30/4/09

Κοιτώντας Μπροστά - Κώστα Ράπτη

"Αξίζει στην Αμερική ένας ηγέτης που να μπορεί να μιλά με παρρησία για την Αρμενική Γενοκτονία και να αντιδρά σθεναρά σε κάθε γενοκτονία" διακήρυττε στις αρχές του 2008 ο πλέον λαμπερός διεκδικητής της αμερικανικής προεδρίας.

Η Αμερική δεν τον απέκτησε έναν τέτοιο ηγέτη - όπως πληροφορούμαστε από τα πλέον αρμόδια χείλη. Διότι όσα ο υποψήφιος εκείνος του 2008 δήλωσε, ως ένοικος πια του Λευκού Οίκου, επ' ευκαιρία της πρόσφατης επετείου της Αρμενικής Γενοκτονίας, μπορεί να χαρακτηρίζονται από ισορροπιστική ευγλωττία, αλλά από παρρησία σίγουρα δεν διακρίνονται.
"Η άποψή μου για την Ιστορία δεν έχει αλλάξει" βεβαίωσε ο Μπαράκ Ομπάμα, παραπέμποντας στις προσωπικές του απόψεις οι οποίες είχαν κατά το παρελθόν κατατεθεί αρκούντως ηχηρά για να μπορούν άκοπα να ανακληθούν.

Ωστόσο, προκειμένου περί ενός "πλανητάρχη", το πολιτικό ερώτημα δεν είναι αν έχει προσωπική κατανόηση των "θηριωδιών", όπως λέει, που σημάδεψαν το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά αν θα τολμήσει να τις αποκαλέσει "γενοκτονία", συνδέοντας τον κατεξοχήν νεολογισμό του 20ού αιώνα με το ιστορικό γεγονός που τον προανήγγειλε.

Θα ήταν βέβαια παράτολμο ένα τέτοιο εγχείρημα, δεδομένων των αντιδράσεων του κράτους το οποίο ιδρύθηκε μεν υπογράφοντας τον οριστικό θάνατο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ωστόσο υπερασπίζεται επιθετικά τις μελανότερες σελίδες της ως στοιχείο εθνικής αξιοπρέπειας.

Οι θηριωδίες ως στοιχείο εθνικής ταυτότητας


Συμβαίνει άλλωστε να σιωπούν σωφρώνως στην περίπτωση αυτή τα πλήθη όσων, με την πληθωριστική χρήση του όρου "γενοκτονία", στήριξαν κάθε στρατιωτικό και νομικό τυχοδιωκτισμό λ.χ. στο Κόσοβο ή το Νταρφούρ.

Συμβαίνει όσοι υποστηρίζουν την ποινικοποίηση του "ιστορικού αναθεωρητισμού" προκειμένου περί του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος, να μην ενοχλούνται ιδιαίτερα από την υιοθέτηση του αναθεωρητισμού ως κρατικού δόγματος στην Τουρκία και την ποινικοποίηση κάθε προσπάθειας αμφισβήτησής του.

Συμβαίνει όσοι αποζούν πολιτικά από την καταγγελία των εθνικισμών να μην προβληματίζονται ιδιαίτερα για τη διαδρομή της μόνης από τις δικτατορίες του Μεσοπολέμου η οποία διαιωνίσθηκε χωρίς καν μια λειψή μεταπολίτευση ισπανικού τύπου και η οποία επεξεργάστηκε "λιακοπουλισμούς α λα τούρκα" ως επίσημα εθνικά ιδεολογήματα.

Συμβαίνει, όταν ο Ομπάμα προτείνει ως αποκατάσταση των ιστορικών πληγών την υπό αμερικανική καθοδήγηση προσέγγιση Άγκυρας-Ερεβάν, να μην του αντιτείνει κανείς το πολυειπωμένο "δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη".

Αλλά βέβαια, ο Αμερικανός πρόεδρος "κοιτά εμπρός", όπως διακηρύσσει με κάθε ευκαιρία, μην αφήνοντας τις ιστορίες του παρελθόντος να τον περισπάσουν από τις "επείγουσες προτεραιότητές" του. Λόγου χάρη, "κοιτά εμπρός" στο λαμπρό (αλλά πόσο ειρηνικό;) μέλλον του Καυκάσου, όπως το προδιαγράφουν οι αναδιατασσόμενες σα "μουσικές καρέκλες" καρέκλες συμμαχίες μεταξύ ΗΠΑ, Ρωσίας, Τουρκίας, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν στην περιοχή.

"Κοιτά εμπρός" σε ό,τι αφορά τις συνταγματικές παραβιάσεις της προηγούμενης αμερικανικής κυβέρνησης. "Κοιτά εμπρός" ως προς τα βασανιστήρια της CIA τα οποία, αν και έχει χαρακτήρισει "παράνομα και ανήθικα", αρνείται να διώξει ποινικά, ώστε να "μην χάσει χρόνο και ενέργεια από την πολιτική του ατζέντα" (μίλησε κανείς για ελαστική αντίληψη του νόμου;)

"Κοιτά εμπρός", γιατί εντέλει μόνο με μια ματιά προς τα πίσω αποκτά κανείς το μέτρο διάκρισης της "αλλαγής" από τη "συνέχεια".

"Ο Άγγελος της Ιστορίας", υποστηρίζει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, "έχει στραμμένο το βλέμμα του μονίμως προς το Παρελθόν: εκεί που εμείς αντικρίζουμε μιαν αλυσίδα γεγονότων, αυτός βλέπει μία και μόνη καταστροφή που σωριάζει αδιάκοπα ερείπια επί ερειπίων μπρος στα πόδια του. Θα ήθελε να σταματήσει για μια στιγμή, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να συναρμολογήσει εκ νέου τα συντρίμμια. Όμως φυσά από τον Παράδεισο ένας αέρας τόσο δυνατός, που αρπάζει τον Άγγελο από τα φτερά του και τον διώχνει όλο και μακρύτερα. Χωρίς να μπορεί να αντισταθεί, και με το βλέμμα πάντοτε στραμμένο στα χαλάσματα του παρελθόντος, ο Άγγελος ωθείται διαρκώς από τον άνεμο προς το Μέλλον. Ό,τι αποκαλούμε πρόοδο δεν είναι παρά ο άνεμος αυτός…"

www.skai.gr
28/04/2009

27/4/09

Το αριστερό κενό - Αλέξη Παπαχελά


Παλαιότερα οι σκεπτόμενοι ψηφοφόροι είχαν, σε περιόδους απόγνωσης με τα δύο μεγάλα κόμματα, μια επιλογή στις κάλπες. Η λεγόμενη ανανεωτική αριστερά της εποχής Κύρκου ή Κωνσταντόπουλου αποτελούσε μια έντιμη διέξοδο για τους ανθρώπους που απεχθάνονταν τον λαϊκισμό του πρώιμου ΠΑΣΟΚ και δεν εμπιστεύονταν τη Ν.Δ. στον ρόλο του μεταρρυθμιστή της χώρας. Είχε έναν ευρωπαϊκό προσανατολισμό και το κυριότερο απέφευγε τον μη σκεπτόμενο ισοπεδωτισμό, τους φανατισμούς, τις ακρότητες. Στις τάξεις της είχαν ενταχθεί δυναμικά κομμάτια της διανόησης, των πανεπιστημιακών, άνθρωποι που «ψάχνονταν» πάντοτε να βρουν κάτι καινούργιο απ’ έξω και επέμεναν σε μια δημιουργική αριστερά.

Αυτή η ανανεωτική αριστερά δεν έχει σήμερα τίποτα να κάνει με το σχήμα που έχει κληρονομήσει απλώς την «ταμπέλα» της. Τη σκέψη διαδέχθηκε ο φανατισμός, τη μετριοπάθεια οι ακρότητες, τον φιλοευρωπαϊσμό η άκρατη καχυποψία απέναντι σε οιοδήποτε -μη περιθωριακό- ξένο ρεύμα. Είναι εμφανές πως η σημερινή «ανανεωτική αριστερά» δεν θέλει να έχει καμία σχέση με τον Λεωνίδα Κύρκο ή τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, τους οποίους αντιμετωπίζει ως ενοχλητικούς εκφραστές μιας απεχθούς παράδοσης.

Είναι εντυπωσιακό πώς επικράτησαν τα πιο ακραία, και σε μερικές περιπτώσεις «γραφικά», στοιχεία που σε παλαιότερες εποχές θα ανήκαν σε περιθωριακά γκρουπούσκουλα. Από την παρέα που υποστήριξε με πάθος τα ιδεώδη της «17 Νοέμβρη» έως τους πανεπιστημιακούς που βλέπουν τους εαυτούς τους ως δημόσιους υπαλλήλους και όχι ανθρώπους που βελτιώνονται και βελτιώνουν τους μαθητές τους, βρήκαν στέγη στον σημερινό διάδοχο της ανανεωτικής κληρονομιάς. Το συνεχές φλερτάρισμα με τη νομιμοποίηση της βίας ξενίζει, γιατί δεν ταίριαζε ποτέ με αυτόν τον νεωτεριστικό χώρο.

Ισως στην εποχή μας αυτές οι απόψεις, τις οποίες προφανώς πολλοί νοσταλγούν, δεν μπορούν να βρουν τη θέση τους σε ένα σκηνικό όπου επικρατούν η μετριότητα, τα ευκολοχώνευτα συνθήματα, οι τηλεκαβγάδες και οι υπεραπλουστεύσεις. Ισως να «πουλάει» πολύ περισσότερο ένας δήθεν ριζοσπαστικός τρόπος αντιμετώπισης των πραγμάτων ο οποίος νομιμοποιεί τις πλέον αδιέξοδες ή παράλογες συμπεριφορές.

Η ιστορική ανανεωτική αριστερά είχε πολύ μεγαλύτερη ακτινοβολία από αυτήν που καταμετράτο στις κάλπες. Είχε σοβαρούς συνομιλητές σε όλα τα επίπεδα και την ενδιέφερε το πού πάει ο τόπος, διακρινόταν από μια αίσθηση ευθύνης που ίσως λειτουργούσε αντιπαραγωγικά για τα ποσοστά της. Η σημερινή ανανεωτική αριστερά έχει και εκείνη μεγαλύτερη δύναμη από αυτήν που της δίνουν οι δημοσκοπήσεις, αλλά είναι δυστυχώς καταστροφική δύναμη. Στα πανεπιστήμια υπερασπίζεται το στάτους κβο, σε διάφορα «περιβαλλοντικά» (υποτίθεται) θέματα παίρνει τις πλέον ακραίες θέσεις θεωρώντας πως «ό, τι επιχειρηματικό είναι και κακό». Οταν κάτι δεν της αρέσει, συχνά απειλεί ότι «μπορεί να κατέβει να τα σπάσει» προκειμένου να επιβάλει την άποψή της. Αυτές ακριβώς είναι οι συμπεριφορές που μας κάνουν να αναρωτιόμαστε πόσο πραγματικά «ανανεωτική» μπορεί να είναι αυτή η αριστερά.

Αρνούμαι να πιστέψω πως δεν έχει μείνει τίποτα από την κληρονομιά της νεωτεριστικής αριστεράς στην Ελλάδα. Ενα κομμάτι της βρήκε προσωρινά στέγη στο ΠΑΣΟΚ αμέσως μετά την εκλογή του κ. Παπανδρέου στην ηγεσία του, αλλά γρήγορα απογοητεύθηκε. Υπάρχουν ακόμη όμως πολλοί και αξιόλογοι άνθρωποι στα πανεπιστήμια, στη διανόηση, στις επιχειρήσεις, που θέλουν να σκέπτονται «αριστερά» αλλά παράλληλα δημιουργικά και μοντέρνα και χωρίς νομιμοποίηση της βίας. Εως ότου βρουν πολιτική έκφραση, κοιτούν δεξιά και μετά αριστερά με απόγνωση.

"Η Καθημερινή", 26/04/2009

Ψήφος εξαλλαγής του σκηνικού - Χρήστου Γιανναρά


Ψύχραιμα, νηφάλια, σοβαρά, οπαδοί και αντίπαλοι πρέπει να αναγνωρίσουν ότι το κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας» έχει ιστορικά τελειώσει.

Ο λόγος για τη συγκρότησή του και την ύπαρξή του εξαντλήθηκε στα πρώτα εφτά χρόνια από την ίδρυσή του: Ηταν το θεσμικό σχήμα ή όχημα για να ασκήσει την προσωποπαγή πολιτική του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος. Εκεί τελείωσε ο ιστορικός ρόλος αυτού του κόμματος.

Δεν φιλοδόξησε ποτέ τίποτα περισσότερο. Δεν επαγγέλθηκε κοινωνικούς στόχους, δεν είπε ποτέ ποιο μέλλον οραματίζεται, πώς καταλαβαίνει την ελληνικότητα πέρα από τις εθνικιστικές ρητορείες, για ποια ποιότητα ζωής ήθελε να δουλέψει και να αγωνιστεί. Ψέλλιζε μόνο αφελείς γενικότητες για οικονομικό φιλελευθερισμό με παράλληλο «κοινωνικό κράτος», ωσάν τέτοια λόγια του αέρα να συνιστούσαν πολιτική ραχοκοκαλιά. Ηταν κόμμα από γεννησιμιού του ασπόνδυλο, δεν πίστευε σε τίποτα. Φιλοδοξούσε να διαχειριστεί την εξουσία, να αυξήσει ίσως και την ευμάρεια. Αυτό μόνο.

Ο ίδιος ο ιδρυτής της «Νέας Δημοκρατίας» ήταν άνθρωπος της διαχειριστικής πράξης, αποκλειστικά. Ακόμα και την είσοδο της Ελλάδας στην «Ευρωπαϊκή Ενωση» την επιδίωξε για λόγους ωμής χρησιμοθηρίας, οικονομικής και αμυντικής – δεν είχε τις προϋποθέσεις να προβληματιστεί για τις ιστορικές παραμέτρους της ένταξης. Κυβέρνησε τη χώρα μετά τη μεταπολίτευση και ούτε καν αντιλήφθηκε το τεράστιο κενό ταυτότητας και συνοχής που κληροδότησε στην ελληνική κοινωνία η δικτατορία: Με τη «Νέα Δημοκρατία» στην εξουσία, κυρίαρχη ιδεολογία ώς το πιο απόμακρο χωριό, σχολειό, γειτονιά ή καφενείο ήταν ένας παλαιοημερολογίτικος μαρξισμός δίχως αντίλογο.

Την ανάγκη αντιλόγου, κριτικής στάσης και θετικής κοινωνικής αντιπρότασης στην «προοδευτική» φενάκη του παλαιοημερολογίτικου μαρξισμού δεν την κατάλαβε ποτέ το κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας». Ούτε και όταν ευφυέστατα το ΠΑΣΟΚ προσεταιρίστηκε το φενακισμένο ιδεολόγημα, το συνταίριαξε με τον αμοραλισμό του παπανδρεϊσμού και εμφανίστηκε να σαρκώνει τη ρεβάνς των ηττημένων της πολυαίμακτης ανταρσίας που εξωραΐστηκε σαν «εμφύλιος». Με τον πρεσβύτερο Καραμανλή η «Νέα Δημοκρατία» αποδείχθηκε ανίκανη να αρθρώσει πρόταση προσανατολισμού της παραπαίουσας, μετά τη μεταπολίτευση, ελλαδικής κοινωνίας. Και επί αρχηγίας Ράλλη και Αβέρωφ η ανικανότητα αυτή πήρε τον χαρακτήρα πανικόβλητης παραίτησης από κάθε πολιτική ιδιοπροσωπία, φτηνής απομίμησης της πασοκικής «επιτυχίας».

Ο πόθος της απομίμησης γέννησε τη λογική της εκλογής Μητσοτάκη, λογική αναπαραγωγής του ανδρεϊκού προτύπου, ώστε «το ένα σαΐνι να φάει το άλλο». Δεν ενδιέφερε παρά μόνο και αποκλειστικά η ανακατάληψη της εξουσίας με οποιοδήποτε τίμημα. Στη δεκαετία του ’80 η Ελλάδα «μετασχηματιζόταν» στανικά με όρους κοινωνικού παλιμβαρβαρισμού, ιδεολογικής τρομοκρατίας, κυνικού αμοραλισμού. Και η «Νέα Δημοκρατία» ήταν σαν να μην υπήρχε, σαν μην καταλάβαινε τι συμβαίνει στον τόπο. Κατεδαφιζόταν κάθε ιεραρχική δομή του κράτους και της κοινωνίας, κάθε θεσμική αξιοκρατία, κάθε έλεγχος πειθαρχικός ή αξιολόγησης ποιοτήτων. Και η αξιωματική τότε αντιπολίτευση δεν ψέλλισε ποτέ έστω μια λέξη διαμαρτυρίας, διαφωνίας, αντίστασης. Ετρεμε να μην δυσαρεστήσει οπαδούς της πασοκικής λοιμικής, ώστε να ψαρέψει ψήφους παραπονούμενων ή παραγκωνισμένων.

Διαλύονταν τα σχολειά, ατιμάζονταν τα πανεπιστήμια, ο συνδικαλισμός είχε αλλοτριωθεί σε γκανγκστερισμό ασύδοτων εκβιασμών, σε αντικοινωνική κακουργία. Ο Παπανδρέου βύθιζε το κράτος σε εφιαλτική υπερχρέωση με ξέφρενο δανεισμό και παρανοϊκή σπατάλη των κοινοτικών «πακέτων». Αλλά η «Νέα Δημοκρατία» σιωπούσε, ήταν κυριολεκτικά ανύπαρκτη, αηδιαστικά ψοφοδεής. Δεν την έκοφτε ούτε η κοινωνία ούτε η πατρίδα ούτε η αξιοπρέπεια. Μόνο το τσιμπολόγημα ψήφων από το ηροστράτειο «κίνημα».

Η αγανάκτηση και οργή του λαού για τη σοσιαλεπώνυμη απάτη κορυφώθηκε το 1989 και ύστερα πάλι το 2004. Και τις δύο φορές ήταν φανερό ότι η κοινωνία ζητούσε απαλλαγή από το ΠΑΣΟΚ, δεν είχε την ψυχραιμία να διακρίνει ότι η «Νέα Δημοκρατία» δεν διέθετε ούτε πολιτικό πρόγραμμα ούτε κοινωνικούς στόχους. Η κυβένηση Μητσοτάκη ήταν κυριολεκτικά μια παρένθεση ντροπής: προσπάθεια οικειοποίησης των μεταρρυθμιστικών πανουργημάτων του ΠΑΣΟΚ για να στηθεί «γαλάζιο» κομματικό κράτος – προσπάθεια ευτελής όπως κάθε απομίμηση. Δεν άντεξε ούτε μια τετραετία.

Το 2004 έμοιασε να διαφαίνεται ρεαλιστικότερη ελπίδα: Και πάλι η Ν. Δ. απέφευγε περίτρομη κάθε συγκεκριμένη αντιδιαστολή της προς το ΠΑΣΟΚ, κάθε ρήξη με την εγκληματική πολιτική του στη Δημόσια Διοίκηση, στην Παιδεία, στον Συνδικαλισμό, στα ΜΜΕ. Κοινωνική αντιπρόταση στον αμοραλισμό και μηδενισμό δεν διέθετε. Αλλά τώρα ο αρχηγός ήταν νέος, ευφραδής, με φήμη καλοσπουδαγμένου, που ετοιμαζόταν από νήπιο για να γίνει πρωθυπουργός. Βάραινε ουσιαστικά και η σύγκριση με τον αρτιδόμητο τότε, μέσα από περίεργες διαδικασίες πανικού, αρχηγό του ΠΑΣΟΚ – η διαφορά παρουσίας και φαινόμενων προσόντων ήταν συντριπτική για τον παπανδρεϊκό επίγονο.

Αυτή η διαφορά ανατράπηκε παταγωδώς μέσα σε πέντε μόλις χρόνια. Ολες οι δημοσκοπήσεις βεβαιώνουν περίτρανα ότι ο πολύφερνος (με ζηλευτή προίκα) αρχηγός της Ν. Δ. νικιέται κατά κράτος από τον πιο μειονεκτικό που θα μπορούσε να του λάχει αντίπαλο. Περισσότερο ταπεινωτική ήττα δεν ήταν δυνατόν να γνωρίσει. Πρόκειται για εξευτελιστική συντριβή, για ισόβιο στίγμα.

Ωστόσο, από την τραγωδία συνάγεται δίδαγμα πολύτιμο: Δεν γίνεται να κυβερνηθεί μια χώρα μόνο με κοντόφθαλμη ιδιοτέλεια, φτηνή εξουσιολαγνεία. Οταν μάλιστα είναι εξόφθαλμη και η ανικανότητα, η αδυναμία να επενδυθεί έστω και η ιδιοτέλεια σε φιλόδοξους στόχους. Εξουσία διαχειριστική, δίχως τόλμη για ρήξεις μεταρρυθμιστικές, εξουσία υποταγμένη στην ευτέλεια εσωκομματικών ισορροπιών, καμαρίλας «διαπλεκομένων» είναι εξ ορισμού βραχύβια.

Το κόμμα της Ν. Δ. έχει ιστορικά τελειώσει, το τέλος υπογραμμίζουν οι καραδοκούντες δελφίνοι της αρχηγίας, υποδειγματικές περιπτώσεις κωμικής ανικανότητας. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν την Ελλάδα να επιστρέφει, με αυτοκτονική αμβλύνοια, σε ό, τι εξέμεσε το 1989 και το 2004. «Συμβέβηκε το της αληθούς παροιμίας: κύων επιστρέφων επί το ίδιον εξέραμα και υς λουσαμένη εις κύλισμα βορβόρου». Η παροιμία δεν προέβλεψε την πενταετή αλουσία από του βορβόρου, που μας επέβαλε η «Νέα Δημοκρατία».

Με τη λογική της τιμιότητας, που ίσως δεν είναι πάντοτε πολιτικά ορθή, απομένει μία και μοναδική ρεαλιστική ελπίδα για την Ελλάδα: Οψέποτε γίνουν εκλογές, ΠΑΣΟΚ και Ν. Δ. να πάρουν το καθένα ποσοστό μικρότερο από το 10% του συνόλου των ψήφων. Να τολμήσουν οι Ελληνες αντίσταση στην αναίδεια και θρασύτητα των «κομμάτων εξουσίας» ψηφίζοντας έστω και κομματίδια ήσσονος σοβαρότητας – φυσιολατρών, κυνηγών, ονειροπαρμένων. Ισως έτσι θα υποχρεωθεί σε ανασύστατη το πολιτικό σκηνικό.


"Η Καθημερινή", 26/04/2009

18/4/09

Το "κλειδί" του έρωτα - Χρήστου Γιανναρά

Με τον θάνατο ο άνθρωπος βγαίνει από τον χρόνο. «Ουκέτι δύναται ενεργείν διά των μορίων του σώματος, ου λαλείν, ου μιμνήσκεσθαι, ου διακρίνειν, ουκ επιθυμείν, ου λογίζεσθαι, ου θυμούσθαι, ου καθοράν» (Αναστάσιος Σιναΐτης). Ο εγκέφαλος, το όργανο επίγνωσης της πραγματικότητας, άρα και συνείδησης του χρόνου («το πιο πολύπλοκο υλικό αντικείμενο στο γνωστό σύμπαν... κάτι που δεν μοιάζει με τίποτε άλλο στο σύμπαν»: Gerald Edelman) είναι μάλλον το πρώτο που αποσυντίθεται με τον θάνατο.

Αν υπάρχει ανάσταση νεκρών, όπως προσδοκούν οι έμπειροι του εκκλησιαστικού γεγονότος, θα πρέπει να μοιάζει σαν αφύπνιση δίχως επίγνωση της διάρκειας του ύπνου. Οι άνθρωποι που πέθαναν πριν από χιλιάδες χρόνια και οι άνθρωποι που θα έχουν πεθάνει λίγα λεπτά πριν από την κοινή ανάσταση, θα ανοίξουν τα μάτια σαν να μην έχει παρεμβληθεί ούτε στιγμή χρόνου από τότε που τα σφράγισε ο θάνατος.

Δεν έχουμε καμιά, μα απολύτως καμιά επιστημονική συνηγορία για να ελπίσουμε σε ανάσταση από τον θάνατο. Ο,τι ονομάζουμε «επιστήμη», δηλαδή η αποδεικτικά τεκμηριωμένη γνώση των δεδομένων της ύλης - ενέργειας, δεν έχει τη δυνατότητα, γι' αυτό ούτε και τον στόχο, να ερμηνεύσει το «νόημα» του κόσμου, την αιτία του και τον σκοπό του. Οσοι, στο όνομα τάχα της επιστήμης, μιλάνε για πιστοποιημένη «τυχαιότητα» σαν αιτία και σκοπό της ύπαρξης και των υπαρκτών, είναι, πολύ απλά, τσαρλατάνοι.

Για το «νόημα» της ύπαρξης και των υπαρκτών, της ζωής και του θανάτου, συγκροτούνται μόνο ερμηνευτικές προτάσεις φιλοσοφικές. Τις αναγνωρίζουμε ως φιλοσοφικές όταν είναι συντεταγμένες με συνέπεια και πιστότητα σε λογική μέθοδο, χωρίς απριορισμούς, χωρίς αυθαίρετες αξιωματικές παραδοχές, χωρίς προσφυγές σε σκοτεινούς μυστικισμούς. Τέτοιες προτάσεις ερμηνείας της αιτίας και του σκοπού των υπαρκτών γνώρισε πολλές η Ιστορία της Φιλοσοφίας. Κατά κανόνα με λογικά κενά και συγγνωστά αυτονόητα. Οι δύο ερμηνευτικά συνεπέστερες προτάσεις, από την αρχαιότητα ώς σήμερα, μοιάζει να είναι αυτή της ελληνικής εκκλησιαστικής παράδοσης, που παρονομάζεται βυζαντινή και η μηδενιστική οντολογία του Martin Heidegger.

Για την ελληνική εκκλησιαστική παράδοση, Αιτιώδης Αρχή του υπαρκτού δεν είναι η ανερμήνευτη αναγκαιότητα ενός Πρώτου Κινούντος, αλλά η ελευθερία ως αυθυπερβατική σχέση, υπαρκτικά αλληλοπεριχωρούμενη αγάπη τριών «προσωπικών» (έλλογων και αυτοσυνείδητων) υποστάσεων. Γι' αυτό και γνωρίζεται η Αιτιώδης Αρχή από τον άνθρωπο «κατά τον τρόπο» της ύπαρξής της: από την οδό της ελευθερίας, μέσα από την εμπειρία του αθλήματος της αυθυπέρβασης και αγάπης - όχι αναγκαστικά και υποχρεωτικά όπως ένα αντικείμενο του νευτώνειου κοσμοειδώλου.

Γνωρίζεται ο Θεός μέσα από την κλήση σε σχέση που απευθύνει στον άνθρωπο με το κάλλος και τη σοφία του δημιουργικού του έργου, του κόσμου. Γνωρίζεται ο Θεός όπως γνωρίζεται ο μουσουργός μέσα από τη μουσική του, ο ζωγράφος μέσα από τη ζωγραφιά του, ο ποιητής μέσα από το ποίημά του. Οχι ως αφηρημένη νοητική σύλληψη, αλλά ως εμπειρία σχέσης, αμεσότητα μέθεξης στο δημιούργημα.

Ελεύθερος ο Θεός από κάθε προκαθορισμό της ύπαρξής του, μπορεί να υπάρξει και ως άνθρωπος. Με τον τρόπο της δικής του ελευθερίας: από «μανικόν έρωτα» για το λογικό πλάσμα του. Υφίσταται όλους του υπαρκτικούς περιορισμούς του πλάσματος, ακόμα και έναν άδικο, βασανιστικό θάνατο. Αλλά με τις ελλειμματικές υπαρκτικές δυνατότητες του κτιστού πραγματώνει τον «τρόπο» της ελευθερίας του ακτίστου: μεταποιεί και τον θάνατο σε αυθυπερβατική σχέση «υπακοής» στον Πατέρα. Γι' αυτό και ανίσταται από των νεκρών. Οχι «θαυματουργικά», δηλαδή από αναγκαιότητα θεϊκής παντοδυναμίας, αλλά μεταποιώντας ελεύθερα και την ανθρώπινη θνητότητα σε ερωτική αυθυπέρβαση.

Ο αναστημένος Χριστός είναι υλική ύπαρξη, έχει στην πλευρά και στις παλάμες απτά τα σημάδια του σταυρικού του θανάτου, τρώει «ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου». Αλλά πραγματώνει την κτιστή ύπαρξη ελεύθερη από τους περιορισμούς της κτιστότητας: Εισέρχεται στο υπερώον «των θυρών κεκλεισμένων» και ταυτόχρονα οδεύει με τον Λουκά και τον Κλεώπα προς την Εμμαούς.

Στην εκκλησιαστική οπτική ο αναστημένος Χριστός είναι η πραγμάτωση και φανέρωση του «νοήματος» (αιτίας και σκοπού) της υλικής δημιουργίας του Θεού. Για τη λογική που ταυτίζει την πληρότητα της ύπαρξης με την ελευθερία της αγάπης, το κάλλος και η σοφία του κόσμου -λόγος αποκαλυπτικός της θείας προσωπικής ετερότητας- είναι αδιανόητο να αφανιστεί κάποτε, να μηδενιστεί ή να συνεχίζεται άσκοπη η ύπαρξή του ατελεύτητα. Ελπίδα και προσδοκία της Εκκλησίας είναι ότι «πάντες αλλαγησόμεθα»: ο υλικός κόσμος όλος και ο άνθρωπος. Η ύλη, τα κτιστά, θα συμπεριληφθούν στο αναστημένο σώμα του Χριστού, θα υπάρξουν με τον τρόπο του ακτίστου, τρόπο ελευθερίας από κάθε υπαρκτικό περιορισμό.

«Καινούς ουρανούς και γην καινήν προσδοκώμεν». Οι νεκροί θα εγερθούν από την αχρονία του θανάτου, να μετάσχουν στην αχρονία της «βασιλείας», στην κοινωνούμενη υπαρκτική πληρότητα - την ενεργό, όχι νιρβανική. Η τωρινή μας γλώσσα δεν είναι δυνατόν να προσημάνει τα προσδοκώμενα, τα όριά της είναι όρια του τωρινού μας κόσμου - «βλέπομεν άρτι ως δι' εσόπτρου εν αινίγματι». Ισως η γλώσσα της μετανευτώνειας φυσικής, γλώσσα των «πολλαπλών συμπάντων», της «αντι-ύλης», των «μαύρων οπών», της «αχρονίας του κβαντικού πεδίου» να πλουτίσει με συμβολισμούς ευστοχότερους την έκφραση της εκκλησιαστικής προσδοκίας.

Με τη λογική αυτής της προσδοκίας, ο θάνατος των πάλαι και των εγγύς, όπως και ο δικός μας, των «περιλειπομένων» ο θάνατος, είναι σίγουρα έξοδος από τον χρόνο, όχι όμως και έξοδος από την ύπαρξη, όχι αναστολή της κλήσης που δεχθήκαμε για μετάβαση «εκ του μη όντος εις το είναι». Η κλήση που ιδρύει τον άνθρωπο ως υποστατική δυνατότητα σχέσης (θετικής ή αρνητικής) με τον Θεό, δεν μπορεί να εκπίπτει, δεν μπορεί να αναστέλλεται με την απόσβεση των ενεργειών της κτιστής φύσης μας. Αν η σχέση (και όχι η φύση) ιδρύει την υπόσταση και αν τον Mozart τον γνωρίζω ως υποστατική ετερότητα μέσα από τη μουσική του (και όχι από την οντική του ατομικότητα), ίσως κάτι να αλλάζει στην πικρότατη γεύση του θανάτου.

Οταν ο Χριστός πάνω στον σταυρό δέχθηκε τη μετάνοια του συστραυρωμένου ληστή, τον βεβαίωσε ότι «σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω». Σήμερον - το «μετ' εμού» δεν παρέχεται υπό προθεσμίαν. Μην εξαντλούμε τη γνώση σε μόνη την πληροφόρηση, στην επιστημονική τεκμηρίωση. Οταν κάποιος μας αγαπάει, είναι ερωτευμένος μαζί μας, το ξέρουμε από την αμεσότητα της εμπειρίας, όχι με αποδεικτική ανάλυση. Μόνο που «κλειδί» γι' αυτή την άμεση γνώση είναι η αμοιβαιότητα του έρωτα.


"Η Καθημερινή", 18/04/2009

12/4/09

Μετοχή και Ιδιωτεία - Χρήστου Γιανναρά

Όταν μιλάμε για ελληνική παράδοση –τότε που λειτουργούσε– δεν εννοούμε μια συλλογική ιδεοληψία, κυρίαρχη ιδεολογία παρατεινόμενη σε διάρκεια αιώνων. Θα τολμούσα την αποφθεγματική, αλλά όχι αυθαίρετη διατύπωση ότι «παράδοση» για τους Ελληνες ήταν η πείρα που παραδινόταν από γενιά σε γενιά. Και είχε κριτικό χαρακτήρα αυτή η μεταβίβαση πείρας: κάθε γενιά ξεσκαρτάριζε ό, τι περιττό και ανώφελο από τα όσα παραλάμβανε και πρόσθετε τις δικές της εμπειρικές εκτιμήσεις για το αναγκαίο και για την ποιότητα.

Στην ελληνική, λοιπόν, παράδοση ήταν πραγματικά αδιανόητος ο ατομικός, ιδιωτικός χαρακτήρας της μεταφυσικής αναζήτησης. Αυτό συνάγεται καταφανέστατα από τις γραπτές απομνημειώσεις, τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις, τις εθιμικές πρακτικές της παράδοσης. Δυσκολευόμαστε σήμερα να το αντιληφθούμε, γιατί οι δικοί μας εθισμοί, μαζί με τις εντολές «πολιτικής ορθότητας» που μας επιβάλλει η νατοϊκή Νέα Τάξη πραγμάτων, απωθούν τη μεταφυσική αναζήτηση στο πεδίο του αποκλειστικά ιδιωτικού, της στεγανά ατομικής επιλογής. Η μεταφυσική σήμερα είναι εξ ορισμού ιδεολόγημα και ψυχολογική μόνο καταφυγή, επομένως ατομική καθαρά υπόθεση. Η κρατική νομοθεσία αναγνωρίζει την ανάγκη των ατόμων να ικανοποιούν τα θρησκευτικά τους ορμέμφυτα, γι’ αυτό και προστατεύει ως «δικαίωμα» την οποιαδήποτε (αδιαφοροποίητα) θρησκευτική ιδεοληψία.

Με άλλα λόγια, η σημερινή νομοθεσία και νοοτροπία αποκλείουν καισαρικά τον τρόπο οργάνωσης του κοινού βίου με τον οποίο σημάδεψε κάποτε την πανανθρώπινη ιστορία η ελληνική παράδοση: Αποκλείουν την ελληνική «πόλιν», το «κοινόν άθλημα» του «πολιτικού βίου», τη δημοκρατία ως μετοχή όλων των πολιτών στην πραγμάτωση του «αληθούς».

Στον γεωγραφικό χώρο που ορίζουν οι ακτές του Αιγαίου και το ενδιάμεσο αρχιπέλαγος, γεννήθηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η κριτική σκέψη.

Δηλαδή η ανάγκη να επαληθεύεται η γνώση, να διακρίνεται το σωστό από το λάθος, η πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση, την πλάνη, το ψεύδος. Και «κριτήριον αληθείας» για τους Ελληνες ήταν πάντοτε το «κοινωνείν»: η εμπειρική συμμαρτυρία, ο γλωσσικός συντονισμός της εμπειρίας – «όταν πάντες ομοδοξούσι και έκαστος επιμαρτυρεί».

Με την «πόλιν» και το «πολιτικόν άθλημα» έκαναν οι Ελληνες το άλμα μετάβασης από την «κοινωνίαν της χρείας» στην «κοινωνίαν του αληθούς»: Η συλλογική συνύπαρξη να μην αποβλέπει πια μόνο ή πρωτευόντως στη χρεία – στον καταμερισμό της εργασίας για την πληρέστερη κάλυψη των βιοτικών αναγκών. Να αποβλέπει κυρίως στην επιδίωξη μίμησης του «όντως υπαρκτού»: του αθάνατου «τρόπου» της λογικής κοσμιότητας και αρμονίας των υπαρκτών. Και αυτή την επιδίωξη την έκαναν οι Ελληνες «γλώσσα», δηλαδή πράξη αποκαλυπτική του στόχου: Γλώσσα θεσμών της «πόλεως», γλώσσα της τραγωδίας, του αγάλματος, της αρχιτεκτονικής – του Παρθενώνα.

Η μεταφυσική αναζήτηση για τον Ελληνα ήταν μετοχή, εμπειρία συνάθλησης, κοινωνία λογικών ψηλαφήσεων – όχι ατομική επιλογή και ιδιωτικές «πεποιθήσεις». Στην «εκκλησία του δήμου» συνάζονταν οι πολίτες για να συγκροτήσουν και φανερώσουν την «πόλιν» ως «κόσμον» – κόσμημα «κατά λόγον» τάξεως, αρμονίας και κάλλους. Και στην «εκκλησία των πιστών» συνάζονταν στη συνέχεια οι χριστιανοί Ελληνες για να συγκροτήσουν και φανερώσουν την καινούργια τώρα «πόλιν» της αγαπητικής κοινωνίας της ζωής, τον τρόπο του «όντως υπαρκτού» που τώρα τον ψηλαφούσαν στην υπαρκτική ελευθερία της Τριαδικής Αγάπης.

Με άλλα λόγια, το ζητούμενο της μεταφυσικής αναζήτησης, τόσο για τον αρχαίο όσο και για τον εκχριστιανισμένο Ελληνισμό, δεν ήταν μια υπερβατική πληροφορία, αλλά ένας «τρόπος υπάρξεως»: η εμπειρία, η βίωση του «τρόπου» χάριζε τη γνώση της αλήθειας. Και ο «τρόπος» ήταν πάντοτε κοινωνικός, τρόπος κοινωνίας, μετοχής – κοινωνούμενης εμπειρίας, μετοχικής γνώσης. «Κατά μετοχήν του κοινού λόγου και θείου γινόμεθα λογικοί», έλεγε ο Ηράκλειτος. Ο δεδομένος τρόπος της λογικής κοσμιότητας του κόσμου ήταν για τον αρχαίο Ελληνα η οδός για την εμπειρική ψηλάφηση της αλήθειας. Και η ελευθερία του τρόπου της ερωτικής αυθυπέρβασης, η αγάπη όχι ως ατομική αρετή, αλλά ως κατόρθωμα ελευθερίας από τον ατομοκεντρισμό της φύσης και της ανάγκης –κατόρθωμα κοινωνίας της ζωής και της ύπαρξης– είναι για τον χριστιανό Ελληνα η οδός εμπειρίας του αληθούς.

Αν είχαν αρκεστεί και οι Ελληνες στην κατασφάλιση των ορμέμφυτων ατομοκεντρικών αναγκαιοτήτων, αν είχαν εκλάβει τη μεταφυσική αναζήτηση σαν ιδιωτική επιλογή και ατομική αρέσκεια, η ανθρωπότητα δεν θα είχε γνωρίσει την πολιτική και τη δημοκρατία: το κοινόν άθλημα να αληθεύει ο βίος. Δεν θα είχε γνωρίσει η ανθρώπινη ιστορία τον Παρθενώνα και την Αγια-Σοφιά, το αρχαιοελληνικό άγαλμα και την εκκλησιαστική Εικόνα, την τραγωδία και την ορθόδοξη λειτουργική δραματουργία.

Ομως, η ελληνική παράδοση ήταν έκπληξη και η έκπληξη δεν αντέχεται: Η μεσαιωνική (βαρβαρική τότε) Δύση φρόντισε να τη φέρει στα μέτρα του ορμέμφυτου ατομοκεντρισμού, να την παραχαράξει στα καίρια. Και ο Ελληνισμός, περιθωριοποιημένος ιστορικά, υποτάχθηκε μιμητικά στην παραχάραξη, έπαψε να υπάρχει ως πρόταση ή έκπληξη πολιτισμού. Οι άνθρωποι σήμερα λέμε «μεταφυσική» και εννοούμε ατομικές πεποιθήσεις, ιδεολογήματα και ψυχολογήματα. Λέμε «πίστη» και εννοούμε ιδιοκτησία απόψεων, όχι αγώνισμα εμπιστοσύνης. Λέμε «πολιτική» την εμπορευματοποιημένη μαφιόζικη εξουσιολαγνεία, λέμε «δημοκρατία» τα ολιγαρχικά προϊόντα μαγειρέματος των εκλογικών νόμων και «επικοινωνιακής» διαβουκόλησης ανέγνωμων ψηφοφόρων.

Ο Ελληνισμός έχει ιστορικά τελειώσει, η διαιώνιση του ελληνικού ονόματος από το ελλαδικό κρατίδιο είναι μόνο ντροπή: συσκότιση και διασυρμός μιας πρότασης πολιτισμού με πανανθρώπινη εμβέλεια. Σώζεται, ωστόσο, αλλοτριωμένη η πρόταση προκλητικά περιφρονημένη, αλλά ως ενεργός λαϊκή πράξη, στη δραματουργία και στην ποίηση του λατρευτικού εκκλησιαστικού γεγονότος. Και κορύφωμα των εόρτιων κύκλων αυτού του γεγονότος είναι η Μεγάλη Εβδομάδα – από σήμερα ώς και την επόμενη Κυριακή.

Αν κάποιος θέλει να ψηλαφήσει εμπειρικά τη μεταφυσική αναζήτηση ως άθλημα κοινωνίας και όχι ως ιδιωτική αρέσκεια, μπορεί να αξιοποιήσει το λείμμα: Ας ξεχωρίσει μιαν εκκλησιά, όσο γίνεται λιγότερο «εκσυγχρονισμένη». Και να χώνεται εκεί, σε μια γωνιά, εφτά μέρες, πρωί - βράδυ.

Ίσως του χαριστεί η εμπειρία και γεύση της μετοχής.


"Η Καθημερινή", 12/04/2009