29/12/09

Το ξεχασμένο «άθλημα αληθείας» - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Ετι κι έτι το ερώτημα: Πώς γεννιέται, πώς προκύπτει μια Γιορτή; Το καταγωγικό γεγονός πρέπει να είναι έκρηξη συλλογικής χαράς και η χαρά να αναβιώνει, πάντοτε εκρηκτική, σε κάθε επέτειο της πρώτης έκπληξης. Σήμερα στην Ελλάδα θα στήναμε Γιορτή, αν κάπου στο υπέδαφος της γης μας εντοπιζόταν κοίτασμα πετρελαίου ή φλέβα χρυσού. Το χρήμα μάς δίνει χαρά, το χρήμα θα γιορτάζαμε.


Κάποτε ο ελληνικός ή εξελληνισμένος κόσμος, γύρω από τη Μεσόγειο, κυνηγούσε άλλες χαρές: Πάλευε να βεβαιωθεί αν και κατά πόσο ενδέχεται «αθανατίζειν το θνητόν», «μετασχείν αθανασίας το ανθρώπινον γένος», «της αθανασίας μεταλαμβάνειν». Και «αθανασία» δεν σήμαινε απεριόριστη παράταση του βίου ή κάποιαν άσαρκη συνέχιση της ύπαρξης στον εφιάλτη ενός γραμμικά ατέλειωτου χρόνου. Αθανασία σήμαινε ελευθερία της ύπαρξης από τις αναγκαιότητες που επιβάλλει η προκαθορισμένη «φύση» ή «ουσία» του κάθε υπαρκτού, ελευθερία από τον χρόνο, τον χώρο, τη φθορά, τον θάνατο.

Σε αυτό τον κόσμο κατέφθασε άγγελμα χαράς, ευ-αγγέλιο, πρόξενος Γιορτής: Τα πάντα ξεκινάνε να υπάρχουν όχι από ανερμήνευτη αναγκαιότητα, αλλά από την ελευθερία μιας αυτοσυνείδητης έλλογης θέλησης. Σε φάτνη αλόγων, στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, η Αιτιώδης Αρχή των υπαρκτών, ο Θεός, φανερώνει την ελευθερία του από τη θεότητά του: Είναι Θεός, όχι επειδή υποχρεώνεται «εκ προηγουμένου λόγου» της θείας φύσης ή ουσίας του να είναι αυτό που είναι. Είναι Θεός επειδή είναι αγάπη, κορύφωμα ελευθερίας – η αγάπη - ελευθερία καθορίζει αυτό που είναι ο Θεός, όχι η θεότητά του. Γι’ αυτό και γίνεται άνθρωπος, χωρίς να πάψει να είναι ελευθερία αγάπης, δηλαδή υπαρκτικά απεριόριστος. Ανθρωπος, Χριστός Ιησούς, ελεύθερος από τις αναγκαιότητες και της ανθρώπινης φύσης ή ουσίας: ανασταίνεται από τους νεκρούς.

Αυτό το άγγελμα το προσλαμβάνει ο Ελληνας όχι σαν μια ακόμη επινόηση ερμηνευτική του οντολογικού αινίγματος, σπουδαιότερη επινόηση από την πλωτινική τριάδα (Εν-Νους-Ψυχή), τις πλατωνικές «Ιδέες», το αριστοτελικό «Πρώτον Κινούν – ταυτότητα νου και νοητού». Προσλαμβάνει το χριστιανικό ευ-αγγέλιο ο Ελληνας και γιορτάζει, σημαδεύει τη διαδοχή των αιώνων η συλλογική έκρηξη της χαράς – δεν συστήνεται ποτέ Γιορτή για φιλοσοφικές επινοήσεις. Το ευ-αγγέλιο είναι μαρτυρία μιας ανοιχτής σε επαλήθευση ιστορικής εμπειρίας: Επώνυμα πρόσωπα, με συγκεκριμένο σε τόπο και χρόνο εντοπισμό, «επόπται γεννηθέντες» των γεγονότων για τα οποία μαρτυρούν, αναλαμβάνουν να καταγράψουν τα όσα είδαν με τα μάτια τους και άκουσαν με τα αφτιά τους και ψηλάφησαν τα χέρια τους.

Δεν καταπίνεις εύκολα οποιοδήποτε θρησκευτικό ιδεολόγημα όταν έχεις πίσω σου (ή μάλλον μέσα σου, στην παιδεία σου) Πλάτωνα και Αριστοτέλη και Πλωτίνο. Ούτε γιορτάζεις χαζοχαρούμενα, αν δεν ανοίγεται μπροστά σου η δυναμική της εμπειρικής επαλήθευσης των όσων προσλαμβάνεις. Η Γέννηση του Χριστού, ενανθρώπιση του απροσπέλαστου Θεού, γίνεται για τον Ελληνα, επί αιώνες, γιορτινή έκρηξη χαράς, επειδή η πιστοποίηση του γεγονότος είναι ανοιχτή, προσφέρεται μέσα από το άθλημα της σχέσης. Το άθλημα το γνωρίζει ο Ελληνας, ξέρει ότι ψηλαφούμε την αλήθεια όχι μέσα από πληροφορίες (αυτό ισχύει μόνο για τα ιδεολογήματα), αλλά μόνο «κατά μετοχήν», όταν μετέχουμε στον τρόπο του αληθούς, στην πραγματοποίηση του αληθεύειν. Ο εκχριστιανισμός των Ελλήνων δεν αντιπροσωπεύει αλλαγή θρησκευτικών «πεποιθήσεων», αλλά αλλαγή υπαρκτικού στόχου: Από το «άθλημα αληθείας» που ήταν η μετοχή στην Εκκλησία του Δήμου, πέρασαν στο «άθλημα αληθείας» που ήταν η Εκκλησία του ευχαριστιακού σώματος.

Κάποτε η συνέχεια της Γιορτής έσπασε. Το πώς και γιατί, είναι ερώτημα που συνοψίζει την τραγωδία του όψιμου, αφελληνισμένου Ελληνισμού και που οι Ελληνόφωνοι το απωθούμε ή το ξορκίζουμε με αφελείς δογματισμούς. Πάντως, δεν γιορτάζουμε πια Χριστούγεννα, ρεαλισμό επενδύσεων στην ελευθερία από τη θνητότητα – η θεσμοποιημένη επετειακή επανάληψη της Γιορτής δεν είναι έκρηξη χαράς. Γαντζωνόμαστε σε υποκατάστατα, μικροαπολαύσεις λησμοσύνης του θανάτου: Κάτι να χαρίσουμε, κάτι να μας χαρίσουν, να ευχηθούμε, να μας ευχηθούν, να ζωντανέψει η αλήθεια της ζωής ως σχέσης στην ανεμελιά των παιδιών, στην όση ζεστασιά της οικογένειας ή της φιλίας, σε όποιο ξέφτι κοινωνίας απομένει στην εγωκεντρική βιοτή μας.

Ο Ελληνισμός τέλειωσε ιστορικά από τη στιγμή που απεμπόλησε την ταυτότητά του: την προτεραιότητα των «κοινών», την ταύτιση του κοινωνείν με το αληθεύειν, τη χαρά των σχέσεων κοινωνίας ως πρώτο ζητούμενο. Με αυτή την ταυτότητα έδωσε ο Ελληνισμός γλώσσα στο χριστιανικό ευ-αγγέλιο, το έκανε Εικόνα, ποίηση, μέλος, δραματουργία, φιλόσοφο λόγο, θεσμό επισκοπής, ενορίας, συνόδου. Μια ατομοκεντρική συλλογικότητα μόνο ψευδωνύμως μπορεί να λέγεται ελληνική και μια ατομοκεντρική θρησκευτικότητα δεν έχει την παραμικρή σχέση με το εκκλησιαστικό γεγονός.

Από τη Γιορτή των Χριστουγέννων μας χωρίζει «χάσμα μέγα», αγεφύρωτο, διαφοράς τρόπου της ύπαρξης. Την εκκλησιαστική Εικόνα την αντικαταστήσαμε με θρησκευτικές ζωγραφιές, τη δραματουργία με εθιμοτυπικά στερεότυπα, το εκκλησιαστικό μέλος με συναισθηματικές καντάδες ή μουσειακά ιδιότυπα ακούσματα, την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική με τσιμεντένιες τούρτες τερατώδους ακαλαισθησίας. Ολα πια στοχεύουν στο άτομο: να το εντυπωσιάσουν, να το συγκινήσουν, να το διδάξουν, να το υποβάλουν. Το κήρυγμα, η κατήχηση, αποκομμένα από το εκκλησιαστικό γεγονός, υπηρετούν αποκλειστικά την ατομοκεντρική, ενστικτώδη θρησκευτικότητα. Ποια χαρά Γιορτής να προκύψει, όταν η ζωή είναι εγκλωβισμένη στο εγώ, στη μονοτροπία της φθοράς, της θνητότητας, στην αλογία μεταφυσικών εκζητήσεων ατομικής σωτηρίας, ατομικών αξιομισθιών;

Κάθε φορά που ενθρονίζεται νέος αρχιεπίσκοπος αναθαρρεύουν οι ελπίδες: Δεν μπορεί, αυτός κάτι θα έχει διδαχθεί από τη νέκρα ή την παρδαλή εντυπωσιοθηρία των προκατόχων του. Κάτι θα καταλαβαίνει από τη ζωτική, κατεπείγουσα ανάγκη να αποκαταστήσει εκκλησιαστική λατρεία αντί για θρησκευτικο-μαγικές ιερουργίες, εκκλησιαστικό κήρυγμα αντί για θρησκευτικά, ηθικολογικά φληναφήματα, κατήχηση, μύηση στην ποίηση, στην Εικόνα, στην εκκλησιαστική άσκηση, όχι «διδακτικές» παιδαριωδίες. Να ξαναγίνει η ενορία λαϊκό σώμα, να πάψει να είναι το ανάλογο παραρτημάτων του ΙΚΑ. Να γνοιαστεί για τη μοναξιά και την εγκατάλειψη που βιώνουν οι κληρικοί του, να είναι συλλειτουργός, όχι διοικητής.

Και κάθε φορά οι ελπίδες καταρρέουν. Ισως για να «τελειούται η δύναμις» της ελπίδας «εν ασθενεία». Ισως γιατί «χάσμα μέγα» μας χωρίζει από το ευ-αγγέλιο και η οδύνη της ορφάνιας είναι γέφυρα επανασύνδεσης.

"Η Καθημερινή", 25/12/2009

7/6/09

Η άτεγκτη λογική της αποπομπής - Χρήστου Γιανναρά

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, όχι αυθαίρετα, ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση οι Ελληνες δεν μετέχουμε, απλώς τη χρησιμοποιούμε. Συντηρούμε συμβατικά την ιδιότητα του μέλους και καρπωνόμαστε άπληστα τις προνομίες. Οι ευρωεκλογές, είναι περισσότερο από φανερό, μας ενδιαφέρουν μόνο σαν δημοσκόπηση για την καταμέτρηση της δύναμης των κομμάτων. Στα συνθήματα, στις ομιλίες, στις τηλεοπτικές αντιμαχίες της προεκλογικής περιόδου έμοιαζε αδιανόητη οποιαδήποτε ενασχόληση με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Το ειλικρινέστερο (αδιάντροπο στην ωμότητά του) σύνθημα έλεγε στον πολίτη: Πρόσεξε, ψηφίζοντας τάχα για την Ευρώπη, αποφασίζεις για εμάς εδώ, για το ποιο κόμμα προτιμάς!Η συγκρότηση των κομματικών ευρωψηφοδελτίων εξυπηρετεί αποκλειστικά εσωκομματικές σκοπιμότητες: ρουσφέτια του αρχηγού, απαιτήσεις της κομματικής καμαρίλας. Μόνο συμπτωματικά μπορεί να συμπεριληφθεί κάποτε και κάποιο πρόσωπο με την κατάρτιση, την εμπειρία, την προετοιμασία που απαιτούν οι ευθύνες του ευρωβουλευτή.

Δεν υπάρχει ίχνος έγνοιας (το κέντρισμα της αξιοπρέπειας) να στέλνουμε στην Ευρώπη ό,τι καλύτερο έχουμε, να κερδίζουμε εμπιστοσύνη και σεβασμό προβάλλοντας ανθρώπινη ποιότητα. Ακόμα και για επίτροπο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή («υπουργό» στην «κυβέρνηση» της Ε.Ε.) στέλνουν οι Ελληνες πρωθυπουργοί, κατά κανόνα, κάποιο κομματικό στέλεχος που θέλουν να μην μπερδεύεται στα πόδια τους ή ανταμείβουν με την καίρια αυτή θέση τις υπηρεσίες κάποιου λακέ ή κολακεύουν μια συναισθηματική τους συμπάθεια. Δεν πρέπει να είναι άσχετο με τις επιλογές τους το γεγονός ότι ποτέ σε Ελληνα επίτροπο δεν ανατέθηκε σημαντική αρμοδιότητα της Επιτροπής.

Δεν μοιάζει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν ούτε καν την επαρκή γνώση μιας ευρωπαϊκής γλώσσας – τα ανέκδοτα που κυκλοφορούν στους διαδρόμους του Ευρωκοινοβουλίου για τη «γλωσσομάθεια» των Ελλήνων είναι σπαρταριστά. Φυσικά και υπάρχει συγχρονική διερμηνεία, όμως η ενεργός μετοχή στα γιγνόμενα δεν μπορεί να εξαντλείται με την παρουσία σε ολομέλειες και επιτροπές – η ανταπόκριση σε τυπικές υποχρεώσεις δεν σημαίνει ελληνική συμβολή στην κοσμογονική δυναμική της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η Ελλάδα είναι δραματικά απούσα από τα συντελούμενα στην Ε.Ε. – μια ιστορία αιώνων πολιτισμού, με πανανθρώπινη εμβέλεια και πατίνα αρχοντιάς, δεν επιχειρήθηκε ποτέ να μεταπλαστεί σε προτάσεις επικαιρικές, σύγχρονες, ζωτικές για την ενωμένη Ευρώπη.

Στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν ενταχθήκαμε ποτέ, προσκολληθήκαμε με νοοτροπία και πρακτικές παρασίτου. Δεν είχαμε συνείδηση και αντανακλαστικά Ευρωπαίων, δεν μετείχαμε επί ίσοις όροις στον εταιρισμό, οι εθισμοί μας και τα αντανακλαστικά μας ήταν βαλκανικής επαρχίας, κουβαλάγαμε τη μειονεξία του Κοραή που είναι, δύο αιώνες τώρα, η κρατική μας ιδεολογία. Ο πρωτεργάτης της εισδοχής μας υπερμαχούσε με το επιχείρημα: «Ξέρετε τι θα πει, να είναι ομόλογος με τους Ευρωπαίους ο Ελληνας πρωθυπουργός;» – αυτό του γυάλιζε. Και ο «χαρισματικού» αμοραλισμού αντίπαλός του ξεσήκωνε τις «προοδευτικές» αγέλες του ποιμνιοστασίου του να κραυγάζουν: «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο»! – έτσι κέρδιζε τις ψήφους των απερίσκεπτων.

Τελικά, γεννήματα και οι μεν και οι δε της κοραϊκής επαρχιωτίλας, μυρίστηκαν λεφτά, κατάλαβαν ότι πρόκειται για την κότα με τα χρυσά αβγά. Και αποδείχτηκε άλλη μια φορά πως όταν οι Ελληνες ξεμαθαίνουμε τον πολιτισμό μας, δηλαδή το άθλημα της αλήθειας, γινόμαστε ασυγκράτητα χυδαίοι σε απληστία και ιδιοτέλεια. Τριάντα χρόνια τώρα ρέουν στην Ελλάδα της παρακμιακής ραθυμίας πακτωλοί οικονομικών επιχορηγήσεων από την Ε.Ε. – ποτέ στην ιστορία του το κρατίδιο δεν φαντάστηκε τέτοια εισροή άμοχθου πλούτου. Προσφέρθηκε ο πλούτος για να εξισορροπηθεί η ανάπτυξη των χωρών - μελών της Ε.Ε., να «συγκλίνουν» οι οικονομίες, να θεμελιωθούν και στην Ελλάδα υποδομές: δρόμοι, λιμάνια, τρένα, ακτοπλοΐα, σχολεία, νοσοκομεία, γεωργικές καλλιέργειες προσαρμοσμένες στη σύγχρονη αγορά, μηχανογράφηση και εκσυγχρονισμός των κρατικών λειτουργιών, προηγμένης τεχνολογίας παραγωγικές μονάδες. Ομως, αυτή η απίστευτη ξαφνική εύνοια της Ιστορίας ακυρώθηκε, με εγκληματική ασυνειδησία, από τα συνασπισμένα τρωκτικά της κομματοκρατίας: ο πλούτος, ο προορισμένος για υποδομές, κατέληξε, κατά το μέγιστο μέρος, στις τσέπες των επιτήδειων του κομματικού υπόκοσμου και στους «νταβατζήδες» που πουλάνε «προστασία» στα κόμματα. Εγιναν τα «πακέτα» της Ε.Ε. βίλες, κότερα, υπερπολυτελή αυτοκίνητα, φανταχτερή βλαχαδερή σπατάλη. Μιλάμε για χιλιάδες κομματικούς τερμίτες – χίλιους εκθρόνισε μόλις προχθές η κυβέρνηση, τους ξήλωσε από μέλη διοικητικών συμβουλίων 255 δημόσιων επιχειρήσεων, που καταργήθηκαν ή συγχωνεύτηκαν με άλλες, για προεκλογικό εντυπωσιασμό («Κ» 27.5.2009).

Και έχουν το απύθμενο θράσος οι αρχηγοί των κομμάτων, που καταλήστευσαν τον απρόσμενο πλούτο και ακύρωσαν τη μοναδική ευκαιρία εκσυγχρονισμού της χώρας, να εμφανίζονται μπροστά μας σε τηλεοπτική «αντιμαχία», με μικρονοϊκής καυχησιολογίας μονολόγους, ζητώντας να επιβεβαιώσουμε την αφοσίωσή μας σε αυτούς ψηφίζοντας τάχα για την Ευρώπη. Ευτυχώς εφέτος, και για πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση, η μεγάλη έκπληξη της προεκλογικής «αντιμαχίας» ήταν οι δημοσιογράφοι: Για πρώτη φορά, επιτέλους, τόλμησαν Ελληνες δημοσιογράφοι, αδέσμευτοι από τη «γραμμή» των καναλιών τους, τα «στριμώξουν» αποκαλυπτικά τους κομματικούς αρχηγούς: Να τους υποχρεώσουν σε αυτεξευτελισμό φυγομαχίας, να τους εμφανίσουν γελοιωδέστατα υπεκφεύγοντες και μωρολογούντες. Για πολίτες με νοημοσύνη και καλλιέργεια, το ξεμπρόστιασμα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το ερώτημα για το ιδιωτικό σχολείο και το αλλοδαπό πανεπιστήμιο που εξασφάλισε στο παιδί του, σε κραυγαλέα αντίθεση με τα δυσφραδή ρητορεύματά του και τον «πόνο» του για το δημόσιο σχολειό και το δημόσιο πανεπιστήμιο, αυτό και μόνο το ξεμπρόστιασμα θα αρκούσε για να τον αφανίσει πολιτικά. Το ίδιο ισχύει και για το ερώτημα που αναιδημόνως αντιπαρήλθε ο πρωθυπουργός και αφορούσε την αξιοπιστία των ακκισμών περί του πολιτικού του «θάρρους», δεδομένης της εξευτελιστικής αφωνίας του όταν κρινόταν η έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.

Η τηλεοπτική «αντιμαχία» ήταν σημαντική επιτυχία των δημοσιογράφων: αποκάλυψαν, στους στοιχειωδώς νοήμονες για πολλοστή φορά, την εγκληματική ιδιοτέλεια και πολιτική ανυπαρξία των «κομμάτων εξουσίας», τον περιθωριακό για την κοινωνία χαρακτήρα των ψυχοπαθολογικών εμμονών ή του αδίστακτου συντεχνιακού καριερισμού των μικρών κομμάτων. Η τραγωδία είναι ότι και οι μεν και οι δε οδηγούν τη χώρα νομοτελειακά στην ουραγία, πολύ πιθανό και στην αποπομπή από την Ε.Ε.

Δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα η Ε.Ε. να σιτίζει και να χαρτζιλικώνει κοινωνίες ανεγκέφαλων πολιτών εθελόδουλα υποταγμένων σε μαφίες αετονύχηδων, αδηφάγων εξουσιολάγνων ή νευρωτικών παλαιοημερολογιτών της πολιτικής. Κάποτε θα εξοργισθεί με τη νεοελληνική πρόκληση. Και θα αντιδράσει.
"Η Καθημερινή", 7/6/2009

24/5/09

Πρόταση αλλαγής στόχου στην Παιδεία - Χρήστου Γιανναρά


H αξιωματική αντιπολίτευση επαγγέλλεται ότι αν γίνει κυβέρνηση θα διαθέτει για την Παιδεία το 5% των εσόδων του κράτους κάθε χρόνο. Και η κυβέρνηση απαντάει μοιράζοντας αμέσως από έναν φορητό υπολογιστή σε κάθε μαθητή της πρώτης τάξης του Γυμνασίου (με συνολικό κόστος 60 εκατομμύρια ευρώ).

Μόνο όσοι πολίτες αυτευνουχίζουν τη νοημοσύνη τους, μόνον αυτοί αδυνατούν να αντιληφθούν ότι πρόκειται για αναμέτρηση διαφημιστικών στρατηγημάτων, παιδαριώδη μάχη εντυπώσεων. Το πρόβλημα της Παιδείας δεν ενδιαφέρει τα «κόμματα εξουσίας», το μόνο που τα ενδιαφέρει είναι η νομή της εξουσίας ή η πρόσβαση στη νομή. Τα ενδιαφέρει το εκπαιδευτικό πεδίο για να στρατολογούν ψηφοφόρους μέσα από τις κομματικές νεολαίες στα πανεπιστήμια και θλιβερούς γενίτσαρους μέσα από το παιδαγωγικό έγκλημα του «μαθητικού κινήματος».

Αποψη του γράφοντος – ίσως εσφαλμένη, αλλά πάντως άσχετη με το εξουσιαστικό παιχνίδι: Κεντρικό πρόβλημα της Παιδείας στην Ελλάδα σήμερα δεν είναι η έλλειψη κονδυλίων ούτε η ανάγκη να χαρίσουμε υπολογιστές στα παιδιά. Είναι η κατά προτεραιότητα στόχευση του εκπαιδευτικού συστήματος στην «ενημερωτική επάρκεια» της διδακτέας ύλης: Δηλαδή, η μεθοδική προσπάθεια να προσφέρεται στα παιδιά, και των τριών σχολικών βαθμίδων, το μέγιστο δυνατό της εκσυγχρονισμένης πληροφόρησης για κάθε γνωστικό τομέα.

Αυτή η αγχώδης έγνοια για συνεχή διεύρυνση των γνωστικών πεδίων με συνεχή ποσοτική αύξηση της διδακτέας ύλης, πάντοτε στο όνομα του «εκσυγχρονισμού», μοιάζει να είναι μια κεντρική νεύρωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Εγνοια και φόβος μήπως φανούμε ότι αγνοούμε ή παραγνωρίζουμε το καινούργιο υλικό που συνεχώς κομίζει η επιστημονική έρευνα. Αποδειχνόμαστε «εκσυγχρονισμένοι» και «μοδέρνοι», αν προσθέτουμε αδιάκοπα επιπλέον διδακτέα ύλη στα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων.

Αλλά η υπέρμετρη ποσότητα δεν αφήνει περιθώρια για αναλυτική επεξεργασία της διδακτέας ύλης και οργανική αφομοίωσή της από τον μαθητή. Ετσι ο μαθητής προσλαμβάνει την προσφερόμενη γνώση μόνο ή κυρίως ως πληροφορία αυτονομημένη από την κατανόησή της. Και επειδή ο όγκος των πληροφοριών συνεχώς αυξάνεται και το σχολικό σύστημα οφείλει να ελέγχει την προσληπτική ικανότητα του μαθητή, ο μαθητής καταφεύγει στη λύση της συμβατικής κατ’ επίφασιν πρόσληψης που είναι η απομνημόνευση ή «παπαγαλία». Το σύστημα υποχρεωτικά συναινεί και τελικά θεσμοποιεί αυτή τη λύση.

Αλλά και η θεσμική κατάφαση της παπαγαλίας δεν λύνει το πρόβλημα, αφού ο όγκος της ύλης που θέλουμε να απομνημονευτεί παραμένει δυσφόρητος. Η ανάγκη μιας κάποιας αντιμετώπισης του προβλήματος γέννησε την παραπαιδεία των «φροντιστηρίων» ή τα μαύρου χρήματος «ιδιαίτερα μαθήματα» – καρκίνωμα, αλλά και αυτονόητη κατεστημένη προϋπόθεση λειτουργίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Το φροντιστήριο ή το ιδιαίτερο κωδικοποιεί τον όγκο των πληροφοριών σε ευκολοαπομνημόνευτες σχηματοποιήσεις. Δεν φιλοδοξεί να εμπεδώσει στον μαθητή την πληροφορία, αλλά να τον μάθει απομνημονευτικές τεχνικές και σχηματικές ταξιθετήσεις για βραχυπρόθεσμη εφ’ άπαξ χρήση της πληροφορίας. Στόχος της μάθησης, από τις πρώτες κιόλας τάξεις του Γυμνασίου, είναι η ικανότητα αποστήθισης πληροφοριών (όχι απόκτησης) προκειμένου να εισαχθεί το παιδί στο Πανεπιστήμιο. Να εισαχθεί όχι για να σπουδάσει, αλλά για να πάρει «χαρτί» που θα του εξασφαλίζει υψηλό δείκτη καταναλωτικής ευχέρειας χωρίς να χρειάζεται μόχθο εργασίας.

Η παραπαιδεία των φροντιστηρίων και των ιδιαιτέρων παρέχει μαθησιακό εξοπλισμό μιας χρήσεως. Είναι ειλικρινής στον χυδαία χρησιμοθηρικό χαρακτήρα της και η ειλικρίνειά της την έχει επιβάλει στις συνειδήσεις των μαθητών με συντριπτική υπεροχή έναντι των υποκριτικών προσχημάτων του σχολείου. Εξ άλλου το σχολείο έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τον μαθητή, από τη στιγμή που ο λαϊκισμός των κομμάτων εξουσίας κατάργησε την ουσιαστική (με συνέπειες) αξιολόγηση των επιδόσεων, τη διαβάθμιση ποιοτήτων, επομένως και κάθε άμιλλα.

Το ίδιο ισχύει και για το πανεπιστήμιο: Απαξ και κατόρθωσε κάποιος να εισαχθεί, είναι απολύτως βέβαιο ότι κάποτε (έστω και σε είκοσι χρόνια) θα πάρει πτυχίο. Και εδώ η διδακτική μέθοδος είναι (περισσότερο ή λιγότερο) ίδια: η από έδρας παροχή πληροφοριών και η από συγγράμματος (ενός και μοναδικού) χρηστική απομνημόνευσή τους. Φροντιστηριακή μεθόδευση της απομνημόνευσης συνήθως δεν χρειάζεται, διότι η αντιγραφή στις εξετάσεις είναι καθεστώς. Επιπλέον, υπάρχουν και οι κομματικές νεολαίες: Αν ο φοιτητής προσχωρήσει σε κάποιες από αυτές, του εξασφαλίζουν να ξέρει, πριν από τις εξετάσεις, σε συγκεκριμένα μαθήματα, τα θέματα στα οποία θα εξεταστεί. Μοιάζει να υπάρχουν αρκετοί πανεπιστημιακοί «δάσκαλοι» αυτουργοί συναλλαγής: Κοινοποιούν σε κομματικές νεολαίες τις εξεταστικές τους ερωτήσεις, με αντάλλαγμα να τους υποστηρίξουν οι νεολαίες στη διεκδίκηση θώκων πρυτανικών ή κοσμητείας Σχολής ή προεδρίας Τμήματος.

Η Παιδεία στην Ελλάδα δεν ανακάμπτει με πλουσιότερη χρηματοδότηση και φανταιζίστικες υλικές παροχές – η σπατάλη σήμερα στα σχολεία και στα πανεπιστήμια είναι προκλητική, εξωφρενική. Η Παιδεία θα ανακάμψει μόνο με ριζική και συνεπή αλλαγή στόχου, από το Δημοτικό ώς το Πανεπιστήμιο: Οχι πια προτεραιότητα στην ποσοτική πληροφόρηση – η πληροφορία σήμερα είναι αμέσως και ευκολότατα προσβάσιμη. Προτεραιότητα απόλυτη στην ανάπτυξη της ικανότητας να κρίνει το παιδί, ο νέος, την εγκυρότητα της πληροφορίας, να συντάσσει λογικά τις πληροφορίες, να γυμνάζει τη δημιουργική του φαντασία στη χρήση των πληροφοριών.

Αυτό πρακτικά σημαίνει: Παραιτούμαστε σε σημαντικό ποσοστό από τον πληροφοριακό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, πετάμε τη μισή από τη διδακτέα σήμερα ύλη στα άχρηστα. Κρατάμε την απομνημόνευση ως ιδιαζόντως πολύτιμη άσκηση μνήμης, προκειμένου να εμπεδώσουμε στο παιδί «συντακτικές σταθερές» (αριθμητική προπαίδεια, δομές γραμματικές και συντακτικού). Δίνουμε απόλυτη προτεραιότητα στη διδασκαλία της γλώσσας ως λογικής και των μαθηματικών ως γλώσσας. Όχι χρηστικό «εργαλείο συνεννόησης» η γλώσσα, αλλά καμβάς της σκέψης, εφαλτήριο της λογικής ανάπτυξης. Όχι χρησιμοθηρία συναλλαγών τα μαθηματικά, αλλά γλώσσα για να σημάνουμε τη λογική των δομών συγκρότησης του πραγματικού και υπαρκτού, σημειολογία του λεκτικά άρρητου.

Προτεραιότητες άσκησης και γυμνασίας της σκέψης, της κρίσης, της φαντασίας μέσα από κάθε γνωστικό αντικείμενο, όχι πληροφοριακή και μόνο προσέγγιση. Αυτό σημαίνει στα πανεπιστήμια: ριζική αλλαγή του τρόπου λειτουργίας τους. Οι εισαγόμενοι κατανέμονται σε ολιγομελείς ομάδες, κάθε ομάδα έχει επιβλέποντα υπεύθυνο καθηγητή που παρακολουθεί προσωπικά τον κάθε φοιτητή. Τα μαθήματα έχουν σεμιναριακό χαρακτήρα, βασίζονται σε βιβλιογραφία που ο φοιτητής οφείλει να εξαντλήσει σε εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη, μηνιαία προθεσμία, εξετάζεται η πρόοδός του σε καθημερινή βάση και με τη συνεχή σύνταξη εργασιών.

Είναι ωμός, χυδαίος εμπαιγμός της νοημοσύνης των πολιτών ο ισχυρισμός ότι η Παιδεία πάσχει επειδή δεν έχει επαρκή χρηματοδότηση.


"Η Καθημερινή", 24/05/2009

17/5/09

Η πολιτική αλογία πηγάζει από το σχολείο - Χρήστου Γιανναρά

Ποια είναι η πρώτη (υπ’ αριθμόν ένα) αιτία κακοδαιμονίας της χώρας σήμερα; Ανεπιφύλακτα θα ψήφιζα: η αλογία, η έκλειψη της λογικής, ο παραλογισμός.

Σαν σε κυνήγι μαγισσών κυνηγάμε σκάνδαλα πολιτικών. Σκάνδαλα σε ατέρμονη αλληλουχία. Δεν μας ενδιαφέρει η ολοφάνερη κοινή αιτία όλων των σκανδάλων, δεν προσπαθούμε να εξαλείψουμε την αιτία ώστε να λείψουν τα σκάνδαλα. Το κυνήγι των σκανδάλων έχει αυτονομηθεί καθεαυτό, είναι αυτοσκοπός – χρειαζόμαστε το κυνήγι, όχι την εξάλειψη των σκανδάλων.

Κι αυτό, επειδή η παρανοϊκή φενάκη, που τη λογαριάζουμε σαν πολιτικό βίο, λειτουργεί στη βάση της πρόκλησης και της διαχείρισης εντυπώσεων – δεν έχει σχέση ούτε με πραγματικά προβλήματα ούτε με πραγματική προσπάθεια λύσης προβλημάτων. Καίρια πτυχή αυτού του παιχνιδιού των εντυπώσεων είναι το κυνήγι των σκανδάλων. Αυτό ρίχνει κυβερνήσεις, το κυνήγι - παιχνίδι των εντυπώσεων, όχι η πραγματικότητα του διεφθαρμένου κομματικού παρακράτους, των ανίκανων κυβερνήσεων, των κωμικά ολίγιστων αρχηγών.

Το 1989, το 1993, το 2004 ο λαός καταψήφισε σκάνδαλα, δεν υπερψήφισε καινοτόμες πολιτικές προτάσεις. Ψήφισε ποντάροντας στην ελπίδα λιγότερων ή ευφυέστερα συγκαλυμμένων σκανδάλων, όχι σε μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα ρεαλιστικής εξάλειψης των προϋποθέσεων που γεννάνε τα σκάνδαλα. Οπως στις δημοσκοπήσεις θεωρεί ο λαός, πάντοτε, καταλληλότερο για πρωθυπουργό τον υπάρχοντα πρωθυπουργό, έστω και αν αποδοκιμάζει συντριπτικά την πολιτική του και το κόμμα του, έτσι και με την ψήφο του στην κάλπη θεωρεί ο λαός άγγελο - εξολοθρευτή των σκανδάλων τον πιο πρόσφατο καταγγέλτη σκανδάλων, έστω και αν ήταν ο ίδιος ο καταγγέλτης πριν από λίγα χρόνια δεινά καταγγελλόμενος. Ιλιγγος παραλογισμού.

Ναι, συναινούν οι ψηφοφόροι στο κυνήγι των μαγισσών, στο στημένο παιχνίδι των εντυπώσεων. Γι’ αυτό και παραμένει ανατριχιαστικά ανήθικη η αδιαφορία των πολιτικών για τα πραγματικά προβλήματα, τον πόνο, την αδικία, τον βασανισμό του πολίτη. Ο πολίτης με την ψήφο του τους επιτρέπει να παίζουν αδιάντροπα μαζί του, αυτός, δίχως αντιστάσεις λογικής, γίνεται έρμαιο των «επικοινωνιακών» τεχνασμάτων της κομματοκρατίας, τεχνασμάτων πρόκλησης και διαχείρισης εντυπώσεων. Να γιατί λέμε ότι ο παραλογισμός, η αλογία, είναι το πρώτο (υπ’ αριθμόν ένα) αίτιο κακοδαιμονίας της χώρας.

Βλέπει και ξέρει ο πολίτης ότι αυτοί που καταγγέλλουν σήμερα τα σκάνδαλα στην ακτοπλοΐα, είναι οι ίδιοι που χθες μοιράζονταν με τα δικά τους λαμόγια την καταλήστευση των άγονων γραμμών, οι ίδιοι που τους βαραίνει καίρια ενοχή για τον φρικώδη πνιγμό των ογδόντα τεσσάρων ψυχών στο «Σαμίνα». Και αυτοί που κόπτονται για τα σκάνδαλα της Ζήμενς ή του Βατοπεδίου είναι οι ίδιοι που πρώτοι εντόπισαν την κότα με τα χρυσά αυγά, αλλά τους πρόλαβαν οι ατζαμήδες, οι ανίκανοι να κρύψουν τις πομπές τους. Τα ξέρει αυτά ο πολίτης και μύρια ανάλογα, αλλά δεν συνδέει τις επικαιρικές εντυπώσεις με την ιστορική του μνήμη. Την ψήφο του την κατευθύνει ο πιο πρόσφατος συνεπαρμός, όχι η λογική πραγματιστική σύνδεσή της με τα ρεαλιστικά δεδομένα της εμπειρίας του.

Η ψήφος μεγάλης, κρίσιμης για το εκλογικό αποτέλεσμα μερίδας πολιτών είναι φανερό ότι υπακούει σε εξωλογικές παρορμήσεις: σε απηχήσεις μυστικιστικών οραματισμών εγκεντρισμένων στον παιδικό ψυχισμό από την ατμόσφαιρα του πατρικού σπιτιού, σε φαντασιώσεις οφειλόμενης «μάχης» για την «Αριστερά» ή για τη «Δεξιά», όπως μας φάνταξαν στα νεανικά μας διαβάσματα από βιβλία και μπροσούρες εισαγόμενων ιδεολογημάτων. Και πρέπει να είναι ασήμαντος ο αριθμός των ψηφοφόρων που κάθεται να λογαριάσει, λογικά και ψύχραιμα, τι θετικό και ποιες συμφορές επισώρευσε κάθε κόμμα και κάθε αρχηγός στη χώρα – πόσα από τα επιφανή στελέχη των μεταδικτατορικών «κομμάτων εξουσίας» θα εξέτιαν σήμερα βαρύτατες ποινές κάθειρξης, αν λειτουργούσε δημοκρατική, ορθολογική νομοθεσία περί ευθύνης (και συνυπευθυνότητας) υπουργών.

Αν η ψήφος των σημερινών Ελλήνων ήταν κατά πλειονότητα καρπός ορθολογικής στάθμισης και υπεύθυνης κρίσης, τα υπάρχοντα σήμερα στη Βουλή κόμματα θα είχαν προ πολλού αφανιστεί από προσώπου γης. Ποια λογική θα επέτρεπε στον πολίτη να αναθέτει τη διαχείριση της ζωής του και του μέλλοντος των παιδιών του σε φτηνούς επαγγελματίες του εντυπωσιασμού, ανθρώπους ψυχοπαθολογικά παγιδευμένους στην ιδιοτέλεια και στην εξουσιολαγνεία, διασυρμένους για την κωμικοτραγική ανικανότητά τους και τα εγκληματικής ασυνειδησίας λάθη τους;

Η αλογία, η έκλειψη της λογικής, ο παραλογισμός δεν είναι συμπτώματα που προέκυψαν αναίτια και τυχαία στην ελλαδική κοινωνία. Είναι οργανικές συνέπειες της εκπαίδευσής μας των Ελλήνων, του εκπαιδευτικού στην Ελλάδα συστήματος, εδώ και μισό περίπου αιώνα. Από την πρώτη «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» που επιχείρησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στη δεκαετία του 1950, ο στόχος ήταν επιπόλαια χρησιμοθηρικός: Να πλουτιστεί η διδακτέα στην εκπαίδευση ύλη με πληροφοριακό υλικό για τα καινούργια θησαυρίσματα γνώσης που προσπορίζει η ραγδαία εξέλιξη των επιστημών. Και να συνδεθεί αυτή η «εκσυγχρονισμένη» πληροφόρηση με τις ανάγκες και σκοπιμότητες της παραγωγικής διαδικασίας, της οικονομικής ανάπτυξης.

Πενήντα χρόνια τώρα η εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι παγιδευμένη σε αυτή τη χρησιμοθηρική προτεραιότητα «ενημερωτικής» επάρκειας της διδακτέας ύλης. Πρωτεύον εκπαιδευτικό ζητούμενο (δηλαδή πρώτιστος κοινωνικός στόχος της εκπαίδευσης) δεν είναι η άσκηση του μαθητή στην κριτική σκέψη, στη δημιουργική φαντασία και αυτενέργεια, στο πού και πώς θα βρει την πληροφορία, πώς θα ελέγξει την εγκυρότητά της. Γι’ αυτό και προτεραιότητα στην εκπαίδευση δεν έχει η γλώσσα ως λογική ούτε τα μαθηματικά ως γλώσσα. Στόχος είναι η κονσερβοποιημένη πληροφοριακή «ενημερότητα», δηλαδή η απομνημόνευση. Αποκλειστικός τρόπος διδασκαλίας είναι οι από έδρας «παραδόσεις» και κυρίαρχο εξεταστικό σύστημα... η αντιγραφή!

Με αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει, σε οποιαδήποτε τάξη του σχολείου, μάθημα, λ. χ., Κριτικής Ανάγνωσης του Τύπου ή μάθημα Συγκριτικής των Πολιτευμάτων; Το ελλαδικό εκπαιδευτικό σύστημα, θελημένα ή συμπτωματικά, αντανακλά την όλη αποχαυνωτική παραζάλη του καταναλωτικού ευδαιμονισμού που συνέχει την ελλαδική κοινωνία. Ετοιμάζει κομματικούς οπαδούς, όχι πολίτες, αφιονισμένους συνδικαλιστές (από το δημοτικό κιόλας σχολείο) που μαθαίνουν να εκβιάζουν, όχι να σκέπτονται – ετοιμάζει παθητικούς καταναλωτές, όχι ανθρώπους που μπορούν να ξεχωρίσουν ποιότητες.

Αυτό το εκπαιδευτικό σύστημα συντηρεί και διαιωνίζει τη συλλογική ντροπή που είναι τα κόμματα του ελλαδικού κοινοβουλίου σήμερα. Γι’ αυτό και το μόνο που έχουν να πουν για την παιδεία τα κόμματα (τα ίδια ή οι εκάστοτε «σοφοί» παρατρεχάμενοί τους) είναι ότι θα αυξήσουν τα κονδύλια ή θα ξεκινήσουν εξ υπαρχής «διάλογο» ή θα βελτιώσουν το «σύστημα» μετάβασης από τα εξαχρειωμένα σχολειά στα διαλυμένα πανεπιστήμια.

"Η Καθημερινή", 17/05/2009

11/5/09

Συνέντευξη Μάικλ Μαν στον Ηλία Mαγκλίνη - "Ημίμετρο η πολιτική του Ομπάμα"

Ο Μάικλ Μαν έχει χαρακτηριστεί κάτι σαν «σύγχρονος Μαξ Βέμπερ». Δύσκολα να βρει κανείς πιο κολακευτικό σχόλιο για κοινωνιολόγο ή για οποιονδήποτε κοινωνικό επιστήμονα. Ειδικά η Βρετανία όμως έχει μεγάλη παράδοση στην Κοινωνιολογία κι ας έλεγε η Μάργκαρετ Θάτσερ ότι «δεν υπάρχει αυτό που λέμε «κοινωνία»» (ο Μ. Μαν χαμογελάει με νόημα όταν του αναφέρω την περίφημη ρήση της «σιδηράς κυρίας»).

Όντως, ο συγγραφέας των «Πηγών της κοινωνικής εξουσίας» επιβεβαιώνει απόλυτα το μέγεθος αυτής της παράδοσης, ειδικά με το συγκεκριμένο, δίτομο (έως τώρα, διότι θα ακολουθήσει και τρίτος τόμος) magnum opus, που στη χώρα μας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Εργο μέσα από το οποίο ο Μαν συνθέτει μιαν αφήγηση των πηγών εξουσίας από τη Νεολιθική Εποχή έως σήμερα· έργο που χαρακτηρίστηκε «τολμηρό στο βεληνεκές του, φιλόδοξο στους στόχους του, προκλητικό στα συμπεράσματά του». Οι «Πηγές» ακραγγίζουν τη μεθοδολογία της ιστοριογραφίας και αλιεύουν από αυτήν μιαν αφήγηση πιο ελκυστική, δραστική.

Συναντήσαμε τον κορυφαίο κοινωνικό επιστήμονα στην Αθήνα, λίγες ώρες πριν από την παρουσίαση του δεύτερου τόμου του έργου.



Ο πόλεμος

- Οι τέσσερις διακριτές μορφές εξουσίας -ιδεολογική, στρατιωτική, οικονομική και πολιτική- αποτελούν ένα βασικό, επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις «Πηγές της κοινωνικής εξουσίας». Αν μπορούσατε να σταθείτε σε μία από αυτές, όσον αφορά τη σημερινή κατάσταση, ποια θα ήταν;

- Πράγματι, αυτές οι τέσσερις μορφές εξουσίας κυριαρχούν σε όλη την αφήγηση και, κυρίως, οι μεταξύ τους συσχετισμοί. Δυστυχώς, υποχρεώθηκα από τα πράγματα να επικεντρωθώ στη στρατιωτική ισχύ και στο θέμα του πολέμου. Θα έλεγα πως, σε γενικές γραμμές, οι σύγχρονοι κοινωνικοί επιστήμονες δεν έχουν ασχοληθεί καθόλου με αυτή την πτυχή. Πίστευαν ότι μετά το 1945 ο πόλεμος θα ήταν πια παρελθόν. Τελικά, συνέβη μάλλον το αντίθετο κι ας μην ξέσπασε ξανά κάποιος μεγάλος πόλεμος στην Ευρώπη. Ενα άλλο μεγάλο θέμα του δεύτερου κυρίως μέρους του έργου αυτού είναι η εξέλιξη και η ανάπτυξη του καπιταλισμού και του έθνους-κράτους. Οι διάφοροι συσχετισμοί μεταξύ τους είναι ένα κυρίαρχο στοιχείο κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα - αλλά και σήμερα, όπως φαίνεται. Ειδικά σε ό,τι αφορά το σήμερα, βρισκόμαστε σε μια φάση επαναπροσδιορισμού του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, μια φάση όπου νέοι κανόνες θα πρέπει να οριστούν στο παιχνίδι. Η παρούσα οικονομική κρίση καθορίζει κατά πολύ αυτή τη νέα φάση αλλά ακόμα είναι νωρίς για να βγάλουμε συμπεράσματα.

- Πολλοί ισχυρίζονται ότι η παρούσα οικονομική κρίση έδειξε ότι ο καπιταλισμός είναι σε σταθερή παρακμή. Συμφωνείτε;

- Οχι, δεν το πιστεύω. Ενα οικονομικό παιχνίδι μπορεί να παιχτεί κι αυτό είναι ο καπιταλισμός. Δείτε, για παράδειγμα, τι γίνεται στην Κίνα. Ομως, ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει μόνος του, η εξέλιξή του σχετίζεται άμεσα με την εξέλιξη των εθνών-κρατών.

Η εκλογή Ομπάμα

- Αναφορικά με την οικονομική κρίση, είστε αισιόδοξος μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα στην αμερικανική προεδρία;

- Οχι και τόσο. Η Αμερική είναι η πατρίδα του νεοφιλελευθερισμού. Οι άνθρωποι που κατευθύνουν την οικονομία εργάστηκαν σε αυτές τις μεγάλες τράπεζες, σχετίζονται με αυτές. Ολη αυτή η πολιτική του Ομπάμα, το bailing out των τραπεζών, δεν συνιστά μια νέα μορφή κανονισμών στο παιχνίδι του καπιταλισμού αλλά ένα ημίμετρο. Οριστική λύση ακόμα δεν έχει βρεθεί.

Φασισμός και γενοκτονίες

- Ανήκετε στη μεγάλη παράδοση των Βρετανών κοινωνιολόγων, όμως η σχέση σας με την ιστοριογραφία είναι πολύ στενή. Για την ακρίβεια, αυτοχαρακτηρίζεστε «συγκριτικός κοινωνιολόγος που εργάζεται πάνω στο υλικό της Ιστορίας», σωστά;

- Ετσι είναι. Ειδικά οι «Πηγές της κοινωνικής εξουσίας» είναι ένα από τα πλέον «ιστορικά» βιβλία μου.

- Κι έχετε ασχοληθεί και με ζητήματα που απασχολούν τους ιστορικούς κατά κόρον: τον φασισμό, την εθνοκάθαρση και τις γενοκτονίες.

- Οταν ξεκίνησα τη συγγραφή του τρίτου τόμου των «Πηγών κοινωνικής εξουσίας», ο οποίος καλύπτει τα χρόνια από το 1914 έως σήμερα, πήγα στην Ισπανία για να ερευνήσω τον Ισπανικό Εμφύλιο πόλεμο. Το υλικό το ίδιο με οδήγησε σε ένα αυτόνομο βιβλίο πάνω στον φασισμό. Κάπως ανάλογα, μελετώντας το Ολοκαύτωμα, ασχολήθηκα εκτενέστερα με το ζήτημα της γενοκτονίας, κυρίως στο βιβλίο μου «Η σκοτεινή πλευρά της Δημοκρατίας». Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για προβοκατόρικο τίτλο...

Σερβία, Ρουάντα...

- Μα δεν είναι μόνον ο τίτλος αλλά και ο συσχετισμός που κάνετε ανάμεσα στη δημοκρατία και τη γενοκτονία. Στο μυαλό των περισσότερων, οι μαζικοί φόνοι ταυτίζονται με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.

- Ναι, αλλά θέλει προσοχή αυτή η προσέγγιση. Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: από τις πρώτες απόπειρες εθνοκάθαρσης ή και γενοκτονίας ήταν οι εκκαθαρίσεις Ινδιάνων και Αβοριγίνων από τους αποίκους στην Αμερική και την Αυστραλία αντίστοιχα. Κι όμως οι άνθρωποι αυτοί έστηναν δημοκρατικά καθεστώτα, συνεπώς, ο κίνδυνος των μαζικών εξοντώσεων προκύπτει συχνά όταν μια χώρα βρίσκεται σε μια διεργασία εκδημοκρατισμού. Κάπου μέσα σε αυτή τη διαδικασία κάτι πάει στραβά και προκύπτουν τραγωδίες.

Περνώντας στο σήμερα, ο κίνδυνος είναι αυτές οι δύο ελληνικές λέξεις: «δήμος» και «έθνος». Εφόσον ο λαός κυβερνά, και αυτός ο λαός συνιστά ένα συγκεκριμένο έθνος, ο κίνδυνος γίνεται ορατός. Πάρτε για παράδειγμα τη Γιουγκοσλαβία. Μέσα από το κομμουνιστικό καθεστώς, ο Τίτο είχε επιβάλει μια ισορροπία ανάμεσα στις διάφορες εθνότητες που απάρτιζαν τη Γιουγκοσλαβία. Μετά το 1989 η ισορροπία αυτή χάθηκε. Εμφανίστηκαν νέα κράτη που βρίσκονταν σε μια διαδικασία εκδημοκρατισμού. Πάνω εκεί, λοιπόν, οι Σέρβοι ή οι Κροάτες θυμήθηκαν ότι το κράτος της Σερβίας ή της Κροατίας ανήκει μονάχα στους Σέρβους ή στους Κροάτες αντίστοιχα. Ετσι, μπήκαμε σε διαδικασίες εθνοκάθαρσης. Κάτι ανάλογο συνέβη και στη Ρουάντα το 1994: όταν η χώρα προσπάθησε να περάσει σε ένα πολυκομματικό σύστημα με Σύνταγμα κ.τ.λ., χτύπησε η τραγωδία της γενοκτονίας με ένα εκατομμύριο νεκρούς. Ομως, και πάλι, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι τέτοιες καταστάσεις ευδοκιμούν μέσα στο πλαίσιο ενός πολέμου. Στη Γιουγκοσλαβία αλλά και στη Ρουάντα είχαμε εμφύλιες συγκρούσεις. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα στο Σουδάν.

Αρμενία - Τουρκία

- Αυτό που λέτε, μου φέρνει στο μυαλό το παράδειγμα της Αρμενικής Γενοκτονίας. Συνέβη σε μια φάση εκσυγχρονισμού της Τουρκίας...

- Ακριβώς. Οι Νεότουρκοι είχαν μπει σε μια ρότα εκσυγχρονισμού και -τηρουμένων των αναλογιών- εκδημοκρατισμού της χώρας, ενώ ταυτόχρονα είχε τεθεί ζήτημα ενός καθαρού τουρκικού έθνους. Επιπλέον, η γενοκτονία έγινε στο πλαίσιο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς οι Αρμένιοι είχαν συμμαχήσει με τους Ρώσους, που ήταν εχθροί των Τούρκων έως ένα σημείο.

- Μα αυτή είναι και η δικαιολογία των Τούρκων: λένε ότι δεν διέπραξαν γενοκτονία αλλά ότι ήταν θέμα άμυνας οι σφαγές των Αρμενίων. Ο πρόεδρος Ομπάμα, παρά τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, δεν μπορεί καν να προφέρει τον όρο «γενοκτονία»...

- Το ξέρω. Πρόσφατα όμως ανακαλύφθηκε ένα νέο έγγραφο στο οποίο καταγράφονται οι αριθμοί των αρμενικών και τουρκικών πληθυσμών κατά περιοχές και στη συνέχεια, καταγράφονται οι αριθμοί μετά το 1915. Ουσιαστικά, βλέπουμε τι έχει απομείνει από τους Αρμένιους - σχεδόν κανένας. Δεν μου μοιάζει και τόσο με πράξη άμυνας...

Πόλεμοι κατ' επιλογήν

- Εχετε ασχοληθεί και με το ζήτημα των στρατιωτικών επεμβάσεων, με αφορμή βέβαια το αμερικανικό παράδειγμα. Εχετε πει ότι η μοναδική επιτυχημένη στρατιωτική επέμβαση σε ξένο έδαφος ήταν η εισβολή του Βιετνάμ στην Καμπότζη το 1979, με αποτέλεσμα την πτώση των Κόκκινων Χμερ...

- Α, ναι! Χαίρομαι να το λέω αυτό στις ΗΠΑ.

- Θεωρείτε ότι οι Αμερικανοί ως έθνος δεν τρελαίνονται να ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις. Υπάρχει και η παράδοση του απομονωτισμού εξάλλου. Τι τους κάνει όμως να υποστηρίζουν παράλογους πολέμους; Φταίει το ότι η κυβέρνησή τους τούς παρουσιάζει ως «αμυντικούς» πολέμους;

- Ξέρετε, η Αμερική διεξάγει πλέον τους λεγόμενους «πολέμους κατ' επιλογήν»: επέλεξαν να πάνε κάποτε στο Βιετνάμ, επέλεξαν να πάνε τώρα στο Ιράκ. Πάντα, αυτοί οι πόλεμοι γίνονται στο όνομα της εθνικής άμυνας. Αυτό λειτουργεί τον πρώτο χρόνο του πολέμου, ο κόσμος συσπειρώνεται, όλοι είναι πατριώτες. Αν όμως ο πόλεμος τραβήξει και δεν πετύχεις μια γρήγορη νίκη, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Το ίδιο έχει συμβεί και τώρα με το Ιράκ.

- Γι' αυτό χαρακτηρίζετε την Αμερική «ασυνάρτητη αυτοκρατορία», που είναι και ο τίτλος ενός άλλου σας βιβλίου;

- Ναι, διότι οι παραδοσιακές αυτοκρατορίες, αυτές του 19ου αιώνα, δεν υπήρχε περίπτωση να ξεκινήσουν έναν πόλεμο, μια εισβολή χωρίς να έχουν έτοιμο ένα σχέδιο και για την πολιτική λύση της κατάστασης. Οι Αμερικανοί επιμένουν στις στρατιωτικές λύσεις αλλά αποτυγχάνουν πλήρως στις πολιτικές λύσεις. Μια αυτοκρατορία του 19ου αιώνα δεν θα έκανε αυτό που έκανε η Αμερική στο Ιράκ.

- Εχετε πει ότι κάποτε «οι Ευρωπαίοι ήταν από τον πλανήτη Αρη», τον κόσμο του πολέμου, «μετά το 1945 όμως, οι Αμερικανοί είναι από τον Αρη πλέον». Οι Ευρωπαίοι ωρίμασαν, μένει τώρα να ωριμάσουν και οι Αμερικανοί;

- Οι Ευρωπαίοι, για να ωριμάσουν, χρειάστηκε να φτάσουν στα 70 εκατομμύρια νεκρών του Δεύτερου Πολέμου. Κοιτάξτε, ο λαός δεν θέλει τους πολέμους αλλά η πολιτική ελίτ δεν μπορεί να παραδεχθεί ανοιχτά ότι χάσαμε στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, κι έπειτα, τι θα την κάνουν όλη αυτή τη στρατιωτική μηχανή; Αυτό ακριβώς είχε πει και η Μαντλίν Ολμπραϊτ στον Κόλιν Πάουελ όταν συζητούσαν το ενδεχόμενο επέμβασης στη Γιουγκοσλαβία.

Η αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή και η 11η Σεπτεμβρίου

- Είστε το ίδιο επικριτικός και με τον λεγόμενο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας»...

- Ναι. Οι Αμερικανοί αναρωτιούνται: Γιατί μας επιτέθηκαν την 11η Σεπτεμβρίου; Η απάντηση είναι πολύ απλή: Εξαιτίας της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή εδώ και δεκαετίες κι εξαιτίας της τυφλής υποστήριξης στο Ισραήλ. Αλλά αυτό δεν μπορεί να το σκεφτεί ένας Αμερικανός ή ένας Βρετανός.

- Μιας και αναφέρατε το Ισραήλ, πριν από λίγα χρόνια, οι καθηγητές Τζον Μιρσμάιμερ και Στίβεν Ουόλτ δημοσίευσαν μια μελέτη πολύ επικριτική για το ισραηλινό λόμπι, ότι περισσότερο ζημιά κάνει στην Αμερική, παρά ωφελεί...

- Τη θυμάμαι και συμφωνώ μαζί τους. Το 1980 τρεις γερουσιαστές εξέφρασαν αυτή την άποψη, το λόμπι ξεσηκώθηκε και βρέθηκαν εκτός Κογκρέσου στις επόμενες εκλογές. Εχουν τρομερή πειθαρχία είναι η αλήθεια και μεγάλη επιρροή, όπως φάνηκε.

- Πολύ συχνά στα βιβλία σας μιλάτε για τις θηριωδίες του ναζισμού και του σταλινισμού. Πόσο δόκιμο είναι να συγκρίνουμε τα δύο καθεστώτα;

- Και ο Χίτλερ και ο Στάλιν διέπραξαν θηριωδίες, αλλά δεν είναι ταυτόσημα καθεστώτα. Στην περίπτωση των ναζί, η γενοκτονία ήταν αυτοσκοπός, είτε των Εβραίων είτε των Τσιγγάνων κ.ά. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στον σταλινισμό. Συνήθως, οι μαζικοί θάνατοι στο σταλινικό καθεστώς αποτελούν συνέπεια κάποιας πολιτικής - όπως έγινε και με το Μεγάλο Αλμα του Μάο. Ο Στάλιν έστελνε κόσμο στα γκούλαγκ και ουσιαστικά τον άφηνε να πεθάνει εκεί, δεν γινόταν καμία προσπάθεια να κρατηθούν στη ζωή. Απλώς, τα γκούλαγκ δεν είχαν κρεματόρια.

Στρατευμένος σοσιαλδημοκράτης

Ο Μάικλ Μαν γεννήθηκε το 1942 στο Μάντσεστερ. Σπούδασε Ιστορία και Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Δίδαξε ως reader στο London School of Economics και από το 1987 είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο UCLA της Καλιφόρνιας.

Θεωρείται από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της ιστορικής κοινωνιολογίας, συγκρίσιμος για πολλούς με τον Μαξ Βέμπερ, ενώ είναι στρατευμένος στη σοσιαλδημοκρατική σκέψη.

Το κορυφαίο έργο του είναι οι «Πηγές της κοινωνικής εξουσίας». Οι πρώτοι δύο τόμοι κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις (ο τρίτος θα εκδοθεί προσεχώς στα αγγλικά), σε μετάφραση του Γιώργου Καράμπελ, επιμέλεια του Αλέξανδρου Κιουπκιολή και επίμετρο του Μανούσου Μαραγκουδάκη. Από τις εκδόσεις Κριτική κυκλοφορεί το «Πόλεμος και καπιταλισμός» (2006). Αλλα βιβλία του: «The Dark Side of Democracy: Explaining Ethnic Cleansing» (2005), «Fascists» (2004), «Incoherent Empire» (2003) κ.ά.

30/4/09

Κοιτώντας Μπροστά - Κώστα Ράπτη

"Αξίζει στην Αμερική ένας ηγέτης που να μπορεί να μιλά με παρρησία για την Αρμενική Γενοκτονία και να αντιδρά σθεναρά σε κάθε γενοκτονία" διακήρυττε στις αρχές του 2008 ο πλέον λαμπερός διεκδικητής της αμερικανικής προεδρίας.

Η Αμερική δεν τον απέκτησε έναν τέτοιο ηγέτη - όπως πληροφορούμαστε από τα πλέον αρμόδια χείλη. Διότι όσα ο υποψήφιος εκείνος του 2008 δήλωσε, ως ένοικος πια του Λευκού Οίκου, επ' ευκαιρία της πρόσφατης επετείου της Αρμενικής Γενοκτονίας, μπορεί να χαρακτηρίζονται από ισορροπιστική ευγλωττία, αλλά από παρρησία σίγουρα δεν διακρίνονται.
"Η άποψή μου για την Ιστορία δεν έχει αλλάξει" βεβαίωσε ο Μπαράκ Ομπάμα, παραπέμποντας στις προσωπικές του απόψεις οι οποίες είχαν κατά το παρελθόν κατατεθεί αρκούντως ηχηρά για να μπορούν άκοπα να ανακληθούν.

Ωστόσο, προκειμένου περί ενός "πλανητάρχη", το πολιτικό ερώτημα δεν είναι αν έχει προσωπική κατανόηση των "θηριωδιών", όπως λέει, που σημάδεψαν το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά αν θα τολμήσει να τις αποκαλέσει "γενοκτονία", συνδέοντας τον κατεξοχήν νεολογισμό του 20ού αιώνα με το ιστορικό γεγονός που τον προανήγγειλε.

Θα ήταν βέβαια παράτολμο ένα τέτοιο εγχείρημα, δεδομένων των αντιδράσεων του κράτους το οποίο ιδρύθηκε μεν υπογράφοντας τον οριστικό θάνατο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ωστόσο υπερασπίζεται επιθετικά τις μελανότερες σελίδες της ως στοιχείο εθνικής αξιοπρέπειας.

Οι θηριωδίες ως στοιχείο εθνικής ταυτότητας


Συμβαίνει άλλωστε να σιωπούν σωφρώνως στην περίπτωση αυτή τα πλήθη όσων, με την πληθωριστική χρήση του όρου "γενοκτονία", στήριξαν κάθε στρατιωτικό και νομικό τυχοδιωκτισμό λ.χ. στο Κόσοβο ή το Νταρφούρ.

Συμβαίνει όσοι υποστηρίζουν την ποινικοποίηση του "ιστορικού αναθεωρητισμού" προκειμένου περί του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος, να μην ενοχλούνται ιδιαίτερα από την υιοθέτηση του αναθεωρητισμού ως κρατικού δόγματος στην Τουρκία και την ποινικοποίηση κάθε προσπάθειας αμφισβήτησής του.

Συμβαίνει όσοι αποζούν πολιτικά από την καταγγελία των εθνικισμών να μην προβληματίζονται ιδιαίτερα για τη διαδρομή της μόνης από τις δικτατορίες του Μεσοπολέμου η οποία διαιωνίσθηκε χωρίς καν μια λειψή μεταπολίτευση ισπανικού τύπου και η οποία επεξεργάστηκε "λιακοπουλισμούς α λα τούρκα" ως επίσημα εθνικά ιδεολογήματα.

Συμβαίνει, όταν ο Ομπάμα προτείνει ως αποκατάσταση των ιστορικών πληγών την υπό αμερικανική καθοδήγηση προσέγγιση Άγκυρας-Ερεβάν, να μην του αντιτείνει κανείς το πολυειπωμένο "δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη".

Αλλά βέβαια, ο Αμερικανός πρόεδρος "κοιτά εμπρός", όπως διακηρύσσει με κάθε ευκαιρία, μην αφήνοντας τις ιστορίες του παρελθόντος να τον περισπάσουν από τις "επείγουσες προτεραιότητές" του. Λόγου χάρη, "κοιτά εμπρός" στο λαμπρό (αλλά πόσο ειρηνικό;) μέλλον του Καυκάσου, όπως το προδιαγράφουν οι αναδιατασσόμενες σα "μουσικές καρέκλες" καρέκλες συμμαχίες μεταξύ ΗΠΑ, Ρωσίας, Τουρκίας, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν στην περιοχή.

"Κοιτά εμπρός" σε ό,τι αφορά τις συνταγματικές παραβιάσεις της προηγούμενης αμερικανικής κυβέρνησης. "Κοιτά εμπρός" ως προς τα βασανιστήρια της CIA τα οποία, αν και έχει χαρακτήρισει "παράνομα και ανήθικα", αρνείται να διώξει ποινικά, ώστε να "μην χάσει χρόνο και ενέργεια από την πολιτική του ατζέντα" (μίλησε κανείς για ελαστική αντίληψη του νόμου;)

"Κοιτά εμπρός", γιατί εντέλει μόνο με μια ματιά προς τα πίσω αποκτά κανείς το μέτρο διάκρισης της "αλλαγής" από τη "συνέχεια".

"Ο Άγγελος της Ιστορίας", υποστηρίζει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, "έχει στραμμένο το βλέμμα του μονίμως προς το Παρελθόν: εκεί που εμείς αντικρίζουμε μιαν αλυσίδα γεγονότων, αυτός βλέπει μία και μόνη καταστροφή που σωριάζει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων μπρος στα πόδια του. Θα ήθελε να σταματήσει για μια στιγμή, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να συναρμολογήσει εκ νέου τα συντρίμμια. Όμως φυσά από τον Παράδεισο ένας αέρας τόσο δυνατός, που αρπάζει τον Άγγελο από τα φτερά του και τον διώχνει όλο και μακρύτερα. Χωρίς να μπορεί να αντισταθεί, και με το βλέμμα πάντοτε στραμμένο στα χαλάσματα του παρελθόντος, ο Άγγελος ωθείται διαρκώς από τον άνεμο προς το Μέλλον. Ό,τι αποκαλούμε πρόοδο δεν είναι παρά ο άνεμος αυτός…"

www.skai.gr
28/04/2009

27/4/09

Το αριστερό κενό - Αλέξη Παπαχελά


Παλαιότερα οι σκεπτόμενοι ψηφοφόροι είχαν, σε περιόδους απόγνωσης με τα δύο μεγάλα κόμματα, μια επιλογή στις κάλπες. Η λεγόμενη ανανεωτική αριστερά της εποχής Κύρκου ή Κωνσταντόπουλου αποτελούσε μια έντιμη διέξοδο για τους ανθρώπους που απεχθάνονταν τον λαϊκισμό του πρώιμου ΠΑΣΟΚ και δεν εμπιστεύονταν τη Ν.Δ. στον ρόλο του μεταρρυθμιστή της χώρας. Είχε έναν ευρωπαϊκό προσανατολισμό και το κυριότερο απέφευγε τον μη σκεπτόμενο ισοπεδωτισμό, τους φανατισμούς, τις ακρότητες. Στις τάξεις της είχαν ενταχθεί δυναμικά κομμάτια της διανόησης, των πανεπιστημιακών, άνθρωποι που «ψάχνονταν» πάντοτε να βρουν κάτι καινούργιο απ’ έξω και επέμεναν σε μια δημιουργική αριστερά.

Αυτή η ανανεωτική αριστερά δεν έχει σήμερα τίποτα να κάνει με το σχήμα που έχει κληρονομήσει απλώς την «ταμπέλα» της. Τη σκέψη διαδέχθηκε ο φανατισμός, τη μετριοπάθεια οι ακρότητες, τον φιλοευρωπαϊσμό η άκρατη καχυποψία απέναντι σε οιοδήποτε -μη περιθωριακό- ξένο ρεύμα. Είναι εμφανές πως η σημερινή «ανανεωτική αριστερά» δεν θέλει να έχει καμία σχέση με τον Λεωνίδα Κύρκο ή τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, τους οποίους αντιμετωπίζει ως ενοχλητικούς εκφραστές μιας απεχθούς παράδοσης.

Είναι εντυπωσιακό πώς επικράτησαν τα πιο ακραία, και σε μερικές περιπτώσεις «γραφικά», στοιχεία που σε παλαιότερες εποχές θα ανήκαν σε περιθωριακά γκρουπούσκουλα. Από την παρέα που υποστήριξε με πάθος τα ιδεώδη της «17 Νοέμβρη» έως τους πανεπιστημιακούς που βλέπουν τους εαυτούς τους ως δημόσιους υπαλλήλους και όχι ανθρώπους που βελτιώνονται και βελτιώνουν τους μαθητές τους, βρήκαν στέγη στον σημερινό διάδοχο της ανανεωτικής κληρονομιάς. Το συνεχές φλερτάρισμα με τη νομιμοποίηση της βίας ξενίζει, γιατί δεν ταίριαζε ποτέ με αυτόν τον νεωτεριστικό χώρο.

Ισως στην εποχή μας αυτές οι απόψεις, τις οποίες προφανώς πολλοί νοσταλγούν, δεν μπορούν να βρουν τη θέση τους σε ένα σκηνικό όπου επικρατούν η μετριότητα, τα ευκολοχώνευτα συνθήματα, οι τηλεκαβγάδες και οι υπεραπλουστεύσεις. Ισως να «πουλάει» πολύ περισσότερο ένας δήθεν ριζοσπαστικός τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων ο οποίος νομιμοποιεί τις πλέον αδιέξοδες ή παράλογες συμπεριφορές.

Η ιστορική ανανεωτική αριστερά είχε πολύ μεγαλύτερη ακτινοβολία από αυτήν που καταμετράτο στις κάλπες. Είχε σοβαρούς συνομιλητές σε όλα τα επίπεδα και την ενδιέφερε το πού πάει ο τόπος, διακρινόταν από μια αίσθηση ευθύνης που ίσως λειτουργούσε αντιπαραγωγικά για τα ποσοστά της. Η σημερινή ανανεωτική αριστερά έχει και εκείνη μεγαλύτερη δύναμη από αυτήν που της δίνουν οι δημοσκοπήσεις, αλλά είναι δυστυχώς καταστροφική δύναμη. Στα πανεπιστήμια υπερασπίζεται το στάτους κβο, σε διάφορα «περιβαλλοντικά» (υποτίθεται) θέματα παίρνει τις πλέον ακραίες θέσεις θεωρώντας πως «ό, τι επιχειρηματικό είναι και κακό». Οταν κάτι δεν της αρέσει, συχνά απειλεί ότι «μπορεί να κατέβει να τα σπάσει» προκειμένου να επιβάλει την άποψή της. Αυτές ακριβώς είναι οι συμπεριφορές που μας κάνουν να αναρωτιόμαστε πόσο πραγματικά «ανανεωτική» μπορεί να είναι αυτή η αριστερά.

Αρνούμαι να πιστέψω πως δεν έχει μείνει τίποτα από την κληρονομιά της νεωτεριστικής αριστεράς στην Ελλάδα. Ενα κομμάτι της βρήκε προσωρινά στέγη στο ΠΑΣΟΚ αμέσως μετά την εκλογή του κ. Παπανδρέου στην ηγεσία του, αλλά γρήγορα απογοητεύθηκε. Υπάρχουν ακόμη όμως πολλοί και αξιόλογοι άνθρωποι στα πανεπιστήμια, στη διανόηση, στις επιχειρήσεις, που θέλουν να σκέπτονται «αριστερά» αλλά παράλληλα δημιουργικά και μοντέρνα και χωρίς νομιμοποίηση της βίας. Εως ότου βρουν πολιτική έκφραση, κοιτούν δεξιά και μετά αριστερά με απόγνωση.

"Η Καθημερινή", 26/04/2009

Ψήφος εξαλλαγής του σκηνικού - Χρήστου Γιανναρά


Ψύχραιμα, νηφάλια, σοβαρά, οπαδοί και αντίπαλοι πρέπει να αναγνωρίσουν ότι το κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας» έχει ιστορικά τελειώσει.

Ο λόγος για τη συγκρότησή του και την ύπαρξή του εξαντλήθηκε στα πρώτα εφτά χρόνια από την ίδρυσή του: Ηταν το θεσμικό σχήμα ή όχημα για να ασκήσει την προσωποπαγή πολιτική του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος. Εκεί τελείωσε ο ιστορικός ρόλος αυτού του κόμματος.

Δεν φιλοδόξησε ποτέ τίποτα περισσότερο. Δεν επαγγέλθηκε κοινωνικούς στόχους, δεν είπε ποτέ ποιο μέλλον οραματίζεται, πώς καταλαβαίνει την ελληνικότητα πέρα από τις εθνικιστικές ρητορείες, για ποια ποιότητα ζωής ήθελε να δουλέψει και να αγωνιστεί. Ψέλλιζε μόνο αφελείς γενικότητες για οικονομικό φιλελευθερισμό με παράλληλο «κοινωνικό κράτος», ωσάν τέτοια λόγια του αέρα να συνιστούσαν πολιτική ραχοκοκαλιά. Ηταν κόμμα από γεννησιμιού του ασπόνδυλο, δεν πίστευε σε τίποτα. Φιλοδοξούσε να διαχειριστεί την εξουσία, να αυξήσει ίσως και την ευμάρεια. Αυτό μόνο.

Ο ίδιος ο ιδρυτής της «Νέας Δημοκρατίας» ήταν άνθρωπος της διαχειριστικής πράξης, αποκλειστικά. Ακόμα και την είσοδο της Ελλάδας στην «Ευρωπαϊκή Ενωση» την επιδίωξε για λόγους ωμής χρησιμοθηρίας, οικονομικής και αμυντικής – δεν είχε τις προϋποθέσεις να προβληματιστεί για τις ιστορικές παραμέτρους της ένταξης. Κυβέρνησε τη χώρα μετά τη μεταπολίτευση και ούτε καν αντιλήφθηκε το τεράστιο κενό ταυτότητας και συνοχής που κληροδότησε στην ελληνική κοινωνία η δικτατορία: Με τη «Νέα Δημοκρατία» στην εξουσία, κυρίαρχη ιδεολογία ώς το πιο απόμακρο χωριό, σχολειό, γειτονιά ή καφενείο ήταν ένας παλαιοημερολογίτικος μαρξισμός δίχως αντίλογο.

Την ανάγκη αντιλόγου, κριτικής στάσης και θετικής κοινωνικής αντιπρότασης στην «προοδευτική» φενάκη του παλαιοημερολογίτικου μαρξισμού δεν την κατάλαβε ποτέ το κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας». Ούτε και όταν ευφυέστατα το ΠΑΣΟΚ προσεταιρίστηκε το φενακισμένο ιδεολόγημα, το συνταίριαξε με τον αμοραλισμό του παπανδρεϊσμού και εμφανίστηκε να σαρκώνει τη ρεβάνς των ηττημένων της πολυαίμακτης ανταρσίας που εξωραΐστηκε σαν «εμφύλιος». Με τον πρεσβύτερο Καραμανλή η «Νέα Δημοκρατία» αποδείχθηκε ανίκανη να αρθρώσει πρόταση προσανατολισμού της παραπαίουσας, μετά τη μεταπολίτευση, ελλαδικής κοινωνίας. Και επί αρχηγίας Ράλλη και Αβέρωφ η ανικανότητα αυτή πήρε τον χαρακτήρα πανικόβλητης παραίτησης από κάθε πολιτική ιδιοπροσωπία, φτηνής απομίμησης της πασοκικής «επιτυχίας».

Ο πόθος της απομίμησης γέννησε τη λογική της εκλογής Μητσοτάκη, λογική αναπαραγωγής του ανδρεϊκού προτύπου, ώστε «το ένα σαΐνι να φάει το άλλο». Δεν ενδιέφερε παρά μόνο και αποκλειστικά η ανακατάληψη της εξουσίας με οποιοδήποτε τίμημα. Στη δεκαετία του ’80 η Ελλάδα «μετασχηματιζόταν» στανικά με όρους κοινωνικού παλιμβαρβαρισμού, ιδεολογικής τρομοκρατίας, κυνικού αμοραλισμού. Και η «Νέα Δημοκρατία» ήταν σαν να μην υπήρχε, σαν μην καταλάβαινε τι συμβαίνει στον τόπο. Κατεδαφιζόταν κάθε ιεραρχική δομή του κράτους και της κοινωνίας, κάθε θεσμική αξιοκρατία, κάθε έλεγχος πειθαρχικός ή αξιολόγησης ποιοτήτων. Και η αξιωματική τότε αντιπολίτευση δεν ψέλλισε ποτέ έστω μια λέξη διαμαρτυρίας, διαφωνίας, αντίστασης. Ετρεμε να μην δυσαρεστήσει οπαδούς της πασοκικής λοιμικής, ώστε να ψαρέψει ψήφους παραπονούμενων ή παραγκωνισμένων.

Διαλύονταν τα σχολειά, ατιμάζονταν τα πανεπιστήμια, ο συνδικαλισμός είχε αλλοτριωθεί σε γκανγκστερισμό ασύδοτων εκβιασμών, σε αντικοινωνική κακουργία. Ο Παπανδρέου βύθιζε το κράτος σε εφιαλτική υπερχρέωση με ξέφρενο δανεισμό και παρανοϊκή σπατάλη των κοινοτικών «πακέτων». Αλλά η «Νέα Δημοκρατία» σιωπούσε, ήταν κυριολεκτικά ανύπαρκτη, αηδιαστικά ψοφοδεής. Δεν την έκοφτε ούτε η κοινωνία ούτε η πατρίδα ούτε η αξιοπρέπεια. Μόνο το τσιμπολόγημα ψήφων από το ηροστράτειο «κίνημα».

Η αγανάκτηση και οργή του λαού για τη σοσιαλεπώνυμη απάτη κορυφώθηκε το 1989 και ύστερα πάλι το 2004. Και τις δύο φορές ήταν φανερό ότι η κοινωνία ζητούσε απαλλαγή από το ΠΑΣΟΚ, δεν είχε την ψυχραιμία να διακρίνει ότι η «Νέα Δημοκρατία» δεν διέθετε ούτε πολιτικό πρόγραμμα ούτε κοινωνικούς στόχους. Η κυβένηση Μητσοτάκη ήταν κυριολεκτικά μια παρένθεση ντροπής: προσπάθεια οικειοποίησης των μεταρρυθμιστικών πανουργημάτων του ΠΑΣΟΚ για να στηθεί «γαλάζιο» κομματικό κράτος – προσπάθεια ευτελής όπως κάθε απομίμηση. Δεν άντεξε ούτε μια τετραετία.

Το 2004 έμοιασε να διαφαίνεται ρεαλιστικότερη ελπίδα: Και πάλι η Ν. Δ. απέφευγε περίτρομη κάθε συγκεκριμένη αντιδιαστολή της προς το ΠΑΣΟΚ, κάθε ρήξη με την εγκληματική πολιτική του στη Δημόσια Διοίκηση, στην Παιδεία, στον Συνδικαλισμό, στα ΜΜΕ. Κοινωνική αντιπρόταση στον αμοραλισμό και μηδενισμό δεν διέθετε. Αλλά τώρα ο αρχηγός ήταν νέος, ευφραδής, με φήμη καλοσπουδαγμένου, που ετοιμαζόταν από νήπιο για να γίνει πρωθυπουργός. Βάραινε ουσιαστικά και η σύγκριση με τον αρτιδόμητο τότε, μέσα από περίεργες διαδικασίες πανικού, αρχηγό του ΠΑΣΟΚ – η διαφορά παρουσίας και φαινόμενων προσόντων ήταν συντριπτική για τον παπανδρεϊκό επίγονο.

Αυτή η διαφορά ανατράπηκε παταγωδώς μέσα σε πέντε μόλις χρόνια. Ολες οι δημοσκοπήσεις βεβαιώνουν περίτρανα ότι ο πολύφερνος (με ζηλευτή προίκα) αρχηγός της Ν. Δ. νικιέται κατά κράτος από τον πιο μειονεκτικό που θα μπορούσε να του λάχει αντίπαλο. Περισσότερο ταπεινωτική ήττα δεν ήταν δυνατόν να γνωρίσει. Πρόκειται για εξευτελιστική συντριβή, για ισόβιο στίγμα.

Ωστόσο, από την τραγωδία συνάγεται δίδαγμα πολύτιμο: Δεν γίνεται να κυβερνηθεί μια χώρα μόνο με κοντόφθαλμη ιδιοτέλεια, φτηνή εξουσιολαγνεία. Οταν μάλιστα είναι εξόφθαλμη και η ανικανότητα, η αδυναμία να επενδυθεί έστω και η ιδιοτέλεια σε φιλόδοξους στόχους. Εξουσία διαχειριστική, δίχως τόλμη για ρήξεις μεταρρυθμιστικές, εξουσία υποταγμένη στην ευτέλεια εσωκομματικών ισορροπιών, καμαρίλας «διαπλεκομένων» είναι εξ ορισμού βραχύβια.

Το κόμμα της Ν. Δ. έχει ιστορικά τελειώσει, το τέλος υπογραμμίζουν οι καραδοκούντες δελφίνοι της αρχηγίας, υποδειγματικές περιπτώσεις κωμικής ανικανότητας. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν την Ελλάδα να επιστρέφει, με αυτοκτονική αμβλύνοια, σε ό, τι εξέμεσε το 1989 και το 2004. «Συμβέβηκε το της αληθούς παροιμίας: κύων επιστρέφων επί το ίδιον εξέραμα και υς λουσαμένη εις κύλισμα βορβόρου». Η παροιμία δεν προέβλεψε την πενταετή αλουσία από του βορβόρου, που μας επέβαλε η «Νέα Δημοκρατία».

Με τη λογική της τιμιότητας, που ίσως δεν είναι πάντοτε πολιτικά ορθή, απομένει μία και μοναδική ρεαλιστική ελπίδα για την Ελλάδα: Οψέποτε γίνουν εκλογές, ΠΑΣΟΚ και Ν. Δ. να πάρουν το καθένα ποσοστό μικρότερο από το 10% του συνόλου των ψήφων. Να τολμήσουν οι Ελληνες αντίσταση στην αναίδεια και θρασύτητα των «κομμάτων εξουσίας» ψηφίζοντας έστω και κομματίδια ήσσονος σοβαρότητας – φυσιολατρών, κυνηγών, ονειροπαρμένων. Ισως έτσι θα υποχρεωθεί σε ανασύστατη το πολιτικό σκηνικό.


"Η Καθημερινή", 26/04/2009

18/4/09

Το "κλειδί" του έρωτα - Χρήστου Γιανναρά

Με τον θάνατο ο άνθρωπος βγαίνει από τον χρόνο. «Ουκέτι δύναται ενεργείν διά των μορίων του σώματος, ου λαλείν, ου μιμνήσκεσθαι, ου διακρίνειν, ουκ επιθυμείν, ου λογίζεσθαι, ου θυμούσθαι, ου καθοράν» (Αναστάσιος Σιναΐτης). Ο εγκέφαλος, το όργανο επίγνωσης της πραγματικότητας, άρα και συνείδησης του χρόνου («το πιο πολύπλοκο υλικό αντικείμενο στο γνωστό σύμπαν... κάτι που δεν μοιάζει με τίποτε άλλο στο σύμπαν»: Gerald Edelman) είναι μάλλον το πρώτο που αποσυντίθεται με τον θάνατο.

Αν υπάρχει ανάσταση νεκρών, όπως προσδοκούν οι έμπειροι του εκκλησιαστικού γεγονότος, θα πρέπει να μοιάζει σαν αφύπνιση δίχως επίγνωση της διάρκειας του ύπνου. Οι άνθρωποι που πέθαναν πριν από χιλιάδες χρόνια και οι άνθρωποι που θα έχουν πεθάνει λίγα λεπτά πριν από την κοινή ανάσταση, θα ανοίξουν τα μάτια σαν να μην έχει παρεμβληθεί ούτε στιγμή χρόνου από τότε που τα σφράγισε ο θάνατος.

Δεν έχουμε καμιά, μα απολύτως καμιά επιστημονική συνηγορία για να ελπίσουμε σε ανάσταση από τον θάνατο. Ο,τι ονομάζουμε «επιστήμη», δηλαδή η αποδεικτικά τεκμηριωμένη γνώση των δεδομένων της ύλης - ενέργειας, δεν έχει τη δυνατότητα, γι' αυτό ούτε και τον στόχο, να ερμηνεύσει το «νόημα» του κόσμου, την αιτία του και τον σκοπό του. Οσοι, στο όνομα τάχα της επιστήμης, μιλάνε για πιστοποιημένη «τυχαιότητα» σαν αιτία και σκοπό της ύπαρξης και των υπαρκτών, είναι, πολύ απλά, τσαρλατάνοι.

Για το «νόημα» της ύπαρξης και των υπαρκτών, της ζωής και του θανάτου, συγκροτούνται μόνο ερμηνευτικές προτάσεις φιλοσοφικές. Τις αναγνωρίζουμε ως φιλοσοφικές όταν είναι συντεταγμένες με συνέπεια και πιστότητα σε λογική μέθοδο, χωρίς απριορισμούς, χωρίς αυθαίρετες αξιωματικές παραδοχές, χωρίς προσφυγές σε σκοτεινούς μυστικισμούς. Τέτοιες προτάσεις ερμηνείας της αιτίας και του σκοπού των υπαρκτών γνώρισε πολλές η Ιστορία της Φιλοσοφίας. Κατά κανόνα με λογικά κενά και συγγνωστά αυτονόητα. Οι δύο ερμηνευτικά συνεπέστερες προτάσεις, από την αρχαιότητα ώς σήμερα, μοιάζει να είναι αυτή της ελληνικής εκκλησιαστικής παράδοσης, που παρονομάζεται βυζαντινή και η μηδενιστική οντολογία του Martin Heidegger.

Για την ελληνική εκκλησιαστική παράδοση, Αιτιώδης Αρχή του υπαρκτού δεν είναι η ανερμήνευτη αναγκαιότητα ενός Πρώτου Κινούντος, αλλά η ελευθερία ως αυθυπερβατική σχέση, υπαρκτικά αλληλοπεριχωρούμενη αγάπη τριών «προσωπικών» (έλλογων και αυτοσυνείδητων) υποστάσεων. Γι' αυτό και γνωρίζεται η Αιτιώδης Αρχή από τον άνθρωπο «κατά τον τρόπο» της ύπαρξής της: από την οδό της ελευθερίας, μέσα από την εμπειρία του αθλήματος της αυθυπέρβασης και αγάπης - όχι αναγκαστικά και υποχρεωτικά όπως ένα αντικείμενο του νευτώνειου κοσμοειδώλου.

Γνωρίζεται ο Θεός μέσα από την κλήση σε σχέση που απευθύνει στον άνθρωπο με το κάλλος και τη σοφία του δημιουργικού του έργου, του κόσμου. Γνωρίζεται ο Θεός όπως γνωρίζεται ο μουσουργός μέσα από τη μουσική του, ο ζωγράφος μέσα από τη ζωγραφιά του, ο ποιητής μέσα από το ποίημά του. Οχι ως αφηρημένη νοητική σύλληψη, αλλά ως εμπειρία σχέσης, αμεσότητα μέθεξης στο δημιούργημα.

Ελεύθερος ο Θεός από κάθε προκαθορισμό της ύπαρξής του, μπορεί να υπάρξει και ως άνθρωπος. Με τον τρόπο της δικής του ελευθερίας: από «μανικόν έρωτα» για το λογικό πλάσμα του. Υφίσταται όλους του υπαρκτικούς περιορισμούς του πλάσματος, ακόμα και έναν άδικο, βασανιστικό θάνατο. Αλλά με τις ελλειμματικές υπαρκτικές δυνατότητες του κτιστού πραγματώνει τον «τρόπο» της ελευθερίας του ακτίστου: μεταποιεί και τον θάνατο σε αυθυπερβατική σχέση «υπακοής» στον Πατέρα. Γι' αυτό και ανίσταται από των νεκρών. Οχι «θαυματουργικά», δηλαδή από αναγκαιότητα θεϊκής παντοδυναμίας, αλλά μεταποιώντας ελεύθερα και την ανθρώπινη θνητότητα σε ερωτική αυθυπέρβαση.

Ο αναστημένος Χριστός είναι υλική ύπαρξη, έχει στην πλευρά και στις παλάμες απτά τα σημάδια του σταυρικού του θανάτου, τρώει «ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου». Αλλά πραγματώνει την κτιστή ύπαρξη ελεύθερη από τους περιορισμούς της κτιστότητας: Εισέρχεται στο υπερώον «των θυρών κεκλεισμένων» και ταυτόχρονα οδεύει με τον Λουκά και τον Κλεώπα προς την Εμμαούς.

Στην εκκλησιαστική οπτική ο αναστημένος Χριστός είναι η πραγμάτωση και φανέρωση του «νοήματος» (αιτίας και σκοπού) της υλικής δημιουργίας του Θεού. Για τη λογική που ταυτίζει την πληρότητα της ύπαρξης με την ελευθερία της αγάπης, το κάλλος και η σοφία του κόσμου -λόγος αποκαλυπτικός της θείας προσωπικής ετερότητας- είναι αδιανόητο να αφανιστεί κάποτε, να μηδενιστεί ή να συνεχίζεται άσκοπη η ύπαρξή του ατελεύτητα. Ελπίδα και προσδοκία της Εκκλησίας είναι ότι «πάντες αλλαγησόμεθα»: ο υλικός κόσμος όλος και ο άνθρωπος. Η ύλη, τα κτιστά, θα συμπεριληφθούν στο αναστημένο σώμα του Χριστού, θα υπάρξουν με τον τρόπο του ακτίστου, τρόπο ελευθερίας από κάθε υπαρκτικό περιορισμό.

«Καινούς ουρανούς και γην καινήν προσδοκώμεν». Οι νεκροί θα εγερθούν από την αχρονία του θανάτου, να μετάσχουν στην αχρονία της «βασιλείας», στην κοινωνούμενη υπαρκτική πληρότητα - την ενεργό, όχι νιρβανική. Η τωρινή μας γλώσσα δεν είναι δυνατόν να προσημάνει τα προσδοκώμενα, τα όριά της είναι όρια του τωρινού μας κόσμου - «βλέπομεν άρτι ως δι' εσόπτρου εν αινίγματι». Ισως η γλώσσα της μετανευτώνειας φυσικής, γλώσσα των «πολλαπλών συμπάντων», της «αντι-ύλης», των «μαύρων οπών», της «αχρονίας του κβαντικού πεδίου» να πλουτίσει με συμβολισμούς ευστοχότερους την έκφραση της εκκλησιαστικής προσδοκίας.

Με τη λογική αυτής της προσδοκίας, ο θάνατος των πάλαι και των εγγύς, όπως και ο δικός μας, των «περιλειπομένων» ο θάνατος, είναι σίγουρα έξοδος από τον χρόνο, όχι όμως και έξοδος από την ύπαρξη, όχι αναστολή της κλήσης που δεχθήκαμε για μετάβαση «εκ του μη όντος εις το είναι». Η κλήση που ιδρύει τον άνθρωπο ως υποστατική δυνατότητα σχέσης (θετικής ή αρνητικής) με τον Θεό, δεν μπορεί να εκπίπτει, δεν μπορεί να αναστέλλεται με την απόσβεση των ενεργειών της κτιστής φύσης μας. Αν η σχέση (και όχι η φύση) ιδρύει την υπόσταση και αν τον Mozart τον γνωρίζω ως υποστατική ετερότητα μέσα από τη μουσική του (και όχι από την οντική του ατομικότητα), ίσως κάτι να αλλάζει στην πικρότατη γεύση του θανάτου.

Οταν ο Χριστός πάνω στον σταυρό δέχθηκε τη μετάνοια του συστραυρωμένου ληστή, τον βεβαίωσε ότι «σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω». Σήμερον - το «μετ' εμού» δεν παρέχεται υπό προθεσμίαν. Μην εξαντλούμε τη γνώση σε μόνη την πληροφόρηση, στην επιστημονική τεκμηρίωση. Οταν κάποιος μας αγαπάει, είναι ερωτευμένος μαζί μας, το ξέρουμε από την αμεσότητα της εμπειρίας, όχι με αποδεικτική ανάλυση. Μόνο που «κλειδί» γι' αυτή την άμεση γνώση είναι η αμοιβαιότητα του έρωτα.


"Η Καθημερινή", 18/04/2009

12/4/09

Μετοχή και Ιδιωτεία - Χρήστου Γιανναρά

Όταν μιλάμε για ελληνική παράδοση –τότε που λειτουργούσε– δεν εννοούμε μια συλλογική ιδεοληψία, κυρίαρχη ιδεολογία παρατεινόμενη σε διάρκεια αιώνων. Θα τολμούσα την αποφθεγματική, αλλά όχι αυθαίρετη διατύπωση ότι «παράδοση» για τους Ελληνες ήταν η πείρα που παραδινόταν από γενιά σε γενιά. Και είχε κριτικό χαρακτήρα αυτή η μεταβίβαση πείρας: κάθε γενιά ξεσκαρτάριζε ό, τι περιττό και ανώφελο από τα όσα παραλάμβανε και πρόσθετε τις δικές της εμπειρικές εκτιμήσεις για το αναγκαίο και για την ποιότητα.

Στην ελληνική, λοιπόν, παράδοση ήταν πραγματικά αδιανόητος ο ατομικός, ιδιωτικός χαρακτήρας της μεταφυσικής αναζήτησης. Αυτό συνάγεται καταφανέστατα από τις γραπτές απομνημειώσεις, τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις, τις εθιμικές πρακτικές της παράδοσης. Δυσκολευόμαστε σήμερα να το αντιληφθούμε, γιατί οι δικοί μας εθισμοί, μαζί με τις εντολές «πολιτικής ορθότητας» που μας επιβάλλει η νατοϊκή Νέα Τάξη πραγμάτων, απωθούν τη μεταφυσική αναζήτηση στο πεδίο του αποκλειστικά ιδιωτικού, της στεγανά ατομικής επιλογής. Η μεταφυσική σήμερα είναι εξ ορισμού ιδεολόγημα και ψυχολογική μόνο καταφυγή, επομένως ατομική καθαρά υπόθεση. Η κρατική νομοθεσία αναγνωρίζει την ανάγκη των ατόμων να ικανοποιούν τα θρησκευτικά τους ορμέμφυτα, γι’ αυτό και προστατεύει ως «δικαίωμα» την οποιαδήποτε (αδιαφοροποίητα) θρησκευτική ιδεοληψία.

Με άλλα λόγια, η σημερινή νομοθεσία και νοοτροπία αποκλείουν καισαρικά τον τρόπο οργάνωσης του κοινού βίου με τον οποίο σημάδεψε κάποτε την πανανθρώπινη ιστορία η ελληνική παράδοση: Αποκλείουν την ελληνική «πόλιν», το «κοινόν άθλημα» του «πολιτικού βίου», τη δημοκρατία ως μετοχή όλων των πολιτών στην πραγμάτωση του «αληθούς».

Στον γεωγραφικό χώρο που ορίζουν οι ακτές του Αιγαίου και το ενδιάμεσο αρχιπέλαγος, γεννήθηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η κριτική σκέψη.

Δηλαδή η ανάγκη να επαληθεύεται η γνώση, να διακρίνεται το σωστό από το λάθος, η πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση, την πλάνη, το ψεύδος. Και «κριτήριον αληθείας» για τους Ελληνες ήταν πάντοτε το «κοινωνείν»: η εμπειρική συμμαρτυρία, ο γλωσσικός συντονισμός της εμπειρίας – «όταν πάντες ομοδοξούσι και έκαστος επιμαρτυρεί».

Με την «πόλιν» και το «πολιτικόν άθλημα» έκαναν οι Ελληνες το άλμα μετάβασης από την «κοινωνίαν της χρείας» στην «κοινωνίαν του αληθούς»: Η συλλογική συνύπαρξη να μην αποβλέπει πια μόνο ή πρωτευόντως στη χρεία – στον καταμερισμό της εργασίας για την πληρέστερη κάλυψη των βιοτικών αναγκών. Να αποβλέπει κυρίως στην επιδίωξη μίμησης του «όντως υπαρκτού»: του αθάνατου «τρόπου» της λογικής κοσμιότητας και αρμονίας των υπαρκτών. Και αυτή την επιδίωξη την έκαναν οι Ελληνες «γλώσσα», δηλαδή πράξη αποκαλυπτική του στόχου: Γλώσσα θεσμών της «πόλεως», γλώσσα της τραγωδίας, του αγάλματος, της αρχιτεκτονικής – του Παρθενώνα.

Η μεταφυσική αναζήτηση για τον Ελληνα ήταν μετοχή, εμπειρία συνάθλησης, κοινωνία λογικών ψηλαφήσεων – όχι ατομική επιλογή και ιδιωτικές «πεποιθήσεις». Στην «εκκλησία του δήμου» συνάζονταν οι πολίτες για να συγκροτήσουν και φανερώσουν την «πόλιν» ως «κόσμον» – κόσμημα «κατά λόγον» τάξεως, αρμονίας και κάλλους. Και στην «εκκλησία των πιστών» συνάζονταν στη συνέχεια οι χριστιανοί Ελληνες για να συγκροτήσουν και φανερώσουν την καινούργια τώρα «πόλιν» της αγαπητικής κοινωνίας της ζωής, τον τρόπο του «όντως υπαρκτού» που τώρα τον ψηλαφούσαν στην υπαρκτική ελευθερία της Τριαδικής Αγάπης.

Με άλλα λόγια, το ζητούμενο της μεταφυσικής αναζήτησης, τόσο για τον αρχαίο όσο και για τον εκχριστιανισμένο Ελληνισμό, δεν ήταν μια υπερβατική πληροφορία, αλλά ένας «τρόπος υπάρξεως»: η εμπειρία, η βίωση του «τρόπου» χάριζε τη γνώση της αλήθειας. Και ο «τρόπος» ήταν πάντοτε κοινωνικός, τρόπος κοινωνίας, μετοχής – κοινωνούμενης εμπειρίας, μετοχικής γνώσης. «Κατά μετοχήν του κοινού λόγου και θείου γινόμεθα λογικοί», έλεγε ο Ηράκλειτος. Ο δεδομένος τρόπος της λογικής κοσμιότητας του κόσμου ήταν για τον αρχαίο Ελληνα η οδός για την εμπειρική ψηλάφηση της αλήθειας. Και η ελευθερία του τρόπου της ερωτικής αυθυπέρβασης, η αγάπη όχι ως ατομική αρετή, αλλά ως κατόρθωμα ελευθερίας από τον ατομοκεντρισμό της φύσης και της ανάγκης –κατόρθωμα κοινωνίας της ζωής και της ύπαρξης– είναι για τον χριστιανό Ελληνα η οδός εμπειρίας του αληθούς.

Αν είχαν αρκεστεί και οι Ελληνες στην κατασφάλιση των ορμέμφυτων ατομοκεντρικών αναγκαιοτήτων, αν είχαν εκλάβει τη μεταφυσική αναζήτηση σαν ιδιωτική επιλογή και ατομική αρέσκεια, η ανθρωπότητα δεν θα είχε γνωρίσει την πολιτική και τη δημοκρατία: το κοινόν άθλημα να αληθεύει ο βίος. Δεν θα είχε γνωρίσει η ανθρώπινη ιστορία τον Παρθενώνα και την Αγια-Σοφιά, το αρχαιοελληνικό άγαλμα και την εκκλησιαστική Εικόνα, την τραγωδία και την ορθόδοξη λειτουργική δραματουργία.

Ομως, η ελληνική παράδοση ήταν έκπληξη και η έκπληξη δεν αντέχεται: Η μεσαιωνική (βαρβαρική τότε) Δύση φρόντισε να τη φέρει στα μέτρα του ορμέμφυτου ατομοκεντρισμού, να την παραχαράξει στα καίρια. Και ο Ελληνισμός, περιθωριοποιημένος ιστορικά, υποτάχθηκε μιμητικά στην παραχάραξη, έπαψε να υπάρχει ως πρόταση ή έκπληξη πολιτισμού. Οι άνθρωποι σήμερα λέμε «μεταφυσική» και εννοούμε ατομικές πεποιθήσεις, ιδεολογήματα και ψυχολογήματα. Λέμε «πίστη» και εννοούμε ιδιοκτησία απόψεων, όχι αγώνισμα εμπιστοσύνης. Λέμε «πολιτική» την εμπορευματοποιημένη μαφιόζικη εξουσιολαγνεία, λέμε «δημοκρατία» τα ολιγαρχικά προϊόντα μαγειρέματος των εκλογικών νόμων και «επικοινωνιακής» διαβουκόλησης ανέγνωμων ψηφοφόρων.

Ο Ελληνισμός έχει ιστορικά τελειώσει, η διαιώνιση του ελληνικού ονόματος από το ελλαδικό κρατίδιο είναι μόνο ντροπή: συσκότιση και διασυρμός μιας πρότασης πολιτισμού με πανανθρώπινη εμβέλεια. Σώζεται, ωστόσο, αλλοτριωμένη η πρόταση προκλητικά περιφρονημένη, αλλά ως ενεργός λαϊκή πράξη, στη δραματουργία και στην ποίηση του λατρευτικού εκκλησιαστικού γεγονότος. Και κορύφωμα των εόρτιων κύκλων αυτού του γεγονότος είναι η Μεγάλη Εβδομάδα – από σήμερα ώς και την επόμενη Κυριακή.

Αν κάποιος θέλει να ψηλαφήσει εμπειρικά τη μεταφυσική αναζήτηση ως άθλημα κοινωνίας και όχι ως ιδιωτική αρέσκεια, μπορεί να αξιοποιήσει το λείμμα: Ας ξεχωρίσει μιαν εκκλησιά, όσο γίνεται λιγότερο «εκσυγχρονισμένη». Και να χώνεται εκεί, σε μια γωνιά, εφτά μέρες, πρωί - βράδυ.

Ίσως του χαριστεί η εμπειρία και γεύση της μετοχής.


"Η Καθημερινή", 12/04/2009