωπάκι κρατώντας σημαιούλα και αιωρούμενο πάνω από τον τάφο, ο Χριστός.

Στη ζωγραφική γλώσσα της εκκλησιαστικής εμπειρίας η ανάσταση του Χριστού εικονίζεται με την κάθοδό του στον Άδη: Ο Χριστός έχει κατέβει στον βυθό της ανθρώπινης αποτυχίας, στον θάνατο («τα βαδέα του Άδου»), και αποσπά από τα μνήματα τον Αδάμ και την Εύα (τον άνθρωπο παγγενή) με σπαραγμένα τα κλείθρα των καταχθονίων και λελυμένα τα δεσμά των πεπεδημένων.

Στη γλώσσα του «ορθώς διανοείσθαι» με στόχο το «ορθώς κοινωνείν» (κοινωνείν τις εμπειρικές ψηλαφήσεις) η λέξη «πρόσωπο» διαφοροποιείται νοηματικά από τη λέξη «άτομο»: Άτομο είναι η αδιαφοροποίητη μονάδα ενός ομοειδούς συνόλου, που μόνο αριθμητικά μπορεί να διακριθεί από τις άλλες μονάδες (μόνο σαν αριθμός Δελτίου Ταυτότητας ή Φορολογικού Μητρώου). Όλα τα άτομα καθορίζονται από τα ίδια κοινά γνωρίσματα της φυσικής ομοείδειας, κατασφαλίζουν, με την υποταγή σε ίδιους κανόνες Δικαίου, τα ίδια (αδιαφοροποίητα) δικαιώματα.
Η λέξη «πρόσωπο» δηλώνει την ύπαρξη ως γεγονός σχέσης - συγκροτείται η λέξη από την πρόθεση «προς» το ουσιαστικό «ωψ» (γεν. ωπός) και σημαίνει: έχω την όψη προς κάποιον ή προς κάτι, είμαι έναντι. Γνωρίζουμε το πρόσωπο ως αναφορικά ενεργούμενη ετερότητα, το γνωρίζουμε μόνο έναντι στην αμεσότητα της σχέσης μαζί του, μόνο με την εμπειρία της μοναδικότητας των αναφορικών πάντοτε ενεργημάτων του – αδύνατο να υποτάξουμε σε αντικειμενικούς χαρακτηρισμούς ένα πρόσωπο.

Η ενεργητική μοναδικότητα του προσώπου είναι εμπειρία υπαρκτικής ελευθερίας από τους προκαθορισμούς που ως αναγκαιότητα επιβάλλει στα άτομα του είδους η φυσική ομοείδεια. Εμπειρία σχετικής, όχι απεριόριστης υπαρκτικής ελευθερίας. Υπάρχουν αναγκαιότητες που συγκροτούν τη φυσική ομοείδεια αντιπαλεύοντας την ετερότητα (ελευθερία) του προσώπου και καθορίζοντας τα ανυπέρβατα όριά της: ορμές, ένστικτα, περιορισμούς χρόνου, χώρου, φθοράς και, τελικά, τον θάνατο.

Η γλώσσα του υπαρκτικού προβληματισμού, παράλληλα με τη γλώσσα της Τέχνης, είναι αυτή που μπορεί να εκφράσει την εμπειρία μετοχής στο εκκλησιαστικό γεγονός. Η μετοχή έχει ως αφετηρία την εμπιστοσύνη σε μια ιστορική μαρτυρία: Ιησούς ο από Ναζαρέτ μαρτυρεί ότι «Θεός» δεν είναι ένα «ανώτατο ον», προκαθορισμένο από τη φύση του να αποτελεί την Αιτιώδη Αρχή των υπαρκτών. Αιτιώδης Αρχή είναι Αυτός που μόνο ως υπαρκτική ελευθερία μπορεί να οριστεί και η απεριόριστη υπαρκτική του ελευθερία πραγματώνεται υποστατικά ως αγάπη: Είναι ο «Πατήρ» που ελεύθερα, «αχρόνως και αγαπητικώς», «γεννά» τον «Υιό» και «εκπορεύει» το «Πνεύμα». Στις τρεις αυτές λέξεις, Πατήρ, Υιός, Πνεύμα, η ανθρώπινη γλώσσα σημαίνει την υπαρκτική υπόσταση ως ελευθερία από την ατομικότητα, την ύπαρξη ως αναφορική αυθυπέρβαση, ως «το όλον του έρωτος».

Με την ιστορική του παρουσία Ιησούς ο από Ναζαρέτ μαρτυρεί την ελευθερία του Θεού από τη θεότητά του, ελευθερία να υπάρχει ο Θεός και με τον τρόπο (τη φύση) του ανθρώπου: Είναι ο Υιός (Λόγος - φανέρωση του Πατρός) ελεύθερος από κάθε αναγκαιότητα και της ανθρώπινης φύσης: γι’ αυτό ανίσταται εκ νεκρών. Η ανάσταση τρόπος ύπαρξης και πάλι: μανικός έρως Νυμφίου για κάθε πρόσωπο ανθρώπου, έρως που μεταποιεί τον θάνατο σε συσχηματισμό με τη συστατική παντός υπαρκτού αγάπη του Πατρός, θρίαμβο ζωής.

Γιατί η μαρτυρία του Ιησού δεν είναι μια ακόμη θρησκευτική ιδεολογία; Επειδή προσφέρεται να επαληθευθεί εμπειρικά ως μετοχή σε συγκεκριμένο γεγονός. Ένα δείπνο συγκροτεί και φανερώνει την Εκκλησία, όχι ένα ιδεολογικό πρόταγμα. Οι μέτοχοι του δείπνου προσλαμβάνουν την τροφή-ζωή τους όχι για την ατομική τους αυτοσυντήρηση, αλλά βεβαιώνοντας τη θέλησή τους να κοινωνούν την ύπαρξη, να υπάρχουν με τον τρόπο της Τριαδικής αγάπης. Γι’ αυτό και η γλώσσα της εκκλησιαστικής μαρτυρίας είναι οπωσδήποτε μια έμπρακτη παραίτηση από την προπαγανδιστική «αποτελεσματικότητα», την εξουσιαστική απαίτηση αλάθητων πεποιθήσεων. Είναι κατάθεση εμπειρίας του ερωτικού αθλήματος, με τη γλώσσα της Τέχνης και των υπαρξιακών ερωτημάτων.

Ο θρησκευτικός άνθρωπος επιμένει στη γλώσσα των ατομοκεντρικών απαιτήσεων. Θέλει ατομική ψυχολογική σιγουριά, ατομική αυτασφάλιση με δόγματα και νομικές επιταγές, ατομικές αξιομισθίες, ατομική σωτηρία. Θέλει την ανάσταση - θαύμα, όχι την ανάσταση - τρόπο υπάρξεως. Δεν τον ενδιαφέρει να ψηλαφήσει εμπειρικά αν υπάρχει δυνατότητα ο θάνατος να «πατείται θανάτω». Προτιμάει την ψυχολογική αυθυποβολή γιατί φοβάται τη διακινδύνευση, φοβάται την ελευθερία.

Ο σημερινός «προοδευτικός» και «διαφωτισμένος» άνθρωπος μοιάζει να έχει απλώς «μεταλλάξει» τη θωράκιση της ψυχολογικής του αυθυποβολής. Καταφεύγει στη μεταφυσική της «τυχαιότητας», στην κατασφάλιση του πανικόβλητου εγώ με ακόρεστες αξιώσεις δικαιωμάτων. Θέλει την ανάσταση να είναι γραφικό παραμύθι, κόκκινα αυγά, οβελίας, κοκορετσάκι, «εκσυγχρονισμένη» μαγκιά αυτοευνουχισμού της ιστορικής του συνείδησης, της υπαρξιακής του εγρήγορσης. Τρέμει την ερωτική διακινδύνευση, το άθλημα της ελευθερίας.

Ανταλλάσσει «πράγμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο» με χάντρες και καθρεφτάκια.

«Η Καθημερινή», 07/04/2007

Όταν η ύλη συγκροτεί σχέση - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Στη Μεγάλη Εβδομάδα, που σήμερα αρχίζει, θα ήταν εξαιρετικά ελπιδοφόρο αν σιγούσε κάθε παρέμβλητος στη λατρεία λόγος. Ούτε κηρύγματα, ούτε εόρτιες εγκύκλιοι, ούτε διδακτικές επεξηγήσεις και σχολιασμοί των τελουμένων. Να γινόταν σεβαστή η λατρευτική δραματουργία, ακέραιη στη δυναμική σημαντική της.

Για να σιγήσει γόνιμα ο λόγος, πρέπει να έχουν εμπεδωθεί κριτήρια καίριων διακρίσεων: Να μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις νοητικές και ψυχολογικές «βεβαιότητες» από τις εμπειρικές ψηλαφήσεις. Τη συναισθηματική αυθυποβολή από την κοινωνούμενη εμπιστοσύνη. Την ατομοκεντρική «συγκίνηση» από την κατανυκτική αυθυπέρβαση. Τη γλώσσα της ελπίδας από τη γλώσσα της προπαγάνδας.

Τέτοιες διακρίσεις δεν διδάσκονται, σπουδάζονται στην πράξη. Όταν λειτουργεί το εκκλησιαστικό γεγονός, φανερώνει τη διαφορά της Εκκλησίας από τη θρησκεία.

Τη φανερώνει με τρόπους συγκεκριμένους, απτούς: Με την αρχιτεκτονική μορφή, τη ζωγραφική τεχνοτροπία, το είδος του μουσικού μέλους, της παραστατικής δραματουργίας. Καταλαβαίνεις τότε, χωρίς νοητικές αναλύσεις, πώς ό,τι αποβλέπει στον εντυπωσιασμό, στη ψυχολογική υποβολή, στην ατομοκεντρική «πνευματική» τέρψη είναι άσχετο με την εκκλησία, είναι μόνο θρησκεία (γεγονός εγκλωβισμένο στις ανάγκες της φύσης του ανθρώπου). Καταλαβαίνεις, χωρίς αισθητικές προτεραιότητες ότι τα ηλεκτρικά καντήλια είναι ψευτιά, τα ηλεκτρικά κεριά (σε μανουάλια και πολυελαίους) είναι απάτη για εντυπωσιασμό ή υστερική μεγαφωνία είναι, εκτός από βαρβαρισμός, και λογική της προπαγάνδας.

Όταν λειτουργεί το εκκλησιαστικό γεγονός, διαπιστώνεις αμέσως ότι μετέχεις στη συγκρότησή του, είσαι μέτοχος όχι θεατής και ακροατής. Μετέχεις στις σχέσεις που το καθιστούν γεγονός, γι’ αυτό και ό,τι δεν συγκροτεί σχέση και κοινωνία σχέσεων (ό,τι απευθύνεται στο άτομο, ευφραίνει, συγκινεί, διδάσκει, ηθικοποιεί το άτομο) αποκλείεται από το εκκλησιαστικό γεγονός. Ό,τι είναι ατομικό ανήκει στη θρησκευτική σφαίρα, ψευτοπαρηγορεί τον θάνατο. Εκκλησιαστικό γεγονός είναι το ψωμί, το κρασί, το κερί, το λάδι, τα χρώματα, η μουσική, το λιβάνι, ακόμα και το κάθισμα (το «στασίδι») όταν συγκροτούν σχέση: Δηλαδή, όταν συγκροτούν αναφορά, ευχαριστία (όπως λειτουργεί ως αναφορά και ευχαριστία και το ευτελέστερο αντικείμενο όταν είναι «ενθύμιο» και ζωντανεύει δεσμό ερωτικό).

Σε μια θρησκευτική τελετουργία πηγαίνουμε για να εξευμενίσουμε το υπερβατικό, να προσευχηθούμε σ’ αυτό, να εξασφαλίσουμε με τη λατρεία μας ατομική αξιομισθία. Το εκκλησιαστικό γεγονός το συγκροτούμε ψάχνοντας έναν τρόπο χρήσης των υλικών πραγμάτων ικανό να ανταποκριθεί στο κάλλος και στη σοφία των υλικών δωρημάτων που συνιστούν και συντηρούν την ύπαρξή μας – τρόπο ικανό να ανταποκριθεί στον έρωτα «μανικού εραστή» και Νυμφίου. Στον τρόπο που φτιάχνεται ένα «στασίδι», στην τεχνοτροπία μιας εκκλησιαστικής εικόνας, στο καντήλι με το λάδι, στο αναμμένο κερί, σπουδάζουμε το πώς η ύλη του κόσμου μπορεί να γίνει αντιχάρισμα στην αγάπη που μάς δωρίζεται με την υλική μας υπόσταση και τη συντήρησή της.

Η θρησκευτική τελετουργία είναι «μετάβαση σε άλλο γένος». Εκεί προέχει η ατομική μας ανάγκη όχι το άθλημα της σχέσης. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται εικόνες η θρησκευτική τελετουργία, θέλει συναίσθημα και διδακτισμό, άρα νατουραλίστικη ζωγραφική, ξανθωπούς Χριστούληδες και γλυκερές μαντόνες. Θέλει ψυχαναγκαστικό εντυπωσιασμό, επομένως θηριώδη μεγάφωνα, διακοσμητικούς φωτισμούς, ψεύτικα λουλούδια, ψεύτικα καντήλια, ψεύτικα κεριά. Θέλει, όπως σε κάθε οργανωμένο θέαμα και ακρόαμα, θέσεις καθημένων, πολλές θέσεις. Θέλει και κήρυγμα – η ποίηση της υμνολογίας δεν αρκεί, η μεθεκτική δραματουργία δεν ενδιαφέρει, η εμπειρική θεολογία των κειμένων δεν κατανοείται. Χρειάζεται λόγο προπαγανδιστικό πεποιθήσεων, λόγο ενθουσιαστικών ψυχολογημάτων, εξουσιαστικού κύρους, επιχειρημάτων, αποδείξεων.
Εύλογα διερωτάται κανείς, αν είναι ίδιος ο δικός μας, σημερινός Χριστιανισμός με τον Χριστιανισμό που σαρκώνεται στη λειτουργική δραματουργία της Μεγάλης Εβδομάδας, ίδιος με τον Χριστιανισμό της σημαντικής των εκκλησιαστικών Εικόνων, των χειροποίητων (χωρίς καλούπι) θόλων και ημιθολίων. Εκείνος, ο άλλοτε Χριστιανισμός μιλούσε για την άγνοια που είναι γνώση, για την απόγνωση που γίνεται σχέση, για τη σιωπή που λογοποιεί την αποκάλυψη. Πείθει ότι ήταν ζωντανό, ενεργό γεγονός εκείνος ο Χριστιανισμός γιατί παρήγε Τέχνη, εκπληκτικά μορφώματα πολιτισμού.

Ο δικός μας, σημερινός Χριστιανισμός δεν παράγει Τέχνη, δεν πλαστουργεί πολιτισμό, δηλαδή δεν δίνει σημάδια ζωής. Αντίθετα, μοιάζει ηδονικά συμβιβασμένος με έναν απαρόμοιαστο αισθητικό εκβαρβαρισμό, την αποθέωση του «κιτς». Και παράγει λόγια, φλυαρία καταιγιστική: Κηρύγματα, «ποιμαντικές» εγκυκλίους, ακατάσχετη έντυπη λογοδιάρροια, ραδιοφωνική προπαγάνδα – τρέφει τη διάνοια με ταχυπετή αναίδεια. Ναι, αναίδεια, γιατί ο σημερινός «χριστιανικός» λόγος πουλάει σιγουριά, ξέρει τα πάντα για το άγνωστο, το απερινόητο, το ακατάληπτο. Ξέρει λεπτομέρειες, έχει για όλα πληροφόρηση. Έτσι εξασφαλίζει και το κύρος για να πατρονάρει κάθε πρακτική πτυχή του ενθάδε βίου, να ποδηγετεί ανθρώπους που φοβούνται τη διακινδύνευση της σχέσης, την ευθύνη της ενηλικίωσης.

Για να σιγήσει τη Μεγάλη Εβδομάδα ο παρέμβλητος στην Εκκλησία θρησκευτικός λόγος, πρέπει να λειτουργήσουν κριτήρια διάκρισης του εκκλησιαστικού γεγονότος από τη φυσική ανάγκη του ανθρώπου για θρησκεία. Γενιές Ελλήνων έρχονται στη ζωή και φεύγουν από τη ζωή, δίχως να αξιωθούν να δουν αυτή τη διάκριση ένσαρκη στον λειτουργικό χώρο. Να δουν να λειτουργεί στις εκκλησιές η εγρήγορση που ξεχωρίζει τον ζωτικό έρωτα από την ιδιοτελή αυτάρκεια.

«Η Καθημερινή», 01/04/2007

Ποιός ορίζει το μέλλον της χώρας; - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Κατόρθωμα εξόφθαλμο της κυβερνητικής πολιτικής: Ένα βιβλίο Ιστορίας του Δημοτικού Σχολείου μεταβάλλει τις προσεχείς εκλογές, οψέποτε πραγματοποιηθούν, σε δημοψήφισμα. Το δημοψηφισματικό δίλημμα του ψηφοφόρου απλό και ξεκάθαρο: Ναι ή όχι σε μια πολιτική για την παιδεία (κοινή και από τα τρία κόμματα νομής της εξουσίας) που ακυρώνει μεθοδικά την ιστορική αυτοσυνειδησία και την πολιτιστική ιδιοπροσωπία, έσχατα ερείσματα αυτοσεβασμού, των σημερινών Ελλήνων.

Τα «επικοινωνιακά» τεχνάσματα της υπουργού Παιδείας ή το προπαγανδιστικό μένος των καναλιών και απίστευτου πλήθους δημοσιογράφων δεν φτάνουν σε αυτή την περίπτωση να παραπλανήσουν τον ψηφοφόρο. Τα δεδομένα του δημοψηφισματικού διλήμματος είναι ξεκάθαρα και για τον αφελέστερο πολίτη: Ναι ή όχι στο «Πρόγραμμα Κοινής Ιστορίας» (Joint History Project) που χρηματοδοτείται (και επιβάλλεται στους λαούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης) από την αμερικανική κυβερνητική υπηρεσία US AID μέσω του «Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Ν.Α. Ευρώπη» (βλ. ιστοσελίδα του Center for Democracy and Reconciliation in Southeast Europe). Ναι ή όχι να γράφονται βιβλία Ιστορίας των παιδιών μας κατ’ εντολήν ξένων κέντρων. Ναι ή όχι να καθορίζονται οι στόχοι, το μέλλον, οι προοπτικές της ελληνικής κοινωνίας, τα κριτήρια ιστορικής της αυτεπίγνωσης και πολιτιστικής της ταυτότητας από συντεχνιακή ομάδα, την ίδια με κάθε κυβέρνηση (ανόσιο μείγμα «ανανεωτικής» δήθεν Αριστεράς και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς) που ανεξέλεγκτα επικυριαρχεί στη χώρα ερήμην του λαού.

Το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού είναι το μοιραίο λάθος της κυβερνητικής πολιτικής. Τα «δομημένα ομόλογα» απογοήτευσαν, όμως απλώς ενίσχυσαν το απαξιωτικό αίσθημα του πολίτη για τους επαγγελματίες πολιτικούς. Η πέραν πάσης πολιτικής λογικής «εμφύτευση» της πρώην Δημάρχου Αθηναίων στο υπουργείο Εξωτερικών και μιας κυρίας καυχόμενης από τηλεοράσεως για την αθεΐα της στο υπουργείο Θρησκευμάτων (και Παιδείας) εισπράχθηκαν από πολλούς με συμπόνια για τις εκβιαστικές πιέσεις που δέχεται ο πρωθυπουργός από τον «ξένο παράγοντα».

Αλλά το διαβόητο βιβλίο Ιστορίας είναι η μοιραία πρόκληση: Θίγει την πιο καίρια πτυχή της λαϊκής ευαισθησίας, τη ψυχολογική (παρηγοριάς) καταφυγή του σημερινού χιλιοταπεινωμένου Έλληνα στην Ιστορία. Μόνο από την Ιστορία μπορεί πια να αντλήσει αυτοσεβασμό ο Έλληνας – τα όσα οι κεκράχτες των κομματικών αυτεγκωμίων προπαγανδίζουν σαν σημερινά κατορθώματα μόλις και δικαιολογούνται σε βαλκανική (και μόνο) κλίμακα. Ενώ ο αυτοσεβασμός και η συλλογική αξιοπρέπεια εξακολουθούν να προϋποτίθενται για την άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής, όπως και για το φρόνημα που εγγυάται την άμυνα ή για την κοινωνική συνοχή που εξασφαλίζει τη λειτουργία κοινωνικού κράτους.

Το επίμαχο βιβλίο Ιστορίας αναπότρεπτα μεταβάλλει τις προσεχείς εκλογές σε δημοψήφισμα. Γιατί ξαναθέτει αδυσώπητο το συνδεδεμένο με ντροπιαστικές ιστορικές εμπειρίες ερώτημα: ποιός επιτέλους κυβερνάει αυτόν τον τόπο; Καμιά αντίληψη της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού δεν δικαιολογεί την υπουργό Παιδείας να προσβάλλει τόσο βάναυσα τη νοημοσύνη των πολιτών: Να χαρακτηρίζει «αντιδράσεις μεμονωμένες και ακραίες που υποκρύπτουν πολιτικές σκοπιμότητες, αντιδράσεις των εθνικιστικών λόμπυ», την απόρριψη του βιβλίου από τον Κυπριακό Ελληνισμό, την καίρια επιστημονική αντίδραση της Ακαδημίας Αθηνών, τις εμπεριστατωμένες κριτικές διασημοτήτων της ιστορικής έρευνας και της παιδαγωγικής επιστήμης, το καταιγιστικό κύμα λαϊκής αντίδρασης με άρθρα και επιστολές στον Τύπο, διακηρύξεις σωματείων, συλλόγων, επιστημονικών εταιρειών, πολιτιστικών ιδρυμάτων.

Προσέβαλε με ιταμότητα πολύ μεγάλη μερίδα πληθυσμού η κυβερνητική υπεράσπιση του επονείδιστου βιβλίου. Και τρόμαξε τους οξυδερκείς. Γιατί είναι πραγματικός συγκλονισμός να συνειδητοποιεί ο πολίτης ότι στα καίρια του συλλογικού βίου, όταν πρόκειται για στόχους και προοπτικές του λαϊκού σώματος, δεν λειτουργούν ούτε καν προσχήματα δημοκρατίας. Αποφασίζουν παράγοντες και κέντρα αποφάσεων ανεξέλεγκτα από την πολιτική βούληση του λαού και τα θελήματά τους επιβάλλονται με μηχανισμούς προπαγάνδας κυριολεκτικά παντοδύναμους.

Η συγκεκριμένη συντεχνία (το ανόσιο μείγμα «ανανεωτικής» δήθεν Αριστεράς και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς) δυναστεύει τα πανεπιστήμια, με οποιαδήποτε κυβέρνηση στα τελευταία χρόνια. Ελέγχει ασφυκτικά τον χώρο της δημοσιογραφίας και της τηλεόρασης, κρατικής και ιδιωτικής. Κυριαρχεί εξουσιαστικά στη σχολική εκπαίδευση, στοιχειώδη και μέση – (ακόμα και οι Νηπιαγωγοί βγήκαν να κατηγορήσουν, με κωμική αναίδεια, την ελληνική κοινωνία που αντιδρά στο επίμαχο βιβλίο, επειδή είναι «ακόμη ανέτοιμη να συζητήσει πόσο μάλλον να αφομοιώσει, σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις και επιστημονικούς προβληματισμούς»!!).

Είναι χρέος η επαναληπτική υπενθύμιση: ποιάν ομογνωμία, εκπληκτικά συντονισμένη, εμφανίζει το παρδαλό μείγμα της συντεχνίας που μάχεται σήμερα για «δημοκρατία (sic) και συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη»: Όλοι τους υπέρμαχοι του Σχεδίου Ανάν για την Κύπρο. Όλοι τους θιασώτες ένθερμοι της άνευ όρων ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Υπέρ της «διόρθωσης» των σχολικών βιβλίων Ιστορίας ώστε να μην προκαλούνται οι Τούρκοι. Όλοι τους υπερασπίζουν τα «δίκαια» του κράτους των Σκοπίων και χλευάζουν την ευαισθησία των Ελλήνων για το όνομα «Μακεδονία». Όλοι κομπάζουν πως είναι «απελεύθεροι» από κάθε μεταφυσική αναζήτηση, κάθε αίσθηση πατρίδας και συνέχειας. Αυτοί καθορίζουν την εκπαιδευτική πολιτική του κράτους με χρηματοδότες που αξίζει να τους αναζητήσει κανείς στην ιστοσελίδα του CDRSEE.

Ένα εξαμβλωματικό εγχειρίδιο Ιστορίας υποταγμένο σε προπαγανδιστικές σκοπιμότητες και παιδαγωγικά εξωφρενικό (διαστρέφει τη λειτουργία του λόγου σε υποτιτλισμό εικόνων και συνθηματολογικά παραθέματα). Αυτό προκαθορίζει τις προσεχείς εκλογές ως κρίσιμο για τις ελευθερίες της ελληνικής κοινωνίας δημοψήφισμα. Αν ο πρωθυπουργός αμφιβάλλει για το κοινό αίσθημα και τη λαϊκή οργή, στο χέρι του είναι να συμβουλευτεί έντιμες δημοσκοπήσεις.
Χρήσιμο πάντως να θυμάται ότι σε ανάλογες, περίπου, περιστάσεις ο συνονόματος θείος του καθυστέρησε να διερωτηθεί «ποιός επιτέλους κυβερνάει αυτόν τον τόπο». Και πλήρωσε πολύ ακριβά αυτήν την άργητα ο ίδιος και η χώρα.

«Η Καθημερινή», 15/04/2007