24/12/06

Έρως και Θάνατος - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Δεν είναι η σωστή μέρα ούτε ο σωστός τόπος για να κριθεί η επίσκεψη του αρχιεπισκόπου Αθηνών στον πάπα Ρώμης, παραμονές της Γιορτής των Χριστουγέννων. Να μην λείψει, ωστόσο, κάποιο ίχνος λόγου, λόγου οδύνης, για μια τόσο εμφατική καπηλεία και διαστροφή του εκκλησιαστικού γεγονότος. Σε παραμονές πανηγύρεως που ίσως ακόμα απηχεί ψηλάφηση ζωτικής ελπίδας των ελαχίστων.

Όσοι επιμένουν στο άθλημα εμπειρικών ανιχνεύσεων αυτής της ελπίδας, να ξέρουν: η συγκεκριμένη συνεύρεση αρχιεπισκόπου και πάπα δεν έχει τίποτα να κάνει με τη δική τους αναζήτηση. Οι αμοιβαίες προσφωνήσεις, το κοινό κείμενο, οι ασπασμοί, τα δώρα, είναι συμπτώματα άσχετα και ασύμβατα με το εκκλησιαστικό άθλημα, μηχανεύματα εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων, φτηνές απομιμήσεις στρατηγημάτων της πολιτικής. Κάθε έμπειρος της μεταφυσικής αναζήτησης, έντιμος συναθλητής στην κοινωνία της εμπειρίας που συνιστά την Εκκλησία, θα ντρεπόταν να παίξει στο διεθνές προσκήνιο τόσο ευτελισμένους ρόλους.

Δύσκολο και πολύ οδυνηρό να βλέπει ένα παιδί τον πατέρα του ανυποψίαστο ή ανάξιο για τη χαρά και την ευθύνη της πατρότητας. Λυπόμαστε έναν τέτοιο πατέρα, δεν τον πολεμάμε. Ανάλογα ακριβώς θλιβόμαστε για τα λόγια και τα καμώματα λειτουργών του εκκλησιαστικού γεγονότος ανυποψίαστων για το λειτούργημά τους. Ανάγκη μόνο να ορίσουμε τη διαστροφή ή την καπηλεία, να την ξεχωρίσουμε από τα ζητούμενα των ζωτικών προσδοκιών μας.

Ίδια ανάγκη και με τη Γιορτή: Να ξεχωρίσουμε, σαν στοιχειωδώς έντιμοι άνθρωποι, τι ακριβώς «γιορτάζουμε» τα Χριστούγεννα. Την ηδονή της αργίας, της ανάπαυλας από το μεροδούλι; Τα ξεχωριστά εδέσματα, τα πατροπαράδοτα, και το ποτό; Την επιδερμική ευεξία που χαρίζουν τα δώρα; Την τεχνητή (και παιδαριωδώς ανακυκλούμενη) «ατμόσφαιρα» με τον διάκοσμο των δρόμων και των μαγαζιών, τα τυποποιημένα τραγούδια της δήθεν γιορτινής χαράς; Τουλάχιστον, έστω και με το μυαλό μας μόνο, να τα ξεχωρίσουμε όλα αυτά από την πραγματική αιτία που μπορεί να γεννήσει μέσα στον άνθρωπο την έκρηξη της χαράς. Την αιτία που κάνει τον άνθρωπο να θέλει να γιορτάσει – να τραγουδήσει, να χορέψει, να παίξει σαν μικρό παιδί, να πει τη χαρά του με όλες τις δυνατότητες έκφρασης που διαθέτει.

Όχι να κάνει κέφι, αλλά να δηλώσει χαρά, εκείνο το είδος της χαράς που αλλάζει τη ζωή σε Γιορτή. Και αυτή η χαρά, στην εκκλησιαστική Γιορτή των Χριστουγέννων, γεννιέται μόνο με την ψηλάφηση εμπειρικής ελπίδας να είναι ο θάνατος κατώφλι ερωτικής συνάντησης ελεύθερης από χρόνο, χώρο και φθορά. Με εραστή «μανικώτατον», υπαρκτικά ελεύθερον να νηπιάζει στη φάτνη, ενώ ταυτόχρονα παραμένει η ασύλληπτη Αιτιώδης Αρχή της ύπαρξης και των υπαρκτών. Πέρα από προκαθορισμούς φύσης και αναγκαιότητας «τον περί ημάς αυτού παρίστησιν έρωτα».

Ποιό ευ-αγγέλιο Γιορτής ευαγγελίστηκαν από τη Ρώμη οι θλιβεροί δεσμώτες των εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων ή των ναρκισσιστικών εκζητήσεων της διεθνούς δημοσιότητας; Μα, ακριβώς ό,τι ευαγγελίζεται αυτές τις μέρες σαν Γιορτή Χριστουγέννων και η εμπορεύσιμη προτεραιότητα των ενστίκτων ατομοκεντρικής αυτασφάλισης: Οι έμποροι κολακεύουν την καταναλωτική αδηφαγία, την αυταρέσκεια, την ηδονοθηρεία του βιολογικού ατόμου. Αρχιεπίσκοπος και πάπας πόνταραν αντίστοιχα στην εγωκεντρική θωράκιση που υπόσχονται η «προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων», οι «αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού» – τις οποίες έσπευσαν και να μεταφράσουν (ρεαλιστικότατα) σε «θεμέλια της ευημερίας των κοινωνιών μας». Μίλησαν για τα προβλήματα (άκρως ενοχλητικά της ευημερίας μας) «εκ της μετακινήσεως χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών ποικίλης προελεύσεως», για τους «κινδύνους εκ του θρησκευτικού φανατισμού» (κινδύνους υπονόμευσης των κοσμικών πλεονεκτημάτων εξουσίας των δύο συνομιλητών).
Παιδαριώδεις κοινοτοπίες χιλιοφθαρμένες στα χείλη πολιτικάντηδων και «επικοινωνιολόγων». Και επαναλήφθηκαν από τους αυτοσυστηνόμενους ως «χριστιανούς ηγέτες» που έσπευσαν μάλιστα να διευκρινίσουν ότι η ηγεσία τους είναι σαφώς «εκ του κόσμου τούτου»: είναι «θρησκευτικοί ηγέτες», διαχειρίζονται την ενστικτώδη ανάγκη του φυσικού ανθρώπου για θρησκεία – δεν έχουν σχέση με το εκκλησιαστικό γεγονός, το κοινόν άθλημα ελευθερίας από τη δουλεία στις αναγκαιότητες των όρων της φύσης. Γι’ αυτό και κάλεσαν από τη Ρώμη τους ομοτέχνους τους, «το σύνολο των θρησκευτικών ηγετών», σε τι ακριβώς; Μα στο επιτασσόμενο από τη Νέα Τάξη καλαμπούρι του «Διαθρησκειακού Διαλόγου»: «να εργασθώσι διά την δημιουργίαν μιας κοινωνίας ειρήνης και αδελφότητος μεταξύ προσώπων και λαών»!

Ντροπή και οδύνη. Η συνάντηση της Ρώμης πραγματικά αμαυρώνει τη χαρά της Γιορτής. Να περιμένεις μαρτυρία για τον θάνατο που «πατείται θανάτω», για τη Ενανθρώπιση (τα Χριστούγεννα) που αγγέλλει θρίαμβο υπαρκτικής ελευθερίας. Και να ακούς από τους φερόμενους ως επισκόπους και ηγουμένους σώματος ευχαριστιακού τοπικής ο καθένας Εκκλησίας (Ρώμης και Αθηνών) μωρολογίες που υποβιβάζουν μια πανανθρώπινη ελπίδα σε εφαλτήριο ευτελισμένων φιλοδοξιών. Τουλάχιστον ο Ρώμης έχει πίσω του αιώνες εθισμών σε «αέρα» κοσμικής ηγεμονίας, αντανακλαστικών φεουδαρχικής επιβλητικότητας, με όλα τα λιλιά και τα ξόμπλια που συνοδεύουν την υπεραναπλήρωση κάθε (και του μεσαιωνικού) επαρχιωτισμού. Τι του πρόσφερε ο έστω και ευκαιριακός συναγελασμός με την επαρχιωτίλα της εξ Αθηνών καταγέλαστης εξουσιολαγνείας; Τουλάχιστον τα βατικάνεια επιτελεία δεν γνωρίζουν ποιο γόητρο διαθέτει στην ελληνική κοινωνία ο άρχων του θιάσου Γιοσάκη - Βαβύλη - Κουλουσούσα;

Οδύνη ανυπόφορη ένας πατέρας ανυποψίαστος ή ανάξιος για τη χαρά και την ευθύνη της πατρότητας, ένας επίσκοπος σώματος εκκλησιαστικού μεταλλαγμένος σε θρησκευτικό ηγέτη, σε ζήτουλα κοσμικής προβολής και δημοσιότητας. Όσοι επιμένουν στο άθλημα εμπειρικών ανιχνεύσεων ζωτικής ελπίδας, όσοι διψάνε γιορτή και όχι καραγκιοζιλίκια, να οπλιστούν με ασυμβίβαστο πείσμα: Σε κάθε βήμα τους παραμονεύει η απάτη, η αλλοτρίωση του πραγματικού σε φαντασιώδες ιδεολόγημα, ψυχολόγημα.

Στοχοθετημένο πείσμα. Κάνει να «λάμπει μέσα μας κείνο που αγνοούμε», να ανατέλλει το φως το της γνώσεως. Και τότε όλα είναι δυνατά: η παρθένος τίκτει, ουσιούται ο υπερούσιος, η γη το σπήλαιο στον απρόσιτο προσάγει. Άγγελοι συμψάλλουν με ποιμένες, μάγοι έχουν συνοδοιπόρο ένα αστέρι. Ολα έχουν νόημα, αν η γνώση είναι ερωτική εμπειρία.

«Η Καθημερινή», 24/12/2006

17/12/06

Ιδιωφελή παράδοξα και φοβίες - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Υπάρχει μια μερίδα ελληνώνυμων και ελληνόφωνων (ή περίπου) συμπολιτών μας που αντιλαμβάνονται την ελληνική κοινωνία με όρους σαφώς τριτοκοσμικούς: Χωρίς ιστορία, χωρίς παράδοση (συνέχεια της πείρας που μεταγγίζεται από γενιά σε γενιά), χωρίς ιδιαιτερότητα συμβολής στον πολιτισμό. Προσδιορίζουν τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας με μέτρα ενστικτωδών απαιτήσεων αυτοσυντήρησης και ηδονής, μέτρα μόνο οικονομικά, λογαριάζουν σαν ποιότητα ζωής την καταναλωτική αποκλειστικά, ευχέρεια.

Για τη μερίδα αυτή των συμπολιτών μας, η οργανωμένη σε κράτος ελληνική συλλογικότητα σήμερα δεν δικαιολογείται να προβάλλει στον διεθνή στίβο απαιτήσεις διαφοράς από νεόφυτα κράτη της αφρικανικής ηπείρου. Οι τριτοκοσμικές επιδόσεις οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους των σημερινών Ελλήνων, η οικονομική του υπανάπτυξη και η πολεμική του ανισχυρία δεν του επιτρέπουν αξιώσεις αξιοπρέπειας, υπεράσπισης των δικαίων του στις διεθνείς σχέσεις.

Θα εξασφαλίζει οφέλη το ανεπίδεκτο εξυγίανσης κράτος μας μόνο αν, πειθήνια και χωρίς πατριωτικές εξυπνάδες, υπηρετεί τα συμφέροντα άλλων, ισχυρών κρατών και, κυρίως (σήμερα), της μοναδικής στον πλανήτη Υπερδύναμης.

Έχει δίκιο, σε μεγάλο βαθμό, αυτή η μερίδα των απλών ελληνώνυμων και περίπου ελληνόφωνων συμπολιτών μας. Πραγματικά η ελληνική κοινωνία, στη συντριπτική της πλειονότητα, διατηρεί συναισθηματική μόνο, ρητορική σχέση με την ιστορία, την παράδοση, τον πολιτισμό των κάποτε Ελλήνων. Το επίπεδο δημόσιας γλωσσικής εκφραστικής (πολιτικών, τηλεόρασης, ραδιοφώνου, εφημερίδων) αγγίζει συχνά τα όρια πρωτογονισμού. Πραγματικά ο πολιτισμός μας είναι «πολιτισμός του φραπέ» και η ποιότητα της ζωής μετριέται με μέτρα χυδαίου καταναλωτισμού, ασχημονέστατου νεοπλουτισμού.

Σίγουρα, στην οργάνωση του οικιστικού περιβάλλοντος, στη λειτουργική αποδοτικότητα της κρατικής μηχανής, στις επιδόσεις δημιουργικής παραγωγικότητας του λαού, στην εξηλιθίωση των μαζών από τον κρατικά θεσμοποιημένο τζόγο και «φιλαθλητισμό», σε όλα αυτά (και σε πάμπολλα ακόμη) το σημερινό κράτος των Ελλήνων δεν διαφέρει από τα πιο υποβαθμισμένα, νεόφυτα κρατικά σχήματα του Τρίτου Κόσμου. Σε επίπεδο πολιτικής διαφθοράς η Ελλάδα είναι στην ίδια θέση με τη Βολιβία, το Καμερούν και την Ταϊβάν, σε επίπεδο χρηματισμού λειτουργών του Δημοσίου στην ίδια θέση με το Κογκό Μπραζαβίλ, την Ινδονησία, τη Νιγηρία («Καθημερινή» 8-12-2006).

Όμως, συμβαίνει κάτι πολύ παράδοξο με τους συμπολίτες μας τους παραιτημένους από αξιώσεις ελληνικής ιδιαιτερότητας: Μόλις τους δώσεις δίκιο για τον τρόπο που βλέπουν την ελληνική κοινωνία σήμερα, εξεγείρονται αμέσως επιθετικά, διαμαρτύρονται, σου καταλογίζουν απαισιοδοξία, γκρίνια, καταστροφολογία. Αντιτάσσουν σωρεία επιχειρημάτων για να υποστηρίξουν την «πρόοδο» και τα επιτεύγματα της ελληνικής κοινωνίας στα τελευταία χρόνια. Έχουμε κατά κεφαλήν εισόδημα ασύγκριτα υψηλότερο από όλους τους βαλκανικούς μας γείτονες, πετύχαμε να γίνει η χώρα μας μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι διπλωματικός μας θρίαμβος η ένταξη και της Κύπρου στη «λέσχη» των προνομιούχων της Ευρώπης. (Η σύγκριση των επιτευγμάτων γίνεται πάντοτε με τις βαλκανικές χώρες, ποτέ με τις αναλογικά συγγενέστερες: Πορτογαλία, Ιρλανδία, Φινλανδία).

Πώς πρέπει άραγε να ερμηνευθεί αυτή η παραδοξότητα συμπεριφοράς των συγκεκριμένων συμπολιτών μας; Πιθανότερη ερμηνεία μοιάζει να είναι η στράτευση: αυτή συνήθως μπλοκάρει την κριτική σκέψη, αδιαφορεί για τις αντιφάσεις, οδηγεί σε ανορθόλογες παραδοξότητες. Στράτευση, όχι βέβαια σε ιδεολογίες (αυτές μας τέλειωσαν). Ίσως σε ιδιοτελέστατα συμφέροντα, ίσως σε ψυχολογικές εγκυστώσεις.
Πάντως, στην παράδοξη οπτική για την οποία μιλάμε, η τριτοκοσμική υπανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας σήμερα και καταφάσκεται μόνο για να αποδοθεί αποκλειστικά σε εκείνο το τμήμα της που επιμένει να ζητάει ιστορική αυτοσυνειδησία, πολιτιστική ιδιαιτερότητα, γλωσσική συνέχεια. Στο τμήμα της κοινωνίας που θέλει να γρηγορεί στην αναζήτηση «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, που διεκδικεί αξιοπρέπεια του ελληνικού ονόματος στις διεθνείς σχέσεις.

Αυτοί όλοι είναι η «συντήρηση», ο επάρατος «εθνικισμός», αυτοί που κρατάνε την Ελλάδα καθηλωμένη στην καθυστέρηση. Ενώ τα καταπληκτικά κατορθώματα των τελευταίων δεκαετιών τα πέτυχαν οι «κοσμοπολίτες» και «ολίγον λεβαντίνοι» υπουργοί Εξωτερικών, κάποιοι θαμώνες της λέσχης του Μπίλντεμπεργκ, κάποιοι «εξωστρεφείς» επιχειρηματίες. Όχι οι «σύγχρονοι μακεδονομάχοι», όχι όσοι απέρριψαν το Σχέδιο Ανάν, όχι όσοι σκιαμαχούν με μια «μυθική και ανύπαρκτη» δήλωση Κίσινγκερ που δήθεν απειλούσε τον πατριωτισμό των Ελλήνων.

Η προκλητική παραδοξότητα αυτής της ερμηνείας για τη συνεχιζόμενη υπανάπτυξη έγκειται στην αποφυγή ή στην αδυναμία της να εντοπίσει το τμήμα της ελληνικής κοινωνίας το ευθέως καταγγελλόμενο σαν υπαίτιο: Πού είναι αυτοί οι Έλληνες οι ενσαρκωτές της «συντήρησης», του «εθνικισμού», της «παραδοσιαρχίας»; Ποιοι είναι οι «θεματοφύλακες μιας μυθικής ελληνικής ψυχής» που ονειρεύονται ακόμα την Κόκκινη Μηλιά και βυσσοδομούν ενάντια στη φιλειρηνική δημοκρατική Τουρκία; Πώς ξεχωρίζουν από τον γενικό πολτό, ποια είναι η πολιτική τους έκφραση, ποιο κόμμα ψηφίζουν στις εκλογές, πώς συγκεκριμένα εκδηλώνεται η απειλή που αντιπροσωπεύουν για τον τόπο;

Όσοι καταγγέλλουν τον μπαμπούλα του «εθνικισμού» και της «συντήρησης» σαν αιτία της υπανάπτυξης και κάθε δυστυχίας των σημερινών Ελλήνων, είναι η μερίδα που εξουσιάζει τη χώρα, είκοσι πέντε χρόνια τώρα, με οποιοδήποτε καθεστώς: παπανδρεϊκό, μητσοτακικό, σημιτικό, μικροκαραμανλικό. Ελέγχει κάθε θεσμική έκφανση κοινωνικής παιδείας και πληροφόρησης, ασκεί μεθοδική ιδεολογική τρομοκρατία σπίλωσης, διασυρμού, περιθωριοποίησης των αντιφρονούντων. Είναι οι πιο καλοπληρωμένοι και προβεβλημένοι σε οποιονδήποτε κλάδο και αν βρίσκονται.

Και όμως ακόμα φοβούνται. Δεν έχουν πού να εντοπίσουν τους φόβους τους και κυνηγάνε φαντάσματα: Τις ρητορικές πατριωτικές κορώνες του αρχιεπισκόπου, που είναι μόνο δημοσιοσχετίστικος λαϊκισμός για ναρκισσιστική κατανάλωση. Ξορκίζουν (ακόμα) τα δύο συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, αρχές της δεκαετίας του ’90, εφήμερη έκρηξη λαϊκής τότε οργής για την ανυπόφορη ντροπή, τις ταπεινώσεις, τον εξευτελισμό της ιστορικής ταυτότητας των Ελλήνων. Μάχονται όλα αυτά τα χρόνια πανικόβλητοι (στρεβλώνοντας κείμενα και μεθοδεύοντας διαβολές ή εξοντωτικές ετικέτες) κάποιες ελάχιστες παρουσίες και γραφίδες που τολμάνε ακόμα να ψελλίζουν «εν τη ερήμω» τις κακόφημες λέξεις: ελληνική ετερότητα «νόημα» βίου, πρωτείο της ποιότητας.

Ας ηρεμήσουν, επιτέλους, οι εξουσιαστές μας. Αφού έχουν και το μαχαίρι και το πεπόνι, τι άλλο θέλουν;

«Η Καθημερινή», 17/12/2006

12/12/06

Το επιθυμητό και το εφικτό στην εξωτερική μας πολιτική - ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΘΕΜΕΛΗ

Θέλω να σχολιάσω τις θέσεις που διετύπωσαν για «το επιθυμητό και το εφικτό στην εξωτερική μας πολιτική» ο καθηγητής κ. Θ. Kουλουμπής («K» 5/3) και ο συνάδελφός του κ. Λ. Tσούκαλης («K» 12/3). Σχετικά με την αναφορά του δεύτερου σε τάχα «προσπάθεια πολλών να μονοπωλήσουν τον πατριωτισμό», όσο παρακολουθώ τα ελλαδικά δρώμενα της μεταπολιτεύσεως δεν γνωρίζω Eλληνες να αμφισβητούν τον πατριωτισμό Eλλήνων. Όλοι σε αυτόν τον τόπο είμαστε εξίσου πατριώτες. Όμως, γνωρίζω Eλληνες που αποδίδουν προς πάντα, ο οποίος μιλάει για πατρίδα τη ρετσινιά του «υπερπατριώτη». Έτσι, εμφανίζουν εκ προοιμίου τις αντίθετες απόψεις επιλήψιμες, παράλογες και γραφικές. O κ. Kουλουμπής ομιλεί για το τίμημα της ασυμβατότητας επιθυμητού - εφικτού. Φρονεί ότι το εκάστοτε εφικτό κατέστη ανέφικτο λόγω της δυσαρμονίας του με το επιθυμητό. Kαι χρεώνει σε αυτό όλα τα δεινά μας. Πρόκειται για υπεραπλούστευση, που άγει σε εξωπραγματικά συμπεράσματα.

Kατ’ αρχήν, λαοί που δεν έχουν εθνικές επιθυμίες, «επιθυμητό», δηλαδή όραμα, είναι καταδικασμένοι. «Mονάχα τα μεγάλα οράματα μπορούν να αντισταθμίσουν και να εξουδετερώσουν το σπέρμα της διάλυσης που ο λαός (...) φέρνει μέσα του» (Nτε Γκωλ). Tο «ποθούμενο» στην έκφραση Kοσμά του Aιτωλού έθρεψε τις γενιές των σκλαβωμένων Eλλήνων, τους κράτησε όρθιους σε αδιάκοπη εμπόλεμη κατάσταση με τον κατακτητή και τους επέτρεψε τελικά να επιβληθούν σε εκείνον και τις δυνάμεις, αποκτώντας μια πρώτη κρατική οντότητα (1827).

Tο «επιθυμητό» (=Mεγάλη Iδέα) τους συνείχε τον 19ο αι. και τους συνήγειρε στον Mακεδονικό Aγώνα και μετά το 1912. Aν στους αιώνες το «οὐ ποιήσομαι περί πλείονος τὸ ζῆν τῆς ἒλευθερίας» δεν επεβίωνε ως «ελευθερία ή θάνατος», ο Eλληνισμός θα είχε εξισλαμισθεί – εκτουρκισθεί. Kαι τα έκτοτε στάδια της ιστορίας θα ήταν βαθύτατα διαφορετικά.

Tα τρία παραδείγματα:

α) Mικρασιατική Kαταστροφή. Ξεκινάει η Mεγάλη Eξόρμηση του Δώδεκα. Στόχος η «Eλλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». 27/7/1920 υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών. Aγγίζει τα προαιώνια όνειρα του Eλληνισμού. Oι Tούρκοι καθημαγμένοι ψάχνουν ηγέτη. Tον βρίσκουν στο πρόσωπο του Kεμάλ. Oι Έλληνες έχουν τον ηγέτη και αποπειρώνται να τον δολοφονήσουν. Aστοχούν και τότε τον συντρίβουν εκλογικά. Tην 1/11/1920 ο Bενιζέλος δεν εκλέγεται ούτε βουλευτής! Oι Σύμμαχοι της Entente στη Διάσκεψη του Λονδίνου (20/11/1920) εκδίδουν «Mνημόνιο» όπου προειδοποιούν το νέο καθεστώς των Aθηνών ότι ενδεχόμενη επιστροφή του Kωνσταντίνου συνιστά μη φιλική ενέργεια και η Eλλάς παύει εφεξής να είναι σύμμαχος και εντολοδόχος των Δυνάμεων, ενώ διακόπτεται πάσα προς αυτήν οικονομική βοήθεια. Oι νέοι κρατούντες αγνοούν τις προειδοποιήσεις. Προχωρούν σε δημοψήφισμα και στις 6/12/20 επαναφέρουν τον Kωνσταντίνο. Eπομένως δεν μάς φταίει το «επιθυμητό», αλλά το… «ακατοίκητο»! O διχασμός, η ανικανότητα πολιτικής και στρατιωτικής σχεδίασης, η αποστράτευση των πολεμάρχων των βαλκανικών πολέμων, η υπονόμευση του φρονήματος λαού και στρατού, η παράλογη εκστρατεία του Σαγγάριου. Παρά τα εγκληματικά λάθη των διαδόχων του Bενιζέλου, οι Eλληνες είχαν κατά τον Douglas Dakin (H ενοποίηση της Eλλάδος, 390) δύο φορές την ευκαιρία να απελευθερώσουν την Kωνσταντινούπολη. Tον Iούλιο του 1922 (προ της Kαταστροφής) αν εξαπέλυαν επίθεση από την Aνατολική Θράκη κατά των γραμμών της Tσατάλτζας και τον Mάιο του 1923 (μετά την Kαταστροφή) οπότε ο Πλαστήρας μπορούσε να επιτεθεί κατά του στρατού του Kεμάλ όντος τότε διηρεμένου και σε αποσύνθεση.

β) Kυπριακό. Mεταπολεμικά η αποικιοκρατία κατελύθη. Παντού εκτός της Kύπρου. Για να καταστρέψουν και τις τελευταίες αντοχές μας οι Άγγλοι προπαρασκευάζουν και μας εξωθούν στον Eμφύλιο. Όμως, Eλλαδίτες και Kύπριοι έχυσαν ποταμούς αίματος στον κοινό αγώνα κατά φασισμού - ναζισμού. Ήταν υπερβολή η αξίωση δικαιώματος αυτοδιάθεσης που η Bρετανία έδωσε ωστόσο σε Aφρικανούς και Aσιάτες; Oι Aγγλοαμερικανοί σκηνοθετούν ανάμιξη της Tουρκίας. Σέρνουν την Eλλάδα στην περιβόητη τριμερή του Λονδίνου. Iδού εν τούτοις πώς οικτίρει τον ενδοτισμό μας αυτός που μάς έσυρε στην Tριμερή, ο Mακ Mίλαν: (H. Macmillan, Tides of Fortune σ. 665).

«Aποτέλεσε για μένα ευχάριστη έκπληξη το γεγονός ότι ο βασιλεύς Παύλος έσπευσε να μου στείλει προσωπικό μήνυμα με το οποίο χαιρετούσε με ικανοποίηση την τολμηρή και διορατική πρωτοβουλία της Bρετανίας. Mε εξέπληξε ιδιαίτερα το ότι ο Eλληνας YΠEΞ Σ. Στεφανόπουλος δέχθηκε τη βρετανική πρόταση χωρίς να θέσει οιουσδήποτε όρους και χωρίς να διατυπώσει επιφυλάξεις»!

Aπό τη δειλία και την υποχωρητικότητά μας, το εφικτό κατέστη ανέφικτο. Kαι όχι φυσικά επειδή το επιθυμητό ως όφειλε απαιτούσε το αυτονόητο. Aυτοδιάθεση. H συνέχεια είναι γνωστή με την προδοσία της χούντας, τη μέχρι χυδαιότητας αγγλοαμερικανική κάλυψη της τουρκικής εισβολής, κατοχής, εποικισμού και λοιπών κακουργημάτων στη Mεγαλόνησο.

γ) Σκόπια. Oυδέποτε ώς σήμερα επί 15 χρόνια τα Σκόπια πρότειναν ή αποδέχθηκαν συμβιβασμό. Λειτούργησαν απέναντί μας ως υπερδύναμη. Tα ταΐζουμε, τα ποτίζουμε, τα στηρίζουμε. Δημιουργήσαμε εκεί 20.000 θέσεις εργασίας. Aπορροφούμε τη φτώχεια και ανεργία τους. Oμως, στις διακρατικές σχέσεις χρυσούς κανών είναι η αμοιβαιότητα. Παροχές άνευ ανταλλάγματος συνιστούν πολιτική αφέλεια.

Aλλοτε, ο κ. Kουλουμπής εξόρκιζε την κατ’ αυτόν «σκοπιανοποίηση» της εξωτερικής μας πολιτικής. Προτείνουμε αντίστροφη «σκοπιανοποίηση», την ενεργό μίμηση της σκοπιανής πολιτικής. Tο πείσμα και την ανένδοτη στάση τους απέναντι στη δική μας «άψογον στάσιν».

Θα άξιζε ο κ. Kουλουμπής και τα διακεκριμένα μέλη του EΛIAMEΠ, αντί να καλλιεργούν το φοβικό σύνδρομο των ελλαδικών ελίτ, να μελετήσουν τη στρατηγική και την τακτική με τις οποίες ένα κατά μέγεθος ασήμαντο κρατίδιο, βεβαρημένο με χίλια υπαρκτικά προβλήματα ασκεί μεγάλη πολιτική και πείθει την υπερδύναμη μεταξύ Eλλάδος και αυτού να επιλέξει αυτό. H σωφροσύνη είναι πάντοτε βασική προϋπόθεση, αλλά όχι άλλοθι ατολμίας. Διότι τότε καταντά «το σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα» (Θουκυδίδης).

«Η Καθημερινή», 15/04/2006

3/12/06

Η αναξιοπρέπεια μιας διατεταγμένης ''φιλίας'' - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

H πολιτική λογική η στοιχειώδης (η μόλις πριν τα όρια της αφροσύνης) και η αξιοπρέπεια του ελληνικού ονόματος η αδήριτη (η μόλις πριν τον εξευτελισμό) απαιτούν από τον πρωθυπουργό και την υπουργό Eξωτερικών της χώρας συγκεκριμένη λεκτική συμπεριφορά: Nα εκφέρουν με ευκρίνεια, στη Σύνοδο Kορυφής της E.E. στις 12 Δεκεμβρίου, τις λέξεις: Tουρκική κατοχή εδαφών της Kυπριακής Δημοκρατίας, ανοιχτή απειλή πολέμου από την Tουρκία προς την Eλλάδα.

Eίναι παράλογο και παραπλανητικό να μιλάει ακατάπαυστα η τουρκική ηγεσία για «απομόνωση των Tουρκοκυπρίων», η δε ελληνική κυβέρνηση να μην αντιτάσσει ποτέ, μα ποτέ, έστω και ψέλλισμα: Oτι η διεθνής κοινότητα, με σωρεία αποφάσεων του OHE επί τριάντα δύο χρόνια, έχει απομονώσει τους εισβολείς και κατακτητές εδαφών ανεξάρτητου κυρίαρχου κράτους. Eίναι εξωφρενικό να μην ακούγεται ποτέ, μα ποτέ από τον Eλληνα πρωθυπουργό και την υπουργό Eξωτερικών καταγγελία του κατάφωρου εμπαιγμού της λογικής: Oτι παζαρεύει η E.E. την είσοδο στους κόλπους της μιας χώρας που αρνείται να αναγνωρίσει την κρατική υπόσταση μέλους της Eνωσης και ταυτόχρονα απειλεί με πόλεμο δεύτερο κράτος-μέλος.

H «απομόνωση» προσπορίζει στους εισβολείς και κατακτητές διαπραγματευτικό πλεονέκτημα προκειμένου να αθετήσουν θεμελιώδεις προϋποθέσεις ένταξής τους στην E.E. Eξευτελίζεται η στοιχειώδης λογική, διασύρεται ο πολιτικός πολιτισμός της Eυρώπης. Kαι ο Eλληνας πρωθυπουργός με την υπουργό του των Eξωτερικών σιωπούν, αρνούνται έστω και να κατονομάσουν το σύμπτωμα.

Για ποιο άλλο κράτος-μέλος της θα ανεχόταν η E.E. να λειτουργεί σε βάρος του τέτοιος εξωφρενικός παραλογισμός, τέτοιος διεθνής εξευτελισμός, τέτοια ατίμωση; Γιατί μόνο η Kύπρος και η Eλλάδα να υφίστανται μέσα στην E.E. μεταχείριση που δεν θα την ανεχόταν ούτε το πιο επιπόλαια συγκροτημένο νεόφυτο κρατίδιο της Aφρικής; Kαι η απάντηση, φυσικά, δεν μπορεί να έχει σχέση με ευθύνες των Eυρωπαίων εταίρων μας, αφού κάποιοι από αυτούς αποδείχθηκαν σε συγκεκριμένες στιγμές ελληνικότεροι των Ελλήνων: υπεράσπισαν τη δική μας αξιοπρέπεια με τρόπο που οι ελλαδικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν να μιμηθούν.

Ο σημερινός πρωθυπουργός και η υπουργός του των Εξωτερικών διακηρύττουν ότι είναι πολιτική τους θέση, αυτοβούλως επιλεγμένη, να συνεργήσει η Ελλάδα άνευ όρων στην είσοδο της Τουρκίας, χώρας ασιατικής και μουσουλμανικής, στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Δικαίωμά τους η πολιτική επιλογή, αν και για θέματα που κρίνουν την ίδια την ιστορική επιβίωση του Ελληνισμού (κυριολεκτικά) η προσφυγή σε δημοψήφισμα θα ήταν η τίμια και υπεράνω υποψίας πολιτική στάση.

Αλλά η πολιτική τους συνέργεια στην τουρκική ένταξη (έστω και με τα ίδια επιχειρήματα που προκλητικά και κατά κόρον προπαγανδίζει η Αστερόεσσα Υπερδύναμη) δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά και τη δουλοπρεπή συγκατάνευση σε κάθε ασύδοτη αυθαιρεσία της Τουρκίας. Τίποτα δεν δικαιολογεί τη σιωπή των ηγετών μας μπροστά στη βάναυση διαστροφή των πραγματικών δεδομένων, στον μεθοδικό εξευτελισμό της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην καθημερινή ιταμή αμφισβήτηση του εναέριου χώρου της Ελλάδας. Με ποια λογική παραβλέπει η ελληνική κυβέρνηση την άρνηση της Τουρκίας να τηρήσει καταστατικούς όρους και αναγκαίες προϋποθέσεις που έχει θέσει η Ε.Ε. για την ένταξη καινούργιων μελών στους κόλπους της (όπως η τελωνειακή ένωση και η αποδεδειγμένη καλή γειτονία);

Ρητορεύει η ελληνική κυβέρνηση μόνο για τα «οφέλη» που θα προκύψουν από την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρώπη, και αποσιωπά στα διεθνή βήματα το γεγονός ότι τα στρατεύματα χώρας υποψήφιας για ένταξη κατέχουν εδάφη χώρας-μέλους της Ε.Ε. Ούτε λέξη και για την ενεργό απειλή πολέμου που βιώνει καθημερινά η Ελλάδα, χώρα-μέλος επίσης της Ε.Ε.

Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο τέτοιας πολιτικής αλογίας. Ποιος Ελληνας πρωθυπουργός, στα 180 χρόνια ελεύθερου βίου, θα κατάπινε άφωνος, και μάλιστα από θέσεως ισχύος, τις αλαζονικές στρεψοδικίες των Τούρκων; Ποιος θα ψήφιζε πειθήνια, δίχως την παραμικρή ένσταση ή επιφύλαξη, την έναρξη και τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων Τουρκίας - Ε.Ε. παρά τις ιταμές αρνήσεις των Τούρκων να τηρήσουν τους όρους της ενταξιακής διαδικασίας; Συγγράφοντας ο σημερινός πρωθυπουργός τη διδακτορική του διατριβή για τον Ελευθέριο Βενιζέλο συνάντησε ποτέ δείγματα της γλώσσας που εκείνος χρησιμοποιούσε στα διεθνή βήματα διαχειριζόμενος τα δίκαια των Ελλήνων; Τα συγκρίνει σήμερα με τη δική του «συνετή» αφωνία;

Ανάλογα ερωτήματα δεν μπορούν να τεθούν για την υπουργό Εξωτερικών, γιατί η ίδια επαναλαμβάνει (αμετάλλαχτα) την κοινή στάση που είχαν πάντα με τον κάποτε προκάτοχό της και σημερινό αρχηγεύοντα στην αξιωματική αντιπολίτευση. Προπαγάνδισαν και οι δύο με πειθήνιο πάθος την Πλεκτάνη Ανάν, εκείνος πρόλαβε και να επιδοθεί σε κωμικά ζεϊμπέκικα επίδειξης επιδόσεων στη διατεταγμένη «ελληνοτουρκική φιλία». Δεν του έλαχε να επιδείξει και άφωνη συγκατάθεση στην αλαζονική περιφρόνηση της Τουρκίας για τους όρους της ενταξιακής της διαδικασίας, αυτός τα έδωσε όλα στην προγενέστερη φάση. Γι’ αυτό, έστω και θλιβερός στην ολιγότητά του, θα γίνει επίσης μια μέρα πρωθυπουργός της Ελλάδας – θα έλεγε κ ανείς (ως αστεϊσμό βεβαίως) ότι η στάση απέναντι στην Τουρκία καθορίζει τη διαδοχή σε καίριους εν Ελλάδι ηγετικούς θώκους.

«Τα ολοκληρωτικά ψεύδη και η ολοκληρωτική αγριότητα, γράφει ο George Steiner, ιδιαίτερα στο Τρίτο Ράιχ αλλά και σε άλλα καθεστώτα, συνδέονται με τη φθορά της γλώσσας και τροφοδοτούνται από αυτή τη φθορά». Η φθορά της γλώσσας στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει διαστάσεις ανεξέλεγκτης λοιμικής. Συνοδεύεται από τον ολοκληρωτισμό της Κομματοκρατίας, την πρωθυπουργοκεντρική απολυταρχία, την αγριότητα του σαδιστικού συνδικαλισμού, την ιδεολογική τρομοκρατία που ασκεί η αρνησιπατρία (άρνηση της κοινωνίας των σχέσεων) και ο «προοδευτικός» μηδενισμός.

Εφιαλτικό δείγμα μεθοδευμένου βυθισμού της μεγάλης μάζας στην αγλωσσία και στην άνοια, οι αποκλειστικά «φιλαθλητικοί» ραδιοφωνικοί σταθμοί: καλλιεργούν την εξηλιθίωση και αποχαύνωση μέσω του κρατικού τζόγου, ειδικά του «Στοιχήματος». Εκεί συντονίζεται σήμερα ο «σφυγμός» της ελληνικής κοινωνίας, όχι στη συλλογική αξιοπρέπεια.

Στοιχηματίστε λοιπόν: Αποκλείεται ο πρωθυπουργός και η υπουργός του των Eξωτερικών να τολμήσουν στη Σύνοδο Kορυφής έστω και ψέλλισμα των λέξεων: Tουρκική κατοχή εδαφών της Kυπριακής Δημοκρατίας, ανοιχτή απειλή πολέμου από την Tουρκία προς την Eλλάδα.
''Η Καθημερινή'', 03/12/2006

1/12/06

Χρήστος Μαλεβίτσης - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Με αφορμή την πρόσφατη ανάμνηση των γενεθλίων (18 Δεκεμβρίου 1927) του αείμνηστου Χρήστου Μαλεβίτση, που έλαβε χώρα στο Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν και στο θέατρο Πολιτεία, θα επιχειρηθεί με τις γραμμές, που ακολουθούν, μία σύντομη αναφορά στο έργο και τη σκέψη του.

Μία απλή περίληψη και μόνο των πολυάριθμων μελετών, δοκιμίων, εισαγωγών και σχολίων του στις μεταφράσεις μεγάλων μορφών του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, που επιχείρησε, θα γέμιζε ένα πολυσέλιδο σύγγραμμα. Εδώ μόνο μία σύντομη αναφορά σε όψεις αυτής της πολυσχιδούς σκέψης μπορεί να επιχειρηθή, και αυτή μάλιστα με τον φόβο της αδικίας απέναντι στη σημασία και το νόημα των παρατηρήσεων του.

Ο Χρήστος Μαλεβίτσης ήταν πάνω από όλα ένας φιλόσοφος. Φιλόσοφος όμως ξένος προς τον συνηθισμένο τύπο φιλοσόφου, που μας προσφέρουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ή τα ακαδημαϊκά πρότυπα. Οι σκοποί του και η διακονία του στην νεοελληνική φιλοσοφική σκέψη υπερβαίνουν τα ακαδημαϊκά αναγνωρισμένα όρια και εκτινάσσουν τον ρόλο του φιλοσόφου στο όριο μιας εθνικής (όχι κρατικής και πολιτικο-συμφεροντολογικής) πολιτικής διαπαιδαγώγησης του εκκολαπτόμενου νεοέλληνα στοχαστή. Στην Εισαγωγή του στο περισπούδαστο έργο του Μποχένσκι (1) αποκαλύπτει το ανατρεπτικό του έργο:

«Δέκα χρόνια πριν, στα 1965, από το βιβλίο μου Προοπτικές είχα προτείνει την ίδρυση κρατικού οργανισμού μεταφράσεων για να αρθεί η πνευματική απομόνωση της χώρας μας από τον λοιπό κόσμο. Είχα όμως και την επίγνωση πως στην Ελλάδα, αν έγινε κάτι σημαντικό, μόνο η ατομική πρωτοβουλία το έκαμε, ιδίως στον πνευματικό τομέα. Για τον λόγο τούτο, ταυτόχρονος με την πρότασή μου υποσχέθηκα στον εαυτό μου να δώσω στο ελληνικό κοινό δέκα εκλεκτά βιβλία του συγχρόνου φιλοσοφικού στοχασμού. Ήδη το παρόν είναι το έκτο. Εκατό άτομα αν έδιναν ανάλογη υπόσχεση, θα υποκαθιστούσαν πλήρως τον κρατικό οργανισμό μεταφράσεων που δεν έγινε ούτε θα γίνει ποτέ» (2).

Το παραπάνω κομμάτι της γραφής του Μαλεβίτση είναι ενδεικτικό της πρόνοιας, οξύνοιας, αλλά και αποφασιστικότητας του. Αλλά ο Μαλεβίτσης δεν ήταν μόνο παιδαγωγός εκκολαπτόμενων στοχαστών, ήταν και ο ίδιος στοχαστής ανυπέρβλητης αξίας. Το οξύ πνεύμα του βρίσκεται στο στοιχείο του με τις μεταφυσικές και οντολογικές αναλύσεις που τόσο πολύ αγαπούσε. Είναι περισπούδαστη η ανάλυση που προσέφερε για παράδειγμα στο τρίπτυχο των σχέσεων Θρησκεία - Φιλοσοφία - Επιστήμη. Ειδικά στην φιλοσοφία, ακολουθώντας τον γνωστό δρόμο του Σωκράτη, που με παράδοξα, γνωσιοθεωρητικά και οντολογικά διλήμματα έφερνε τον συζητητή του στην αναγνώριση των πραγματικών προβλημάτων, ο Μαλεβίτσης θα καταπλήξει τον αναγνώστη του με οντολογικά σκάνδαλα.

Ως παράδειγμα μπορούμε να φέρουμε τα δύο σκάνδαλα του αεί φιλοσοφείν και αεί φιλοσοφούντος (3). Καμμιά φιλοσοφία ή φιλοσόφημα, ως δημιούργημα ενός φιλοσόφου ή συλλογικά μιας σχολής φιλοσοφίας, δεν μπορεί να κατοχυρώσει το φως της αλήθειας του πραγματικά Όντος. Η φιλοσοφία ως αγιασμός πνεύματος δεν μπορεί να μονοπωλήσει, στηριγμένη στις δυνάμεις της ατομικής ή συλλογικής συνειδήσεως, το αιώνιο φως του Όντως Όντος. Η ατομική συνείδηση δεν είναι τίποτε άλλο από το «φαεινό αλωνάκι», που δέχεται μερικό από αυτό το φως και ανάλογα με την οξύνοιά του γίνεται μια βουνοκορφή με το δικό της ορίζοντα και τις ενοράσεις της. Έτσι η φιλοσοφία γίνεται ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της επιστήμης με την έμφασή της στην εξωτερική αλήθεια και της θρησκείας, ως επίγνωσης και πλήρους συνειδητοποίησης του Ηρακλείτειου αποφθέγματος: «Ανθρώπων σοφότατος προς Θεόν πίθηκος φανείται» (4).

Λόγω στενότητος χώρου, ας περιοριστούμε σε αυτά τα λίγα. Πιστεύω όμως ότι και με αυτά τα λίγα είναι φανερή η αξία του έργου και του στοχασμού του Χρήστου Μαλεβίτση, μιας μεγάλης πράγματι μορφής στον νεοελληνικό πολιτισμό.

Φεβρουάριος 1998

1. Ι. Μ. Μποχένσκι, Ιστορία της Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας, Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια από τον Χ. Μαλεβίτση, εκδ. Δωδώνη 1985.
2. Μποχένσκι, σελ. 24.
3. Πρβλ. Μποχένσκι, σελ. 16-21, Μ. Χάϊντεγκερ, Εισαγωγή στη Μεταφυσική. Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια από τον Χ. Μαλεβίτση, εκδ. Δωδώνη 1973, σελ. 255.
4. Diels B, 83. Πλάτων, Ιππίας Μείζων, 289 Β. Πρβλ. Μποχένσκι σελ. 21-24. Επίσης, Χρήστου Μαλεβίτση, Φιλοσοφία και Θρησκεία, εκδ. Παρουσία, 1995, ειδικά σελ. 193-221.

24/11/06

Ένας πολιτικά συνεπέστατος βιασμός - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Όταν στο σχολικό περιβάλλον «όλα επιτρέπονται» –ο ταξικός ανταγωνισμός μέσω «επώνυμων» ειδών αμφίεσης, χτενίσματα «πανκ» ή άλλης εξαλλοσύνης, επιδεικτικό μακιγιάζ, προκλητική γυμνοφάνεια στο ντύσιμο– γιατί εκπλήσσει η συνεπέστατη κατάληξη: ένας ομαδικός βιασμός μαθήτριας στις τουαλέτες βιντεοσκοπούμενος από συμμαθήτριες;

Στην ελλαδική κοινωνία της μεταπολιτευτικής περιόδου υπάρχει μία και μόνη πολιτική πρόταση, δηλαδή μία και μόνη πρόταση «νοήματος» της κοινωνικής συμβίωσης: η πρόταση ΠΑΣΟΚ – ο ιστορικοϋλιστικός αμοραλισμός. Το κόμμα που συμπτωματικά σήμερα κυβερνάει τη χώρα ούτε είχε ούτε έχει ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να έχει διαφορετική πολιτική πρόταση. Ανεύθυνα, λοιπόν, επαγγέλλεται η κυβέρνηση «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», αφού τέτοιο εγχείρημα δεν είναι δυνατό να σχεδιαστεί και να πραγματοποιηθεί δίχως έρεισμα «νοήματος» της κοινωνικής συμβίωσης, δίχως καινούργια πολιτική πρόταση.

Το ΠΑΣΟΚ είχε από την αρχή εξαγγείλει «κοινωνικό μετασχηματισμό», τον επιδίωξε και τον πραγματοποίησε. Άξονας κεντρικός του εγχειρήματος ήταν, φυσικά, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το κοινωνικό της «νόημα» (ο στόχος που υπηρετούσε) ονομάστηκε «εκδημοκρατισμός» της παιδείας και της κοινωνίας. Αλλά ο «εκδημοκρατισμός» για το ΠΑΣΟΚ δεν είχε καμία σχέση με κοινωνιοκεντρικές (σοσιαλιστικές) προτεραιότητες, προτεραιότητες των σχέσεων κοινωνίας. Σήμαινε την ισοπέδωση όλων στο επίπεδο της ισότητας δικαιωμάτων, την κατάλυση κάθε ιεράρχησης ποιοτήτων στην εκπαίδευση και στον δημόσιο βίο, τη θεσμοποιημένη αναξιοκρατία.

Τα σχολικά βιβλία, τα αναλυτικά προγράμματα, η οργάνωση του σχολικού περιβάλλοντος απέβλεψαν να ετοιμάζουν παιδιά έτοιμα να διεκδικήσουν τα ατομικά τους δικαιώματα, να «αντισταθούν» σε μια επερχόμενη (φαντασιωδώς και συνεχώς) εθνικο-θρησκευτική χούντα. Κατάργησαν τη βαθμολογία στο Δημοτικό, τη διόρθωση των γραπτών εργασιών («Κάτω τα αιματοβαμμένα - διορθωμένα με κόκκινο– γραπτά»!), εξάλειψαν τις προϋποθέσεις της άμιλλας, της διάκρισης των αριστούχων. Ισοπέδωσαν και τους εκπαιδευτικούς, τους διαφοροποίησαν μόνο μισθολογικά με βάση τα χρόνια υπηρεσίας, διευθυντές δημοτικών, γυμνασιάρχες και λυκειάρχες έγιναν αιρετοί με προσωρινή θητεία. Κατάργησαν τους επιθεωρητές, δηλαδή κάθε έλεγχο και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, κάθε διάκριση του ικανού από τον ανίκανο, του εργατικού από τον ασυνείδητο.

Στον «κοινωνικό μετασχηματισμό» του ΠΑΣΟΚ και στη συναφή εκπαιδευτική του μεταρρύθμιση το σήμερα κυβερνών κόμμα δεν αντέταξε ποτέ την παραμικρή αντίρρηση ή κριτική. Όταν ξαναβρέθηκε στην εξουσία (για μια τριετία παρενθετική στην εικοσάχρονη απολυταρχία του ΠΑΣΟΚ) η αμηχανία του στα της Παιδείας ήταν κυριολεκτικά αξιοθρήνητη – δαπάνησε την κολοβωμένη κυβερνητική του θητεία σε φαιδρές επιπολαιότητες ενός «εθνικού διαλόγου». Αλλά και η σημερινή κυβέρνηση πάλι στον «διάλογο» καταφεύγει, αφού δεν έχει να αντιτάξει πρόταση κοινωνική, πολιτικό σχεδιασμό για στόχο άλλον από τον ιστορικοϋλιστικό αμοραλισμό.

Το τραγικότερο από όλα (τραγικό για την ελληνική κοινωνία, τις ποιοτικές της δυνάμεις και το μέλλον των παιδιών της) είναι η αποδεδειγμένη αδυναμία των στελεχών του κυβερνώντος σήμερα κόμματος (των φορέων δημόσιου λόγου) έστω και μόνο να καταλάβουν τι τους λέει κανείς όταν τους προσάπτει απουσία πολιτικής πρότασης, στόχων κοινωνικών. Δεν κατανοούν τη διαφορά ανάμεσα σε μια διαχειριστική πολιτική «βελτιώσεων» του τέλματος και σε μια πολιτική που τολμάει τομές ριζικών μεταρρυθμίσεων. Είναι τόσο στεγανά αποκλεισμένοι στη μονότροπη κομματική (αυτιστική) θεώρηση της πραγματικότητας, που δεν αντιλαμβάνονται ότι το κόμμα τους έχει ενεργά υιοθετήσει τις κοινωνικές στοχεύσεις του ΠΑΣΟΚ, τον ιστορικοϋλιστικό αμοραλισμό του ατομοκεντρικού «εκδημοκρατισμού».

Η σημερινή κυβέρνηση δουλεύει για το ΠΑΣΟΚ, υπηρετεί με συνέπεια τους κοινωνικούς στόχους του ΠΑΣΟΚ, εφαρμόζει πιστά την πολιτική του πρόταση. Όποιος έχει την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό, ας επιστρατεύσει στοιχειωδώς τη λογική του και την κρίση του στα όσα πράττει η κυβέρνηση (ή επιχειρεί ατελέσφορα να πράξει) τους τελευταίους έξι μήνες στον τομέα της Παιδείας – κυρίως, στον λόγο που συνοδεύει και στον τρόπο που μεθοδεύει τα εγχειρήματά της. Σε οποιονδήποτε άλλον τομέα του δημόσιου βίου η απουσία πολιτικής πρότασης («νοήματος» της κοινωνικής συμβίωσης, ποιότητας και στόχων) μπορεί να καμουφλαριστεί με ωραιολογίες και «επικοινωνιακά» τεχνάσματα. Στην Παιδεία αυτό είναι αδύνατο. Κάθε απροκατάληπτος (και νοήμων) πολίτης βλέπει ολοκάθαρα ότι η σημερινή κυβέρνηση απλώς διαχειρίζεται τον πασοκικό «εκδημοκρατισμό», δηλαδή την ιστορικοϋλιστική ατομοκρατία, τη δημοκοπία του «όλα επιτρέπονται». Ακόμα και ο βιασμός στις σχολικές τουαλέτες τιμωρείται με πενθήμερη αποβολή θυτών και θύματος – το υπουργείο Παιδείας συναινεί αδιαμαρτύρητα σε τέτοια απόφαση - Ύβρι.

Τα αδιέξοδα του πασοκικού Νόμου - πλαισίου για τα πανεπιστήμια και τον συνακόλουθο εξαθλιωτικό ευτελισμό της ανώτατης εκπαίδευσης μικρή μόνο μερίδα της ελλαδικής κοινωνίας μπορεί να τα πιστοποιήσει. Αλλά την κατάρρευση και ολοκληρωτική αχρήστευση του Λυκείου, ως θεσμού ή βαθμίδας της εκπαίδευσης, την αντιλαμβάνεται ασύγκριτα μεγαλύτερη κοινωνική μερίδα και την υφίσταται. Όπως αντιλαμβάνεται και ποια συντελεσμένη διάλυση μαρτυρούν οι διαδηλωτικοί τραμπουκισμοί των δασκάλων, η φαυλουργία των σχολικών «καταλήψεων», οι διαστροφικοί βανδαλισμοί κτιρίων και εκπαιδευτικού εξοπλισμού, με συμβολικό κορύφωμα τον βιασμό μαθήτριας από συμμαθητές στις σχολικές τουαλέτες.

Σίγουρα, σημαντική μερίδα της ελλαδικής κοινωνίας πιστοποιεί την αποσύνθεση του εκπαιδευτικού συστήματος. Σίγουρα κάποιο ποσοστό του πληθυσμού που ποτέ δεν μετρήθηκε έχει ξεκάθαρες και σαφείς απαιτήσεις πραγματικών και ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση. Αλλά αυτοί όλοι οι πολίτες ποιον να τιμωρήσουν στις προσεχείς εκλογές και σε ποιον να δώσουν τη ψήφο τους; Το ΠΑΣΟΚ είχε τουλάχιστον την ειλικρίνεια να σαρκώσει σε πολιτικό πρόγραμμα τον ιστορικοϋλιστικό αμοραλισμό, τον ατομοκεντρικό «εκδημοκρατισμό» του «όλα επιτρέπονται». Το κυβερνών σήμερα κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας» μιμείται πειθήνια το ΠΑΣΟΚ, φιλοδοξεί να «βελτιώσει» κάποιες κραυγαλέα αποτυχημένες εκφάνσεις του πασοκικού προγράμματος, αλλά πειθαρχεί απαρέγκλιτα στην πασοκική νοηματοδότηση της κοινωνικής συμβίωσης.

Τα δύο «κόμματα εξουσίας» στην Ελλάδα σήμερα διαφοροποιούνται μόνο ως προς τους παίκτες (επιτρέποντας όμως και τις μεταγραφές παικτών), σε τίποτε άλλο. Η επαγγελματική ιδιοτέλεια εξομοιώνει τα δύο κόμματα, ιδεολογικές διαφορές δεν υπάρχουν (είναι «πολυσυλλεκτικά» και τα δύο) κοινές είναι και οι πολιτικές πρακτικές – παραλλάσσουν ενίοτε οι ατομικές ικανότητες. Τα υπόλοιπα στο κοινοβούλιο κόμματα επιβιώνουν, χρόνια τώρα, εξυπηρετώντας ψυχολογικές ιδιαιτερότητες μειοψηφιών.

Ποιος τολμάει να καταμετρήσει τίμια το τμήμα της ελλαδικής κοινωνίας που στερείται πολιτική - κομματική έκφραση;

«Η Καθημερινή», 19/11/2006

17/11/06

Ο ΕΥΡΩΤΟΥΡΚΙΣΜΟΣ - Χρήστου Μαλεβίτση

Κάτι το εξόχως περίεργο συμβαίνει με την Τουρκία και τους Δυτικοευρωπαίους. Όσο περισσότερο η Τουρκία περιφρονεί τη διεθνή νομιμότητα και όσο πιο βάρβαρη δείχνεται προς τους αντιπάλους της, τόσο αγαπητότερη γίνεται από τους δυτικούς, Ευρωπαίους και Αμερικανούς. Γι’ αυτό επιδεικνύει αυτάρεσκα την ανομία της και την αγριότητά της.

Η Τουρκία είναι μέλος του Ν.Α.Τ.Ο. και διατηρεί μια αποβατική στρατιά με τρεις χιλιάδες αποβατικά σκάφη στα σύνορα με ένα άλλο μέλος του αυτού στρατιωτικού οργανισμού, της Ελλάδος. Και για τους δυτικούς ιθύνοντες είναι σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Τί θα γινόταν όμως, αν μια τέτοια αποβατική στρατιά διατηρούσε η Γαλλία ή η Γερμανία έναντι της Μεγάλης Βρετανίας; Η Μεγάλη Βρετανία δεν απειλεί τη Γαλλία ή τη Γερμανία. Μήπως η Ελλάδα απειλεί την Τουρκία; Και όμως, αυτή η τερατώδης κατάσταση γίνεται αποδεκτή από τους Ευρωπαίους.

Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τις διεθνείς συνθήκες και τις παραβιάζει όπου την συμφέρει. Δεν αναγνωρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα ούτε τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Τέλος, δεν αναγνωρίζει τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών.

Η Τουρκία λήγοντος του εικοστού αιώνος χρησιμοποιεί την πρωτόγονη και βάρβαρη τακτική της σφαγής του αντιπάλου. Όλη η Οικουμένη είδε τα κομμένα κεφάλια των Κούρδων που τα κρατούσαν από τα μαλλιά Τούρκοι στρατιώτες. Τις εικόνες αυτές πρώτες τις δημοσίευσαν τουρκικές εφημερίδες. Και οι Ευρωπαίοι δεν αγανάκτησαν, μολονότι προσποιούνται τους ευαίσθητους. Σχετικά δε με το κουρδικό έθνος, λησμόνησαν την αρχή της αυτοδιαθέσεως των λαών, που κάποτε τόσο ηχηρά διατυμπάνιζαν. Έσχατη και απαίσια ομολογία σφαγής 1619 Ελλήνων ομήρων έγινε από τον Ντενκτάς, υπεύθυνο για τις σφαγές αυτές, χωρίς να καταπλαγεί και πάλι η Ευρώπη.

Τί συμβαίνει, λοιπόν, με αυτήν την κρυφή σχέση αγάπης Δυτικοευρωπαίων και Τούρκων; Ακριβώς είναι αυτός ο δεσμός της ανομίας και της αγριότητας. Οι Τούρκοι αντιλαμβάνονται πως περί αυτού πρόκειται. Γι’ αυτό και υπερηφάνως δείχνουν την ανομία τους και την αγριότητά τους. Διότι αυτό ικανοποιεί και θεραπεύει το ασυνείδητο των Ευρωπαίων, το οποίο δεν μπορούν πλέον να το ικανοποιήσουν στον τόπο τους, όπως το έκαναν στους δύο τελευταίους πολέμους.

Η Ευρώπη έστελνε τους νέους της στις αποικίες για να ασκήσουν τα άγρια ένστικτά τους. Τώρα που έκλεισε αυτή η διέξοδος συντηρούν την Τουρκία ως ψυχική τους αποικία. Αφού δεν μπορούν πλέον οι ίδιοι να τρομοκρατούν, όπως το έκαναν επί αιώνες, τώρα έχουν καταντήσει οι ηδονοβλεψίες του τουρκικού τρόμου. Φανταζόμαστε τη χαρά των φανερών και κρυφών ναζιστών της σημερινής Γερμανίας, όταν παρακολουθούσαν από τις τηλεοράσεις τους τα δικά τους πάντσερ, που έδωσαν στην Τουρκία, να κατακομματιάζουν τον «κατώτερο» λαό των Κούρδων. Έτσι ικανοποιούσαν το σύνδρομο του Γκουντέριαν. Επίσης, αντιλαμβανόμαστε την ευδαιμονία των αυτών όντων όταν ο τουρκικός στρατός σάρωνε τη βόρειο Κύπρο, με τη σημαία του μεσαιωνικού προγόνου των, του Αττίλα. Αλήθεια, αυτή την ονομασία των τουρκικών ορδών ένας συμβατικά σκεπτόμενος θα τη θεωρούσε ατυχή. Και όμως το τουρκικό κατεστημένο ήξερε πως έτσι κολακεύει την κρυφή αγριότητα του Ευρωπαίου. Συνεπώς, η τουρκική θηριωδία αντισταθμίζει το αίτημα βομβαρδισμού που υπάρχει αθάνατο στο ευρωπαϊκό ασυνείδητο. Βέβαια, αυτό συμβαίνει εν πολλοίς και με τα έργα βίας και φόνου που οι δυτικοί κατασκευάζουν για τις τηλεοράσεις των. Όμως αυτά είναι έργα φαντασίας, ενώ η τουρκική αγριότητα είναι αυθεντική ιστορική πραγματικότητα. Γι’ αυτό στα κατάβαθά τους θα χαρούν πολύ αν δουν την Τουρκία να σπαράσσει την Ελλάδα. Διότι την Ελλάδα τη μισούν, επειδή αυτή τούς δίδαξε τη νομιμότητα, τη δημοκρατία, την ισοπολιτεία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πράγματα λίαν οχληρά, που τούς έδεσαν με αρχές και τούς στένεψαν πολύ. Και αναγκάζονται να ασκούν την αγριότητά τους μέσω αντιπροσώπου, ώσπου κάποτε να την αναλάβουν και πάλι οι ίδιοι, με ένα νέο φασισμό. Προς το παρόν, ικανοποιούνται με τον ευρωτουρκικό. Άλλωστε, όλοι οι -ισμοί της Ευρώπης ήταν κινήματα του ασυνείδητού της με τα οποία αντιστάθμιζε την ξηρότητα στην οποία περιέπιπτε το συνειδητό της. Τώρα υδροδοτείται από κρυφά τουρκομανικά ρεύματα˙ μια ανίερη επιμιξία, στην οποία καταφεύγουν οι ψυχικώς παρηκμασμένοι. Έτσι προετοιμάζεται ο καιρός που οι βάρβαροι στο τέλος θα διαβούν το όριο της Βιέννης και του Πουατιέ. Θα πουν μερικοί πως η αγάπη των Ευρωπαίων προς τους Τούρκους ξεκινάει από λόγους οικονομικούς και στρατηγικούς. Εύλογο. Υπάρχει, όμως και το παράλογο. Και μάλιστα ισχυρότερο.

«Η Καθημερινή», 12/03/1996 και στο βιβλίο του ιδίου «Οι Παράκτιοι Άνθρωποι», εκδόσεις «Ευθύνη», 2002.

14/11/06

Ο Εξ Ανατολών Κίνδυνος - ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ

Κοντεύουν χίλια χρόνια από τότε που οι Σελτζούκοι Τούρκοι πρόσβαλαν τα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου. Στα 1070 κατέλαβαν το οχυρό Ματζικέρτ. Τον επόμενο χρόνο ο βασιλέας Διογένης Ρωμανός ο Δ΄ εξεστράτευσε για να το ανακτήσει. Όμως ηττήθηκε και συνελήφθη αιχμάλωτος. Η σφήνα του ασιανού σκότους μπήχτηκε στα ανατολικά πλευρά του Ελληνισμού και συνεχίζει την πίεσή της μέχρι τις ημέρες μας. Οι καιροί αλλάζουν, όμως ο επιθετικός χαρακτήρας της τουρκικής ελίτ παραμένει αναλλοίωτος. Και η επιθετικότητα συνοδεύεται από ακατάσχετο βαρβαρισμό. Το εύσημο του απολίτιστου βαρβάρου το απένειμε ο Φ. Ντοστογιέφσκι στους Τούρκους, κατά τον πλέον επίσημο τρόπο.

Στο μυθιστόρημά του «Αδελφοί Καραμαζόφ», στην περίφημη συνομιλία του Ιβάν Καραμαζόφ με τον αδελφό του Αλιόσα, λέγει ο πρώτος για τις αγριότητες των Τούρκων στη Βουλγαρία: «Καίνε, σφάζουνε, βιάζουν γυναίκες και παιδιά, καρφώνουν τ’ αυτιά των καταδίκων σε ξύλινους φράχτες και τους αφήνουν εκεί πέρα όλη νύχτα και το πρωί τούς κρεμάνε. Αυτοί οι Τούρκοι βασανίζανε με ηδονή και τα μικρά παιδιά. Σκίζανε με το σπαθί την κοιλιά της μάνας τους και τά βγαζαν από μέσα. Πετάγανε βυζασταρούδια στον αέρα και τ’ άφηναν να πέσουν και να καρφωθούν επάνω σε μια λόγχη. Κι όλα αυτά μπροστά στα μάτια των μανάδων. Η ηδονή ήταν ακριβώς που το βλέπανε και οι μανάδες». Όλοι οι όμοροι προς τους Τούρκους λαοί ξέρουν πως ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας δεν υπερβάλλει. Το ξέρουν και οι εθνικές μειονότητες εντός των ορίων, οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, τώρα οι Κούρδοι. Τους τελευταίους δεν μπορούν να τους εξαφανίσουν δια της σφαγής, επειδή είναι πολλοί.

Η τουρκική ελίτ είναι η μόνη που κράτησε μέχρι το τέλος του εικοστού αιώνα τα χαρακτηριστικά της παλαιάς πολεμικής ορδής. Κατέχει τη συνείδηση του κατακτητού ποιμένα, ο οποίος με τη ρομφαία του υποτάσσει τους γεωργικούς λαούς και τούς κυβερνά. Έχει τη συνείδηση του θύτου κι όχι του θύματος. Υπάρχουν θρησκείες, όπως αυτή του Ισλάμ, που είναι των κατακτητών, των θυτών, των πολεμιστών, των νικητών, των ποιμένων. Και υπάρχουν θρησκείες, όπως η ανατολική χριστιανική, που είναι των κατακτημένων, των θυμάτων, των πασχόντων, των ηττημένων, των γεωργών.

Ο Ελληνισμός, λοιπόν, τώρα και χίλια χρόνια αντιμετωπίζει εξ ανατολών έναν λαό κατεχόμενο από συνείδηση κατακτητική και επιθετική. Εξ αιτίας του έχει συρρικνωθεί απελπιστικά και κινδυνεύει με περαιτέρω συρρίκνωση. Πρόκειται για τον κατ’ εξοχήν κίνδυνο του Ελληνισμού, διότι τον οδηγεί προς τον ιστορικό αφανισμό του. Τί άλλο μένει στον Ελληνισμό από το να αναπτύξει και αυτός συνείδηση επιθετική, δηλαδή συνείδηση θύτου και όχι θύματος. Μήπως περιμένουμε να σπεύσουν οι Ευρωπαίοι για λογαριασμό μας; Δυστυχώς το πράγμα τίθεται έτσι απλά και τραγικά.

Και ωστόσο, στη χώρα μας, τις τελευταίες δεκαετίες, καλλιεργείται εντόνως η συνείδηση του θύματος. Και τούτο συνέβη με την αναγόρευση του κοινωνικού ζητήματος ως του μοναδικού προβλήματος που απασχολεί τον Ελληνισμό. Ολόκληρος ο λαός κηρύχτηκε ως πάσχων από την καπιταλιστική εκμετάλλευση και ως υφιστάμενος την απηνή δίωξη από τη φασιστική Δεξιά. Κατάντησε ο λαός των μη προνομιούχων, των αδικημένων, των κατατρεγμένων. Συνεπώς, οι μόνοι άξιοι άνδρες του Ελληνισμού είναι οι λαϊκοί αγωνιστές, αυτοί που οργανώνουν τις απεργίες, τις διαδηλώσεις, τη διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, το σταμάτημα των συγκοινωνιών, τις καταλήψεις των δρόμων και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Δεν ξέρω τί επέτυχαν οι λαϊκοί αγωνιστές ακόμη και στον τομέα των επιδόσεών τους, όμως ξέρω πως ως εξουσιαστές είναι ακατάλληλοι να διαχειριστούν όλα τα θέματα που δεν έχουν σχέση με τους λαϊκούς αγώνες, όπως είναι λ.χ. η εξωτερική πολιτική και η αντιμετώπιση του εξ ανατολών κινδύνου. Εδώ δεν ισχύει ούτε το «κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό». Διότι εδώ ο λαός δεν πρέπει να ξεχνά τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο, την Τένεδο και τη βόρεια Κύπρο. Τουλάχιστον. Οι Ισπανοί ξεπέρασαν τον εμφύλιο πόλεμό τους˙ εμείς δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τον δικό μας, ο οποίος πάει να προσλάβει τις ιστορικές συνέπειες που είχε ο Πελοποννησιακός πόλεμος για την αρχαία Αθήνα. Προπαντός επειδή εδραίωσε στο λαό τη συνείδηση του θύματος, του αδικημένου, του διωκόμενου. Και περιμένει τη σωτηρία του από τους κομματάρχες και τους συνδικαλιστές. Ενώ οι Τούρκοι έχουν έτοιμες τις αποβατικές μεραρχίες. Δεν είμαστε ούτε εθνικιστές, ούτε αντιλαϊκοί. Απλώς αγωνιούμε για την ιστορική επιβίωση του Ελληνισμού.

«Η Καθημερινή», 01/03/1996 και στο βιβλίο του ιδίου «Οι Παράκτιοι Άνθρωποι», εκδόσεις «Ευθύνη», 2002.

[θα ακολουθήσει το δοκίμιο του ιδίου υπό τον τίτλο «Ο Ευρωτουρκισμός» όπου προσεγγίζει την ατυχή για μας στάση των λοιπών Ευρωπαίων έναντι της Τουρκίας, για άλλη μία φορά με προφητική δεινότητα, ΘΔΓ].

5/11/06

«Νεκρές ψυχές» σε αγοραπωλησία - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Από δημοσιεύματα μερίδας του Τύπου πληροφορηθήκαμε οι πολίτες μια συστοιχία συμπτωμάτων που πιθανόν προοιωνίζονται μετάλλαξη του πολιτικού βίου στη χώρα μας. Τα συμπτώματα δηλώνουν παράκαμψη των κομματικών μηχανισμών από τους κομματικούς πολιτευτές προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντά τους. Η έκταση του φαινομένου είναι το καινούργιο (και πολλά προοιωνιζόμενο) δεδομένο.

Συνάχθηκαν τα περιστατικά από τις πρόσφατες εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης. Και δίνουν την αίσθηση ότι το ελλαδικό πολιτικό σκηνικό περνάει (νομοτελειακά) σε καινούργια διαμόρφωση: Οι επαγγελματικές συντεχνίες οι αποκαλούμενες «κόμματα» εξακολουθούν ακόμα (συμβατικά) να συσπειρώνουν, αλλά αδυνατούν πια να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικά τα ιδιοτελή συμφέροντα των πολιτευομένων. Γι’ αυτό και τα ιδιοτελή συμφέροντα αυτονομούνται από την κομματική συσπείρωση, ανοίγονται σε αποτελεσματικότερες διαπλοκές, διακομματικές – οι μηχανισμοί των κομμάτων αρχίζουν να χάνουν την ισχύ τους.

Διαβάζουμε οι πολίτες σε μερίδα του Τύπου πληροφορίες που δεν διαψεύστηκαν, δεν αμφισβητήθηκαν με δημόσιες δηλώσεις: Για δημάρχους του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που εξελέγησαν, επειδή οι τοπικοί βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος τους παραχώρησαν τις ψήφους του ιδιωτικού τους ποιμνιοστασίου (αφήνοντας έκθετο τον τοπικό κυβερνητικό υποψήφιο). Και το αντίστροφο επίσης: βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης που πρόσφεραν όσες ψήφους δουλοκτησίας διαθέτουν στον υποψήφιο του κυβερνώντος κόμματος. Αυτά στον Πειραιά, στον Βόλο, στο Χαλάνδρι, στον Βύρωνα, στο Περιστέρι, στη Νέα Σμύρνη, στην Αργυρούπολη Αττικής, στη Σταυρούπολη και Νεάπολη Θεσσαλονίκης, στην Κω, στην Κέρκυρα – χωρίς εγγύηση ότι οι διάσπαρτες σε μερίδα του Τύπου πληροφορίες καταγράφουν την πραγματική έκταση του φαινομένου.

Πρέπει να πρόκειται για αμοιβαίο δανεισμό ιδιωτικών ποιμνιοστασίων με συμφωνημένη την ανταλλαγή – δηλαδή: «θα με κάνεις δήμαρχο και θα σε κάνω βουλευτή». Ξέρουν οι πολιτευόμενοι ότι θα ήταν εντελώς ουτοπικό αν περίμεναν να εκτιμηθεί η ικανότητα και η ανθρώπινη ποιότητα από τους ψηφοφόρους σήμερα, ξέρουν ότι αξιολογικές αποτιμήσεις δεν λειτουργούν στην ελλαδική κοινωνία. Αλλά βλέπουν και τους κομματικούς μηχανισμούς (που συστηματικά επί δεκαετίες ξερίζωσαν από τον τόπο κάθε ίχνος αξιοκρατίας) συνεχώς να αποδυναμώνονται – η συνεκτική ύλη που έδενε τους ψηφοφόρους με το κόμμα (τα ιδεολογικά παραισθησιογόνα και το ρουσφέτι) δεν υπάρχει πια, δεν λειτουργεί.

Τα «πολυσυλλεκτικά» συμφέροντα των κομμάτων εξουσίας έχουν εξαλείψει το όποιο λείμμα αφελών παρέμενε εξαρτημένο από κόμματα για λόγους ιδεολογικούς. (Ακόμα και το «κομμουνιστικό» κόμμα μιλάει πια μόνο για «συμφέροντα» και «δικαιώματα», δεκδικήσεις καταναλωτικής ευχέρειας, περιορίζοντας στην κοπαδιασμένη νεολαία του και μόνο τις παλιές τακτικές των ιδεολογικών αποχαυνωτικών εξαρτήσεων). Το δε ρουσφέτι, παντοδύναμο όπλο των κομμάτων εξουσίας, ταυτισμένο με τους διορισμούς στο δημόσιο, έχει δραματικά δυσκολευτεί (όσα «παράθυρα» κι αν εφευρίσκουν οι κυβερνήσεις) από τον έλεγχο που ασκεί η Ε.Ε. στον δημόσιο τομέα του συλλογικού μας βίου.

Από τότε που άρχισαν να ρέουν στη χώρα οι πακτωλοί των «πακέτων» της Ε.Ε., το ρουσφέτι άλλαξε προσανατολισμό: κατευθύνθηκε στην επιδίωξη συμμετοχής σε επιδέξια «προγράμματα», εκπονήσεις «μελετών», αναθέσεις «έργων», «προμήθειες» από εκτέλεση παραγγελιών. Αυτά όλα μεταποιήθηκαν σε «συναρπαστικές» ευκαιρίες καταλήστευσης του κοινωνικού χρήματος, δηλαδή σε ρουσφέτι. Γι’ αυτό και ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια μυθικών για την ιστορία του Νέου Ελληνισμού παροχών, η χώρα είναι ακόμη με λειψό οδικό δίκτυο, παλαιοντολογικό σιδηροδρομικό, χωρίς λιμάνια, με δραματικά ανεπαρκή ακτοπλοΐα, χρεοκοπημένο αερομεταφορέα, δίχως κτηματολόγιο και συνεχή, ιλιγγιώδη πτώση της παραγωγικότητας.

Τις συναρπαστικές ευκαιρίες καταλήστευσης κοινωνικού χρήματος τις διαχειρίζονται ή τις ελέγχουν κυρίως τα υπουργεία και η τοπική αυτοδιοίκηση. Υπουργοί και τοπικοί άρχοντες αναλαμβάνοντας το υπούργημά τους ενημερώνονται, συνήθως κατά προτεραιότητα, ποια συμφέροντα «παίζονται» στο πεδίο των αρμοδιοτήτων τους. Η ενδεχόμενη «διαπλοκή» μαζί τους λύνει προβλήματα εξασφάλισης πόρων για το κόμμα, για την ατομική προεκλογική διαφήμιση και συγκροτεί μεθοδικά την προσωπική πελατεία του πολιτευτή, πλέγμα καλοστημένων εξαρτήσεων, ιδιωτικό ποιμνιοστάσιο

Οι αντιστάσεις στη «διαπλοκή» πρέπει να είναι εξαιρετικά δυσκατόρθωτες και μάλλον να μειώνονται όσο κατεβαίνουμε την κλίμακα της εξουσιαστικής ιεραρχίας. Μοιάζει ο μεγαλύτερος πολυμερισμός του εκσυγχρονισμένου ρουσφετιού (το πιο διευρυμένο φαγοπότι) να γίνεται στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Γι’ αυτό και το αλισβερίσι των πολιτευόμενων επικεντρώνεται, δίχως προσχήματα, στις εκλογές των τοπικών αρχόντων, όπου τα ατομικά συμφέροντα εξουδετερώνουν ακόμη και τους κομματικούς μηχανισμούς, ακυρώνουν τις κομματικές ταυτότητες.

Ποιος όμως είναι ο ανθρωπολογικός τύπος, καθόλου σπάνιος στην ελλαδική κοινωνία σήμερα, που δέχεται να σταυλίζεται σε ιδιωτικά ποιμνιοστάσια επαγγελματιών της πολιτικής και να τον δανείζουν οι επαγγελματίες σε αντίπαλο κόμμα, αν αυτό τους συμφέρει, όπως περίπου σε εποχές δουλοκτησίας και αγοραπωλησίας, κατά Γκόγκολ, «νεκρών ψυχών»; Ποιες εξαρτήσεις πρέπει να δένουν έναν άνθρωπο όχι σε κόμμα (όπου η εξάρτηση υποδύεται τουλάχιστον την ιδεολογική προτίμηση) αλλά σε ένα και μόνο άτομο ολοφάνερου οπορτουνισμού, σε επαγγελματία που πασχίζει μόνο για το εγωτικό του συμφέρον; Ποιες ευαισθησίες, ποιες απαιτήσεις από τη ζωή, ποια όνειρα για τα παιδιά τους έχουν οι άνθρωποι που πειθαρχούν σε κελεύσματα εξουσιολάγνων και, αυτοπροαίρετα, μόνοι πίσω από το παραπέτασμα πριν την ψηφοδόχο, ευνουχίζουν την κρίση τους και την ανθρωπιά τους;

Τελικά, προβληματικοί τύποι ίσως να είμαστε όσοι θέτουμε τέτοια ερωτήματα, όσοι αρνούμαστε να παραδεχθούμε ότι η εκμηδένιση της λογικής, των κριτηρίων ποιότητας και κάθε ανθρώπινης ευαισθησίας είναι προϋπόθεση επιβίωσης στην ελλαδική κοινωνία σήμερα. Μας το επιβεβαιώνουν κάθε μέρα, προκλητικά, και τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων: Για να επιβιώσει κανείς πρέπει να υποταχθεί στο απύθμενο θράσος της συνδικαλισμένης δημοσιοϋπαλληλίας, στους «αγώνες» της που προκαλούν χυδαία τη νεολαία του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή του καθημερινού δωδεκάωρου με μηνιάτικο 600 και 700 ευρώ. Να καταπίνει κανείς ραγιάδικα την επιθετική μοχθηρία του δυσπρόσοπτου εκπροσώπου Τύπου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έτσι που εγκαλεί ακατάσχετα τη σημερινή κυβέρνηση για κοινωνικά εγκλήματα, αποτρόπαια, του δικού του κόμματος στα είκοσι προηγούμενα χρόνια εξουσίας του.

Υποδουλωμένοι στην παράνοια, στη χυδαιότητα και στην ανελπιστία, γιατί να μην πουληθούμε και σαν «νεκρές ψυχές» στο κερδοφόρο αλισβερίσι κάποιου «νονού» της ζοφερής νύχτας του τάχα και «πολιτικού» μας βίου;

«Η Καθημερινή», 05/11/2006

Η πνιγμένη φωνή της αποχής - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Από γενικές εκλογές λογικό να συνάγονται γενικά συμπεράσματα. Και αν η λογικότητα των συμπερασμάτων είναι κριτική, φυσικό μια κοινωνία σε κρίση να μην την ανέχεται. Ο στρουθοκαμηλισμός (κατ’ ευφημισμόν «αισιοδοξία») πλεονάζει σε περιόδους παρακμιακής αποσύνθεσης, κυριαρχεί στη ψυχολογία της μάζας. «Μάζα» λέμε τη συλλογικότητα που έχει παραιτηθεί από το άθλημα των σχέσεων λογικής κοινωνίας – μια «κοινωνία» ακοινώνητων ατόμων.

Από τις πρόσφατες, λοιπόν, γενικές εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης συνάγεται λογικά δυσκατάποτο για τη μάζα (για τους «αισιόδοξους») συμπέρασμα: Η ελλαδική κοινωνία βυθίζεται όλο και πιο βαθιά σε λογική σύγχυση, χάνει τα κριτήρια διάκρισης του συμφέροντος από το ασύμφορο. Μοιάζει με χαμένα τα αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης.

Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς τη θριαμβική και πάλι εκλογική επιτυχία νομαρχών και δημάρχων κομματικής κοπής και χρήσης; Συνεχίζει η ελλαδική κοινωνία να εμπιστεύεται τα κοινά στους επίσημους πράκτορες της ιδιοτέλειας, στους κομματανθρώπους τους κατ’ επάγγελμα εξουσιολάγνους. Η κρίσιμη για το εκλογικό αποτέλεσμα μάζα αυτούς ψηφίζει, άσχετη η μάζα και αδιάφορη για την ποιότητα της ζωής της, για τις στοιχειώδεις απαιτήσεις εξανθρωπισμού του βίου της. Ανέχεται η πλειονότητα της ελλαδικής κοινωνίας να την εμπαίζουν απροκάλυπτα: να χρησιμοποιούν τα κόμματα τις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης για να μετράνε τη δική τους εκλογική δύναμη. Να αχρηστεύεται η μόνη θεσμική δυνατότητα αντίστασης των πολιτών στην ολοκληρωτική εξουσία των κομματικών συντεχνιών.

Διαδοχικά και κατ’ εξακολούθησιν «πρωτοκλασάτα» δήθεν στελέχη των κομμάτων παριστάνουν για κάποια χρόνια τους δημάρχους χρησιμοποιώντας τον θεσμό ως εφαλτήριο για την κομματική τους ανέλιξη. Και κάθε επόμενος που διαδέχεται τον προηγηθέντα στην ασέλγεια, αναμηρυκάζει τις ίδιες πάντα φαιδροδραματικές διαβεβαιώσεις για απερίσπαστη προσήλωση στις ευθύνες της δημοτικής αρχής. Ώσπου να φτάσει η πρόσφορη στιγμή να μεταπηδήσει κι αυτός (ή αυτή) στην κεντρική (πλεονεκτικότερη) εξουσία, γιατί η περιφερειακή - τοπική πέφτει λειψή.

Τυφλά, αυτοκαταστροφικά, η κρίσιμη για το εκλογικό αποτέλεσμα μάζα ψηφίζει για τοπικό άρχοντα όποιον κι αν χρίσουν τα κόμματα. Και τα κόμματα προτιμούν υποψηφίους που θα ψηφιστούν με τη λιγότερη δυνατή άσκηση κριτικής σκέψης: θα προτιμηθούν από τη μάζα επειδή είναι, έστω και μόνο, τηλεοπτικά αναγνωρίσιμοι (ούτε κατ’ ελάχιστον αναγνωρισμένοι στον κοινωνικό στίβο). Ψηφίζονται λοιπόν σε καίριες για τη διαχείριση του κοινού βίου θέσεις άνθρωποι που συγχέουν τη μέθη της δημοσιότητας (όπως τη γεύτηκαν ως καλαθοσφαιριστές, ηθοποιοί ή ευνοημένοι των τηλεπαραθύρων) με τη δυσφόρητη ευθύνη διακονίας των κοινωνικών αναγκών. Με αποτέλεσμα οι λέξεις «διακονία» ή «ευθύνη» να ηχούν εντελώς παράταιρα όταν πρόκειται για τα πολιτικά αξιώματα και η μέθη της δημοσιότητας να πρυτανεύει όχι μόνο ως κίνητρο, αλλά και ως σκοπός.

Και όταν σε κάποιον δήμο ή νομό δεν υπάρχει ούτε ένας υποψήφιος άρχοντας απροσκύνητος, όταν όλοι έχουν πουληθεί στις συντεχνίες επαγγελματιών της εξουσίας, τις λεγόμενες «κόμματα», τότε πώς να αντιδράσει πολιτικά ο υπεύθυνος πολίτης; Μα, φυσικά, με την αποχή – η αποχή από εκλογές με νοθευμένους εκ προτέρου τους στόχους της διαδικασίας είναι άκρως υπεύθυνη πολιτική πράξη. Είναι και πράξη αποτελεσματική, γι’ αυτό και οι επαγγελματίες της εξουσίας θέσπισαν να τιμωρείται η αποχή, ώστε να καμουφλάρεται ενδεχόμενη κατάρρευση του πολιτικού συστήματος.

Στις πρόσφατες εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης, σε ορισμένους δήμους της χώρας, η αποχή ξεπέρασε και το 60% των ψηφοφόρων. Που σημαίνει ότι οι εκλεγέντες συγκέντρωσαν την προτίμηση στο πρόσωπό τους πολύ μικρού μέρους της τοπικής κοινωνίας. Αλλά και πάλι το ποσοστό της αποχής δεν ήταν ικανοποιητικό. Η σημερινή πραγματικότητα του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα θα μπορούσε να αποκαλυφθεί και να αντιμετωπιστεί μόνο με μια αποχή της τάξεως του 80 ή 90% των ψηφοφόρων. Σε κάθε κοινωνία με υγιή αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης δικαιολογείται ένα ποσοστό μόνο 10-20% των πολιτών να εθελοτυφλεί ή να παρουσιάζει μειωμένη ικανότητα κριτικής σκέψης.

Το γενικό συμπέρασμα που λογικά συνάγεται από τις πρόσφατες γενικές εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης είναι ότι η μεγάλη πλειονότητα της ελλαδικής κοινωνίας δεν έχει τις προϋποθέσεις για να αντιδράσει στον ζυγό της Κομματοκρατίας. Η πλειοψηφία των πολιτών δεν αντιλαμβάνεται ότι ψηφίζοντας τις κομματικές μαριονέτες αμνηστεύει την ανυπόφορη κυβερνητική ανικανότητα και τη φαιδροδραματική ολιγότητα της αντιπολίτευσης (μαζί και το εγκληματικό για τον τόπο παρελθόν της). Ότι συντηρώντας την Κομματοκρατία συμπαίζει με την τεταρτοκοσμική αθλιότητα «ειδήσεων» και «παραθύρων» των ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών. Ότι συναινεί στον ανεμπόδιστο σφετερισμό της εξουσίας από τους συνδικαλιστές τραμπούκους «δυναμικών» μειοψηφιών, που νεκρώνουν με διαδηλώσεις το κέντρο της πόλης βασανίζοντας σαδιστικά εκατοντάδες χιλιάδες συνανθρώπους τους.

Συντηρώντας την Κομματοκρατία με την ψήφο του ο πολίτης δικαιώνει τη θρασύδειλη (ιδιοτελέστατη) ανοχή, από κυβέρνηση και αντιπολίτευση, εκτρωματικών κοινωνικών συμπτωμάτων, όπως η άρνηση των πανεπιστημιακών και κάθε βαθμίδας δασκάλων να αξιολογούνται για τα προσόντα τους και τη δουλειά τους, άρνηση να δεχθούν θεσμούς αξιοκρατίας στην Εκπαίδευση. Ή όπως το αίτημα φοιτητικών οργανώσεων και καιροσκόπων δημάρχων να κατέβει η βαθμολογική βάση εισόδου στα πανεπιστήμια κάτω από το 10! Ανέχεται και ενθαρρύνει ο πολίτης με την ψήφο του την κατεστημένη στο πολιτικό μας σύστημα ύποπτη αδιαφορία για την αξιοπρέπεια, τον αυτοσεβασμό των Ελλήνων στις διεθνείς σχέσεις. Καταπίνει αδιαμαρτύρητα ο πολίτης το σκάνδαλο να έχουν «συμπέσει» η υπουργός των Εξωτερικών και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στον ίδιο πεισματικό προπαγανδισμό της διαβόητης (τετραχηλισμένης πια στις σκοπιμότητές της) Πλεκτάνης Ανάν.

Το πολιτικό σύστημα της χώρας έχει ολοφάνερα καταρρεύσει, ολοφάνερα ανίκανο να αντιμετωπίσει με τρόπο αποτελεσματικό θεμελιώδη προβλήματα κοινωνικής λειτουργικότητας και σοβαρότατες εξωτερικές απειλές. Η τεχνητή συντήρησή του εξυπηρετεί πανίσχυρα συμφέροντα ντόπια και ξένα. Ο πολίτης δεν έχει να αντιτάξει παρά μόνο ευκαιριακά στρατηγήματα, όπως στην περίπτωση των εκλογών τοπικής αυτοδιοίκησης, την αποχή. Άλλη μια ευκαιρία χάθηκε.
"Η Καθημερινή", 28/10/2006

31/10/06

Περί Θεού - ΚΑΡΛ ΓΙΑΣΠΕΡΣ (επιλεγμένα αποσπάσματα)

«Συνεχώς αντιλαμβανόμαστε πως ο Θεός δεν είναι αντικείμενο της γνώσης, δεν αποδεικνύεται υποχρεωτικά. Ούτε είναι αντικείμενο των εμπειριών των αισθήσεών μας. Είναι αόρατος. Δεν τόν βλέπει κανείς, αλλά μόνο τον πιστεύει».

«Από πού όμως προέρχεται αυτή η πίστη; Η πηγή της δεν βρίσκεται στα όρια της εγκόσμιας εμπειρίας, αλλά στην ελευθερία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος που πραγματικά συνειδητοποιεί την ελευθερία του, αποκτά συνάμα και τη βεβαιότητα του Θεού. Ελευθερία καί Θεός είναι αχώριστα. Γιατί;»

«Είμαι βέβαιος για τούτο: Δεν υπάρχω αφ' εαυτού μου ως ελεύθερο ον, αλλά είμαι δοσμένος στον εαυτό μου ως δώρο. Διότι μπορώ να μην είμαι ο εαυτός μου καί δεν μπορώ να εκβιάσω τον εαυτό μου να είναι ελεύθερος. Όταν είμαι ο αυθεντικός εαυτός μου, είμαι βέβαιος πως δεν είμαι έτσι μέσω του ιδίου του εαυτού μου. Η ύψιστη ελευθερία γνωρίζεται στην απελευθέρωση από τον κόσμο. Και τούτη η ελευθερία είναι ο βαθύτατος δεσμός με την υπέρβαση.»

«Την ελευθερία του ανθρώπου την ονομάζομε επίσης υπόστασή του.»

«Είμαι βέβαιος για τον Θεό κατά το μέτρο της αποφασιστικότητας με την οποία υπάρχω. Η βεβαιότητα αυτή είναι για την υπόστασή μου όχι ένα περιεχόμενο γνώσης, αλλά μια παρουσία

«Αν η βεβαιότητα της ελευθερίας εμπεριέχει τη βεβαιότητα της ύπαρξης του Θεού, τότε υπάρχει μια συνάφεια ανάμεσα στην άρνηση της ελευθερίας και στην άρνηση του Θεού. Αν δεν νοιώθω το θαύμα της εαυτότητάς μου, τότε δεν μού χρειάζεται καμμιά σχέση με τον Θεό, αλλά είμαι ικανοποιημένος με τη φυσική εμπειρική ύπαρξη, με τους πολλούς θεούς και δαίμονες.»

«Και αφ' ετέρου υπάρχει μια συνάφεια ανάμεσα στην παραδοχή μιάς ελευθερίας χωρίς Θεό και στην θεοποίηση του ανθρώπου. Είναι η φαινομενική ελευθερία της αυθαιρεσίας, η οποία νοείται ως η τάχα απόλυτη ανεξαρτησία του "θέλω". Στηρίζομαι στη δική μου δύναμη τού "αυτή είναι η θέλησή μου", και στην αυθάδη παραδοχή του θανάτου. Αλλά αυτή η αυταπάτη, το ότι δηλαδή υπάρχω από μόνος μου, κάνει την ελευθερία να περιπέσει στην αμηχανία της κενότητας. Η άγρια ορμή της αυτοκατάφασης γυρνάει σε απελπισμό, όπου αυτό που είπε ο Κίρκεγκωρ, πως «το να θέλεις απελπισμένα να είσαι ο εαυτός σου και το να θέλεις απελπισμένα να μήν είσαι ο εαυτός σου, καταλήγουν να είναι το ίδιο». Ο Θεός υπάρχει για μένα στον βαθμό που πράγματι γίνομαι ο εαυτός μου, εν ελευθερία. Για την υπόστασή μου δεν είναι μία γνώση, αλλά μία αποκάλυψη

«Με τον φωτισμό της υπόστασής μας ως ελευθερίας, δεν σημαίνει ότι αποδεικνύεται η ύπαρξη του Θεού, παρά είναι σαν να δείχνεται ο τόπος, όπου η βεβαιότητά του καθίσταται δυνατή

«Με καμμιά από τις αποδείξεις περί του Θεού δεν μπορεί η σκέψη να φθάσει στόν σκοπό της, όταν θέλει να εξασφαλίσει υποχρεωτική βεβαιότητα. Αλλά η αποτυχία της σκέψης δεν καταλήγει στο τίποτε. Δείχνει προς αυτό που φανερώνεται στην ανεξάντλητη, συνεχώς ερωτώσα και περιεχοντική συνείδηση περί του Θεού.»

από το βιβλίο του Karl Jaspers "Εισαγωγή στη Φιλοσοφία", μτφρ. από τα Γερμανικά, Χρήστου Μαλεβίτση. Κεφάλαιο "Η Ιδέα του Θεού".

Ο Γιάσπερς επίσης είπε: «Η φιλοσοφία δεν είναι μία γνώση που ισχύει αντικειμενικά, αλλά είναι η συνείδηση του υπάρχειν μέσα στον κόσμο».

*Οι σημειώσεις δικές μου. Απαντούν σε πολλές παρ-εξηγήσεις των περισσοτέρων ανθρώπων επί του θέματος. [ΘΔΓ]

18/9/06

Η πορεία του πολιτισμού μας - ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ

Υπάρχει διάχυτη η αντίληψη πως ο πολιτισμός μας βρίσκεται σε παρακμή. Την αντίληψη αυτή τη σφράγισε και τη διάπλωσε ο τίτλος του ονομαστού βιβλίου του Όσβαλντ Σπένγκλερ «Η Παρακμή της Δύσεως», που εκυκλοφόρησε όταν τελείωνε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Ο Σπένγκλερ πιστεύει πως ήδη από τον προηγούμενο αιώνα ο πολιτισμός μας μπήκε στη φάση του «χειμώνα». Η άνοιξή του συνέβη στα 900-1200 μ.Χ. Το καλοκαίρι του άρχισε από τη Μεταρρύθμιση και λίγο νωρίτερα με τον Νικόλαο Κουζάνο (1464) και τελείωσε με τον Αγγλικό πουριτανισμό και τη λογική του Πόρτ Ρουαγιάλ (1620). Το φθινόπωρο ξεκινάει με τους Γάλλους Εγκυκλοπαιδιστές και καταλήγει με τα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα των Σέλλινγκ, Εγέλου και Φίχτε.

Ο Σπένγκλερ λέγει πως η περίοδος του χειμώνα του πολιτισμού μας χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του πολιτισμού των μεγαλουπόλεων, την εξαφάνιση των δημιουργικών πνευματικών δυνάμεων, την προβληματικοποίηση της ζωής και τις τάσεις τις ηθικοπρακτικές ενός άθρησκου και μη μεταφυσικού κοσμοπολιτισμού. Από το 1900 και εντεύθεν, λέγει, μπαίνουμε στην περίοδο του «ηθικού σοσιαλισμού». Η αντίστοιχη προς αυτή την τελευταία χειμερινή φάση του Ινδικού πολιτισμού ήταν ο Βουδδισμός, του Κλασσικού πολιτισμού ήταν ο Στωικισμός, και του Αραβικού πολιτισμού ήταν η πρακτική μοιρολατρεία του Ισλάμ μετά το 1000 μ.Χ. Βέβαια μιλάει για τη μοιραία οργανική κατάληξη του πολιτισμού μας, χωρίς να ορίζει και τα χρονικά όρια του τέλους του. Πάντως προβλέπει πως μετά το 2000 μ.Χ. αρχίζει η προτελευταία φάση του ιστορικού χειμώνα, που τήν χαρακτηρίζει ως εξής: «Τέλος της ανάπτυξης των μορφών˙ χωρίς νόημα, κενή, ψεύτικη και επιτηδευμένη αρχιτεκτονική και διακοσμητική μίμηση αρχαϊκών και εξωτικών μοτίβων».

Τουλάχιστο χαίρεται κανείς την ποιητικότητα των οραμάτων του Σπένγκλερ. Και οπωσδήποτε οι παρατηρήσεις του είναι εύστοχες και μάς αγγίζουν. Θα μπορούσε όμως κανείς να διαφωνήσει με το «σύστημά» του και ιδίως με τη μηχανική αναγκαιότητα που τού προσδίδει. Το βιβλίο του που μνημονεύσαμε καταλήγει με τα εξής λόγια: «Εν τούτοις, για μάς, που το πεπρωμένο μάς τοποθέτησε σε τούτον τον πολιτισμό και σε αυτή τη στιγμή της ανάπτυξής του -τη στιγμή που το χρήμα γιορτάζει τις τελευταίες του νίκες και ο Καισαρισμός που πρόκειται να το διαδεχτεί πλησιάζει με σιγανά και σίγουρα βήματα- ο δρόμος μας, επιθυμητός και αναγκαίος ταυτοχρόνως, διανοίγεται ανάμεσα από στενά όρια. Δεν έχουμε την ελευθερία να κάνουμε τούτο ή εκείνο, αλλά μόνο το αναγκαίο ή τίποτε. Και το έργο που έχει να επιτελέσει η ιστορική αναγκαιότητα θα πραγματοποιηθεί μαζί με το άτομο ή εναντίον του».

Επειδή η ιστορία δεν είχε την ευγένεια να επαληθεύσει κανέναν από τους προφήτες, την ίδια τύχη φαίνεται να έχουν και οι προρρήσεις τόσο του Σπένγκλερ, όσο και του Τόυνμπη, που με τον τρόπο του ακολούθησε τον πρώτο. Όμως τα δύο αυτά μεγάλα ιστορικά πνεύματα έθεσαν κατά τρόπο δραματικό όσο και μεγαλειώδη το πρόβλημα, αλλά ακόμη και το μυστήριο, του πολιτισμού καθ’ όλου, και ειδικότερα του δικού μας πολιτισμού. Δεν είναι βέβαια οι μόνοι. Είναι όμως από τους κορυφαίους, με την ατελεύτητη παιδεία τους και με την ευγένεια του πνεύματός των.

Οι καλλιτέχνες οσμίζονται καλύτερα το ιστορικό τοπίο και μάς έχουν προσφέρει εκδοχές πολιτισμικής παρακμής τρομακτικές. Ο Κάφκα, ο Ιονέσκο, ο Μπέκετ και άλλοι πολλοί οδήγησαν τη ψυχή μας σε έρημα και σκοτεινιασμένα τοπία. Ίσως να έχει δίκαιο ο Τ. Σ. Έλιοτ όταν στην «Έρημη Χώρα» του βλέπει την Ιερουσαλήμ, την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια, τη Βιέννη και το Λονδίνο ως μη πραγματικές, ως unreal, όπως λέγει στη γλώσσα του, ως «ανύπαρχτες», όπως μεταφράζει ο Σεφέρης. Μπορεί η ποίηση να έχει το δικαίωμα να δημιουργεί δικές της πνευματικές πραγματικότητες που να έρχονται σε αντίθεση με τις τρέχουσες ιστορικές. Ωστόσο, όπως και να το κάνουμε, οι πόλεις αυτές όχι μόνο δεν είναι ανύπαρκτες, αλλά σφύζουν από ζωή, από δυναμισμό, από δημιουργικότητα. Βέβαια, όλα αυτά θα μπορούσαμε να τα θεωρήσουμε ανύπαρκτα, εφόσον τελούνται έξω από τον χώρο του πνεύματος, κατά την άποψη την ελιοτική. Η ιστορία όμως πάντοτε έτσι ετελείτο. Και θα ήταν πολύ δύσκολο να θέσουμε την ιστορία εκτός του πνεύματος. Αυτό το κάνουν μόνον όσοι αποσύρθηκαν στην έρημο. Οι άλλοι ίσως να μην έχουν βαθειά συνειδητοποιήσει τί σημαίνει ιστορία. Πράγμα που δεν επιτρέπεται, τουλάχιστο μετά τον Έγελο.

Οι λέξεις «παρακμή» και «κρίση» έχουν καταντήσει συνθήματα χωρίς γνήσιο πνευματικό περιεχόμενο. Για την κρίση του εμπορίου μιλάνε μόνο οι αποτυχημένοι έμποροι. Και οι καλλιτέχνες μπορούν να μελετούν την ψυχολογία των αποτυχημένων εμπόρων και να καταλήγουν σε σπουδαία συμπεράσματα για την ανθρώπινη κατάσταση, όμως οι ίδιοι ψωμίζονται από τους επιτυχημένους εμπόρους.

Είναι βέβαιο πως ένας μεγάλος κόσμος βαθειών εμβιώσεων αποσύρεται προς το παρελθόν. Και μάς φαίνεται πως χάνεται η ψυχή μας. Στα πρόσωπά μας αισθανόμαστε «την πνοή του κενού», όπως ένοιωθε και ο Νίτσε. Όμως όλες οι εκτιμήσεις μας είναι πολύ σχετικές και οπωσδήποτε δεν καλύπτουν το φαινόμενο στην ολότητά του. Διότι ποιός τολμάει να μάς πει εγκύρως τί πράγματι χάνεται και τί πράγματι μένει˙ τί μέσα στη σύγχρονη ιστορία είναι αληθινά πνευματικό και τί δεν είναι; Κανένας.

Η ιστορία δεν γηράσκει˙ οι ιδέες γηράσκουν και οι εμβιώσεις -και οι πιο σπουδαίες, και οι πλέον σωτήριες. Αυτό άλλωστε σημαίνεται με τον θάνατο των θεών. Και τούτο συνιστά μέγα σκάνδαλο, και μάς προκαλεί μεγάλη θλίψη. Είναι η «θλίψις του πνεύματος», του Εκκλησιαστή. Όμως μετά από τον Εκκλησιαστή συνέβησαν πολλά, και μάλιστα τόσο πνευματικά, που ανήρεσαν την θλίψη του πνεύματος και τη μετέτρεψαν σε ευαγγελία.

Για τον πνευματικό άνθρωπο το πράγμα δεν κρίνεται στο μάκρος του ιστορικού χρόνου, αλλά την κάθε στιγμή. Αρκεί τούτη να είναι πεπληρωμένη. Γι’ αυτό, αποσπασμένος από τον ιστορικό χρόνο δεν εμποδίζεται να παραδεχτεί τη νεότητά του, όταν υπάρχει. Και ο παρών ιστορικός χρόνος οργά από νεότητα. Στην εποχή μας τα γηρατειά ολοένα περιορίζονται, τόσο ψυχικώς όσο και βιολογικώς. Και τα παιδιά σπεύδουν να γίνουν έφηβοι. Μία καθολική εφηβεία χαρακτηρίζει τον τεχνολογικό μας πολιτισμό. Αν υπάρχει κρίση, είναι κρίση νεότητας, για τον λόγο ότι οι δυνατότητες του πλανήτη μας δεν μπορούν να την αντέξουν. Θα εκραγεί η γη από τον δυναμισμό του συγχρόνου ανθρώπου. Μια τέτοια καταστροφή είναι πιθανή, όμως από νεότητα και όχι από γήρας. Το φαινόμενο δεν αναχαιτίζεται˙ επειδή κανένας δεν επιθυμεί να «επιστρέψει στις ρίζες» του, οι οποίες μαζί με το καλό τους έχουν και την πείνα, τη φτώχεια, την αγραμματοσύνη, τις αρρρώστιες, την κοινωνική ανασφάλεια. Μπορεί οι λιτανείες για βροχή να οργάνωναν τον πνευματικό κόσμο του ανθρώπου, όμως οι γεωτρήσεις με το άφθονο νερό τους είναι πιο αποτελεσματικές και κανένας δεν θα τις αρνηθεί. Άλλωστε δεν είναι απαράδεκτη αλαζονεία να θέλουμε η ιστορία να προχωράει σύμφωνα με τα δικά μας μέτρα; Ο καθένας θέλει να παραστήσει τον πνευματικό άνθρωπο με την «κριτική» του και την «αγανάκτησή» του. Ενώ πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που δημιουργεί νέες αξίες και κανένας άλλος. Σε έναν κόσμο από τη φύση του ατελή και πεπερασμένο είναι εύκολη και η κριτική και η αγανάκτηση. Το ζήτημα είναι με την δημιουργία σου να προσθέσεις κάτι που να τόν καθιστά λιγότερο ατελή και περισσότερο άπειρο, δηλαδή αιώνιο. Αυτό προσπαθεί και η τεχνολογία με τον τρόπο της, σκορπώντας νιάτα στον πολιτισμό μας. Έχει κι αυτή το δικαίωμα της αποτυχίας, ύστερα από την αποτυχία των θεών.

Στις 15 Ιουνίου του 1951 ο Άρνολντ Τόυνμπη, στο «ανύπαρχτο» Λονδίνο, τελείωσε την δεκάτομη «Σπουδή της ιστορίας». Προτού όμως θέσει τη λέξη «Τέλος», απηύθυνε προσευχή προς όλα τα μεγάλα πρόσωπα της Ιστορίας και παρεκάλεσε: Χριστό, Ταμμούζ, Άδωνι, Όσιρι, Βούδδα, Ίσιδα, Μαρία, Μίθρα, Λουκρήτιο, Ζαρατούστρα, Μωάμεθ, Ζήνωνα, Κομφούκιο, Σωκράτη, Ασόκα, Μαυλανά, Επίκουρο, Άγιο Φραγκίσκο «να μεσιτεύσουν υπέρ ημών», αφού «τα πάντα επιστρέφουν σε Αυτόν». Η τελευταία του φράση.

«Η Καθημερινή», 02/12/1987 και στο βιβλίο του ιδίου: «Δοκίμια Ιδεών», εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1993.

26/8/06

Η Λησμονιά - ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ

Στην εποχή μας περισσεύει η γνώση και η πληροφόρηση. Τόσο, που μόνον ελάχιστο τμήμα τους μπορεί κανείς να αφομοιώσει σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Πόσα βιβλία να διαβάσεις, πόσες εφημερίδες, πόσες τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εκπομπές να παρακολουθήσεις; Ευτυχώς που τα περισσότερα είναι φλυαρίες, ασημαντότητες ή επαναλήψεις. Αλλά αυτό είναι και η δυστυχία μας. Διότι ο σύγχρονος άνθρωπος νιώθει να πνίγεται από τον σωρό των πνευματικών σκουπιδιών. Το χειρότερο όμως είναι πως μέσα σε αυτή την αδολεσχία χάθηκε το μέτρο του ουσιώδους. Εκείνο που εκλείπει από τη σύγχρονη ζωή είναι η ουσία. Ζούμε στην εποχή της λησμονιάς του ουσιώδους.

Ήδη ο Ηράκλειτος είχε παρατηρήσει πως η πολυμάθεια δεν μάς διδάσκει να έχουμε μυαλό. Συνεπώς, η πολυμάθεια δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ορθή σκέψη. Πολύ περισσότερο η ακατάσχετη φλυαρία. Για την οποία μίλησε περιφρονητικώς κι ο άλλος μεγάλος από την Ιωνία, ο Θαλής. Ο Διογένης ο Λαέρτιος μάς διασώζει τούτα τα λόγια του: «Δεν είναι δείγμα νοημοσύνης η πολυλογία». Αφοσιώσου, λέγει, σ’ ένα πράγμα και μάθε το σε βάθος, τότε θα δέσεις πολλών ανδρών «γλώσσας απεραντολόγους».

Και αυτά τα έλεγαν σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ούτε πολλά βιβλία, αλλά ούτε και πολλοί «ελεύθεροι ραδιοφωνικοί σταθμοί». Οι οποίοι γεμίζουν τον αγέρα με αλογόμυγες. Πρόκειται, βεβαίως, για κατάχρηση της ελευθερίας. Άρα για προσβολή της.

Όλα αυτά, όπως είπαμε, συμβάλλουν στην επέκταση της λησμονιάς του ουσιώδους. Είναι ωσάν να έπεσε πυκνό χιόνι λήθης, το οποίο κατεκάλυψε τις κοινωνίες μας. Και τώρα αυτές δεν γνωρίζουν για πού πορεύονται. Διότι το λευκό χιόνι της λησμονιάς έχει σκεπάσει τους δρόμους, τους σηματοδότες, τις επιγραφές. Όπου και να βρίσκεται κανείς, είναι αδιάφορο. Ό,τι και να λέγει, είναι αδιάφορο. Επειδή χάθηκε το ουσιώδες. Καθόσον, μόνο το ουσιώδες έχει ενδιαφέρον.

Βέβαια, αφού το αποκάρωμα της λησμονιάς είναι γενικό, τούτο καταλαμβάνει και τους δασκάλους. Και τότε, πού θα βρεθεί άνθρωπος να μάς ξυπνήσει από τον βαρύ ύπνο του όντος; Η πρόοδος της ιστορίας χαρακτηρίζεται από την προοδευτική οντολογική ύπνωση. Όσο πηγαίνουμε προς τα πίσω, τόσο περισσότερο συναντάμε τον άνθρωπο να τελεί σε οντολογικό ξυπνημό.

Ώστοσο, όλα τούτα εγγράφονται στη μοίρα του πνεύματος. Γι’ αυτό οι ολετήριες ροπές έγιναν αντιληπτές από την αρχή. Αναφερθήκαμε ήδη στις επισημάνσεις των πρώτων φιλοσόφων. Αρχαία ινδική ιστορία μάς μιλάει για τη λησμονιά του δασκάλου.

Μια φορά κι ένα καιρό, λέγει η ιστορία, έφτασε στη χώρα των Κανταλί ο φημισμένος δάσκαλος Ματσίεντραναθ με τον μαθητή του Γκορακνάθ. Η βασίλισσα της χώρας τόν καλεί στο παλάτι της. Ο δάσκαλος δέχθηκε να διδάξει στους παλατιανούς την ουσία της υπάρξεως, διότι εκεί μέσα στη χλιδή του παλατιού θα την είχαν λησμονήσει. Λέγει στον μαθητή του να τόν περιμένει στο δάσος τους, δεν θα αργήσει. Πέρασε όμως αρκετός καιρός και ο δάσκαλος δεν φαίνεται πουθενά. Ο μαθητής άρχισε να ανησυχεί. Ένας περαστικός τού λέγει πως ο δάσκαλός του ζει, είναι ερωτευμένος με τη βασίλισσα και περνάει τον καιρό του διασκεδάζοντας. Το νέο συνετάραξε τον μαθητή. Τον δάσκαλό του τόν κατέλαβε η λησμονιά! Τού στέλνει μηνύματα να επιστρέψει. Ο δάσκαλός του τού απαντά πως δεν είχε ποτέ του κανένα μαθητή, ούτε αυτός υπήρξε ποτέ δάσκαλος. Τόση ήταν η καταβύθισή του στη λησμονιά. Τότε αποφάσισε ο μαθητής να πάει να τόν συναντήσει προσωπικώς. Εκείνες τις ημέρες πέρασε από τα μέρη του ένας θίασος χορευτριών. Πήγαιναν να χορέψουν στο παλάτι. Συνεννοήθηκε με τον θιασάρχη και ντύθηκε χορεύτρια. Έτσι, όταν ήρθε η ώρα, μπαίνει και αυτός μέσα στη μεγάλη σάλα του παλατιού. Ο μαθητής βλέπει τον δάσκαλό του ντυμένο παλατιανά, χαρωπό και ανέμελο, δίπλα στη βασίλισσα. Ο χορός αρχίζει. Αποφασίζει στην άλλη στροφή του χορού να τόν πλησιάσει. Αλλά δεν θα τού πει: «Δάσκαλε, είμαι ο μαθητής σου, ήρθα να σέ πάρω». Αυτό δεν θα ωφελούσε σε τίποτε, διότι η λησμονιά στην οποία περιέπεσε ο δάσκαλος ήταν βαρειά. Μόνο με υπαινιγμούς θα μπορούσε να ξυπνήσει μέσα του τις απωθημένες μνήμες. Έτσι και έγινε. Κάθε φορά που περνούσε χορεύοντας από μπροστά του τού ψιθύριζε και από μια λέξη που είχε κρυφό νόημα. Στην αρχή ο δάσκαλος έμεινε αδιάφορος, και μάλιστα απορούσε, τί συμβαίνει αυτής της χορεύτριας. Όμως οι κρυφές λέξεις, από μυστικές διόδους της ψυχής, προσπέρναγαν την σκληρή κρούστα της λησμονιάς, και φθάνανε στα βαθειά στρώματα, τα μύχια του ανθρώπου, που ποτέ δεν παραδίδονται στην οντολογική λήθη. Και εκεί άρχισαν να τού ξυπνούν μια μια τις μνήμες. Τις μνήμες του ουσιώδους. Ώσπου κατέρρευσε το φράγμα της λησμονιάς, ο δάσκαλος ήρθε στον εαυτό του, αναγνώρισε τον μαθητή του, αναγνώρισε την κατάσταση στην οποία είχε περιπέσει, πήρε τον μαθητή του και έφυγαν προς τη δική τους αλήθεια. (Πρώτος ο φιλόσοφος Χάιντεγκερ μάς υπενθύμισε πως αλήθεια σημαίνει την έξοδο από τη λήθη, αλήθεια είναι η στέρηση της λησμονιάς).

Λησμονιά του ουσιώδους είναι λοιπόν η απλή πολυμάθεια, λησμονιά είναι η σύγχρονη απεραντολογία, λησμονιά είναι ο ενήδονος και τρυφηλός βίος των καταναλωτικών κοινωνιών. Ο τεράστιος τεχνολογικός μηχανισμός των ημερών μας, και των ημερών που θα έλθουν, είναι παραγωγός λησμονιάς. Η αφθονία των αγαθών είναι και αφθονία λησμονιάς. Είναι τόσο ελκυστική η ζωή μέσα στο παλάτι της τέρψεως, που κάποτε θα λησμονήσουμε οριστικώς και τον δάσκαλο του ουσιώδους και τον μαθητή του. Η μαθητεία ετελείωσε, διότι κανείς δεν ζητάει πλέον την «τελείωση» του ανθρώπου. Αρκεί ο άνθρωπος καταναλωτής, διότι μόνον αυτός συντηρεί τον παραγωγικό μηχανισμό. Μάταια ο Νίτσε φώναζε από τον προηγούμενο αιώνα:

«Ποιός μάς έδωσε το σφουγγάρι να σβύσουμε τον ορίζοντα; Μή δέ νιώθουμε στο πρόσωπό μας την πνοή του κενού;»

Στην εποχή της λησμονιάς δεν τη νιώθουμε. Όμως το κενό πνέει στο πρόσωπό μας.

Καθημερινή, 31/03/1990 και στο βιβλίο του ιδίου: «Δοκίμια Ιδεών», εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1993.

25/7/06

Προοίμιο στη φιλοσοφία - ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ

Υπάρχουν εισαγωγές στη φιλοσοφία, υπάρχουν και προλεγόμενα˙ προοίμιο όμως δεν υπάρχει. Και όμως το προοίμιο είναι η πλέον ενδεικνυόμενη προπαρασκευή, προκειμένου να προχωρήσει κανείς στη μελέτη των φιλοσοφικών κειμένων.

Για να κατανοήσει κανείς μία εισαγωγή στη φιλοσοφία, πρέπει προηγουμένως να ξέρει φιλοσοφία, αλλιώς δεν καταλαβαίνει τίποτε. Κανένας δεν ετόλμησε μέχρι τώρα να συνθέσει ένα σύντομο και εύκολο μουσικό κομμάτι υπό τύπον «εισαγωγής» στην ενάτη συμφωνία του Μπέτοβεν. Για να έχει τάχα ο ακροατής «μιάν ιδέα», αφού δεν διαθέτει τον χρόνο και την υπομονή να ακροασθεί την ίδια. Το ίδιο συμβαίνει και με τις διάφορες εισαγωγές στη φιλοσοφία. Η «ιδέα» που προσφέρουν περί φιλοσοφίας δεν έχει σχέση με τη φιλοσοφία. Απλούστατα˙ διότι η φιλοσοφία δεν είναι πρωτευόντως γνώση˙ πρωτευόντως είναι στάση της συνειδήσεως.

Αντίθετα προς τη λέξη «εισαγωγή», ο όρος «προλεγόμενα» διαθέτει γοητεία και βαρύτητα. Γι’ αυτό άλλωστε πέρασε αμετάφραστος στις άλλες γλώσσες. Είναι αδύνατο να αποποιηθεί την ελληνικότητά του, όπως άλλωστε και η λέξη φιλοσοφία. Ο Καντ εδόξασε τούτο τον όρο στα περίφημα «Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική». Και το ευγενικό πνεύμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου μάς άφησε τα «Μεταφυσικής προλεγόμενα». Αλλά τα προλεγόμενα δεν είναι εισαγωγή, είναι η ίδια η φιλοσοφία. Διότι η φιλοσοφία δεν είναι παρά προλεγόμενα στα μη λεγόμενα. Οι πυρήνες της αλήθειας δεν λέγονται. Αν λεγόντουσαν θα είχε τελειώσει το έργο του ανθρώπου στον κόσμο. Ο φιλόσοφος, ως εραστής, πολιορκεί ασταμάτητα την αλήθεια, η οποία δεν τού παραδίδεται ποτέ. Προς δόξαν του έρωτος.

Η στάση της συνειδήσεως η φιλοσοφική, είναι ανάλογη με τη στάση την ερωτική. Δεν είναι η στάση η καθημερινή, η κοινή. Η κοινή στάση, που είναι η τρέχουσα του ανθρώπου, ζει την απόλυτη βεβαιότητα του προσιτού σε αυτήν κόσμου. Για την κοινή στάση της συνειδήσεως τα πάντα είναι αυτονόητα, ωσάν να επρόκειτο για την έσχατη πραγματικότητα. Είναι όμως ίδιον της ψυχής κάποτε να αναφλογισθεί από τον έρωτα. Τότε ο κόσμος αιφνίδια καταλάμπεται από γοητεία ή σκοτεινιάζει από την απογοήτευση, ανάλογα με την έκβαση της σχέσεως προς το αγαπημένο πρόσωπο. Παρόμοια, είναι ίδιον του πνεύματος κάποτε να αναφλογισθεί από τον έρωτα της αλήθειας. Τότε αιφνίδια ο κόσμος καθίσταται αδιαφανής, δυσνόητος, αθεμελίωτος, εκκρεμής. Και όσο ο φιλοσοφικός λογισμός ρίχνει φως στην ανεννόητη κοσμική διαδικασία και την καθιστά διαφανή, ζει τη χαρά την υπερούσια του εραστή, που έλαβε υπόσχεση από την αγαπημένη του.

Αυτά βέβαια είναι παραβολές. Κι ωστόσο, μία είναι η ατράνταχτη αλήθεια: Δεν πρόκειται ποτέ να φιλοσοφήσει κανείς ξεκινώντας από το κοσμοείδωλο της κοινής συνειδήσεως. Συνεπώς πρόκειται για μεταστροφή της κοινής συνειδήσεως σε φιλοσοφική και όχι για φόρτωση της κοινής συνειδήσεως με γνώσεις φιλοσοφικές, οι οποίες θα τής είναι πάντοτε ακατανόητες, έστω και αν τις έχει αποστηθίσει κατά γράμμα. Και αν είναι να εκβιασθεί αυτή η μεταστροφή, τούτη θα γίνει με προοίμιο μάλλον στη φιλοσοφία παρά με εισαγωγή.

Το προοίμιο συνηθέστερα απαντάται στη μουσική και στην ποίηση. Αποδεχόμαστε ευχαρίστως αυτή την εκδοχή. Και λέμε πως το καλύτερο προοίμιο στη φιλοσοφία είναι η μουσική και η ποίηση. Φιλοσοφία είναι το έργο του λόγου και του ορθώς λογίζεσθαι. Στο τέλος κατασκευάζει σιδερόφραχτες εννοιολογικές κατασκευές. Οι οποίες κατατρομάζουν τους αμύητους. Κι ωστόσο οι μυημένοι ξέρουν πως ο πυρήνας αυτών των ατσάλινων συμπλοκών είναι η μουσική και η ποίηση. Τα θηρία του λόγου ημερεύουν με τη λύρα του Ορφέα. Η μουσική του Ορφέα ξεκολλούσε από τη στερεότητά τους τούς βράχους και τα δέντρα. Μα αυτό ακριβώς χρειάζεται η κοινή συνείδηση για να ξεκουνηθεί από την πετρώδη αρμογή της στην εξωτερική πραγματικότητα. Αν δεν μπορεί να την σείσει ο φιλοσοφικός λογισμός, μπορεί να την συν-κινήσει η μουσική και η ποίηση.

Αλλά πώς μπορεί η μουσική και η ποίηση να βοηθήσει τη μεταστροφή της κοινής συνείδησης σε φιλοσοφική – όταν βεβαίως υπάρχει προδιάθεση προς τούτο; Η μουσική μάς αποκαλύπτει πως υπάρχει μία συγκλονιστική αλήθεια της υπάρξεως, η οποία δεν λέγεται με λόγια ούτε απεικονίζεται με πράγματα, παρά υπονοείται με τον αέρινο κυματισμό των ήχων. Συνεπώς πέρα από τον πηγμένο κόσμο της κοινής συνειδήσεως μαρμαίρει ένας άλλος κόσμος σαγηνευτικής αλήθειας, μολονότι άπιαστης. Και μάλιστα θα λαχταρούσε κανείς να ζει στον κόσμο των ήχων παρά των πραγμάτων. Και τότε τα πράγματα καθίστανται εκκρεμή, μετεωριζόμενα στο αρχέγονο χάος από το οποίο προήλθαν. Όμως μολονότι με τους ήχους οικειώνεσαι μια μέχρι τώρα απρόσιτη αλήθεια, δεν παύει στον πυρήνα τούτης της αλήθειας να ενδημεί γνόφος απειλητικός, στο βαθμό που δεν φωτίζεται από τον λόγο. Μόνον ο λόγος μπορεί να διαυγάσει το όν μέχρι την έσχατη ίνα του. Οπότε η έκκληση προς τον φιλοσοφικό στοχασμό καθίσταται αίτημα κατεπείγον. Το προοίμιο τελείωσε.

Κι ωστόσο, τα έσχατα δεν έχουν τέλος. Από τα παραπάνω συνάγεται πως η εμβίωση προηγείται του λόγου. Πως υπάρχει η αλήθεια του βιώματος και η αλήθεια του λογισμού. Και η μία είναι ανεξάρτητη από την άλλη. Οπότε ο φωτισμός του φιλοσοφικού λόγου πέφτει στη μια πλευρά του όντος. Την άλλη πλευρά του όντος τη φωτίζει η εμβιωμένη αλήθεια, η οποία δεν μπορεί να φτάσει στον λόγο. Φτάνει υπό μορφή συμβόλων και αρχετυπικών παραστάσεων. Οπότε, ο κόσμος του πνεύματος καθίσταται βαθύτατα συμβολικός για ό,τι βιώνουμε˙ και έσχατα υπαινικτικός για ό,τι λογιζόμαστε. Έτσι ώστε όταν ακούμε μια μουσική να νοούμε την ιδέα της˙ και όταν συλλαμβάνουμε μια ιδέα να βιώνουμε τη μουσική της. Και πάλι το προοίμιο τελείωσε.

Μένει όμως η ποίηση. Η ποίηση μάς αποκαλύπτει πως οι λέξεις σημαίνουν κάτι το πολύ διαφορετικό από αυτό που νομίζει η κοινή συνείδηση. Οι αυτές λέξεις, όχι άλλες διαλεγμένες και εκζητημένες. Έργο της ποίησης είναι να επαναφέρει τον κόσμο στην κατάσταση που βρισκόταν όταν πρωτοδημιουργήθηκε. Όχι προς το χρονικό παρελθόν του, αλλά προς το πνευματικό παρελθόν του, που είναι η αιωνιότητα της στιγμής. Δηλαδή η ποίηση εγείρει τα πράγματα από την έκπτωσή τους στην κοινή συνείδηση και τούς προσδίδει τη στίλβη της αιωνιότητας. Τούς προσδίδει την οντολογική τους εγκυρότητα: το ότι τα πράγματα είναι τα πεπραγμένα του Θεού. Καθώς όμως οι λέξεις αποκτούν την αρχέγονη πολυσημία τους, καθίστανται συμβολικές˙ σύμβολα δε γίνονται και τα πράγματα που κατονομάζουν. Είναι ωσάν ο πηγμένος κόσμος της κοινής συνείδησης να τελούσε υπνωμένος και τώρα αρχίζει να ξυπνά στη νέα μέρα του πνεύματος. Την οποία η ποιητική συνείδηση απολαμβάνει ξαφνιασμένη, όμως προβάλλει αινιγματική για τον λογισμό, ο οποίος καλείται να την διαυγάσει με τον φιλοσοφικό λόγο. Το προοίμιο και εδώ τελείωσε. Η φιλοσοφία αρχίζει.

Είπαμε όμως πως τα έσχατα δεν έχουν τέλος. Η φιλοσοφία αρχίζει, αλλά δεν τελειώνει ποτέ. Η φιλοσοφία ολοένα αρχίζει από κάθε συνείδηση, που και αυτή ξεκινάει την ύπαρξή της στον κόσμο. Η φιλοσοφία λοιπόν δεν εξαντλείται σε ένα σύστημα γνώσεων αλλά πρόκειται για την περιπέτεια της υπάρξεως στον κόσμο. Υπάρχουν πολλών ειδών περιπέτειες˙ μια από αυτές είναι και η φιλοσοφική. Δουλειά της είναι να ρίξει το φως του λόγου μέσα στη σκοτεινιά του όντος. Είναι σκληρός τούτος ο φωτισμός και φαίνεται για τελεσίδικος. Ίσως να μην είναι. Πάντως αποτελεί τη δόξα του ανθρώπου.

Θα παραξενευτεί ενδεχομένως ο αναγνώστης που τού προτείνουμε ως προοίμιο στη φιλοσοφία τη μουσική και την ποίηση. Αναπτύξαμε τους λόγους μας. Είναι για να ταρακουνηθεί η κοινή συνείδηση από τον παγιωμένο της λήθαργο. Συμβαίνει όμως, οτιδήποτε πιάνει η κοινή συνείδηση να το καθιστά κοινό. Άρα και τη μουσική και την ποίηση μπορεί να τις καταστήσει στοιχεία παραμυθητικά του ύπνου της. Ας μην είναι όμως οι λέξεις μας τόσο βαρειές. Δεν υπάρχει η έννοια του ύπνου παρά σε σχέση με τον ξυπνημό. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε ξημερωθεί σε έναν κόσμο που δεν τον ξέρουμε. Γι’ αυτό και το ζήτημα της «γνώσεως» ετέθη υπό τρόπο δραματικό από την αυγή της ιστορίας. Και μάλιστα αυτό έφερε την αυγή της ιστορίας. Προηγήθηκε η αυγή στη συνείδηση και ύστερα άρχισε η ιστορία. Το φως της αυγής ολοένα αυξάνει. Το ενισχύει η ποίηση. Το δυναμώνει η μουσική. Το εντείνει η φιλοσοφία, η οποία και προαγγέλλει τον ήλιο.

Καθημερινή, 10/03/1988 και στο βιβλίο του ιδίου: «Δοκίμια Ιδεών», εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1993.

26/6/06

Finis Graeciae - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Δεν ακούσατε τίποτα για τον τρελό εκείνο άνθρωπο, που μέρα-μεσημέρι άναψε ένα λαδοφάναρο κι έτρεχε στην αγορά φωνάζοντας ασταμάτητα: Ψάχνω για την Ελλάδα! Ψάχνω για την Ελλάδα! Όσοι ήταν εκεί μαζεμένοι, που ποτέ τους δεν πίστεψαν στην Ελλάδα, ούτε και την σκέφτονταν πια, έστω κι αν λέγονταν Έλληνες, ξέσπασαν σε γέλιο δυνατό. Μπας και χάθηκε η Ελλάδα; είπε ο ένας. Μήπως μας παίζει κρυφτούλι; πρόσθεσε άλλος. Ή πήρε το πλοίο κι έφυγε; κάγχασε τρίτος. Λες να μας φοβάται και κρύφτηκε; Τότε ο τρέλος πήδησε ανάμεσά τους, τους κεραύνωσε με τη ματιά του και φώναξε: Πού είναι η Ελλάδα - θα σας το πω εγώ! Τη σκοτώσαμε, εσείς κι εγώ. Εμείς όλοι είμαστε οι φονιάδες της. Δεν νιώθετε γύρω σας το κενό; Δεν σας περονιάζει η παγωνιά που είσαστε χωρίς πατρίδα; Δεν ακούτε λοιπόν τίποτα από τον σαματά που κάνουν οι νεκροθάφτες θάβοντας την Ελλάδα; Δεν σας χτύπησε η μπόχα της σήψης; Σαπίζουν κι οι πατρίδες. Η Ελλάδα πέθανε, η Ελλάδα θα μείνει νεκρή!

Εκεί σώπασε ο τρελός άνθρωπος και κοίταξε τους γύρω του που είχαν βουβαθεί. Τότε πέταξε το φανάρι του στο χώμα και τό’ κανε κομμάτια. Έρχομαι πρόωρα, είπε. Δεν είμαι στον κατάλληλο καιρό. Αυτό το τεράστιο γεγονός που σας αναγγέλλω είναι ακόμα στο δρόμο και βαδίζει - δεν έφτασε ακόμα στα αυτιά των ανθρώπων. Η αστραπή και η βροντή χρειάζονται χρόνο, το φως των άστρων θέλει καιρό για να φτάσει σε μας, οι πράξεις χρειάζονται χρόνο, έστω κι αν έχουνε διαπραχθεί, για να γίνουν ορατές και ακουστές. Αυτή η πράξη - ο θάνατος της Ελλάδας - είναι για τους Έλληνες ακόμα πολύ μακρινή. Κι όμως οι ίδιοι την έχουν διαπράξει.

Δεν έχει σημασία αν ο τρελός ξεπήδησε από τις σελίδες του Νίτσε σε άλλη εποχή και για ν’ αναγγείλει άλλο γεγονός. Σημασία έχει πως μόνο ένας τρελός άνθρωπος βγαίνει καταμεσίς στην αγορά να πει τέτοιες αλήθειες. Και πρέπει οπωσδήποτε να τον πάρουμε για τρελό, διαφορετικά ο πανικός θα ξαπλωθεί σαν επιδημία - οι άνθρωποι δεν αντέχουμε πάρα πολλή πραγματικότητα. Γύρω μας η καθημερινότητα κυλάει ομαλά, την μπόχα της αποσύνθεσης την παίρνουμε σε δόσεις μικρές πολλά χρόνια τώρα, τη συνηθίσαμε. Τους νεκροθάφτες, τους έχουμε κι αυτούς από πολλά χρόνια εξωραΐσει, είναι υπάλληλοι τελετών, θάβουν τελετουργικά την πατρίδα. Το χρήμα κυκλοφορεί άφθονο στην αγορά, συντηρεί πολυάριθμα μαγαζιά με πανάκριβα είδη, τα νυχτερινά κέντρα γεμίζουν. Γιατί να πιστέψουμε ότι το κράτος έχει μπει στη διαδικασία της πτώχευσης, ότι δεν έχει χρήματα ούτε και για τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του. Τα λόγια του τρελού ανθρώπου μας αγγίζουν μόνο εξωτερικά, σαν χειμωνιάτικο κρύο.

Βέβαια, βλέπουμε κι ακούμε τα κοράκια μαζεμένα ολόγυρα στα δέντρα - μυρίζονται πτώμα. Ο Οζάλ απειλεί αναίσχυντα, οι Σέρβοι μιλάνε για «μακεδονικό», ο Ντενκτάς γλείφεται και για την υπόλοιπη Κύπρο. Γιατί όχι, αφού αντίσταση δεν υπάρχει, έχει νεκρωθεί κάθε κίνητρο αντίστασης. Στη διαδικασία της αποσύνθεσης το μόνο κίνητρο είναι η ατομική επιβίωση - οι συντελεστές της αποσύνθεσης είναι τα τυφλά σκουλίκια που ξέρουν μόνο να τρώνε το πτώμα. Γι’ αυτό και σύμβολο του θανάτου μας έγιναν τα «φαγάδικα» και τα «σούπερ-μάρκετ». Γίνεται εισβολή στην Κύπρο, και οι Έλληνες κατακλύζουμε τα σούπερ-μάρκετ με θηριώδη αγοραστική μανία. Γίνεται σεισμός, πάλι εκεί τρέχουμε πανικόβλητοι. Υποτίμηση της δραχμής, και γρονθοκοπιόμαστε στα σούπερ-μάρκετ ποιός θα ψωνίσει περισσότερα. Έρχεται η ραδιενέργεια του Τσέρνομπιλ, και πάλι στη μανιώδη αποθησαύριση αγαθών ξεσπάμε.

Γιατί όχι, αφού κάθε άλλο νόημα ζωής το αρνηθήκαμε συνειδητά και με πείσμα. Η ζωή είναι μόνο σχέσεις οικονομικές, διαδικασίες παραγωγής και συστήματα διανομής των αγαθών. Να μιλάς για πατρίδα είναι γλυκερός ιδεαλισμός, οι πατρίδες πέθαναν, υπάρχει μόνο το κράτος, ρυθμιστής και διαχειριστής του παιχνιδιού της οικονομίας. Ελάτε στα σχολεία μας και στα πανεπιστήμια να δείτε πως γιορτάζουμε τις εθνικές γιορτές. Η λέξη ελευθερία είναι σχεδόν απαγορευμένη, όλοι μιλάμε μόνο για ειρήνη. Δεν υπάρχουν πια αγώνες και θυσίες προγόνων, υπάρχουν συσχετισμοί εξαγωγικού εμπορίου και αναγκών της ντόπιας αγοράς - γι’ αυτούς τους συσχετισμούς ξεσηκώθηκαν οι Έλληνες το ’21, για τίποτε άλλο. Τόλμησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να μιλήσει για οργανική συνέχεια της ελληνικής Παράδοσης στο Βυζάντιο και στην τουρκοκρατία, και ξεσηκώθηκαν να τον ξεσκίσουν οι «επιστήμονες» της Ιστορίας - αφού Ιστορία είναι μόνο η αναδίφηση στα μπακαλοτέφτερα του εμπορίου και της αγοράς, κι ας πάει να κουρεύεται ο Θουκυδίδης.

Ποιός μπορεί να αρνηθεί ότι αυτό το έγκλημα της φανατισμένης κατεδάφισης το είχε προετοιμάσει η άλλη ακρότητα - η ιδεαλιστική εξιδανίκευση του εθνικού παρελθόντος. Αλλά αυτό που τελικά μετράει είναι το σημερινό πτώμα της πατρίδας, η αποσύνθεση της ιστορικής μνήμης, η αναπηρία μας και ανημπόρια να ψηλαφίσουμε στη ζωή και στην Ιστορία τις βαθύτερες απαιτήσεις του ανθρώπου για ποιότητα και νόημα της ύπαρξής του.

Η Ελλάδα πέθανε και την σκοτώσαμε εμείς - δεν είναι ρητορικό σχήμα. Δεν υπάρχει προηγούμενο λαού που με απόφαση της Βουλής (ομόφωνη) να καταργεί τον τρόπο της γραφής που συντήρησε τη γλώσσα του ζωντανή δυό χιλιάδες χρόνια. Και κανένας τρελός δεν βγήκε στις πλατείες να ουρλιάξει για το μονοτονικό, που κάνει ακατανόητο ένα μεγάλο μέρος από το ζωντανό λεξιλόγιο και αποδιαρθρώνει τη σύνταξη. Προτεραιότητα έχουν πολλές άλλες ανάγκες πάρεξ ελευθερία και γλώσσα.

Δεν έχει νόημα να απαριθμούμε τα συμπτώματα του εκούσιου αυτομηδενισμού μας. Έχουν τόσα συντελεστεί, αλλά όσοι τρελοί κι αν τα διαλαλήσουν στην αγορά, είναι απόλυτα σίγουρο πως θα μας αφήσουν αδιάφορους. Γιατί οι πράξεις, έστω κι αν έχουν δημόσια διαπραχθεί, χρειάζονται χρόνο για να γίνουν ορατές και να συνειδητοποιηθούν από τους πολλούς. Εξάλλου, το μέγεθος της συντελεσμένης καταστροφής είναι τόσο μεγάλο, που γίνεται απρόσιτο στα μέτρα των δικών μας σπιθαμιαίων αναστημάτων. Κι όμως εμείς είμαστε που διαπράξαμε την πελώρια καταστροφή - εμείς, οι επίγονοι νάνοι. Μπορούν να διανοηθούν οι κομματικοί λόχοι των βουλευτών μας ποιό πανανθρώπινο αγαθό διαχειρίζονται, όταν πειθήνιοι στο αρχηγικό νεύμα ψηφίζουν το μονοτονικό ή τις αλλοπρόσαλλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις; Ή μήπως συνειδητοποιούν οι Επίσκοποι της Ελλαδικής Εκκλησίας ποιά πανανθρώπινη ελπίδα αφανίζουν, όταν αλλοιώνουν την ορθόδοξη Παράδοση αυτού του τόπου σε θρησκευτική ιδεολογία και νομικίστικη ηθικολογία;

Σίγουρα είναι λειψό και στείρο να είμαστε φύλακες μουσείου, διαχειριστές μόνο ενός λαμπρού παρελθόντος. Αλλά είναι και μικρονοϊκή αυταπάτη να πιστεύουμε ότι θα ανοιχτούμε δυναμικά στην εξέλιξη και στην πρόοδο κατεδαφίζοντας κάθε στοιχείο πολιτιστικής ταυτότητας, μόνο για να εξομοιωθούμε αλλοτριωμένοι με τα φαντασιώδη πρότυπα εισαγόμενων ιδεολογημάτων. Ο ευρωπαίος, όταν υιοθετήσει τον μηδενισμό, έλεγε ο Ντοστογιέφσκυ, έχει τα ίδια ερείσματα ζωής που συντηρούσε και θρησκευόμενος: την προτεραιότητα της λογικής, τον ωφελιμισμό, τη θεσμοποίηση των ατομικών εξασφαλίσεων, γι’ αυτό και δύσκολα φτάνει στην κοινωνική αποσύνθεση και στο χάος. Ενώ λαοί που επέζησαν μέσα στους αιώνες χάρη σε διαφορετικά ερείσματα ζωής - όπως οι Ρώσοι ή οι Έλληνες - όταν γίνουν μηδενιστές «βουτάνε κατακέφαλα στον παραλογισμό» δεν ξέρουν μέτρο.

Η διαπίστωση φωτίζεται από τα γεγονότα που ζούμε: Δεν ισχύουν πια στο κοινωνικό μας σώμα ούτε καν κριτήρια ωφελιμισμού. Όλοι ξέρουμε ότι τα τελευταία μέτρα της κυβέρνησης ήταν το έσχατο ψήγμα ελπίδας να περισωθεί από τη χρεωκοπία η οικονομία της χώρας. Και όλοι σαμποτάρουν τα μέτρα αυτά εν ψυχρώ και με κάθε τρόπο. Όλοι ξέρουμε ότι σε στιγμές επιθανάτιας κρίσης, όπως αυτή που ζούμε, ο διχασμός του λαού είναι ο συντομότερος δρόμος προς την ολοκληρωτική καταστροφή. Κι όμως, από τη Βουλή ώς την τηλεόραση, κι από τις εφημερίδες ώς τις φοιτητικές νεολαίες, όλοι καλλιεργούν αδίσταχτα τέτοιον εφιαλτικό διχασμό που δεν γνώρισε η χώρα ούτε στην εποχή του εμφυλίου. Στην επαρχία το φαινόμενο έχει πραγματικές διαστάσεις κοινωνικής αποσύνθεσης. Δεν λειτουργούν πια ούτε καν οι προσωπικές σχέσεις οι συνεκτικές των μικρών κοινωνιών, καθώς ο εγωκεντρισμός της ατομικής επιβίωσης θωρακίζεται στη δραματική μοναξιά της φανατισμένης κομματικής ένταξης.

Τον παραλογισμό τον συνειδητοποιούμε όταν η καταστροφή έχει πια συντελεστεί. Έτσι έγινε το ’97, έτσι έγινε το ’22, έτσι και το ’74 στην Κύπρο. Μόνο που τώρα οι προδιαγραφές του παραλογισμού οδηγούν όχι απλώς σε εθνική συμφορά, αλλά σε οριστικό τέλος. Finis Graeciae. Τα κοράκια στα δέντρα έχουν αλάθητο ένστικτο για τον επικείμενο διαμελισμό του πτώματος. Το σίγουρο είναι ότι ακόμα και τότε εμείς θα γρονθοκοπιόμαστε στα σούπερ-μάρκετ για περισσότερες προμήθειες. Για ποιά Παράδοση να πολεμήσουμε, για ποιά πολιτιστική ταυτότητα, για ποιά ιστορική μνήμη. Αυτά όλα τα ρήμαξαν ψυχρά και ανελέητα οι «φωταδιστές». Δεν μας μένουν σαν νόημα ζωής παρά μόνο οι νόμοι της αγοράς. Δηλαδή το σούπερ-μάρκετ.

Finis Graeciae.

Το Βήμα, 06/07/1986 και στο βιβλίο του ιδίου: «Finis Graeciae - θρηνητική εικασία», εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1987.

20/6/06

The American Way - ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ

Για πρώτη φορά άκουσα την έκφραση «αμερικανικός τρόπος ζωής» αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν τα δύο αντίπαλα κοινωνικά συστήματα αγωνίζονταν να καταστούν ελκυστικά. Τώρα, ύστερα από μισόν αιώνα ζούμε την παγκόσμια διάπλωση του αμερικανικού τρόπου ζωής. Αυτός δεν είναι θεωρία, αλλά πράξη. Γι’ αυτό, στην εποχή μας, ανεξάρτητα από τις θεωρητικές, θρησκευτικές ή όποιες άλλες πεποιθήσεις έχει ο καθένας, στην πράξη όλοι τους ακολουθούν τον american way of life. Είναι ο πλέον ελκυστικός. Έκανε τους ανατολικογερμανούς να χυθούν ποταμηδόν προς τη Δύση και να παρασύρουν σε συντρίμμια το περίφημο τείχος που χώριζε τους δύο «τρόπους ζωής». Η ιστορία εδικαίωσε τη φιλελεύθερη πολυκομματική δημοκρατία και την ελεύθερη αγορά. Και εδικαίωσε τον τρόπο ζωής, που δεν χρειάζεται την ιστορία. Στη μαρξιστική Ανατολή υπήρξε παροξυσμός της ιστορικής συνείδησης. Ο οποίος κορυφωνότανε στο εσχατολογικό όραμα της αταξικής κοινωνίας. Αντίθετα, στη φιλελεύθερη Δύση η ιστορική συνείδηση έχανε βάρος για χάρη της εμπειρικής καθημερινότητας. Γι’ αυτό στο τέλος κυριάρχησε η χώρα που δεν διέθετε ιστορία, οι Η.Π.Α. Χώρα μεταναστών, άφησε ο καθένας το ιστορικό του βάθος εντεύθεν του ωκεανού, γεγονός που τούς έδωσε μία κοινή ταυτότητα, την ανιστορική. Ο αμερικανικός τρόπος ζωής χαρακτηρίζεται κυρίως από αυτήν την ανιστορικότητα. Η οποία συνδυάζεται αποτελεσματικά με την τεχνολογία. Έτσι, οι λοιποί λαοί της υφηλίου, στο βαθμό που απορροφούν την τεχνολογία, αποβάλλουν την ιστορική τους ιδιοπροσωπία. Και στο τέλος καταντούν όλοι μετανάστες στη χώρα τους.

Κανένας δεν υποχρεώνεται να συμμορφωθεί προς τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Όμως ολοένα και περισσότεροι τον ακολουθούν. Προξενεί εντύπωση η αμερικανοποίηση της νεολαίας, σε όλο τον κόσμο. Το ιστορικό παρελθόν ως διάσταση της συνειδήσεως, απορρίπτεται με ανακούφιση. Έτσι φτάνουμε στη ρηχότητα των συνειδήσεων και στον αφανισμό του πνευματικού βάθους. Γεγονός που το ζούμε στην καθημερινή μας ζωή. Για πρώτη φορά ο άνθρωπος κατάντησε τόσο εφήμερος.

Όταν λέγω ιστορία δεν εννοώ την ιστοριογνωσία. Εννοώ τη συνείδηση της συνέχειας μέσα σε μια πνευματική παράδοση. Την οποία δεν διέθεταν οι Η.Π.Α. , εκ κατασκευής. Βλέπει λ.χ. το πάθος των ανθρώπων του Ο’ Νήλ να προκύπτει από τον πόνο της τελευταίας γενεάς. Ενώ το πάθος των ανθρώπων του Ίψεν είναι η κατάληξη των τελευταίων ευρωπαϊκών αιώνων. Του δε Στρίντμπεργκ των τελευταίων χιλιετιών! Αυτός ο αφανισμός του βιωμένου ιστορικού χρόνου αποτελεί πολυσήμαντο περιστατικό των ημερών μας και θα έχει επιπτώσεις στη μοίρα του πολιτισμού μας. Τουλάχιστο για τους διακεκριμένους ιστορικούς λαούς είναι σκέτος όλεθρος. Ο σύγχρονος Ελληνισμός ζει αυτόν τον όλεθρο. Θα σημειώσω μόνο την εισαγωγή των μεθόδων «μάρκετινγκ» στην πολιτική. Θα επιμείνω όμως σε ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, για να μη γενικολογώ. Μέχρι πρότινος ήταν αδιανόητο να διακοπεί η προβολή από την τηλεόραση μιας ταινίας για να παρεμβληθούν διαφημίσεις. Τώρα γίνεται ακόμη και από τα κρατικά κανάλια, στα οποία καταβάλλουμε συνδρομή! Η βάναυση διακοπή της ταινίας (ακόμη και της μουσικής!) για την προβολή μωρών και ανοίκειων διαφημιστικών σφηνών σημαίνει το εξής: Παγίδευση του θεατή, συνεπώς προσβολή της προσωπικότητάς του. Αδιαφορία για τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του θεατή και του προβαλλόμενου έργου. Άρα, θραύση της συνέχειας, που συνιστά ιστορία, και εγκαθίδρυση μιας κατακερματισμένης και επιφανειακής διαδοχής επεισοδίων. Εισβολή του οικονομικού πνεύματος στο αισθητικό, και διάλυση του τελευταίου. Όλα αυτά και άλλα ανάλογα διαμορφώνουν τον νέο τύπο ανθρώπου, τον χωρίς κοινοτική και προσωπική ιστορία.

Η ραγδαία εξάπλωση αυτού του τρόπου ζωής μαρτυρεί την αδυναμία αντιστάσεως των ιστορικών πολιτιστικών μορφωμάτων. Τα οποία φαίνεται πως έχουν εξαντλήσει την δυναμική τους. Πεθαίνουν και οι τελευταίοι θεοί. Μέσα σε αυτή τη χαρωπή ελευθερία και την ηδονική ευημερία διακυβεύονται τα πολυτιμότερα δεδομένα της υπάρξεως, όπως τα κομίζουν οι πνευματικές παραδόσεις, οι οποίες πνέουν τα λοίσθια. Θα ακολουθήσουν γενεές οι οποίες δεν θα γνωρίζουν τί συνέβη στην ιστορία του ανθρώπου, ίσως μόνον εγκυκλοπαιδικώς, δηλαδή ως νεκρές μορφές. Είναι ωσάν να επιστρέφουμε στην εποχή του λίθου, μόνο που στη θέση του λίθου θα έχουμε ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Ψυχικώς θα βρισκόμαστε στην ανιστορική αρχή. Είναι και αυτό ένα τέλος της ιστορίας. Με τον θάνατο των ιδεολογιών, που συνέβη στα τελευταία χρόνια, δεν σημαίνει πως θα επιστρέψουμε στις εσωτερικώς βιωμένες πνευματικές παραδόσεις, που τις είχαν υποκαταστήσει οι ιδεολογίες. Αντίθετα προχωρούμε προς την ψυχική και ιδεολογική έρημο του τεχνολογικού τρόπου ζωής. Ύστερα από τόσους τύπους ανθρώπου που ανέδειξε η ιστορία, στο τέλος επικρατεί ένας, ο homo economicus, στην αμερικανική του εκδοχή, ο χωρίς ιστορία. Βέβαια επικρατεί επειδή έδωσε την καλύτερη απάντηση στις προκλήσεις του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος. Κάθε πολιτισμός όμως αφήνει αναπάντητα ορισμένα άλλα ερωτήματα. Και αυτά είναι που στο τέλος θα καταστρέψουν και αυτόν.

Η Καθημερινή, 18/05/1991 και στο βιβλίο του ιδίου: «Δοκίμια Ιδεών», εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1993.