23/10/12

Το ψεύδεσθαι στις διεθνείς σχέσεις - Τάσου Τζιωνή



To ψεύδεσθαι είναι η προς εξαπάτηση μετάδοση πληροφοριών. Η εξαπάτηση, δυστυχώς, αποτελεί ακόμα μέθοδο στη διεξαγωγή των κρατικών υποθέσεων, και το ψεύδεσθαι εργαλείο της. Ο μετερχόμενος το ψεύδος, το πράττει προς εξυπηρέτηση συμφέροντος, του ιδίου ή της χώρας του· συνηθέστερα και των δύο. Ο ψευδόμενος είναι πεπεισμένος ότι η κατ’ αυτόν ιερότητα του σκοπού, δηλαδή το συμφέρον, εξαγνίζει το μέσο, δηλαδή το ψεύδος. Γι’ αυτό, έστω και αν είναι ηθικά επιλήψιμο, το ψεύδεσθαι δεν καταφρονείται από τους ηγέτες. Για τούτο και το μετέρχονται κατά τη διεξαγωγή των κρατικών υποθέσεων, εσωτερικών και εξωτερικών. 

Η έρευνα έχει διαπιστώσει ότι υφίσταται εσωτερικός δεσμός μεταξύ του ψεύδεσθαι και του εμπιστεύεσθαι. Έχει συναφώς εξαχθεί ότι οι ηγέτες ψεύδονται συχνότερα προς τον δικό τους λαό και σπάνια προς ξένους ηγέτες. Αιτία γι’ αυτό θεωρείται το ότι ο λαός συνήθως εμπιστεύεται τον ηγέτη του ενώ, στις διεθνείς σχέσεις, οι ηγέτες σπανίως εμπιστεύονται αλλήλους.

Δεν είναι απαραίτητο να είναι αναληθείς οι μεταδιδόμενες πληροφορίες για να συντελείται το ψεύδεσθαι· μπορεί να συντελεσθεί και με αληθείς. Μερικές φορές, η μετάδοση αναληθών πληροφοριών γίνεται με την πεποίθηση του μεταδίδοντος ότι οι πληροφορίες είναι αληθείς. Η πράξη της μετάδοσής τους ισοδυναμεί με ψεύδος όταν ο λήπτης αντιληφθεί ότι οι πληροφορίες που έλαβε δεν είναι αληθείς και αποφανθεί ότι ο μεταδώσας εψεύσθη.

Άλλες φορές, η μετάδοση αναληθών πληροφοριών οφείλεται στην άγνοια της αλήθειας από τον μεταδίδοντα. Αυτό δεν καθιστά την άγνοια, κατ’ ανάγκη, αθώα. Η άγνοια μπορεί να οφείλεται στην σκόπιμη παράλειψη του μεταδίδοντος να πληροφορηθεί την αλήθεια, έχοντας αποφασίσει να μεταδώσει αυτό που ο ίδιος θεωρεί «προσήκον» ή «συμφέρον», έστω και αν δεν είναι αληθές. Δεν είναι επίσης ασύνηθες, η άγνοια της αλήθειας να οφείλεται στο ότι ο μεταδίδων επέδειξε αμέλεια ή ολιγωρία να την πληροφορηθεί. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η μετάδοση αναληθών πληροφοριών αποτελεί ψεύδος κατά τον ίδιο τρόπο που η μετάδοση αληθών πληροφοριών, με την πεποίθηση ότι είναι ψευδείς, αποτελεί αλήθεια.

Το ψεύδεσθαι προς άλλο κράτος είναι πράξη επικίνδυνη· όχι τόσο λόγω της πράξης του ψεύδεσθαι, αυτής καθαυτής, όσο λόγω της πιθανότητας αποκάλυψής της. Το ψεύδεσθαι συνιστά απάρνηση της καλής πίστης η οποία απαιτεί σεβασμό στην αλήθεια. Η αρχή της καλής πίστης είναι θεμελιώδης αρχή των διεθνών σχέσεων. Στις διεθνείς συναντήσεις, τις διαπραγματεύσεις και την εν γένει διεθνή επικοινωνία και τις συναλλαγές, η καλή πίστη θεωρείται όρος εκ των ων ουκ άνευ για τη διεξαγωγή τους. Αποκάλυψη της απουσίας της επισύρει ακόμη και την ακυρότητα των επιτευχθέντων. Το γνωρίζουν αυτό οι μετερχόμενοι το ψεύδος· γι’ αυτό, ευχερώς, προθύμως και ευχαρίστως, ομνύουν πίστη και αφοσίωση στην αλήθεια, συγχρόνως ψευδόμενοι και ταυτοχρόνως απαιτώντας και αναμένοντας να πληροφορούνται από τον συνομιλητή τους ακεραία την αλήθεια· και μόνο την αλήθεια.

Στις διεθνείς σχέσεις και τη διπλωματία είναι επιτρεπτό να μη λέγεται όλη η αλήθεια. Δεν είναι όμως επιτρεπτό να αποκρύπτεται τόση αλήθεια, ώστε, όση έχει ειπωθεί, να ισοδυναμεί με ψεύδος. Είναι θεμιτό να ειπωθούν πολύ λίγα ή να μην ειπωθεί τίποτα· δεν είναι όμως θεμιτό να λεχθούν, τόσα, τέτοια, και κατά τρόπο, ώστε η λογική σημασία των ρηθέντων, αποσιωπηθέντων και συμφραζομένων, να είναι αντίθετη προς την αλήθεια.

Θεωρούμε δε, ως αλήθεια, ό,τι αποδίδει εκείνο το οποίο πραγματικώς είναι, υπάρχει ή γίνεται. Ο ηγέτης δεν ψεύδεται. Ο ηγέτης κράτους, ως εκ του υπάτου αξιώματός του, οφείλει να γνωρίζει, και θεωρείται ότι κατέχει πάντα την αλήθεια· τουλάχιστον, καθόσον αφορά στο κράτος του. Δεν ημπορεί, συνεπώς, έχοντας ψευσθεί, να επικαλεσθεί ή προφασισθεί άγνοια της αλήθειας· ούτε μπορεί να επικαλεσθεί άνωθεν εντολές· ως κρατικός ηγέτης δεν υπόκειται σε τέτοιες. Ηγέτης κράτους, ο οποίος αποκαλύπτεται ψευδόμενος, ευτελίζει τον λαό του και πλήττει το κύρος, την αξιοπιστία και την αξιοπρέπεια της χώρας του.
 
Λόγω της σοβαρότητας των συνεπειών του ψεύδους στις διεθνείς σχέσεις, ό,τι λέγεται από έναν ηγέτη προς άλλο, θεωρείται ότι είναι αληθές, ως εκ του γεγονότος και μόνο ότι λέχθηκε από ηγέτη προς ηγέτη· γι’ αυτό, δεν αμφισβητείται. Αυτό το αξίωμα είναι ισχυρό ακόμα και στη σπάνια περίπτωση κατά την οποία συμφέρει στον ηγέτη που έχει ψευσθεί να θεωρηθούν αναληθή τα όσα είπε. Το συμφέρον του κράτους απαιτεί, ο ηγέτης του να θεωρείται ότι λέει πάντα την αλήθεια? ακόμα κι όταν έχει ψευσθεί. Στην ακραία και απευκταία περίπτωση κατά την οποία ένα κράτος αμφισβητεί την ειλικρίνεια του ηγέτη άλλου κράτους, η εκδήλωση της αμφισβήτησης συνιστά προσβολή, και πράξη μη φιλική έως και εχθρική, για το κράτος του ηγέτη, ο λόγος του οποίου αμφισβητείται. 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, το ψεύδεσθαι θα συνεχίσει να αποτελεί πρόχειρο εργαλείο στη διεξαγωγή των διεθνών υποθέσεων· κυρίως για εκείνους τους ηγέτες οι οποίοι φρονούν ότι το ψεύδεσθαι αυξάνει την ισχύ και το κύρος τους, είτε έναντι του λαού τους, είτε έναντι του ξένου ηγέτη με τον οποίο συνομιλούν ή διαπραγματεύονται. Πρόκειται για ηγέτες οι οποίοι ανήκουν, κατά κανόνα, στην κατηγορία των πολιτικών οι οποίοι δέχονται τον πολιτικό αμοραλισμό ως φυσιολογικό και αναγκαίο ή ακόμη και ιδεολογικά επιβαλλόμενο.

Διαφωνούμε ότι το ψέμα είναι χρήσιμο, πολύ δε περισσότερο, αναγκαίο ή, χειρότερα, απαραίτητο, στη διεξαγωγή των κρατικών υποθέσεων, εσωτερικών ή διεθνών. Ακόμη και αν δεχθεί κανείς ότι οι κανόνες της ηθικής δεν ευδοκιμούν και δεν καρποφορούν στις διεθνείς σχέσεις, λόγοι πολιτικού ρεαλισμού επιβάλλουν την πλήρη αποφυγή του ψεύδεσθαι, ιδιαίτερα από τα μικρά κράτη, και μάλιστα από εκείνα που πιστεύουν στο δίκαιό τους και αγωνίζονται γι’ αυτό.

Η καταφυγή στο ψεύδος μπορεί να αποφέρει πρόσκαιρα μόνο οφέλη στον ηγέτη, τον λαό και το κράτος του. Καθώς γνωμάτευε πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια ο μεγάλος τραγικός μας ποιητής Σοφοκλής, «οὐδὲν ἕρπει ψεῦδος εἰς γῆρας χρόνου» και «οὐκ ἐξάγουσιν καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι». Κανένα ψεύδος, λοιπόν, δεν αντέχει στο χρόνο και κανένα όφελος δεν μπορούν να αποφέρουν οι ψευδείς λόγοι. Αληθώς δραματικά, δραματικώς αληθή και τραγικώς επίκαιρα. 
Πηγή: "Ο Φιλελεύθερος", Αύγουστος 2012

8/10/12

Γράμμα στὸν ἀναγνώστη, Χρήστου Μαλεβίτση



«Φίλε ἀναγνώστη,

Τὰ γράμματα αὐτὰ εἶναι γιὰ σένα. Ποιός ξέρει σὲ ποιὰ ἐποχή, σὲ ποιόν τόπο καὶ σὲ ποιάν ἡλικία σου τὰ διαβάζεις.

Κάθε ἄνθρωπος εἶναι μιὰ χορδή. Τοὺς ἤχους ποὺ θὰ βγάλει, θὰ τοὺς καθορίσουν, τὸ ὑλικό της, τὸ τέντωμά της, τὸ ἠχεῖο της, τὸ ὑλικὸ τοῦ δοξαριοῦ, ὁ τρόπος ποὺ θὰ κινηθεῖ τὸ δοξάρι, ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ ἐκκενώσει ὅλα αὐτὰ πάνω ἀπὸ τὴν ἄβυσσό της. Εἶναι στιγμὲς δύστοκες, μάταιες, χαμένες. Εἶναι καὶ στιγμὲς ποὺ πέφτει ὁ σταλαγμὸς τῆς μουσικῆς ἀπροσδόκητος, διεισδυτικὸς ἀποκαλυπτικός. Στὴν ἐποχὴ τῶν τηλεπικοινωνιῶν, ἔγινε ἀδύνατη ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸν διπλανό μας, τὸν πλησίον μας. Κι ὅμως ἡ ἀλήθεια βρίσκεται στὴν ἐπικοινωνία, ἡ ἀλήθεια τοῦ ἑαυτοῦ μας, τῆς ἀνθρωπινότητάς μας. Στὴν ἐποχὴ τῶν ἐπιστημονικῶν ἀληθειῶν, χάσαμε τὴν προσωπικὴ μας ἀλήθεια.

Τὴν ἀλήθεια τὴ χάσαμε, αὐτὸ δὲν θὰ πεῖ ὅμως πὼς τὴν ξεχάσαμε. Δὲν πρέπει νὰ τὴν ξεχάσουμε. Ἡ λησμονιὰ ἐνοικεῖ στὶς τύψεις. Ὡστόσο ἡ ἀνθρωπότητα χάνει τὴν μνήμη της. Ἔστω, ἂν δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτε, ἂς μὴ χάσουμε τὴν ἀνάμνηση τῆς ἀλήθειας. Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι ἀντικείμενο, εἶναι ὁδός. Τώρα ποὺ πληθαίνουν οἱ λόχμες, ἂς προσέξουμε νὰ μὴ χάσουμε τὰ χνάρια τοῦ δρόμου ποὺ πέρασε ἡ Ἀλήθεια. Πρέπει ξανὰ νὰ διανοίξουμε τοὺς τρίβους. Νὰ εἴμαστε οἱ πρόδρομοι. Δὲν εἶναι μικρὸ ἔργο.

Πρέπει νὰ μείνει ἕνας δίκαιος μέσα στὶς πόλεις τοῦ χαμοῦ. Ἕνας γιὰ νὰ κρατεῖ τὴν μνήμη τοῦ ἀνθρώπινου βάθους. Θὰ εἶναι παράξενος ἄνθρωπος αὐτός. Θὰ μάχεται μὲ ἴσκιους, μὲ τὸ τίποτε. Μέχρις ὅτου αὐτὸ τὸ τίποτε ξαναγίνει τὸ πᾶν».

(Περιοδικό "Ευθύνη", τεύχος 339 - 2000).

Ράινερ-Μαρία Ρίλκε (1875-1926) - Περὶ Ζωῆς καὶ Ἔρωτος



«Ποτὲ δὲν εἴμαστε πιὸ δίκαιοι απ’ ὅ,τι ὅταν θαυμάζουμε μὲ ὅλη μας τὴν ψυχή».

«Πρέπει νὰ ζεῖ κανεὶς τὴ ζωὴ μέχρις ἐσχάτων, στὸ βάθος της καὶ ὄχι λογαριάζοντας τὴν καθημερινότητα. Δὲν ὑποχρεοῦται νὰ πράττει κανεὶς τὸ κοντινὸ καὶ τὸ χειροπιαστὸ ἐφόσον νιώθει πιὸ κοντὰ στὸ μακρινό, στὸ ἀπώτερο, στὸ ἀπώτατο. Δικαιοῦται κανεὶς νὰ ὀνειρεύεται ἐνόσῳ κάποιοι ἄλλοι σώζουν, ἐφόσον τὰ ὄνειρα αὐτὰ τοῦ φαίνονται πιὸ πραγματικὰ ἀπ’ τὴν πραγματικότητα καὶ πιὸ ἀπαραίτητα ἀπ’ τὸ ψωμί. Μὲ δυὸ λόγια: πρέπει νὰ κάνει κανεὶς μέτρο τῆς ζωῆς του τὴ μέγιστη δυνατότητα ποὺ φέρει ἐντός του. Διότι ἡ ζωή μας εἶναι μεγάλη, καὶ χωρᾶ μέσα της τόσο μέλλον, ὅσο ἐμεῖς μποροῦμε νὰ κουβαλήσουμε».

«Εἶθε ἀναπολῶντας ὅσα ἀνθρώπινα πρόσωπα ἐνδιαφέρθηκαν κάποτε για μᾶς μὲ σοβαρότητα καὶ εἰλικρίνεια, νὰ μὴ βρεθοῦμε ποτὲ ἀναγκασμένοι νὰ κατηγορήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας πὼς τὰ προδώσαμε ἢ τὰ ἀμελήσαμε. Νὰ ὅμως ποὺ ζοῦμε στὴν πυκνότητα τοῦ ἑνὸς δικοῦ μας σώματος πού, καὶ ἀπὸ καθαρὰ φυσιολογικὴ ἄποψη (διότι βεβαίως ἐκκινοῦμε ὑποχρεωτικὰ καὶ ἀποκλειστικὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ Ἐγώ, ποὺ ἔχει καὶ τὴ σωματική του διάσταση) μᾶς ἐπιβάλλει ἰδιαίτερα μέτρα καὶ σταθμά· ζοῦμε, θέλω νὰ πῶ, στὴν αἰχμαλωσία αὐτοῦ τοῦ κορμιοῦ, τὸ δὲ περιβάλλον, μέσα στὸ ὁποῖο κινοῦμαστε, ἐπισύρει καὶ ἄλλες δεσμεύσεις καὶ προκαταλήψεις… Δὲν εἴμαστε λοιπὸν πάντα τόσο ἐλεύθεροι, δὲν ἀγαποῦμε τόσο καὶ δὲν εἴμαστε τόσο ἀθῶοι, ὅσο θὰ μᾶς ἐπέτρεπαν τὰ ἀποθέματα καὶ οἱ πεποιθήσεις μας. Συχνὰ μάλιστα μᾶς περιορίζει καὶ ἡ ἀνασφάλεια, ἀκόμη καὶ ἡ ἁπλὴ ἀδυναμία συγκέντρωσης· πόση μεγαλόψυχη αὐτοπεποίθηση θὰ χρειαζόταν προκειμένου νὰ τείνουμε ἀπολύτως εὐήκοον οὖς καὶ νὰ ἔχουμε ἕτοιμη μιὰ πέρα γιὰ πέρα ἀλάθητη ἀπάντηση, σὲ κάθε φωνὴ ποὺ φθάνει ὣς ἐμᾶς».

«Γιατί μία εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀνθρώπινης φύσης χάρη στὴν ὁποία καταφέρνουμε τὰ πάντα, μιὰ στοχοπροσήλωση κι ἕνας καθαρὸς προσανατολισμὸς τῆς καρδιᾶς, κι ὅποιος τὴν ἔχει δὲν θά’ πρεπε νὰ ἐπιτρέπει στὸν φόβο νὰ τὸν κυριεύει».

«Δὲν ὑπάρχει χειρότερη φυλακὴ ἀπ’ τὸν φόβο μὴν πληγώσουμε κάποιον ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ».

«Ἀγαπιέμαι θὰ πεῖ τυλίγομαι στὶς φλόγες. Ἀγαπῶ σημαίνει φέγγω καίγοντας λάδι ἀνεξάντλητο. Ἀγαπιέμαι σημαίνει παρέρχομαι, ἀγαπῶ σημαίνει διαρκῶ».

«Τὸ θαῦμα ποὺ ζοῦν κάθε φορὰ ὅσοι ἀγαποῦν πραγματικά, ἔγκειται στὸ ὅτι ὅσο πιὸ πολλὰ δίνουν, τόσο πιὸ πολλὴ ἀποκτοῦν ἀπὸ τὴν ἀπολαυστική, θρεπτικὴ ἐκείνη ἀγάπη, ἀπ’ τὴν ὁποία ἀντλοῦν τὴ δύναμή τους τὰ λουλούδια καὶ τὰ παιδιὰ καὶ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀρκεῖ νὰ τὴν ἀποδέχονταν, χωρὶς νὰ ἀμφιβάλλουν».

«Εἶναι χαρακτηριστικὸ κάθε ἔρωτα, στὸν ὁποῖο ἔχει ἐμβαθύνει κανείς, τὸ ὅτι καθιστᾶ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ζεῖ δίκαιο καὶ διορατικό».

«Ὅσοι ἔχουν κάποιον νὰ τοὺς ἀγαπᾶ ζοῦν ἄσχημα καὶ διατρέχουν ἕνα σωρὸ κινδύνους. Μακάρι νὰ ξεπερνοῦσαν τὸ ἐμπόδιο αὐτὸ καὶ ν’ ἄρχιζαν νὰ ἀγαποῦν. Γιατί ὅσοι ἀγαποῦν περιβάλλονται ἀπὸ ἀσφάλεια καὶ τίποτε ἄλλο, πέρα ὣς πέρα».


(τὰ ἀποσπάσματα ἐχουν ληφθεῖ ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ulrich Baer: "Ἡ Σοφία τοῦ Ρίλκε", σὲ μετάφραση Ἀλεξάνδρας Νικολακοπούλου, εκδόσεις Πατάκη, 2009).

11/7/12

«Ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» - ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ


Ἐπανερχόμαστε στὴ δημοσίευση ἀποσπασμάτων ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Χρήστου Μαλεβίτση. Τὸ δοκίμιο ποὺ ἀκολουθεῖ περιλαμβάνεται στὸ βιβλίο "Περὶ τοῦ Τραγικοῦ", ἐκδόσεις Εὐθύνη, 1986. Σημείωση: κοπετός= θρήνος, ὀδυρμός. ΘΔΓ

Λίγες φράσεις ἔχουν πυκνώσει τὴν τραγικὴ οὐσία τῆς ὑπάρξεως τόσο, ὅσο αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ τῶν μακαρισμῶν: «Ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς». Κατοπτρίζει τὴν πλέον κρίσιμη στιγμὴ τῆς τραγικῆς συνειδητοποιήσεως, καὶ μάλιστα στὴ γνήσια διάστασή της, ποὺ εἶναι ἡ διαψευσμένη χρονικότητα. Διότι ἡ τραγωδία τελεῖται μόνο στὸν πεπληρωμένο χρόνο. Ἡ τραγωδία εἶναι χρόνος, ὄχι ὁ μαθηματικός, ἀλλὰ ὁ ὑπαρξιακός. Ἡ «ἡμέρα» εἶναι ὁ χρόνος. Ἡ «κακία» εἶναι τὸ τελικὸ κατάλοιπο τοῦ χρόνου καὶ τὸ «ἀρκετόν» εἶναι ἡ ἀπόφαση τῆς ὑπάρξεως νὰ τελειώνει καὶ μὲ τὸν χρόνο καὶ μὲ τὴν κακία του. Ἄρα καὶ τὸ «ἀρκετόν» εἶναι χρόνος, ἀλλὰ χρόνος ὁριακός. Πέραν τοῦ ὁποίου ὅλα τροποποιοῦνται - γιὰ τὸ μηδὲν ἢ γιὰ τὸ ἄπειρο. Ἕνα ἀπονενοημένο ἅλμα πρὸς τὴν ἀμφίσημη αἰωνιότητα.

Τὸ τραγικὸ δὲν ἔγκειται οὔτε στὴν «ἡμέρα», οὔτε στὴν «κακία». Τὸ τραγικὸ ἔγκειται στὸ «ἀρκετόν».Διότι ἐδῶ ὑπάρχει ἡ τραγική συνειδητοποίηση, καὶ ἀπὸ ἐδῶ μόνο ξεκινοῦν ὅλες οἱ δυνατότητες ποὺ δίνονται στὸν ἄνθρωπο, ἂν εἶναι νὰ ὑπερβεῖ τὸν πικρὸ κύκλο τῶν ἡμερῶν, ποὺ κομίζουν τὸ κακὸ ποταμηδόν. Ὁ ἴδιος ὁ χρόνος εἶναι ἀτελεύτητος - ἡ χωρὶς νόημα ἐπέκτασή του πρὸς τὴν ἔρημο τοῦ ὑπάρχοντος. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀτελεύτητος χρόνος ἔχει τελευτή, ὅταν περισέψει τὸ κακὸ ποὺ κομίζει. Τὸ «ἀρκετόν» εἶναι τὸ τελευταῖο του ὅριο. Δὲν φτάνει κανεὶς σ’ αὐτὸ τὸ ὅριο εὔκολα. Γιὰ νὰ γίνει ὁ χρόνος τραγικὸς δὲν ἀρκεῖ ὁ χρόνος ὁ ἀτομικός· πρέπει νὰ φτάσει στὴν τραγική του μεταστοιχείωση ὁ ἱστορικὸς χρόνος, ὁ πολὺς χρόνος τῆς ἱστορικῆς κοινότητας τῶν ὑπάρξεων.

Ἤδη σημειώνεται ἕνα τέτοιο τραγικὸ ὡρίμασμα στὸν Ἐκκλησιαστὴ τῆς Ἰσραηλινῆς κοινότητας. Ἀλλὰ δὲν ἔφτασε στὸ ἔσχατο ὅριο τοῦ «ἀρκετόν». Στὸν Ἐκκλησιαστή, ὁ χρόνος ἀπὸ γραμμικὸς ἔγινε κυκλικός. Ὡστόσο, δὲν ἔπαψε νὰ παραμένει ἀτελεύτητος. Μόνο ποὺ ἔχει ποιοτικοὺς προσδιορισμούς. Αὐτοὶ κατοπτρίζουν τὸ δράμα τοῦ ὑπάρχειν στὸν χρόνο, τὸ ὁποῖο μὲ τὴ σειρά του μετασχηματίζεται σὲ εὐτυχία: «Καιρὸς τοῦ τεκεῖν καὶ καιρὸς τοῦ ἀποθανεῖν, καιρὸς τοῦ φυτεῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκτῖλαι». Ἐδῶ πρόκειται περισσότερο για «σοφία» παρὰ γιὰ τραγωδία. Διότι ἁπλῶς διαπιστώνεται ἡ ἀτέρμονη σπειροειδὴς διαδοχὴ τοῦ καλοῦ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ τοῦ κακοῦ ἀπὸ τὸ καλό: «Καιρὸς τοῦ κλαῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ γελάσαι, καιρὸς τοῦ κόψασθαι καὶ καιρὸς τοῦ ὀρχήσασθαι». Ὁ χρόνος τοῦ σοφοῦ ποτὲ δὲν φθάνει στὴ στιγμὴ τὴν χωρὶς διέξοδο, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν χρόνο τῆς τραγικῆς συνειδήσεως. Καὶ τέτοια εἶναι ἡ συνείδηση τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία κατοπτρίζει τὴ συνείδηση τοῦ χρονικοῦ ἀδιεξόδου ὁλόκληρης τῆς ἀρχαιότητας, ποὺ στὶς ἡμέρες της εἶχε σωριαστεῖ σὲ ἐρείπια, μὲ διαψευσμένους τοὺς πολιτισμοὺς ὁλοκλήρου τῆς ἀνατολικῆς λεκάνης τῆς Μεσογείου. Ὅπου πλέον ὁ ἄνθρωπος ὥριμος ἀπὸ τοὺς πολιτισμοὺς τῶν χιλιετιῶν ποὺ προηγήθηκαν καὶ γυμνὸς ἀπὸ τὴν κατάρρευσή τους, παρέμεινε κατάμονος μέσα στὴν ἐρημία τοῦ ἀπειλητικοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ μόνο στὴν Καινὴ Διαθήκη «ὁ καιρὸς ἤγγικε», «πεπλήρωται» καὶ εἶναι «συνεσταλμένος». Ὥσπου φθάνει ἡ στιγμὴ τῆς ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸν χρόνο, μὲ τὸ «ἀρκετόν».

Στὸν Ἐκκλησιαστὴ μποροῦμε νὰ ὀρχηθοῦμε μετὰ τὸν κοπετό. Πράγματι, ὁ σοφὸς παρατηρεῖ πὼς ἔτσι συμβαίνει στὴ «ζωή». Ὅμως μήπως τοῦτο μαρτυρεῖ τὴν ἐλαφρότητα τῆς «ζωῆς»; Ἡ ἀφέλεια εἶναι εὐλογημένη, προκειμένου ἡ ζωὴ νὰ συνεχίζει τὴν ὕπαρξή της, ἐπάνω σὲ τούτη τὴ μυστηριακὴ φλούδα τῆς ὑπάρξεως. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει καὶ τὴν ἔσχατη δικαίωση τῆς ὑπάρξεως. Ἡ ψυχὴ φτάνει στὸ τέλος σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο «σοβαρότητας» ὅπου δὲν μπορεῖ νὰ ὀρχηθεῖ μετὰ τὸν κοπετό, δὲν τὸ καταδέχεται, δὲν συνάδει πρὸς τὴν ὑψηλὴ ἀξιοπρέπεια ποὺ τῆς προσέδωσε ὁ κοπετός. Τὸ κακὸ συμβαίνει καὶ φεύγει γιὰ τὸν σοφό. Ὅμως γιὰ τὴν τραγικὴ συνείδηση ἀπὸ τότε ποὺ τὸ κακὸ θὰ συμβεῖ ποτὲ δὲν φεύγει. Γι’ αυτὸ καὶ ποτὲ δὲν παραχωρεῖ τὴ θέση του στὴν ὄρχηση. Διότι τὸ κακὸ σὰν νοηθεῖ στὴν ἀποκαλυπτικότητά του, τροποποιεῖ ἔρριζα τὴν ὕπαρξη. Μὲ τὸ κακὸ ἡ ὕπαρξη γίνεται ἄλλη - γίνεται διὰ παντὸς τραγικὴ εἴδηση τοῦ ὑπάρχειν. Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ ριζικοῦ κακοῦ προκύπτει βεβαίως μιὰ ἄλλη παιδεία, μιὰ ἄλλη «σοφία». Μόνο ποὺ δὲν μένει κανεὶς σὲ τούτη τὴν παιδεία, ἀσκώντας τὸ λειτούργημα τοῦ σοφοῦ. Καὶ ἡ παιδεία, καὶ ἡ σοφία εἶναι γιὰ τὸν κόσμο τοῦτο. Ὅμως τὸ ριζικὸ κακὸ ἔχει ἤδη ἀκυρώσει συθέμελα τὸν κόσμο τοῦτο. Καὶ ἡ τραγικὴ ὕπαρξη ὠθεῖται πρὸς τὴν ἔξοδο, πρὸς τὴν ἀπάρνηση· ἀρκετὸ τὸ κακὸ στὴν ἡμέρα τούτη. Ἂν προσθέσουμε καὶ ἄλλο χρόνο, προσθέτουμε καὶ ἄλλο κακό. Δὲν ἔχουμε νὰ ἐλπίζουμε σὲ τίποτε διαφορετικό.

Ἂν κανεὶς δὲν τὸ νοεῖ τὸ πράγμα ἔτσι, ἁπλῶς δὲν ἔχει φθάσει στὰ ὅριά του. Ἡ ζωὴ στὴ βιολογική της ἐκδοχὴ στέκεται πάντοτε στὴ μέση. Ἡ ὕπαρξη στὴν πνευματική της ἐκδοχὴ προσκρούει πάντοτε στὰ ὅριά της. Ἡ ζωὴ γεννάει τὴν χαρὰ καὶ ἡ ὕπαρξη γεννάει τὴν ἀγωνία. Διότι ἀγωνία πρὸ τοῦ κακοῦ σημαίνει ὅτι τὸ κακὸ δὲν νοεῖται ποσοτικά, ἀλλὰ ποιοτικά. Γιὰ τὴν ὕπαρξη τὸ κακὸ δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὴν λογιστικὴ ζημία, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντιλογισθεῖ μὲ τὸ ἑπόμενο κέρδος, ἀλλὰ εἶναι ἡ διάνοιξη τοῦ μηδενός, ποὺ μέσα του κινδυνεύει νὰ καντοποντισθεῖ τὸ ἐπώνυμο πρόσωπο, τὸ ἀπαρομοίαστο, τὸ ἀναντικατάστατο. Τὸ πρόσωπο, ποὺ εἶναι ἡ μόνη μαρτυρία τοῦ πνεύματος στὸν κόσμο τοῦτο, ποὺ μόνο δι’ αὐτοῦ ὑπάρχει ὁ κόσμος καὶ ὁ Θεός, ἀφανίζεται ἀπὸ τὸ μηδενοποιὸ κακό. Τὸ ρεῦμα τοῦ χρόνου φέρνει αὐτοὺς τοὺς ἀφανισμοὺς σωρηδόν. Ὁ ἀφανισμὸς τῶν ψυχῶν μέσα ἀπὸ τὴν ὀδύνη, ἀπὸ τὸν βασανισμό, ἀπὸ τὸ θάνατο. Μὲ τί νὰ ἀντιζυγισθεῖ τοῦτο τὸ κακὸ τῶν ἡμερῶν, ἂν εἶναι νὰ διατηρήσουμε τὴν πνευματική μας ἀξιοπρέπεια; Ἢ νὰ τὸ λησμονήσουμε καὶ νὰ ἀναγγείλουμε τὸν καιρὸ τῆς ὀρχήσεως; Δὲν μποροῦμε πλέον νὰ τὸ λησμονήσουμε, διότι μᾶς ἔχει ὡριμάσει ὁ πολὺς χρόνος. Ὁ πολὺς ἱστορικὸς χρόνος εἶναι πλέον ἡ τραγωδία μας. Ὁ ὀλίγος χρόνος εἶναι τὸ καλό. Ὁ πολὺς χρόνος εἶναι τὸ κακό. «Ἀρκετόν».

Ὁ ὀλίγος χρόνος εἶναι τὸ καλὸ ἐπειδὴ φέρνει τὴν προσδοκία τῆς αἰωνιότητας. Ὁ πολὺς χρόνος εἶναι τὸ κακὸ ἐπειδὴ ἐπιμένει νὰ μὴν ἀναιρεῖται σὲ αἰωνιότητα. Ὁπότε ἡ πνευματικὴ δημιουργία σύρεται πρὸς τὴ δίνη τοῦ κακοῦ χρονικοῦ ἀπείρου, ὅπου ἀφανίζεται κάθε νόημα. Καὶ τότε ἐγείτεται ἡ προτροπή: «ἀρκετόν».