22/4/07

Κώδικες γλώσσας και συμπεριφοράς - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Μοιάζει κοινή παραδοχή, πολλαχόθεν μαρτυρούμενη: Η σημερινή κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία, επειδή επαγγέλθηκε προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους». Μια κρίσιμη για το εκλογικό αποτέλεσμα «μάζα» ψηφοφόρων δεν ψήφισε κόμμα, ψήφισε τη συγκεκριμένη επαγγελία.

Έχουν περάσει τρία χρόνια και «επανίδρυση του κράτους» δεν επιχειρήθηκε από τη σημερινή κυβέρνηση. Ούτε καν διαφάνηκε σχετική πρόθεση, απόπειρα, μελέτη προετοιμασίας. Η «επανίδρυση» αποδείχθηκε ένα ηχηρό, ψηφοθηρικά αποτελεσματικό, ρητόρευμα.

Δεν μοιάζει να απασχολεί κανέναν μια τόσο αναιδής (στην κυριολεξία) πολιτική ασυνέπεια. Οι αφελέστεροι από τους οπαδούς του κυβερνώντος κόμματος ευνουχίζουν τη λογική τους για να πεισθούν ψυχολογικά ότι το εικοσάχρονο πασοκικό κράτος της θεσμοποιημένης αναξιοκρατίας και διαφθοράς δεν ήταν δυνατόν να αντικατασταθεί, μέσα σε τρία χρόνια, με κράτος δημοκρατικής διαφάνειας και διάκρισης ποιοτήτων. Παρά τη σωρεία των σκανδάλων, δεν θέλουν να δουν την πραγματικότητα οι αυτοευνουχισμένοι οπαδοί. Να δουν ότι την «πράσινη» καμαρίλα και διαφθορά την αντικατέστησε ταχύτατα και ευχερέστατα η αντίστοιχης υποστάθμης «γαλάζια». Αυτή ήταν η φιλοδοξία του κόμματός τους, αυτό και το μέτρο των «οραμάτων» της ηγεσίας του.

Για κάποιους πολίτες, στατιστικά απροσδιόριστους, το αίτημα «επανίδρυσης τους κράτους» παραμένει μέτρο και κριτήριο σοβαρότητας και εντιμότητας των κομματικών επαγγελιών. Στον πολιτικό ορίζοντα δεν φαίνεται, πουθενά, η ανθρώπινη ποιότητα ή το ηγετικό χάρισμα που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο ζωτικό αίτημα. Όμως, οι πολίτες, επειδή είναι ρεαλιστικά (και όχι «επικοινωνιακά») ζωτικό το αίτημα, επιμένουμε. Κάποιοι με τον κατάλληλο οπλισμό εξειδίκευσης, πρέπει να καταδείξουν μεθοδικές πρακτικές για τη θεσμική επιβολή διαφάνειας και αξιοκρατίας στη λειτουργία του κράτους. Όχι ευχολόγια, όχι θεωρητικά περιγράμματα. Πρακτικές με κοινωνικό ρεαλισμό και επιστήμονα γνώση απαιτούνται. Από κοντά η επιφυλλιδογραφία να προκαλεί σε κριτική εγρήγορση, σε ξεκαθάρισμα κριτηρίων για τη διάκριση της γνησιότητας από τις καλοστημένες εντυπώσεις.
Κριτήριο γνησιότητας (και σοβαρότητας) της προσπάθειας για «επανίδρυση του κράτους» είναι δύο αφετηριακές προϋποθέσεις: Ευδιάκριτη αλλαγή του γλωσσικού κώδικα – σαφής ρήξη με τον κατασκευασμένο από τους «επικοινωνιολόγους» λόγο τον πειθαρχημένο στην προτεραιότητα των εντυπώσεων. Και φανερή αλλαγή του κώδικα συμπεριφοράς των μπροστάρηδων της «επανίδρυσης».

Οι αφετηριακές αυτές προϋποθέσεις συνάγονται και από τη λογική, κυρίως όμως από την εμπειρία. Και η εμπειρία μπορεί να είναι διδακτική (να καταδείχνει τρόπους αποτελεσματικότητας) έστω και αν ιστορικά υπήρξε αρνητική, άκρως επώδυνη. Αποτελεσματικός στην επιδίωξη «μετασχηματισμού» της οργανωμένης συλλογικότητας αποδείχθηκε, αναμφισβήτητα, ο Ανδρέας Παπανδρέου – ακόμα και για όσους κρίνουν ότι τα κίνητρα του «μετασχηματισμού» ήταν ηροστράτεια, το ταλέντο του ηγήτορα περίπου δαιμονικό.

Διέγνωσε καίρια ο Ανδρέας Παπανδρέου ότι για να στήσει ένα δικό του κομματικό κράτος κατά το πρότυπο του κάποτε εμφυλιοπολεμικού κράτους της Δεξιάς, χρειαζόταν ευρύτερο πλαίσιο, διευρυμένο στόχο: Επαγγέλθηκε λοιπόν «κοινωνικό μετασχηματισμό». Και τον πραγματοποίησε. Τις συγκεκριμένες μεθόδους και πρακτικές που ακολουθήθηκαν για να πραγματοποιηθεί αυτός ο «κοινωνικός μετασχηματισμός», θα τις μελετήσουν και θα τις εκθέσουν εξιδιασμένες διατριβές (αν ποτέ η ελληνική κοινωνία ανακάμψει από την αποχαυνωτική αμβλύνοια που συνοδεύει την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος). Μια επιφυλλίδα μόνο νύξεις μπορεί να προσφέρει για την αλλαγή του γλωσσικού κώδικα και του κώδικα συμπεριφοράς που προέταξε ο Ανδρέας Παπανδρέου στο εγχείρημα «μετασχηματισμού της κοινωνίας».

Δημιουργήθηκε μια καινούργια δήθεν «δημοτική» γλώσσα, εντελώς άσχετη με τη λαϊκή εκφραστική, τόσο τεχνητή όσο και η κοραϊκή «καθαρεύουσα». Ο λαός δεν είπε ποτέ «Ο Γιούνης, ο Γιούλης», δεν κατάργησε ποτέ την τρίτη κλίση των ονομάτων, δεν είπε «του ασθενή, του ευγενή, της αδρανής», δεν θεώρησε λόγιο τον αναδιπλασιασμό που διακρίνει το άπαξ γινόμενο από το συνεχές (δεν είπε ποτέ «η χώρα πέρυσι παρήγε τόσους τόνους πατάτας», ο λαός λέει «παρήγαγε»), δεν στρέβλωσε ο λαός τα αμετάβατα ρήματα σε μεταβατικά, δεν αρνήθηκε τα σε -ως επιρρήματα κ.λπ. Όμως, με αυτούς τους βιασμούς της γλωσσικής εκφραστικής το ΠΑΣΟΚ δημιούργησε ιδίωμα που έκανε τους οπαδούς του να ξεχωρίζουν αμέσως, σαν «προοδευτικοί» πολίτες από τη «συντηρητική» πλεμπάγια. Και πληθώρα συμπλεγματικών κολακεύτηκαν να περιφέρουν τη γλωσσική ετικέτα του «προοδευτικού».

Ακόμα πιο αποτελεσματική (εξαιρετικά εντυπωσιακή) η αλλαγή του κώδικα συμπεριφοράς. Μέσα σε ελάχιστους μήνες η ελληνική κοινωνία είχε αντιληφθεί ότι αξιολογικές διαβαθμίσεις προσώπων δεν υπάρχουν πια: Η καθαρίστρια πάρκαρε το αυτοκίνητό της στη θέση που άλλοτε προοριζόταν μόνο για τον διευθυντή της Καρδιοχειρουργικής Κλινικής ή χαστούκιζε ατιμώρητα τη διευθύνουσα που τόλμησε να την ελέγξει. Καταργήθηκε η υπαλληλική ιεραρχία, ο έλεγχος (επιθεώρηση) της εργασίας, η αξιολόγηση της ποιότητας και της προσφοράς, τα σχολεία αριστούχων – σταμάτησε η λειτουργία πειθαρχικών συμβουλίων. Η ελληνική κοινωνία υποχρεώθηκε στην πιο ταπεινωτική προς τα κάτω ισοπέδωση που γνώρισε ποτέ στην ιστορία της.
Προστέθηκε βαθμιαία και η βεβαιότητα, συνειδητή ή ανεπίγνωστη, ότι τώρα πια «όλα επιτρέπονται», δεν υπάρχουν αντικοινωνικές συμπεριφορές. Δικαιούται ο κάθε ευνοημένος από το κόμμα διαχειριστής εξουσίας «να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του» ληστεύοντας το δημόσιο χρήμα, αρκεί να μην ξεπερνάει τα πεντακόσια (τότε) εκατομμύρια ο νοσφισμός. Επιτρέπεται το αχαλίνωτο ψεύδος («οι βάσεις φεύγουν» ενώ έχει υπογραφεί η παραμονή τους), επιτρέπονται όλα, αρκεί να προσπορίζουν ηδονή: εξουσίας, πλουτισμού, σεξουαλικότητας, δημαγωγίας, ακκισμών πρόκλησης της διεθνούς προσοχής.

Το αντίστροφο εγχείρημα, «επανίδρυσης του κράτους», αν ποτέ επιχειρηθεί, θα απαιτήσει και κοινωνικό μετασχηματισμό με αντεστραμμένους τους παπανδρεϊκούς όρους. Αφετηρία πάντοτε η αλλαγή των συμβολικών κωδίκων: γλώσσας και συμπεριφοράς.

«Η Καθημερινή», 22/04/2007

16/4/07

Θαύμα, άθλημα και παραμύθι - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Για τη θρησκειοποιημένη Χριστιανοσύνη η ανάσταση του Χριστού είναι ένα θαύμα: περιπτωτικό υπερφυσικό γεγονός, ανεξήγητο με τη λογική, οφειλόμενο σε δύναμη εξωκοσμική, υπερβατική.

Για τους μετόχους του εκκλησιαστικού γεγονότος η ανάσταση του Χριστού είναι «σημείο» (σημάδι, ένδειξη) τρόπου της ύπαρξης: δηλώνει δυνατότητα ελευθερίας του προσώπου από τις αναγκαιότητες της φύσης του.

Στη ζωγραφική γλώσσα η θρησκευτική εκδοχή της ανάστασης είναι συνεπέστατα φυσιοκρατική (νατουραλιστική): Παριστάνει τάφο οριζόντια σκαμμένο στη γη, σκεπασμένο με πλάκα που έχει παραμεριστεί και από το άνοιγμα ξεπηδάει ένα ανθρωπάκι κρατώντας σημαιούλα και αιωρούμενο πάνω από τον τάφο, ο Χριστός.

Στη ζωγραφική γλώσσα της εκκλησιαστικής εμπειρίας η ανάσταση του Χριστού εικονίζεται με την κάθοδό του στον Άδη: Ο Χριστός έχει κατέβει στον βυθό της ανθρώπινης αποτυχίας, στον θάνατο («τα βαδέα του Άδου»), και αποσπά από τα μνήματα τον Αδάμ και την Εύα (τον άνθρωπο παγγενή) με σπαραγμένα τα κλείθρα των καταχθονίων και λελυμένα τα δεσμά των πεπεδημένων.

Στη γλώσσα του «ορθώς διανοείσθαι» με στόχο το «ορθώς κοινωνείν» (κοινωνείν τις εμπειρικές ψηλαφήσεις) η λέξη «πρόσωπο» διαφοροποιείται νοηματικά από τη λέξη «άτομο»: Άτομο είναι η αδιαφοροποίητη μονάδα ενός ομοειδούς συνόλου, που μόνο αριθμητικά μπορεί να διακριθεί από τις άλλες μονάδες (μόνο σαν αριθμός Δελτίου Ταυτότητας ή Φορολογικού Μητρώου). Όλα τα άτομα καθορίζονται από τα ίδια κοινά γνωρίσματα της φυσικής ομοείδειας, κατασφαλίζουν, με την υποταγή σε ίδιους κανόνες Δικαίου, τα ίδια (αδιαφοροποίητα) δικαιώματα.
Η λέξη «πρόσωπο» δηλώνει την ύπαρξη ως γεγονός σχέσης - συγκροτείται η λέξη από την πρόθεση «προς» το ουσιαστικό «ωψ» (γεν. ωπός) και σημαίνει: έχω την όψη προς κάποιον ή προς κάτι, είμαι έναντι. Γνωρίζουμε το πρόσωπο ως αναφορικά ενεργούμενη ετερότητα, το γνωρίζουμε μόνο έναντι στην αμεσότητα της σχέσης μαζί του, μόνο με την εμπειρία της μοναδικότητας των αναφορικών πάντοτε ενεργημάτων του – αδύνατο να υποτάξουμε σε αντικειμενικούς χαρακτηρισμούς ένα πρόσωπο.

Η ενεργητική μοναδικότητα του προσώπου είναι εμπειρία υπαρκτικής ελευθερίας από τους προκαθορισμούς που ως αναγκαιότητα επιβάλλει στα άτομα του είδους η φυσική ομοείδεια. Εμπειρία σχετικής, όχι απεριόριστης υπαρκτικής ελευθερίας. Υπάρχουν αναγκαιότητες που συγκροτούν τη φυσική ομοείδεια αντιπαλεύοντας την ετερότητα (ελευθερία) του προσώπου και καθορίζοντας τα ανυπέρβατα όριά της: ορμές, ένστικτα, περιορισμούς χρόνου, χώρου, φθοράς και, τελικά, τον θάνατο.

Η γλώσσα του υπαρκτικού προβληματισμού, παράλληλα με τη γλώσσα της Τέχνης, είναι αυτή που μπορεί να εκφράσει την εμπειρία μετοχής στο εκκλησιαστικό γεγονός. Η μετοχή έχει ως αφετηρία την εμπιστοσύνη σε μια ιστορική μαρτυρία: Ιησούς ο από Ναζαρέτ μαρτυρεί ότι «Θεός» δεν είναι ένα «ανώτατο ον», προκαθορισμένο από τη φύση του να αποτελεί την Αιτιώδη Αρχή των υπαρκτών. Αιτιώδης Αρχή είναι Αυτός που μόνο ως υπαρκτική ελευθερία μπορεί να οριστεί και η απεριόριστη υπαρκτική του ελευθερία πραγματώνεται υποστατικά ως αγάπη: Είναι ο «Πατήρ» που ελεύθερα, «αχρόνως και αγαπητικώς», «γεννά» τον «Υιό» και «εκπορεύει» το «Πνεύμα». Στις τρεις αυτές λέξεις, Πατήρ, Υιός, Πνεύμα, η ανθρώπινη γλώσσα σημαίνει την υπαρκτική υπόσταση ως ελευθερία από την ατομικότητα, την ύπαρξη ως αναφορική αυθυπέρβαση, ως «το όλον του έρωτος».

Με την ιστορική του παρουσία Ιησούς ο από Ναζαρέτ μαρτυρεί την ελευθερία του Θεού από τη θεότητά του, ελευθερία να υπάρχει ο Θεός και με τον τρόπο (τη φύση) του ανθρώπου: Είναι ο Υιός (Λόγος - φανέρωση του Πατρός) ελεύθερος από κάθε αναγκαιότητα και της ανθρώπινης φύσης: γι’ αυτό ανίσταται εκ νεκρών. Η ανάσταση τρόπος ύπαρξης και πάλι: μανικός έρως Νυμφίου για κάθε πρόσωπο ανθρώπου, έρως που μεταποιεί τον θάνατο σε συσχηματισμό με τη συστατική παντός υπαρκτού αγάπη του Πατρός, θρίαμβο ζωής.

Γιατί η μαρτυρία του Ιησού δεν είναι μια ακόμη θρησκευτική ιδεολογία; Επειδή προσφέρεται να επαληθευθεί εμπειρικά ως μετοχή σε συγκεκριμένο γεγονός. Ένα δείπνο συγκροτεί και φανερώνει την Εκκλησία, όχι ένα ιδεολογικό πρόταγμα. Οι μέτοχοι του δείπνου προσλαμβάνουν την τροφή-ζωή τους όχι για την ατομική τους αυτοσυντήρηση, αλλά βεβαιώνοντας τη θέλησή τους να κοινωνούν την ύπαρξη, να υπάρχουν με τον τρόπο της Τριαδικής αγάπης. Γι’ αυτό και η γλώσσα της εκκλησιαστικής μαρτυρίας είναι οπωσδήποτε μια έμπρακτη παραίτηση από την προπαγανδιστική «αποτελεσματικότητα», την εξουσιαστική απαίτηση αλάθητων πεποιθήσεων. Είναι κατάθεση εμπειρίας του ερωτικού αθλήματος, με τη γλώσσα της Τέχνης και των υπαρξιακών ερωτημάτων.

Ο θρησκευτικός άνθρωπος επιμένει στη γλώσσα των ατομοκεντρικών απαιτήσεων. Θέλει ατομική ψυχολογική σιγουριά, ατομική αυτασφάλιση με δόγματα και νομικές επιταγές, ατομικές αξιομισθίες, ατομική σωτηρία. Θέλει την ανάσταση - θαύμα, όχι την ανάσταση - τρόπο υπάρξεως. Δεν τον ενδιαφέρει να ψηλαφήσει εμπειρικά αν υπάρχει δυνατότητα ο θάνατος να «πατείται θανάτω». Προτιμάει την ψυχολογική αυθυποβολή γιατί φοβάται τη διακινδύνευση, φοβάται την ελευθερία.

Ο σημερινός «προοδευτικός» και «διαφωτισμένος» άνθρωπος μοιάζει να έχει απλώς «μεταλλάξει» τη θωράκιση της ψυχολογικής του αυθυποβολής. Καταφεύγει στη μεταφυσική της «τυχαιότητας», στην κατασφάλιση του πανικόβλητου εγώ με ακόρεστες αξιώσεις δικαιωμάτων. Θέλει την ανάσταση να είναι γραφικό παραμύθι, κόκκινα αυγά, οβελίας, κοκορετσάκι, «εκσυγχρονισμένη» μαγκιά αυτοευνουχισμού της ιστορικής του συνείδησης, της υπαρξιακής του εγρήγορσης. Τρέμει την ερωτική διακινδύνευση, το άθλημα της ελευθερίας.

Ανταλλάσσει «πράγμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο» με χάντρες και καθρεφτάκια.

«Η Καθημερινή», 07/04/2007

Όταν η ύλη συγκροτεί σχέση - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Στη Μεγάλη Εβδομάδα, που σήμερα αρχίζει, θα ήταν εξαιρετικά ελπιδοφόρο αν σιγούσε κάθε παρέμβλητος στη λατρεία λόγος. Ούτε κηρύγματα, ούτε εόρτιες εγκύκλιοι, ούτε διδακτικές επεξηγήσεις και σχολιασμοί των τελουμένων. Να γινόταν σεβαστή η λατρευτική δραματουργία, ακέραιη στη δυναμική σημαντική της.

Για να σιγήσει γόνιμα ο λόγος, πρέπει να έχουν εμπεδωθεί κριτήρια καίριων διακρίσεων: Να μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις νοητικές και ψυχολογικές «βεβαιότητες» από τις εμπειρικές ψηλαφήσεις. Τη συναισθηματική αυθυποβολή από την κοινωνούμενη εμπιστοσύνη. Την ατομοκεντρική «συγκίνηση» από την κατανυκτική αυθυπέρβαση. Τη γλώσσα της ελπίδας από τη γλώσσα της προπαγάνδας.

Τέτοιες διακρίσεις δεν διδάσκονται, σπουδάζονται στην πράξη. Όταν λειτουργεί το εκκλησιαστικό γεγονός, φανερώνει τη διαφορά της Εκκλησίας από τη θρησκεία.

Τη φανερώνει με τρόπους συγκεκριμένους, απτούς: Με την αρχιτεκτονική μορφή, τη ζωγραφική τεχνοτροπία, το είδος του μουσικού μέλους, της παραστατικής δραματουργίας. Καταλαβαίνεις τότε, χωρίς νοητικές αναλύσεις, πώς ό,τι αποβλέπει στον εντυπωσιασμό, στη ψυχολογική υποβολή, στην ατομοκεντρική «πνευματική» τέρψη είναι άσχετο με την εκκλησία, είναι μόνο θρησκεία (γεγονός εγκλωβισμένο στις ανάγκες της φύσης του ανθρώπου). Καταλαβαίνεις, χωρίς αισθητικές προτεραιότητες ότι τα ηλεκτρικά καντήλια είναι ψευτιά, τα ηλεκτρικά κεριά (σε μανουάλια και πολυελαίους) είναι απάτη για εντυπωσιασμό ή υστερική μεγαφωνία είναι, εκτός από βαρβαρισμός, και λογική της προπαγάνδας.

Όταν λειτουργεί το εκκλησιαστικό γεγονός, διαπιστώνεις αμέσως ότι μετέχεις στη συγκρότησή του, είσαι μέτοχος όχι θεατής και ακροατής. Μετέχεις στις σχέσεις που το καθιστούν γεγονός, γι’ αυτό και ό,τι δεν συγκροτεί σχέση και κοινωνία σχέσεων (ό,τι απευθύνεται στο άτομο, ευφραίνει, συγκινεί, διδάσκει, ηθικοποιεί το άτομο) αποκλείεται από το εκκλησιαστικό γεγονός. Ό,τι είναι ατομικό ανήκει στη θρησκευτική σφαίρα, ψευτοπαρηγορεί τον θάνατο. Εκκλησιαστικό γεγονός είναι το ψωμί, το κρασί, το κερί, το λάδι, τα χρώματα, η μουσική, το λιβάνι, ακόμα και το κάθισμα (το «στασίδι») όταν συγκροτούν σχέση: Δηλαδή, όταν συγκροτούν αναφορά, ευχαριστία (όπως λειτουργεί ως αναφορά και ευχαριστία και το ευτελέστερο αντικείμενο όταν είναι «ενθύμιο» και ζωντανεύει δεσμό ερωτικό).

Σε μια θρησκευτική τελετουργία πηγαίνουμε για να εξευμενίσουμε το υπερβατικό, να προσευχηθούμε σ’ αυτό, να εξασφαλίσουμε με τη λατρεία μας ατομική αξιομισθία. Το εκκλησιαστικό γεγονός το συγκροτούμε ψάχνοντας έναν τρόπο χρήσης των υλικών πραγμάτων ικανό να ανταποκριθεί στο κάλλος και στη σοφία των υλικών δωρημάτων που συνιστούν και συντηρούν την ύπαρξή μας – τρόπο ικανό να ανταποκριθεί στον έρωτα «μανικού εραστή» και Νυμφίου. Στον τρόπο που φτιάχνεται ένα «στασίδι», στην τεχνοτροπία μιας εκκλησιαστικής εικόνας, στο καντήλι με το λάδι, στο αναμμένο κερί, σπουδάζουμε το πώς η ύλη του κόσμου μπορεί να γίνει αντιχάρισμα στην αγάπη που μάς δωρίζεται με την υλική μας υπόσταση και τη συντήρησή της.

Η θρησκευτική τελετουργία είναι «μετάβαση σε άλλο γένος». Εκεί προέχει η ατομική μας ανάγκη όχι το άθλημα της σχέσης. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται εικόνες η θρησκευτική τελετουργία, θέλει συναίσθημα και διδακτισμό, άρα νατουραλίστικη ζωγραφική, ξανθωπούς Χριστούληδες και γλυκερές μαντόνες. Θέλει ψυχαναγκαστικό εντυπωσιασμό, επομένως θηριώδη μεγάφωνα, διακοσμητικούς φωτισμούς, ψεύτικα λουλούδια, ψεύτικα καντήλια, ψεύτικα κεριά. Θέλει, όπως σε κάθε οργανωμένο θέαμα και ακρόαμα, θέσεις καθημένων, πολλές θέσεις. Θέλει και κήρυγμα – η ποίηση της υμνολογίας δεν αρκεί, η μεθεκτική δραματουργία δεν ενδιαφέρει, η εμπειρική θεολογία των κειμένων δεν κατανοείται. Χρειάζεται λόγο προπαγανδιστικό πεποιθήσεων, λόγο ενθουσιαστικών ψυχολογημάτων, εξουσιαστικού κύρους, επιχειρημάτων, αποδείξεων.
Εύλογα διερωτάται κανείς, αν είναι ίδιος ο δικός μας, σημερινός Χριστιανισμός με τον Χριστιανισμό που σαρκώνεται στη λειτουργική δραματουργία της Μεγάλης Εβδομάδας, ίδιος με τον Χριστιανισμό της σημαντικής των εκκλησιαστικών Εικόνων, των χειροποίητων (χωρίς καλούπι) θόλων και ημιθολίων. Εκείνος, ο άλλοτε Χριστιανισμός μιλούσε για την άγνοια που είναι γνώση, για την απόγνωση που γίνεται σχέση, για τη σιωπή που λογοποιεί την αποκάλυψη. Πείθει ότι ήταν ζωντανό, ενεργό γεγονός εκείνος ο Χριστιανισμός γιατί παρήγε Τέχνη, εκπληκτικά μορφώματα πολιτισμού.

Ο δικός μας, σημερινός Χριστιανισμός δεν παράγει Τέχνη, δεν πλαστουργεί πολιτισμό, δηλαδή δεν δίνει σημάδια ζωής. Αντίθετα, μοιάζει ηδονικά συμβιβασμένος με έναν απαρόμοιαστο αισθητικό εκβαρβαρισμό, την αποθέωση του «κιτς». Και παράγει λόγια, φλυαρία καταιγιστική: Κηρύγματα, «ποιμαντικές» εγκυκλίους, ακατάσχετη έντυπη λογοδιάρροια, ραδιοφωνική προπαγάνδα – τρέφει τη διάνοια με ταχυπετή αναίδεια. Ναι, αναίδεια, γιατί ο σημερινός «χριστιανικός» λόγος πουλάει σιγουριά, ξέρει τα πάντα για το άγνωστο, το απερινόητο, το ακατάληπτο. Ξέρει λεπτομέρειες, έχει για όλα πληροφόρηση. Έτσι εξασφαλίζει και το κύρος για να πατρονάρει κάθε πρακτική πτυχή του ενθάδε βίου, να ποδηγετεί ανθρώπους που φοβούνται τη διακινδύνευση της σχέσης, την ευθύνη της ενηλικίωσης.

Για να σιγήσει τη Μεγάλη Εβδομάδα ο παρέμβλητος στην Εκκλησία θρησκευτικός λόγος, πρέπει να λειτουργήσουν κριτήρια διάκρισης του εκκλησιαστικού γεγονότος από τη φυσική ανάγκη του ανθρώπου για θρησκεία. Γενιές Ελλήνων έρχονται στη ζωή και φεύγουν από τη ζωή, δίχως να αξιωθούν να δουν αυτή τη διάκριση ένσαρκη στον λειτουργικό χώρο. Να δουν να λειτουργεί στις εκκλησιές η εγρήγορση που ξεχωρίζει τον ζωτικό έρωτα από την ιδιοτελή αυτάρκεια.

«Η Καθημερινή», 01/04/2007

Ποιός ορίζει το μέλλον της χώρας; - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Κατόρθωμα εξόφθαλμο της κυβερνητικής πολιτικής: Ένα βιβλίο Ιστορίας του Δημοτικού Σχολείου μεταβάλλει τις προσεχείς εκλογές, οψέποτε πραγματοποιηθούν, σε δημοψήφισμα. Το δημοψηφισματικό δίλημμα του ψηφοφόρου απλό και ξεκάθαρο: Ναι ή όχι σε μια πολιτική για την παιδεία (κοινή και από τα τρία κόμματα νομής της εξουσίας) που ακυρώνει μεθοδικά την ιστορική αυτοσυνειδησία και την πολιτιστική ιδιοπροσωπία, έσχατα ερείσματα αυτοσεβασμού, των σημερινών Ελλήνων.

Τα «επικοινωνιακά» τεχνάσματα της υπουργού Παιδείας ή το προπαγανδιστικό μένος των καναλιών και απίστευτου πλήθους δημοσιογράφων δεν φτάνουν σε αυτή την περίπτωση να παραπλανήσουν τον ψηφοφόρο. Τα δεδομένα του δημοψηφισματικού διλήμματος είναι ξεκάθαρα και για τον αφελέστερο πολίτη: Ναι ή όχι στο «Πρόγραμμα Κοινής Ιστορίας» (Joint History Project) που χρηματοδοτείται (και επιβάλλεται στους λαούς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης) από την αμερικανική κυβερνητική υπηρεσία US AID μέσω του «Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Ν.Α. Ευρώπη» (βλ. ιστοσελίδα του Center for Democracy and Reconciliation in Southeast Europe). Ναι ή όχι να γράφονται βιβλία Ιστορίας των παιδιών μας κατ’ εντολήν ξένων κέντρων. Ναι ή όχι να καθορίζονται οι στόχοι, το μέλλον, οι προοπτικές της ελληνικής κοινωνίας, τα κριτήρια ιστορικής της αυτεπίγνωσης και πολιτιστικής της ταυτότητας από συντεχνιακή ομάδα, την ίδια με κάθε κυβέρνηση (ανόσιο μείγμα «ανανεωτικής» δήθεν Αριστεράς και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς) που ανεξέλεγκτα επικυριαρχεί στη χώρα ερήμην του λαού.

Το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού είναι το μοιραίο λάθος της κυβερνητικής πολιτικής. Τα «δομημένα ομόλογα» απογοήτευσαν, όμως απλώς ενίσχυσαν το απαξιωτικό αίσθημα του πολίτη για τους επαγγελματίες πολιτικούς. Η πέραν πάσης πολιτικής λογικής «εμφύτευση» της πρώην Δημάρχου Αθηναίων στο υπουργείο Εξωτερικών και μιας κυρίας καυχόμενης από τηλεοράσεως για την αθεΐα της στο υπουργείο Θρησκευμάτων (και Παιδείας) εισπράχθηκαν από πολλούς με συμπόνια για τις εκβιαστικές πιέσεις που δέχεται ο πρωθυπουργός από τον «ξένο παράγοντα».

Αλλά το διαβόητο βιβλίο Ιστορίας είναι η μοιραία πρόκληση: Θίγει την πιο καίρια πτυχή της λαϊκής ευαισθησίας, τη ψυχολογική (παρηγοριάς) καταφυγή του σημερινού χιλιοταπεινωμένου Έλληνα στην Ιστορία. Μόνο από την Ιστορία μπορεί πια να αντλήσει αυτοσεβασμό ο Έλληνας – τα όσα οι κεκράχτες των κομματικών αυτεγκωμίων προπαγανδίζουν σαν σημερινά κατορθώματα μόλις και δικαιολογούνται σε βαλκανική (και μόνο) κλίμακα. Ενώ ο αυτοσεβασμός και η συλλογική αξιοπρέπεια εξακολουθούν να προϋποτίθενται για την άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής, όπως και για το φρόνημα που εγγυάται την άμυνα ή για την κοινωνική συνοχή που εξασφαλίζει τη λειτουργία κοινωνικού κράτους.

Το επίμαχο βιβλίο Ιστορίας αναπότρεπτα μεταβάλλει τις προσεχείς εκλογές σε δημοψήφισμα. Γιατί ξαναθέτει αδυσώπητο το συνδεδεμένο με ντροπιαστικές ιστορικές εμπειρίες ερώτημα: ποιός επιτέλους κυβερνάει αυτόν τον τόπο; Καμιά αντίληψη της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού δεν δικαιολογεί την υπουργό Παιδείας να προσβάλλει τόσο βάναυσα τη νοημοσύνη των πολιτών: Να χαρακτηρίζει «αντιδράσεις μεμονωμένες και ακραίες που υποκρύπτουν πολιτικές σκοπιμότητες, αντιδράσεις των εθνικιστικών λόμπυ», την απόρριψη του βιβλίου από τον Κυπριακό Ελληνισμό, την καίρια επιστημονική αντίδραση της Ακαδημίας Αθηνών, τις εμπεριστατωμένες κριτικές διασημοτήτων της ιστορικής έρευνας και της παιδαγωγικής επιστήμης, το καταιγιστικό κύμα λαϊκής αντίδρασης με άρθρα και επιστολές στον Τύπο, διακηρύξεις σωματείων, συλλόγων, επιστημονικών εταιρειών, πολιτιστικών ιδρυμάτων.

Προσέβαλε με ιταμότητα πολύ μεγάλη μερίδα πληθυσμού η κυβερνητική υπεράσπιση του επονείδιστου βιβλίου. Και τρόμαξε τους οξυδερκείς. Γιατί είναι πραγματικός συγκλονισμός να συνειδητοποιεί ο πολίτης ότι στα καίρια του συλλογικού βίου, όταν πρόκειται για στόχους και προοπτικές του λαϊκού σώματος, δεν λειτουργούν ούτε καν προσχήματα δημοκρατίας. Αποφασίζουν παράγοντες και κέντρα αποφάσεων ανεξέλεγκτα από την πολιτική βούληση του λαού και τα θελήματά τους επιβάλλονται με μηχανισμούς προπαγάνδας κυριολεκτικά παντοδύναμους.

Η συγκεκριμένη συντεχνία (το ανόσιο μείγμα «ανανεωτικής» δήθεν Αριστεράς και νεοφιλελεύθερης Δεξιάς) δυναστεύει τα πανεπιστήμια, με οποιαδήποτε κυβέρνηση στα τελευταία χρόνια. Ελέγχει ασφυκτικά τον χώρο της δημοσιογραφίας και της τηλεόρασης, κρατικής και ιδιωτικής. Κυριαρχεί εξουσιαστικά στη σχολική εκπαίδευση, στοιχειώδη και μέση – (ακόμα και οι Νηπιαγωγοί βγήκαν να κατηγορήσουν, με κωμική αναίδεια, την ελληνική κοινωνία που αντιδρά στο επίμαχο βιβλίο, επειδή είναι «ακόμη ανέτοιμη να συζητήσει πόσο μάλλον να αφομοιώσει, σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις και επιστημονικούς προβληματισμούς»!!).

Είναι χρέος η επαναληπτική υπενθύμιση: ποιάν ομογνωμία, εκπληκτικά συντονισμένη, εμφανίζει το παρδαλό μείγμα της συντεχνίας που μάχεται σήμερα για «δημοκρατία (sic) και συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη»: Όλοι τους υπέρμαχοι του Σχεδίου Ανάν για την Κύπρο. Όλοι τους θιασώτες ένθερμοι της άνευ όρων ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Υπέρ της «διόρθωσης» των σχολικών βιβλίων Ιστορίας ώστε να μην προκαλούνται οι Τούρκοι. Όλοι τους υπερασπίζουν τα «δίκαια» του κράτους των Σκοπίων και χλευάζουν την ευαισθησία των Ελλήνων για το όνομα «Μακεδονία». Όλοι κομπάζουν πως είναι «απελεύθεροι» από κάθε μεταφυσική αναζήτηση, κάθε αίσθηση πατρίδας και συνέχειας. Αυτοί καθορίζουν την εκπαιδευτική πολιτική του κράτους με χρηματοδότες που αξίζει να τους αναζητήσει κανείς στην ιστοσελίδα του CDRSEE.

Ένα εξαμβλωματικό εγχειρίδιο Ιστορίας υποταγμένο σε προπαγανδιστικές σκοπιμότητες και παιδαγωγικά εξωφρενικό (διαστρέφει τη λειτουργία του λόγου σε υποτιτλισμό εικόνων και συνθηματολογικά παραθέματα). Αυτό προκαθορίζει τις προσεχείς εκλογές ως κρίσιμο για τις ελευθερίες της ελληνικής κοινωνίας δημοψήφισμα. Αν ο πρωθυπουργός αμφιβάλλει για το κοινό αίσθημα και τη λαϊκή οργή, στο χέρι του είναι να συμβουλευτεί έντιμες δημοσκοπήσεις.
Χρήσιμο πάντως να θυμάται ότι σε ανάλογες, περίπου, περιστάσεις ο συνονόματος θείος του καθυστέρησε να διερωτηθεί «ποιός επιτέλους κυβερνάει αυτόν τον τόπο». Και πλήρωσε πολύ ακριβά αυτήν την άργητα ο ίδιος και η χώρα.

«Η Καθημερινή», 15/04/2007