28/12/08

Αποχαιρετισμός στην Ελλάδα - Σάιμον Γκας

Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο
τη μέρα τ’ όνομα τον τόπο
και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.


Γιώργος Σεφέρης


Γυμνοπαιδία – Σαντορίνη


Σε λίγες μέρες η γυναίκα μου κι εγώ αφήνουμε την Αθήνα ύστερα από οκτώ ευτυχισμένα χρόνια στη χώρα σας – πρώτα στη δεκαετία του ’80 και για δεύτερη φορά αυτά τα τελευταία χρόνια. Η Ελλάδα ήταν καλή μαζί μας. Μας χάρισε τον πρώτο μας γιο, που γεννήθηκε εδώ πριν από 23 χρόνια. Μας χάρισε πολλούς φίλους. Μας χάρισε πολλές στιγμές ευτυχίας. Και ποτέ, μα ποτέ δεν μας άφησε να πλήξουμε.

Η Ελλάδα και οι Ελληνες ασκούν έντονη επίδραση στους ξένους. Ο Βρετανός συγγραφέας Lawrence Durrell έγραψε: «Αλλες χώρες μπορούν να σε κάνουν να ανακαλύψεις έθιμα ή παραδόσεις ή τοπία. Η Ελλάδα σου προσφέρει κάτι πιο σκληρό: την ανακάλυψη του εαυτού σου». Στην Ελλάδα εμείς οι Βορειοευρωπαίοι αφήνουμε πίσω μας λίγη απ’ την ψυχραιμία και την επιφυλακτικότητά μας και γινόμαστε πιο εξωστρεφείς, αναζητάμε πιο πολύ τη συντροφιά των άλλων ανθρώπων. Δεν εκπλήσσομαι που η λέξη privacy δεν μεταφράζεται ακριβώς στα Ελληνικά. Αλλά, πάλι, ούτε η λέξη παρέα μεταφράζεται στα Αγγλικά.

Η Ελλάδα άναψε τον πόθο του ταξιδιού σε γενιές και γενιές Βρετανών, και η Μαριάν κι εγώ προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε τα βήματά τους. Η μυρωδία του καπνού του ξύλου που καίγεται ένα φθινοπωρινό απόγευμα στην Ηπειρο, τα λιβάδια με τ’ αγριολούλουδα στην Πελοπόννησο την άνοιξη, τα κρυστάλλινα γαλανά νερά του Ιονίου το καλοκαίρι είναι μερικές από τις αναμνήσεις που θα πάρουμε μαζί μας φεύγοντας.

Οι Ζουλού λένε ότι οι άνθρωποι είναι άνθρωποι μέσα από άλλους ανθρώπους. Η Ελλάδα δεν θα σήμαινε τόσα πολλά για μας αν δεν υπήρχαν οι άνθρωποι που γνωρίσαμε εδώ. Η γιαγιά που μας φίλεψε ροδάκινα απ’ το καλάθι της όταν χάλασε το αυτοκίνητο της παρέας μας, στη Θεσσαλία το 1975. Το ζευγάρι που μας παραχώρησε το διαμέρισμά του, παρόλο που μόλις μας είχε συναντήσει, στο Ρέθυμνο το 1984. Ο ταξιτζής στη Χίο, το 1992, που όταν ο γιος μου ο Κρίστοφερ ζαλισμένος από το ταξίδι έκανε εμετό κι έκανε χάλια και το ταξί και τον ίδιο, αυτός ανησυχούσε μόνο αν ήταν εντάξει το παιδί. Θα μας λείψουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι στην Ελλάδα, που μας έδωσαν τη φιλία τους και τη συντροφιά τους.

Θα θέλαμε επίσης, η Μαριάν κι εγώ, να ευχαριστήσουμε όλους αυτούς που ήταν τόσο επιεικείς και συγχωρητικοί όσο εμείς κατακρεουργούσαμε την ελληνική γλώσσα. Θέλω να ζητήσω ιδιαιτέρως συγγνώμη από μια κυρία που γνώρισα σε μια δεξίωση πριν από λίγα χρόνια. Τη ρώτησα τι δουλειά έκανε ο άντρας της. Μου απάντησε ότι ήταν γεωπόνος. Δυστυχώς, μπέρδεψα τη λέξη γεωπόνος με τη λέξη Γιαπωνέζος. Καθώς η συζήτηση προχωρούσε, διαπίστωσα με έκπληξη ότι δεν ήξερε σχεδόν τίποτε για την Ιαπωνία. Και καθώς επέμενα με τις ερωτήσεις μου για τον ιαπωνικό πολιτισμό, έβλεπα σιγά σιγά τον πανικό να φουντώνει στα μάτια της.

Θα ήθελα ακόμη να ζητήσω συγγνώμη κι από τον προβεβλημένο εκείνον υπουργό, που παρέμεινε ατάραχος όταν τον ρώτησα πώς σκόπευε να αντιμετωπίσει όλες τις προσκλήσεις και όχι τις προκλήσεις του τομέα ευθύνης του. Τώρα ήρθε ο καιρός να πάμε σε μιαν άλλη χώρα. Χαιρόμαστε με την προοπτική των νέων εμπειριών, των νέων ενδιαφερόντων που πάντα φέρνει ένα νέο διπλωματικό πόστο. Οπως λέει κι ο ποιητής:

«Πολλά τα καλοκαιρινά πρωινά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένες πρωτοϊδωμένους»
Aλλά, δεν θα είναι Ελλάδα.

Αυτό για το οποίο μπορούμε να είμαστε σίγουροι είναι ότι θα επιστρέψουμε. Δεν νομίζουμε ότι η Ελλάδα μας έχει δώσει ακόμη την άδεια να την εγκαταλείψουμε οριστικά. Και όταν επιστρέψουμε δεν θα το κάνουμε μόνο για τους ανθρώπους ή για το τοπίο, αλλά και γιατί η Ελλάδα είναι μια χώρα που θαυμάζουμε για πάρα πολλά πράγματα.

Αλλά αυτό που ιδιαίτερα θαυμάζουμε εδώ είναι η σημασία που δίνουν οι Ελληνες στους οικογενειακούς δεσμούς και τη φιλία, την επιμονή σας να χαίρεστε τη ζωή, την ανοιχτόκαρδη διάθεσή σας, τη γενναιοδωρία σας και την αίσθηση αξιοπρέπειας και ευπρέπειας. Το ταλέντο των Ελλήνων ξεχειλίζει σε κάθε τομέα, από τις καλές τέχνες ώς τον κάθε χώρο δουλειάς και δημιουργίας. Ενα από τα προνόμια που είχα ως πρέσβης στην Ελλάδα ήταν η ευκαιρία που μου έδωσε να συναντήσω τόσους προικισμένους, ζωντανούς ανθρώπους από φοιτητές μέχρι δισεκατομμυριούχους.

Ομολογώ ότι ακόμη και τώρα, μετά οκτώ χρόνια στην Ελλάδα, υπάρχουν ακόμη μερικά πράγματα που δεν καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω την ελληνική μανία να βουτάνε όλοι στη θάλασσα κάθε φορά που η θερμοκρασία ανεβαίνει πάνω από τους δέκα βαθμούς. Εγώ μεγάλωσα σε μια χώρα που η θάλασσα ήταν κρύα και γκρίζα και, γενικώς, έπρεπε να αποφεύγεται. Δεν καταλαβαίνω γιατί τα κινητά είναι τόσο δημοφιλή, ενώ τόσες και τόσες Ελληνίδες σε διακοπές έχουν τη συνήθεια να φωνάζουν τόσο δυνατά και σε τόσο ψηλές νότες ώστε οι φωνές τους να σκίζουν τον αιθέρα και λόγγοι και ραχούλες να αντηχούν «έλα Τούλααα…». Θαυμάζουμε το πάθος των Ελλήνων για προσωπική ελευθερία και ελευθερία του λόγου. Ακόμη δεν έχω καταλάβει τα παραθυράκια στην τηλεόραση. Πώς καταλαβαίνει ο ένας τι λέει ο άλλος όταν όλοι μιλούν ταυτόχρονα; Ο στρατηγός Ντε Γκολ αναρωτήθηκε κάποτε πώς είναι δυνατόν να κυβερνήσει κανείς μια χώρα που παράγει 246 διαφορετικά είδη τυριών. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να κυβερνήσει κανείς μια χώρα που έχει σχεδόν τόσους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς όσα τυριά έχει η Γαλλία. Αυτό που καταλαβαίνω και ξέρω καλά είναι ότι η Μαριάν και εγώ αισθανόμαστε τεράστια τρυφερότητα, ευγνωμοσύνη και θαυμασμό για μια χώρα που μας φέρθηκε τόσο καλά.


Σ’ ευχαριστώ, Ελλάδα.

* Ο κ. Σάιμον Γκας είναι o απερχόμενος πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα.


"Η Καθημερινή", 28/12/2008

16/12/08

Αποχαιρετισμός στον μεγάλο ηγέτη Τάσσο Παπαδόπουλο

«Θα συνεχίσουμε όλοι μαζί. Και θα σ’ έχουμε πάντα συντροφιά ως τη δικαίωση. Αυτή τη μοίρα όρισαν οι θεοί για τους διαχρονικούς αγωνιστές»

Β. Λυσσαρίδης, 15/12/2008

Με βαθιά θλίψη αποχαιρετήσαμε σήμερα οι έχοντες την επίγνωση της Ελληνικότητος έναν από τους τελευταίους ηγέτες του Ελληνισμού, τον Τάσσο Παπαδόπουλο. Και τον αποχαιρετήσαμε με αληθινή συγκίνηση γιατί πραγματικά θα λείψει από τους αγώνες των επόμενων χρόνων που κατά πάσα πιθανότητα θα αποτελέσουν και το κλειδί για την διασφάλιση ή όχι της συνέχειας της πολιτιστικής παρουσίας του Ελληνισμού στην Κύπρο. Με αληθινή συγκίνηση και για έναν ακόμη λόγο: γιατί τόσο στο ιδεολογικοπολιτικό όσο και στο συναισθηματικό επίπεδο της ζωής, μάς επηρέασαν οι λόγοι του Βάσου Λυσσαρίδη αλλά και της κόρης του αείμνηστου ηγέτη Αναστασίας Παπαδοπούλου.

Με τον επικήδειό του, ο Βάσος Λυσσαρίδης κατάφερε και πάλι να ενεργοποιήσει το ένστικτο της εθνικής συνείδησης στους παρόντες, κάτι που καλό θα ήταν να αποτελέσει παράδειγμα για τους εξ Ελλάδος παρόντες στην εξόδιο ακολουθία πολιτικούς και δή τον πρωθυπουργό, οι οποίοι διαχειρίζονται το θλιβερό, καταρρέον υπόλειμμα της πάλαι ποτέ Ελληνικής ιδιοπροσωπίας, το κακέκτυπον και μεταπρατικό αθηναϊκό κρατίδιο και που τούς δίνεται η τελευταία ίσως ευκαιρία να προσπαθήσουν για μία νέα πορεία. Και για να πετύχουν, πρέπει να ξαναπιστέψουν στην δική μας ιδιοπροσωπία, στην ελληνικότητα χωρίς ιδεολογικές ταμπέλες και -ισμους (εθνικισμούς, κομμουνισμούς, κομματισμούς, λαϊκισμούς και άλλα συναφή έξωθεν εισαγόμενα παρα-προϊόντα λοβοτομής), κι έτσι να προσπαθήσουν αληθινά και να διακινδυνεύσουν είτε να χάσουν τους θώκους τους, είτε να αποδείξουν στη συλλογική μνήμη ότι τούς άξιζαν οι θώκοι αυτοί.


Αποδείχτηκε λοιπόν για άλλη μια φορά σήμερα το Σεφερικό ότι στην Κύπρο «το θαύμα λειτουργεί ακόμη». Η Ελληνικότητα διασώζεται στην ψυχή του λαού μας, ασχέτως και της δικής του παρακμής. Τα λόγια και οι πράξεις του Τάσσου Παπαδόπουλου σ’ όλη του την διαχρονική πορεία κατέδειξαν το τεράστιο εθνικό και ηθικό του ανάστημα. Με σταθερή πίστη στις αξίες αυτές, ο Τάσσος Παπαδόπουλος υπήρξε τολμηρός και πρόθυμος για θυσίες, σε βαθμό που και όσοι τον στήριξαν πιθανόν να μην περίμεναν.

Παραδείγματος χάριν, ο γράφων από μικρή ηλικία απέκτησε βαθειά εθνική συνείδηση, αντιλαμβανόμενος αργότερα το αληθές της νόημα στη ζωή τού κάθε ανθρώπου, και της ισορροπίας που πρέπει να κρατούμε μεταξύ των αρχών, παραδόσεων και ηθών μας και του σεβασμού μας προς τα αντίστοιχα των άλλων λαών. Και αυτό επιτυγχάνεται με ευλαβική πίστη μόνον στον ανθρωπισμό, και όχι σε άλλους -ισμούς. Έτσι, με κέντρο τον άνθρωπο, πάντα πίστευα ότι πρέπει να κρίνουμε τους πάντες ως άτομα, βάσει των λόγων αλλά και των πράξεών τους κι έτσι έδινα, δίνω και θα δίνω πίστη σε όσους πληρούν κατά την προσωπική μου γνώμη τις βασικές αυτές αρχές σε οποιονδήποτε τομέα της ζωής, και εν προκειμένω στην πολιτική.

Στα εφηβικά μου λοιπόν χρόνια, όταν πλέον η απλή πληροφόρηση για τα πολιτικά πράγματα άρχισε να μετατρέπεται σε πρωτογενή πολιτική σκέψη, πίστεψα ότι ο τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματός του Τάσσος Παπαδόπουλος πληρούσε τα όσα προανέφερα. Εκ των υστέρων, και από όσα πέρασαν μέσα σε αυτήν την δεκαετία που μεσολάβησε έκτοτε, συμπεραίνω ότι δεν ήταν μόνον η σωστή του στάση, η οξυδέρκεια, η προνοητικότητα και οι άλλες αρετές του που με «τράβηξαν» κοντά του: ήταν η αληθινότητά του, η συμμετοχή του ψυχή τε και σώματι στο πολιτικό του έργο. Μόνον τότε αξίζει ένας πολιτικός: όταν σε πείθει ότι συν-μετέχει στα όσα διακηρύττει, όταν συν-αισθάνεται με τον πολίτη τα διαδραματιζόμενα. Έτσι, από τότε πίστεψα ότι ο άνθρωπος αυτός θα έπρεπε να αναδειχθεί σε Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Μετά το ηρωικό ΟΧΙ του 1940, και τον αντικατοχικό αγώνα που ακολούθησε την Γερμανική-Ιταλική-Βουλγαρική τριπλή κατοχή, δυστυχώς οι Έλληνες δεν είχαν την τύχη να νιώθουν εθνικώς αξιοπρεπείς: εμφύλιος και χούντα στιγμάτισαν το έθνος μας και έθεσαν τα θεμέλια για την πλήρη κατάρρευση των ιδεολογιών (με το κυριολεκτικό τους περιεχόμενο) που ακολούθησε την λεγόμενη «μεταπολίτευση». Και δυστυχώς, η Χούντα των Ανοήτων, γελοιοποίησε κάθε τι που άγγιξε, θέτοντας τα θεμέλια για την αμφισβήτηση της ορθής εθνικής πεποίθησης και συνεπώς θεμέλια και για τα όσα διαδραματίζονται στην Ελλάδα έκτοτε, που επέτειναν την διάλυση της συνοχής του έθνους μας.

Και ήρθε η μεγάλη στιγμή, η 7η Απριλίου 2004. Η μέρα που ξανάδωσε ελπίδα ότι παρά το Γιανναρικό «Finis Graeciae» και τις Μαλεβίτσιες προειδοποιήσεις, που ισχύουν στο ακέραιο, έχουμε ακόμη αμυδρές ελπίδες αναγέννησης. Ήταν η πρώτη μέρα στην μέχρι τότε 21ετη ζωή μου που ένιωσα ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ περήφανος για το έθνος μου. Διότι, όσον και αν είναι πολύ ολίγοι οι έχοντες την επίγνωση της Ελληνικότητος στις μέρες μας, αρκεί κι αυτός ο ΕΝΑΣ, και δή όταν ηγείται, για να περισώσει το μέχρι πριν κινδυνεύον, την αξιοπρέπειά μας. Και τότε μόνον ο πολιτικός κερδίζει την ψυχή του πολίτη και σε προσωπικό επίπεδο, επιβεβαιώνοντας την εμπιστοσύνη που τού δείξαμε -όσοι το πράξαμε- το 2003 και αργότερα το 2008.

Παρακολουθώντας προσεκτικά την μέχρι τότε διαπραγματευτική διαδικασία, και συνειδητοποιώντας στα τέλη Μαρτίου την μεγάλη παγίδα που μεθοδικά και από έτη πολλά μάς έστηναν, και αντιλαμβανόμενος την γεωμετρική αύξηση του βάρους, μέσα από πιέσεις, απειλές και τα συναφή έως τις 07/04/2004 δεν μπορούσε παρά να είμαι πεπεισμένος για την αληθινότητα της συναισθηματικής φόρτισης του Προέδρου, και παράλληλα να νιώσω πολύ, μα πολύ βαθιά μέσα μου το πόσο ορθή και δικαιωμένη ήταν πια η προτίμησή μου στον Τάσσο Παπαδόπουλο. Όπως το ανέφερε στον σπουδαίο και ποιητικό επικήδειό του σήμερα ο Βάσος Λυσσαρίδης: «… με έντονα φορτισμένη λυγμική φωνή, με τη συναίσθηση ότι στεκόσουν ανένδοτος προασπιστής των δικαιωμάτων του λαού μας και θεματοφύλακας της ιστορίας μας. Ο συναισθηματισμός ταιριάζει στον ειλικρινή. Στέρεες οι εθνικές ρίζες με τις πολυχιλιόχρονες ελληνικές παραδόσεις. Στέρεη η προσωπική ιστορία. Προδιαγεγραμμένη, σχεδόν νομοτελειακή η πορεία σου». Με τη συγκίνησή του εκείνη την ημέρα, ο Τάσσος Παπαδόπουλος κέρδισε την ψυχή και το πνεύμα μας εσαεί.

Μπορεί οι δήθεν γραμματιζούμενοι και μορφωμένοι των άστεων να αναλίσκονταν μετά σε ηλίθιες και ανούσιες συζητήσεις για τις τάχατες υποκριτικές του ικανότητες ή για το δήθεν κόλπο του έναντι του λαού, αλλά ο λαός και οι ευ-φυείς κατάλαβαν και ένιωσαν και στήριξαν τον ηγέτη. Προσωπική εμπειρία το καλοκαίρι του 2005 στο Δίον της Κατερίνης: περήφανοι οι Βλάχοι της Μακεδονίας για τον Τάσσο, και πλήρως απογοητευμένοι από το δικό τους κράτος. Είπε ο Λυσσαρίδης: «Πιστός στη λαϊκή εντολή απέρριψε εθνοκτόνα σχέδια, επαναλαμβάνοντας το διαχρονικό στην Ελληνική ιστορία ΟΧΙ, πέρασε το κατώφλι της αιωνιότητας». Και προσθέτω από άρθρο του Χ. Γιανναρά στις 18/04/2004: «Στο διάγγελμά του της 7ης Aπριλίου αποκάλυψε ο Tάσσος Παπαδόπουλος ένα ηγετικό μέγεθος που είχε πολλές δεκαετίες να γνωρίσει σύνολος ο Eλληνισμός. Πολιτική ευθυκρισία, σθεναρή αξιοπρέπεια, στιβαρή αποφασιστικότητα – εικόνα ηγέτη που ξέρει ότι διαχειρίζεται την πορεία της Iστορίας, γι’ αυτό και δεν λογαριάζει απειλές και πιέσεις. Στην πολιτική αλογία του εκφοβισμού και των εκβιασμών αντέταξε τεκμηριωμένα επιχειρήματα πολιτικής νηφαλιότητας. Kαι δίχως συναισθηματικά ρητορεύματα μετάγγισε την αίσθηση εκείνης της ρεαλιστικής φιλοπατρίας που έχει να κάνει με την ίδια την ανθρωπιά του ανθρώπου» και στις 28/11/2004: «Mε σθεναρή και νηφάλια ταπεινότητα, χωρίς τον παραμικρό κομπασμό για το χάρισμα, αναμετρήθηκε με την Iστορία όπως τα μέτρα της θυσιαστικής διακονίας επιβάλλουν. Στο πρόσωπό του, στη στάση, στους λόγους, στις αποφάσεις του, ο Eλληνισμός γνώρισε ένα κορυφαίο κατόρθωμα αυτοσεβασμού. Ξανασυνδέθηκε το ελληνικό όνομα με την αδιαπραγμάτευτη αξιοπρέπεια» [οι τονισμοί δικοί μας].



Θα κλείσω με τα λόγια της Αναστασίας Παπαδοπούλου, της οποίας η σημερινή παρουσία -όπως και όλης της οικογενείας- υπήρξε αξιοπρεπέστατη και υποδειγματικά Ελληνική, Δωρική θα έλεγα: «Εμείς θα ακολουθούμε πάντα το δρόμο που εσύ μας χάραξες και θα τον φωτίζουν οι σκέψεις, οι πράξεις, η ιστορία και η αξιοπρέπειά σου».

Αιωνία σου η μνήμη, αθάνατε ηγέτη! Ο Θεός ας αναπαύει τη ψυχή σου!

Θεόδωρος Δ. Γκότσης
15/12/2008





12/12/08

Τάσσος Παπαδόπουλος (1934-2008)

Με βαθύτατη θλίψη πληροφορηθήκαμε όλοι σήμερα τον θάνατο του Τάσσου Παπαδόπουλου. Όπως έλεγα από τον καιρό του δημοψηφίσματος, η Ιστορία -εφ' όσον γραφτεί ορθά- θα τον κατατάξει ως ένα μεγάλο ηγέτη του Ελληνισμού, που πολλοί δυστυχώς σύγχρονοί του αδυνατούν ή και δεν θέλουν να κατανοήσουν το εύρος της αληθινά ηγετικής προσωπικότητάς του.

Με αλάνθαστη κρίση για τα εθνικά μας ζητήματα και με αμετακίνητο πείσμα, θέληση και αγωνιστικότητα γι' αυτά καθ' όλη τη διάρκεια της πολυτάραχης ζωής του, ο Τάσσος Παπαδόπουλος απέδειξε έργω αλλά και λόγω, με την ρητορική δεινότητά του, το Αριστοτελικόν "ορθώς διανοείσθαι, διά το ορθώς κοινωνείν", τον στόχο δηλαδή ζωής του ιστολογίου αυτού.


07/04/2004


Το περιεχόμενο του ιστορικού διαγγέλματός του της 07/04/2004 αποτελεί την μόνη δυνατή στόχευση εκ μέρους μας για λύση του Κυπριακού. Για όσους κατενόησαν το περιεχόμενό του τότε, και για όσους αληθινά συγκινήθηκαν και δάκρυσαν μαζί με τον Τάσσο (είς εκ των οποίων και ο γράφων) όχι μόνον συναισθανόμενοι το βάρος που σήκωνε ο ηγέτης αυτός εκείνη τη στιγμή, αλλά και κυρίως την βαρύτητα του περιεχομένου των όσων έλεγε, του τρόπου διατύπωσής τους και της πλήρους τεκμηρίωσης των επιχειρημάτων που με τόση προσοχή και αναλυτικότητα εξέφρασε, πραγματικά μόνον ο Τάσσος μαζί με τον Μακάριο και τον Βάσσο Λυσσαρίδη μπορούν να χαρακτηριστούν ηγέτες με το ουσιαστικό περιεχόμενο του όρου. Αντιστάθηκε μπροστά στον γκρεμό όπου μάς οδηγούσε το αδιέξοδο, ετεροβαρές σχέδιο, και όντας αληθινός Έλλην με τη συνέχεια της ιστορικής μας παρουσίας στην ψυχή και το μυαλό, δάκρυσε και συν-κινήθηκε, γιατί οι αληθινά μεγάλοι άνδρες δεν μιλούν με λόγια για την πατρίδα: μιλά η ψυχή τους γι' αυτήν.

Αυτά ως ένας πρώτος ελάχιστος φόρος τιμής στον εκδημήσαντα. Παραθέτω παρακάτω δύο άρθρα που έγραψα τον καιρό των εκλογών ως πρόσθετη τιμή στην μνήμη του, η οποία θα είναι αιώνια, αν καταφέρει ο Ελληνισμός να επιβιώσει των σημείων του ιστορικού του τέλους, που
δεικνύουν την κατάντια του έθνους την στιγμή της αποδημίας ενός μεγάλου ηγέτη. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του!

12/12/2008

Για τη Λύση που μάς αξίζει

«Ούτε στους πλατιούς ορίζοντες της εθνικής μας ψυχής, ούτε στην στενή λωρίδα της ιερής μας γης υπάρχει χώρος για δεύτερο κράτος ή διχοτόμηση».

Τάσσος Παπαδόπουλος, 08/02/2008

Για τους ελευθέρως σκεπτομένους πολίτες, για όσους δηλαδή ιεραρχούν στην ζωή τους ως σημαντικότερη προτεραιότητα το Αριστοτελικόν «ορθώς διανοείσθαι διά το ορθώς κοινωνείν» η επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση στην Κύπρο αποτελεί μία κρίσιμη καμπή στην ιστορία του Ελληνισμού καθ’ όλου. Κι αυτό γιατί κρίνεται το αν θα συνεχιστεί αταλάντευτη η στροφή, όσον αφορά το Κυπριακό, που προσεκτικά και μεθοδικά πραγματοποίησε από το 2003 ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Μία στροφή από τις συνεχείς διολισθήσεις στην σωστή πορεία που εγγυάται ότι αν προκύψει λύση, τουλάχιστον αυτή θα είναι και λειτουργική και βιώσιμη. Μία στροφή που πραγματοποιήθηκε ευτυχώς στην κατάλληλη στιγμή και η οποία διέσωσε την κρατική μας οντότητα.

Κατά την άποψη του γράφοντος, το 2004 έφερε τον τερματισμό της ουσιαστικής στασιμότητας της περιόδου 1974-2004. Το Κυπριακό, μετά την ένταξή μας στην Ε.Ε. ανεδείχθη σε πραγματικά διεθνές πρόβλημα, μια και νέες προεκτάσεις του επηρεάζουν ουσιαστικά τις σχέσεις μεταξύ διεθνών οργανισμών (άρα και συμφερόντων) όπως τις σχέσεις μεταξύ ΝΑΤΟ και Ε.Ε. Άρα η ανάγκη για τερματισμό της διαμάχης είναι μεγαλύτερη παρά ποτέ άλλοτε. Το Κυπριακό λοιπόν, έχει μπει έκτοτε στην «τελική» του ευθεία. Μπορεί να έχουμε συνηθίσει στην λαθεμένη πίστη ότι το Κυπριακό «δεν λύνεται» όμως είναι σαφές και από την τελευταία πρωτοβουλία ότι η διαμάχη αυτή κλείνει σύντομα τον κύκλο της ζωής της. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κατά τη νέα διαπραγμάτευση που φαίνεται να βρίσκεται στα σκαριά, πρέπει να έχουμε ως εντολοδόχο της δικής μας πλευράς τον άνθρωπο εκείνο που έχει τις μεγαλύτερες ικανότητες αλλά και την περισσότερη επιμονή πάνω στα αιτήματά μας, που αφορούν όχι μόνον το μέλλον μας ως Κυπριακού Ελληνισμού αλλά έτι περαιτέρω και την επιβίωση του κράτους μας αλλά και του αυριανού κοινού μας κράτους με τους Τουρκοκύπριους. Ενός ανεξάρτητου και ευρωπαϊκού κράτους, χωρίς την επικυριαρχία της Τουρκίας. Όχι ενός δήθεν κράτους, με ουσιαστικό ρόλο αυτόν του Δούρειου Ίππου για την είσοδο της Τουρκίας στην Ε.Ε. προτού εκπληρώσει οποιοδήποτε από τα κριτήρια εισδοχής της.

Μετά την σωστή απόρριψη του Σχεδίου Ανάν V από την Ελληνική Κυπριακή πλευρά, τον Απρίλιο του 2004, πολλοί -δυστυχώς οι δικοί- κατηγορούν την δική μας πλευρά για το αδιέξοδο στο οποίο έφθασε το Κυπριακό μετά τους αδέξιους και εν τέλει ενδοτικούς χειρισμούς της περιόδου 1999-2003. Θεωρούν ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος με τους χειρισμούς του οδήγησε στην χειροτέρευση των προνοιών του Σχεδίου Ανάν από το Σχέδιο III στο Σχέδιο V κι όχι ο σχεδιασμός των Αγγλοαμερικανών για την αποενοχοποίηση της Τουρκίας είτε μέσω ενός ΝΑΙ σε ένα σχέδιο διά-λυσης είτε μέσω ενός ΟΧΙ που θα οδηγούσε στην αναβάθμιση των κατεχομένων και την ανεμπόδιστη πορεία της Τουρκίας προς την Ε.Ε. Αυτήν την ερμηνεία των γεγονότων που οδήγησαν στο δημοψήφισμα έχει όλως παραδόξως αποδεχθεί και ο Ιωάννης Κασουλίδης κατά την παρουσίαση του σχετικού βιβλίου του Ανδρέα Θεοφάνους πρόσφατα, χωρίς ποτέ να εξηγήσει την αντίφαση προς αυτό της αποδοχής εκ μέρους του τού εν λόγω σχεδίου.

Εν συνεχεία, συνεχίζουν να κατηγορούν τον Τάσσο Παπαδόπουλο για τα αρνητικά συμβάντα των τελευταίων ετών, αρνούμενοι την αλήθεια ότι αυτά είναι απότοκα του Δημοψηφίσματος (και κυρίως της ψήφου όσων το υπερψήφισαν) αλλά αρνούμενοι και την πραγματικότητα της βελτίωσης της διαπραγματευτικής μας θέσεως κατά την ίδια περίοδο, που εξαρτήθηκε αποκλειστικά και μόνον από την προαναφερθείσα στροφή που πραγματοποίησε ο Τάσσος Παπαδόπουλος. Ας δούμε όμως σε γενικές γραμμές τα χαρακτηριστικά της στροφής αυτής:

Α). Εδραίωση της σωστής βάσης της Ομοσπονδίας.

Η Ομοσπονδοποίηση της Κύπρου υπήρξε αρχικά ένας μαξιμαλισμός της Τουρκικής πλευράς πριν από τα γεγονότα του 1974. Σήμερα αποτελεί ίσως τη μοναδική οδό για την αποφυγή της οριστικής διχοτόμησης η οποία μπορεί να αποτελέσει σταδιακά και σε βάθος χρόνου το προκάλυμμα για την Τουρκοποίηση ολόκληρου του νησιού. Δυστυχώς, τόσο οι διαπραγματευτές των Ιδεών Γκάλι όσο και οι διαπραγματευτές του Σχεδίου Ανάν δεν επέμειναν από την αρχή σε μερικές «κόκκινες γραμμές». Κι αυτό λόγω της βαθειάς τους πίστης στην λογική του δήθεν «ρεαλισμού» που συνίσταται στο ότι ο αδύναμος πρέπει να υπογράψει το συντομότερο γιατί ο χρόνος θα φέρνει συνεχώς χειρότερα σχέδια και τετελεσμένα. Δηλαδή στην έλλειψη πίστης στον αγώνα για περαιτέρω ενίσχυση και θωράκιση της Κυπριακής Δημοκρατίας που θα μας φέρει στη σωστή θέση για την τελική διαπραγμάτευση.

Ο Τάσσος Παπαδόπουλος κατάφερε να ανατρέψει όλη αυτήν την πορεία (και μάλιστα με βαρύτατο πολιτικό κόστος διεθνώς) και να ακολουθήσει έκτοτε τον δρόμο που προτείνει μία ορθή ομοσπονδία, με το σωστό περιεχόμενο και χωρίς διακρίσεις για οποιονδήποτε από τους πολίτες της. Βασικές πλέον αρχές είναι:

• Έξω από τον όποιο συνεταιρισμό η Τουρκία.
• Καθαρή συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.
• Επανένταξη Τουρκοκυπρίων με αλλαγή Συντάγματος μέσα από διαπραγμάτευση τεχνοκρατών και ίσως υπό μία Συντακτική Συνέλευση, υπό την αιγίδα της Ε.Ε.

Β). Σοβαρότητα στην διαπραγμάτευση με την κατάθεση τεκμηριωμένων προτάσεων από τη δική μας πλευρά.

Πολλοί μιλούν τώρα για ευελιξία, ξεχνώντας ότι πρώτος ο Τάσσος Παπαδόπουλος έχει δείξει ευελιξία σε πολλές περιπτώσεις. Κυριότερη από αυτές θεωρείται η πρόταση της κυβέρνησης για το άνοιγμα του λιμανιού της Αμμοχώστου με παράλληλη επιστροφή της κλειστής περιοχής της. Μια πρόταση που μπορεί να μην βρήκε ανταπόκριση (τουλάχιστον προς το παρόν) αλλά βοήθησε στην βελτίωση του κλίματος έναντι της Κύπρου στους κόλπους της Ε.Ε. δείχνοντας τη διάθεσή μας για υποβολή εποικοδομητικών προτάσεων. Ας θυμόμαστε το πόσο σκληρά δούλεψε υπέρ της προτάσεως αυτής η Λουξεμβουργιανή προεδρία της Ε.Ε.

Γ). Προσκόλληση στους διεθνείς κανόνες.

Πλέον η πλευρά μας δεν αποδέχεται αποκλίσεις από τις βασικές ελευθερίες του ανθρώπου και τα ανθρώπινα δικαιώματα χάριν και μόνον της πρακτικής και για να «προχωρούν» οι διαπραγματεύσεις. Παράδειγμα, η σε αυστηρό ύφος άμα και τεκμηριωμένη απάντηση του Προέδρου στην έκθεση του Κόφι Ανάν τον Ιούνιο του 2004.

Δ). Ενίσχυση της θέσης της δικής μας πλευράς για πιο ισορροπημένη διαπραγμάτευση (εμπλοκή και των πέντε μονίμων μελών του Σ.Α. του ΟΗΕ στις διαπραγματεύσεις, ένταξη στην Ε.Ε., ένταξη Τουρκίας, σχέσεις Ε.Ε. – ΝΑΤΟ, θέμα πετρελαίων, εντατικοποίηση σχέσεων με Γαλλία και Ρωσία).

Ένα κοινό κράτος με τους Τουρκοκύπριους προϋποθέτει ασφαλώς και κάποιους συμβιβασμούς. Η δική μας πλευρά όμως, δυστυχώς, διαχρονικά έχει προβεί σε όλες εκείνες τις λογικές (και μη) παραχωρήσεις που θα ανέμενε ένα αντικειμενικός τρίτος παρατηρητής και αυτός είναι και ο λόγος όπου πλέον «ευελιξία» στις διαπραγματεύσεις, στην δική μας περίπτωση ισούται με ενδοτισμό. Ασφαλώς όχι ηθελημένο, αλλά δυστυχώς πραγματικό. Για να μην εμπλακούμε όμως σε άλλου είδους συζητήσεις, αρκεί να αναφερθεί ότι το σίγουρο είναι ότι για να λειτουργήσει το νέο κράτος θα πρέπει να το νιώθουμε και οι δύο πλευρές ως δικό μας, ότι δηλαδή μάς εκπροσωπεί. Δηλαδή οι Ελληνοκύπριοι να συνεχίσουν να νιώθουν τη συνέχεια του κράτους που καλώς ή κακώς εκπροσώπησαν μόνοι τους για 44 τώρα χρόνια, αλλά και οι Τουρκοκύπριοι να ξανανιώσουν τμήμα ενός κράτους κι όχι ενός υποτελούς στην Τουρκία παρανόμου μορφώματος. Κι αυτό μπορεί να διασφαλιστεί και για τις δύο κοινότητες μόνον επί της βάσεως της τήρησης των αρχών του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου.

Ο Τάσσος Παπαδόπουλος απέδειξε, αν μη τί άλλο, σε όλη την πολιτική του ιστορία ότι παραμένει πιστός στις αρχές και τις αξίες που εμπεριέχουν την ψυχή και την ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού στην Κύπρο. Μία ιστορική παρουσία που ασχέτως των στρεβλώσεων των εθνικισμών της κάποτε Δεξιάς και των Διεθνισμών της κάποτε Αριστεράς, επιβιώνει ώς σήμερα στην γλώσσα και την ψυχή του λαού μας. Δηλαδή, μετά το τέλος των ιδεολογιών, απεδείχθη ότι η αγάπη για τον πάτριο τόπο είναι μία πραγματικότητα κι όχι το κατασκεύασμα ενός κάποιου εθνικισμού που μάς επεβλήθη. Περαιτέρω, με την στάση του στο Δημοψήφισμα απέδειξε ότι έχει τα κότσια να κάνει το σωστό ασχέτως πιέσεων, που για όσους μπόρεσαν να νιώσουν το κλίμα της εποχής, ήσαν πραγματικά αφόρητες.

Είπαμε και στην εισαγωγή ότι κατά κύριο λόγο στις 17 και 24 Φεβρουαρίου κρίνεται η στροφή που περιγράφεται ανωτέρω στο Κυπριακό. Και αυτή κρίνεται όχι μόνον γιατί οι άλλοι δύο υποψήφιοι εκ των πραγμάτων αδυνατούν για διάφορους λόγους να τη συνεχίσουν ακόμη και αν το θέλουν, αλλά κρίνεται και από μέρους της ίδιας της ιστορικής νομοτέλειας, μια και δυστυχώς το Ελληνικό μας Έθνος στις κρίσιμες καμπές αδυνατούσε να κατανοήσει την κρισιμότητά τους, και εμφορούμενο από την γκρίνια της κούρασης δεν έβλεπε μακροπρόθεσμα με τραγικά αποτελέσματα. Καιρός είναι όσοι ελευθέρως σκέπτονται να δουν μακρυά, και ασχέτως των συνθηκών της αποχαύνωσης και του καταναλωτισμού υπό τις οποίες διεξάγεται ο αγώνας μας για λύση (που στην ουσία του είναι ο αγώνας για την πλήρη ανεξαρτησία και διατήρηση της κρατικής μας οντότητας) να πιστέψουν σε αυτόν και να ψηφίσουν τον άνθρωπο που αν μη τι άλλο αρνήθηκε την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας εν μία νυκτί χωρίς κανένα σαφές και λογικό αντίτιμο. Και ας μη ξεχνούμε ότι στην Κύπρο, όπως έλεγε ο αείμνηστος Ευάγγελος Φλωράκης «ο εχθρός είναι εντός των τειχών». Το «ποτζεί» όπως πολλοί ηλιθίως, και ιδιαιτέρως οι νέοι, το χαρακτηρίζουν είναι δικό μας, τμήμα του κράτους μας κι όχι χώρος Τουρκικής επικυριαρχίας. Οι Τούρκοι πρέπει να γίνουν γείτονες, κι όχι διαρρήκτες, και οι Τουρκοκύπριοι συνέταιροι κι όχι εχθροί. Όταν όλες οι πλευρές κατανοήσουν το απλό αυτό πράγμα, τα προβλήματα θα βρουν μία λύση και μόνον τότε αυτή θα είναι λειτουργική. Όταν πιστέψουν σε αυτήν αυτοί που θα πρέπει και να την εφαρμόσουν.

Τώρα που υπάρχει η διαδικασία Γκαμπάρι της 8ης Ιουλίου 2006 ο Τάσσος Παπαδόπουλος είναι ο άνθρωπος που έχει τα περισσότερα περιθώρια να «παίξει» χοντρά το παιγνίδι, ώστε να μπορέσει να ισοσκελιστεί η βαρύτατη αδυναμία μας -διπλωματική και στρατιωτική- έναντι της κατοχικής δύναμης. Μόνον τότε οι γείτονες υπάρχει περίπτωση να δελεαστούν -και να πειθαναγκαστούν- να χρησιμοποιήσουν το κλειδί της λύσης, που άλλοι αλλά και η δική τους ετοιμότητα και προετοιμασία τους διασφάλισαν.


10/02/2008

Ο Τρίτος Πόλος: Μία Ευκαιρία που Χάθηκε

Ασχέτως του τελικού αποτελέσματος των μεθαυριανών Προεδρικών Εκλογών, σίγουρα ήδη από την 17η Φεβρουαρίου υπάρχει ένα δεδομένο: ο Τάσσος Παπαδόπουλος είναι πλέον ο απερχόμενος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Οι άνθρωποι που ελευθέρως επι-κοινωνούν τις ιδέες τους και προτάσσουν το συμφέρον της πατρίδος ως το μόνον αξιο-λογικό τους κριτήριο στην επιλογή τους επί των πολιτικών πραγμάτων, πρέπει να αναλογισθούν τον αντίκτυπο αυτής της «ετυμηγορίας» του «λαού» πάνω στο εθνικό μας θέμα. Το μήνυμα που σωστά ή λαθεμένα αυτομάτως εκπέμπει τόσο στην Τουρκοκυπριακή και Τουρκική ηγεσία όσο και στην λεγόμενη «διεθνή κοινότητα». Δυστυχώς οι πολίτες, πάντοτε αγόμενοι και φερόμενοι από τις κομματικές τους «ηγεσίες», δεν εξασκούν στις μέρες μας την πρώτη υποχρέωσή τους ως πολιτών: την αξιολογική σύγκριση με κριτήρια πατριωτικά κατά πρώτον, αξιοσύνης και ικανοτήτων κατά δεύτερον. Και έτι περαιτέρω, αδυνατούν να κατανοήσουν το τί εστί Κυπριακό Πρόβλημα, ποιά είναι η ουσία του και τη φάση στην οποία βρίσκεται. Ερμήνευσαν την στασιμότητα ως αδιέξοδο, κι όχι ως την αναμονή των ξένων μέχρι το «ξεφόρτωμα» του Τάσσου Παπαδόπουλου, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τελικά πέτυχαν.

Φυσικά δεν υπονοείται εδώ ότι οι εναπομείναντες υποψήφιοι έχουν μειωμένες αντιστάσεις ή ότι απαραιτήτως θα αποδεχθούν την επαναφορά απαράδεκτων προνοιών. Απλώς εννοείται σαφώς και κατηγορηματικώς η απλή αλήθεια: η επανεκλογή του Τάσσου Παπαδόπουλου θα έδινε ακόμη πιο ξεκάθαρα και κρυστάλλινα στους ξένους να κατανοήσουν ότι πρέπει επιτέλους να λάβουν σοβαρά υπόψιν τις απόψεις της δικής μας πλευράς ώστε να προχωρήσουμε επιτέλους στην τελική διαπραγμάτευση επί τη βάσει των σωστών αρχών. Όπως πολλάκις έχουμε αναφέρει, το Κυπριακό «κλείνει». Και ο Τάσσος Παπαδόπουλος δυστυχώς δεν θα μπορέσει να κριθεί για το σύνολον της πολιτικής του μια και αυτή διακόπηκε στην μέση. Ένα λάθος που είναι πιθανόν να βρεθεί μπροστά μας. Μία ακόμη επιλογή των ανθρώπων που αδυνατούν να σκεφθούν πίσω αλλά και πέρα από την εποχή τους. Που δεν αντιλαμβάνονται το τί εστί Ιστορία και το τί εστί Χρόνος.

Όσο για το τί έφταιξε; Εκτός από κάποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητος του απερχομένου Προέδρου που επηρεάζουν τους σημερινούς «πολίτες» - οπαδούς, αναμφίβολα έφταιξε η βραχεία οπτική και των όσων στήριξαν τον Τάσσο Παπαδόπουλο. Η Προεδρεία του, αποτέλεσε την ευκαιρία για την ανατροπή του Κυπριακού πολιτικού σκηνικού. Η δύναμη της προσωπικότητάς του συγκέντρωσε για πρώτη φορά από τον καιρό του τέλους της Μακαριακής εποχής όλα τα κόμματα (πλήν των δύο ακραίων πόλων της κάποτε Αριστεράς και κάποτε Δεξιάς) σε έναν εν δυνάμει πόλο του οποίου δυστυχώς κανένας δεν απετόλμησε την ίδρυση και τη σύμπηξή του σε ένα ισχυρό Κεντρώο κόμμα. Λίγοι νουνεχείς κατάλαβαν αυτήν την ανάγκη, όπως π.χ. ο Ανδρέας Αγγελίδης. Και αν απετολμήτο κάτι τέτοιο, και μάλιστα μετά την αποχώρηση του ΑΚΕΛ από την Κυβέρνηση, σήμερα κατά πάσα λογική πιθανότητα, θα ήταν άλλο το δίδυμο του δευτέρου εκλογικού γύρου.

Το μόνο που μπορεί να ευχηθεί κανείς είναι: όποιος και αν εκλεγεί, να μπορέσει πράγματι να ενώσει τις δυνάμεις του λαού μας, γιατί στην επερχόμενη διαπραγμάτευση για το Κυπριακό μόνον ενωμένοι μπορούμε να πετύχουμε το καλύτερο. Ενωμένοι και θωρακίζοντας την ύπαρξη του κράτους μας, ας αγωνιστούμε για την τελική μας δικαίωση που δεν είναι τίποτε άλλο από την διασφάλιση της ενότητας μεν αλλά και της πλήρους ανεξαρτησίας και δικαιοσύνης στο κοινό Κυπριακό μας κράτος με τους Τουρκοκυπρίους.


23/02/2008



24/10/08

Barack Obama for President - New York Times Editorial Board

Hyperbole is the currency of presidential campaigns, but this year the nation’s future truly hangs in the balance.


The United States is battered and drifting after eight years of President Bush’s failed leadership. He is saddling his successor with two wars, a scarred global image and a government systematically stripped of its ability to protect and help its citizens — whether they are fleeing a hurricane’s floodwaters, searching for affordable health care or struggling to hold on to their homes, jobs, savings and pensions in the midst of a financial crisis that was foretold and preventable.

As tough as the times are, the selection of a new president is easy. After nearly two years of a grueling and ugly campaign, Senator Barack Obama of Illinois has proved that he is the right choice to be the 44th president of the United States.

*

Mr. Obama has met challenge after challenge, growing as a leader and putting real flesh on his early promises of hope and change. He has shown a cool head and sound judgment. We believe he has the will and the ability to forge the broad political consensus that is essential to finding solutions to this nation’s problems.

In the same time, Senator John McCain of Arizona has retreated farther and farther to the fringe of American politics, running a campaign on partisan division, class warfare and even hints of racism. His policies and worldview are mired in the past. His choice of a running mate so evidently unfit for the office was a final act of opportunism and bad judgment that eclipsed the accomplishments of 26 years in Congress.

Given the particularly ugly nature of Mr. McCain’s campaign, the urge to choose on the basis of raw emotion is strong. But there is a greater value in looking closely at the facts of life in America today and at the prescriptions the candidates offer. The differences are profound. 

Mr. McCain offers more of the Republican every-man-for-himself ideology, now lying in shards on Wall Street and in Americans’ bank accounts. Mr. Obama has another vision of government’s role and responsibilities. 

In his convention speech in Denver, Mr. Obama said, “Government cannot solve all our problems, but what it should do is that which we cannot do for ourselves: protect us from harm and provide every child a decent education; keep our water clean and our toys safe; invest in new schools and new roads and new science and technology.”

Since the financial crisis, he has correctly identified the abject failure of government regulation that has brought the markets to the brink of collapse.

The Economy

The American financial system is the victim of decades of Republican deregulatory and anti-tax policies. Those ideas have been proved wrong at an unfathomable price, but Mr. McCain — a self-proclaimed “foot soldier in the Reagan revolution” — is still a believer. 

Mr. Obama sees that far-reaching reforms will be needed to protect Americans and American business.

Mr. McCain talks about reform a lot, but his vision is pinched. His answer to any economic question is to eliminate pork-barrel spending — about $18 billion in a $3 trillion budget — cut taxes and wait for unfettered markets to solve the problem. 

Mr. Obama is clear that the nation’s tax structure must be changed to make it fairer. That means the well-off Americans who have benefited disproportionately from Mr. Bush’s tax cuts will have to pay some more. Working Americans, who have seen their standard of living fall and their children’s options narrow, will benefit. Mr. Obama wants to raise the minimum wage and tie it to inflation, restore a climate in which workers are able to organize unions if they wish and expand educational opportunities.

Mr. McCain, who once opposed President Bush’s tax cuts for the wealthy as fiscally irresponsible, now wants to make them permanent. And while he talks about keeping taxes low for everyone, his proposed cuts would overwhelmingly benefit the top 1 percent of Americans while digging the country into a deeper fiscal hole.

National Security

The American military — its people and equipment — is dangerously overstretched. Mr. Bush has neglected the necessary war in Afghanistan, which now threatens to spiral into defeat. The unnecessary and staggeringly costly war in Iraq must be ended as quickly and responsibly as possible.

While Iraq’s leaders insist on a swift drawdown of American troops and a deadline for the end of the occupation, Mr. McCain is still talking about some ill-defined “victory.” As a result, he has offered no real plan for extracting American troops and limiting any further damage to Iraq and its neighbors. 

Mr. Obama was an early and thoughtful opponent of the war in Iraq, and he has presented a military and diplomatic plan for withdrawing American forces. Mr. Obama also has correctly warned that until the Pentagon starts pulling troops out of Iraq, there will not be enough troops to defeat the Taliban and Al Qaeda in Afghanistan. 

Mr. McCain, like Mr. Bush, has only belatedly focused on Afghanistan’s dangerous unraveling and the threat that neighboring Pakistan may quickly follow.

Mr. Obama would have a learning curve on foreign affairs, but he has already showed sounder judgment than his opponent on these critical issues. His choice of Senator Joseph Biden — who has deep foreign-policy expertise — as his running mate is another sign of that sound judgment. Mr. McCain’s long interest in foreign policy and the many dangers this country now faces make his choice of Gov. Sarah Palin of Alaska more irresponsible.

Both presidential candidates talk about strengthening alliances in Europe and Asia, including NATO, and strongly support Israel. Both candidates talk about repairing America’s image in the world. But it seems clear to us that Mr. Obama is far more likely to do that — and not just because the first black president would present a new American face to the world.

Mr. Obama wants to reform the United Nations, while Mr. McCain wants to create a new entity, the League of Democracies — a move that would incite even fiercer anti-American furies around the world. 

Unfortunately, Mr. McCain, like Mr. Bush, sees the world as divided into friends (like Georgia) and adversaries (like Russia). He proposed kicking Russia out of the Group of 8 industrialized nations even before the invasion of Georgia. We have no sympathy for Moscow’s bullying, but we also have no desire to replay the cold war. The United States must find a way to constrain the Russians’ worst impulses, while preserving the ability to work with them on arms control and other vital initiatives.

Both candidates talk tough on terrorism, and neither has ruled out military action to end Iran’s nuclear weapons program. But Mr. Obama has called for a serious effort to try to wean Tehran from its nuclear ambitions with more credible diplomatic overtures and tougher sanctions. Mr. McCain’s willingness to joke about bombing Iran was frightening. 

The Constitution and the Rule of Law

Under Mr. Bush and Vice President Dick Cheney, the Constitution, the Bill of Rights, the justice system and the separation of powers have come under relentless attack. Mr. Bush chose to exploit the tragedy of Sept. 11, 2001, the moment in which he looked like the president of a unified nation, to try to place himself above the law. 

Mr. Bush has arrogated the power to imprison men without charges and browbeat Congress into granting an unfettered authority to spy on Americans. He has created untold numbers of “black” programs, including secret prisons and outsourced torture. The president has issued hundreds, if not thousands, of secret orders. We fear it will take years of forensic research to discover how many basic rights have been violated.

Both candidates have renounced torture and are committed to closing the prison camp in Guantánamo Bay, Cuba.

But Mr. Obama has gone beyond that, promising to identify and correct Mr. Bush’s attacks on the democratic system. Mr. McCain has been silent on the subject.

Mr. McCain improved protections for detainees. But then he helped the White House push through the appalling Military Commissions Act of 2006, which denied detainees the right to a hearing in a real court and put Washington in conflict with the Geneva Conventions, greatly increasing the risk to American troops.

The next president will have the chance to appoint one or more justices to a Supreme Court that is on the brink of being dominated by a radical right wing. Mr. Obama may appoint less liberal judges than some of his followers might like, but Mr. McCain is certain to pick rigid ideologues. He has said he would never appoint a judge who believes in women’s reproductive rights.

The Candidates

It will be an enormous challenge just to get the nation back to where it was before Mr. Bush, to begin to mend its image in the world and to restore its self-confidence and its self-respect. Doing all of that, and leading America forward, will require strength of will, character and intellect, sober judgment and a cool, steady hand.

Mr. Obama has those qualities in abundance. Watching him being tested in the campaign has long since erased the reservations that led us to endorse Senator Hillary Rodham Clinton in the Democratic primaries. He has drawn in legions of new voters with powerful messages of hope and possibility and calls for shared sacrifice and social responsibility. 

Mr. McCain, whom we chose as the best Republican nominee in the primaries, has spent the last coins of his reputation for principle and sound judgment to placate the limitless demands and narrow vision of the far-right wing. His righteous fury at being driven out of the 2000 primaries on a racist tide aimed at his adopted daughter has been replaced by a zealous embrace of those same win-at-all-costs tactics and tacticians.

He surrendered his standing as an independent thinker in his rush to embrace Mr. Bush’s misbegotten tax policies and to abandon his leadership position on climate change and immigration reform.

Mr. McCain could have seized the high ground on energy and the environment. Earlier in his career, he offered the first plausible bill to control America’s emissions of greenhouse gases. Now his positions are a caricature of that record: think Ms. Palin leading chants of “drill, baby, drill.”
Mr. Obama has endorsed some offshore drilling, but as part of a comprehensive strategy including big investments in new, clean technologies. 

*

Mr. Obama has withstood some of the toughest campaign attacks ever mounted against a candidate. He’s been called un-American and accused of hiding a secret Islamic faith. The Republicans have linked him to domestic terrorists and questioned his wife’s love of her country. Ms. Palin has also questioned millions of Americans’ patriotism, calling Republican-leaning states “pro-America.”

This politics of fear, division and character assassination helped Mr. Bush drive Mr. McCain from the 2000 Republican primaries and defeat Senator John Kerry in 2004. It has been the dominant theme of his failed presidency. 

The nation’s problems are simply too grave to be reduced to slashing “robo-calls” and negative ads. This country needs sensible leadership, compassionate leadership, honest leadership and strong leadership. Barack Obama has shown that he has all of those qualities. 


A version of this article appeared in print on October 24, 2008, on page A30 of the New York edition.

2/10/08

Μόναχο: 70 Χρόνια Μετά - Κώστα Ράπτη

Σαν σήμερα ακριβώς πριν από εβδομήντα ολόκληρα χρόνια, η Συμφωνία του Μονάχου, που συνυπογράφηκε από τους ηγέτες του "Άξονα" Χίτλερ και Μουσολίνι καθώς και τους τότε πρωθυπουργούς της Βρετανίας, Νέβιλ Τσάμπερλαιν και της Γαλλίας, Εντουάρ Νταλαντιέ, άνοιγε τον δρόμο για τον ακρωτηριασμό της Τσεχοσλοβακίας, προάγγελο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που έμελλε να ξεσπάσει μετά από μόλις έντεκα μήνες.


Ωστόσο, η φετινή επέτειος αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από αφορμή να επανέλθουν στο γεγονός οι επαγγελματίες ιστορικοί. Διότι, η Συμφωνία του Μονάχου, που έχει προ πολλού σημασιοδοτηθεί ως μια καταδικασμένη στην αποτυχία απόπειρα των δημοκρατιών της Δύσης να "κατευνάσουν" τη ναζιστική αδηφαγία, αντιμετωπίζεται από πολλές πλευρές ως πηγή άκρως επίκαιρων συμπερασμάτων.

Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι για τους αμερικανούς "νεοσυντηρητικούς", το "Μόναχο" αποδεικνύει, όπως ακούσθηκε πολλές φορές στο πλαίσιο του πολέμου "κατά της τρομοκρατίας", την αναγκαιότητα των προληπτικών πληγμάτων και την ανηθικότητα του κατευνασμού των "δυνάμεων του κακού". Είναι και το ότι τους τελευταίους μήνες οι ίδιοι πάνω κάτω άνθρωποι επικαλέσθηκαν το φάσμα του "Μονάχου" για να καταδικάσουν τη σχετική αδράνεια της Δύσης κατά την κρίση του Καυκάσου, την ώρα που η Μόσχα ανταποδίδει στα ίσα, αντλώντας από την κακόφημη Συμφωνία τα αντίθετα ακριβώς διδάγματα.

Ο αρθρογράφος της "Ουάσιγκτον Ποστ" Ρόμπερτ Κέιγκαν παρομοίασε ευθέως τις ρωσικές ενέργειες των περασμένο Αύγουστο με την κρίση του 1938, ενώ συνάδελφός του στους "Τάιμς του Λονδίνου" παρέβαλε τη μεσολαβητική προσπάθεια του Νικολά Σαρκοζί με τους πανηγυρισμούς του Τσάμπερλαιν άμα τη επιστροφή του από το Μόναχο.

Δεν ήταν η πρώτη φορά. Όταν το 1956 ο Αιγύπτιος πρόεδρος Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ εθνικοποίησε τη Διώρυγα του Σουέζ, μας θυμίζει ο Τζέφρι Ουίτκροφτ από στηλών της "Ουάσιγκτον Ποστ", ο ένας βρετανός πολιτικός μετά τον άλλο μιλούσαν για πρόκληση ανάλογη με αυτήν των Χίτλερ και Μουσολίνι, στην οποία ο τότε πρωθυπουργός Άντονι Ήντεν (που το 1938 είχε παραιτηθεί από υπουργός καταγγέλλοντας τον "κατευνασμό") αποφάσισε να απαντήσει με μια στρατιωτική επιχείρηση που κατέληξε στον εθνικό εξευτελισμό και στο τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας.

Στην Κρίση των Πυραύλων του 1962, ο Τζον Κέννεντι είδε τον ίδιο τον στρατηγό ΛεΜέι να καταγγέλλει ως "κατευνασμό αντίστοιχο με του Μονάχου" την απροθυμία του να επιτεθεί στην Κούβα. Κλιμακώνοντας την αμερικανική στρατιωτική εμπλοκή στην Ινδοκίνα, ο διάδοχός του Λίντον Τζόνσον, δήλωνε ότι "δεν είναι ο τύπος του Τσάμπερλαιν".

Ενώ βομβάρδιζε τη Σερβία το 1999, ο Μπιλ Κλίντον αναρωτήθηκε "τι θα είχε γίνει αν κάποιος άκουγε τον Τσώρτσιλ και αντιστεκόταν νωρίτερα στον Χίτλερ;" (Όπου τον ρόλο του σύγχρονου Χίτλερ είχε αναλάβει ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Δεν πέρασε, ωστόσο, από το μυαλό του πρώην πλανητάρχη ότι το προηγούμενο του 1938 μπορούσε να ερμηνευθεί και αντιστρόφως, με την Σερβία σε ρόλο νέας Τσεχοσλοβακίας και τους Κοσοβάρους στο ρόλο των Σουδητών, της γερμανόφωνης μειονότητας που αποσχίσθηκε με τη στήριξη ξένων δυνάμεων…).

Στις μέρες μας ο Τζορτζ Μπους ο νεώτερος (ο οποίος έχει στο γραφείο του στον Λευκό Οίκο μια προτομή του Ουίνστον Τσόρτσιλ…) δεν κουράζεται να συγκρίνει με την αφροσύνη των προπολεμικών οπαδών του "κατευνασμού" κάθε ιδέα συνδιαλλαγής με τα "κράτη ταραξίες" και την "τρομοκρατία".

Το Ισραήλ, πάλι, που επείγεται για την ανάληψη δράσης ενάντια στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, δεν κουράζεται να ζωγραφίζει τον ιρανό πρόεδρο με τα χρώματα ενός νέου Χίτλερ, με τον οποίο κάθε διαπραγμάτευση είναι αδιανόητη.

Το κακό πρέπει να ξεριζώνεται στη ρίζα του, όσο είναι ακόμη καιρός και το φλέγον ερώτημα είναι κατά πόσον το καθεστώς Αχμαντινετζάντ είναι εφάμιλλο με το ναζισμό, διαπιστώνει εν περιλήψει σε άρθρο του, υπό τον τίτλο "Τα διδάγματα του Μονάχου", ο διευθυντής της Βιβλιοθήκης του Ιδρύματος Γιαντ Βάσεμ, Ρόμπερτ Ρόζετ.

Ωστόσο, τη δική της ανάγνωση των γεγονότων του 1938, εντελώς διαφορετική από αυτήν που κατέστη διαδεδομένη στη Δύση, προωθεί πλέον και η Μόσχα, η οποία, πολύ χαρακτηριστικά, μόλις δημοσιοποίησε τα σχετικά με τη Συμφωνία του Μονάχου έγγραφα των σοβιετικών αρχείων.

"Είναι αποτυχημένη πολιτική ο κατευνασμός οποιουδήποτε ακολουθεί επιθετική πολιτική, είτε είναι μεγάλος είτε μικρός" δήλωσε κατά την παρουσίαση των εγγράφων ο στρατηγός Λεβ Σοτσκόβ, πρώην στέλεχος των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, υπαινισσόμενος ευθέως τον γεωργιανό πρόεδρο Σαακασβίλι. Και πρόσθεσε: "Οι ΗΠΑ θέλουν να κυριαρχήσουν στον κόσμο και δεν έχει από αυτή την άποψη σημασία αν ακολουθούν το μοντέλο του Χίτλερ ή του Μπους. Οι Ευρωπαίοι δεν έχουν αντιληφθεί ότι το σύστημα των μπλοκ δεν λειτουργεί πλέον. Αντί να χαλιναγωγήσουν τον επιτιθέμενο, τη Γεωργία, οι ΗΠΑ προωθούν την περικύκλωση της Ρωσίας".

Σε λιγότερο ηχηρούς τόνους, άλλοι Ρώσοι αναλυτές επισημαίνουν πως το πραγματικό νόημα της Συμφωνίας του Μονάχου ήταν ότι οι Δυτικές δυνάμεις ευελπιστούσαν να στρέψουν τη ναζιστική επιθετικότητα αποκλειστικά προς Ανατολάς. Ερμηνεύουν έτσι την Συμφωνία του Μονάχου ως ένα "πισώπλατο μαχαίρωμα" στη Σοβιετική Ένωση, η οποία, βάσει αυτής της λογικής, προφανώς δικαιώνεται για το δικό της "πισώπλατο μαχαίρωμα", τη Συμφωνία Μολότοφ-Ρίμπεντροπ (που προβάλλεται, με βάση και πρόσφατη σχετική απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου, ως παράδειγμα συνεργασίας και εξίσωσης ναζισμού και σταλινισμού).

Καταλήγει δε η ρωσική πλευρά με τη διαπίστωση ότι η Συμφωνία του Μονάχου κατέλυσε το μέχρι τότε σύστημα εγγυήσεων του Διεθνούς Δικαίου. Απηχώντας, έτσι, τις τρέχουσες καταγγελίες της Μόσχας μετά την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσυφοπεδίου, ότι χωρίς ένα πλαίσιο καθολικής εφαρμογής, η μεταπολεμική διεθνοπολιτική τάξη τινάζεται στον αέρα.
Πηγή: www.skai.gr
30/09/2008

29/9/08

Ένας υπέροχος άνθρωπος - ΤΕΟ ΙΩΑΝΝΟΥ

Στις 13 Αυγούστου 2008, ο Πολ Νιούμαν αποφάσισε ότι είχε παλέψει και αντέξει αρκετά. Μετά από έξι μήνες χημειοθεραπείας και άλλων μεθόδων καταστολής, επέλεξε να παραδοθεί στην αναπόφευκτη μοίρα κάθε ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος με την πιο επιθετική μορφή καρκίνου του πνεύμονα. Ανακοίνωσε στη Τζόαν και στα παιδιά του ότι θέλει να φύγει από το νοσοκομείο της Νέας Υόρκης που νοσηλευόταν από τις αρχές της χρονιάς και να επιστρέψει στο σπίτι του στο Κονέκτικατ για να διευθετήσει τις τελευταίες εκκρεμότητες πριν πεθάνει.

Μερικές εβδομάδες αργότερα, έμπαινε στο αγωνιστικό του αυτοκίνητο για έναν τελευταίο γύρο στην πίστα που φιλοξενούσε τις προπονήσεις και τους αγώνες του τα τελευταία 30 χρόνια. Ένα μήνα αργότερα, το διεθνές κοινό μάθαινε σοκαρισμένο όχι μόνο την είδηση του θανάτου ενός εκ των τελευταίων γιγάντων του Χόλιγουντ, αλλά και την έκταση της ασθένειάς του το τελευταίο τρίμηνο.

Οι τίτλοι τέλους για τον Πολ Νιούμαν ήρθαν όπως ακριβώς και οι τίτλοι εκκίνησής του στο πανί και στο σανίδι πριν από 55 χρόνια: Χωρίς τυμπανοκρουσίες, με απόλυτη αξιοπρέπεια, μακριά από τα φώτα του σταρ σίστεμ που τον επέβαλε αλλά ποτέ δεν κατάφερε να τον χειραγωγήσει. Ο ηθοποιός που μετά την πρώτη “τραγική” εμφάνισή του στην οθόνη αγόρασε διαφημιστικό χώρο σε Νεοϋορκέζικη εφημερίδα ώστε να ζητήσει συγγνώμη από τους θεατές “για την κάκιστη ποιότητα της ταινίας”, δε θα μπορούσε παρά να αποχαιρετήσει τη ζωή με μια ελαφρά υπόκλιση μπροστά στους ανθρώπους και τα πράγματα που αγάπησε...

Και ποιος δε γνωρίζει τις αδυναμίες της ζωής του Πολ Νιούμαν! Η τέχνη του, η λατρεμένη του Τζόαν, οι αγώνες ταχύτητας και το φιλανθρωπικό του έργο ήταν ο ζηλευτός απολογισμός 83 χρόνων σταθερότητας και αξιοπρέπειας. Ήταν ανοιχτό βιβλίο, λένε όσοι τον γνώρισαν ή συνεργάστηκαν μαζί του. Ήξερε τι ήθελε, αγωνιζόταν για να το κατακτήσει και λειτουργούσε πάντα με τους προσωπικούς του κανόνες ηθικής. Μακριά από επαγγελματικές και προσωπικές εκπτώσεις, αρνήθηκε πεισματικά να παρασυρθεί από τη φήμη, το χρήμα και την ομορφιά του.

Στις σκονισμένες βιογραφίες που τα διεθνή μέσα ανέσυραν σαββατιάτικα και στις νεκρολογίες που χιλιάδες φαν ανάρτησαν στα φόρουμ του Διαδικτύου, τα προτερήματα της αξιοζήλευτης ζωής και καριέρας του αντανακλούν τις αξίες που εξέπεμπε για κάθε υπογράφοντα. Άλλος εστιάζει στα πιο ελκυστικά γαλάζια μάτια που πέρασαν ποτέ μπροστά απ’ την κάμερα, άλλος στους αξέχαστους χαρακτήρες που ερμήνευσε από τους “Δύο Ληστές” και το “Κεντρί”, ως το “Cool Hand Luke”, το “Hud” και το “Χρώμα Του Χρήματος”. Αλλού διαβάζεις για την ενάντια στα χολιγουντιανά ήθη σταθερότητα του 50ετούς γάμου του με τη Τζόαν κι αλλού για τα 200 εκατομμύρια δολάρια που χάρισε σε φιλανθρωπικούς σκοπούς μέσα από τις απόλυτα επιτυχημένες ιταλικές σάλτσες του.

Κάποιοι ανακαλύπτουν τη φιλανθρωπική οργάνωση σε 11 χώρες του κόσμου που ίδρυσε για παιδιά με ανίατες ασθένειες και αναρωτιούνται γιατί δεν τη διαφήμισε όπως άλλοι συνάδελφοί του. Άλλοι συζητούν για τη σχέση ζωής που δημιούργησε με τον συμπρωταγωνιστή του στο “Κεντρί” και στους “Δύο Ληστές”, Ρόμπερτ Ρέντφορντ και για το πόσο συμπαθής ήταν σε όλους τους συναδέλφους του. Η συγκίνηση στα φόρουμ ξεχειλίζει. Ούτε ένας από τους χιλιάδες χρήστες του Διαδικτύου που κατέθεσαν τις σκέψεις τους για εκείνον, δε βρήκε κάτι σκωπτικό να γράψει. Εντυπωσιακότερο απ’ όσο ακούγεται, αν θυμηθεί κανείς τα δεκάδες ειρωνικά σχόλια των ίδιων χρηστών στα “φόρουμ εκτίμησης” που δημιουργήθηκαν μετά το θάνατο του Μπράντο, της ιδίας ηλικιακής κλάσης με εκείνον...

Αμέσως μόλις τελείωσα το σερφάρισμα των νεκρολογιών και πριν ακόμη ξεφύγω από τη θλίψη της απουσίας του, ξαναέβαλα στο DVD το “Empire Falls”, την τηλεταινία που του χάρισε το βραβείο EMMY σε μια από τις τελευταίες του ερμηνείες πριν αποσυρθεί οριστικά το 2007 (“γιατί δεν έχω πια την απαραίτητη φυσική κατάσταση ώστε να ανταποκριθώ στις προκλήσεις των ρόλων”, είχε δηλώσει με παρρησία). Απολαμβάνοντας την αλέγκρα ερμηνεία του ως ηλικιωμένου αλήτη, η λατρεία μου για την προσωπικότητα και το ταλέντο του άρχισε μέσα μου να αποκρυσταλλώνεται.

Κάθε ηθοποιός, τραγουδιστής, καλλιτέχνης που σε αγγίζει σε κάποιο προσωπικό επίπεδο, ακτινοβολεί μέσω προβολής. Δεν τον γνωρίζεις, δεν μπορείς να εκφέρεις άποψη για το χαρακτήρα ή τη ζωή του, αλλά λειτουργεί πάνω σου υπερβατικά ως πρότυπο. Όποιος κι αν ήταν στην καλά φυλαγμένη ιδιωτική του ζωή, ο Πολ Νιούμαν θα αντιπροσωπεύει πάντα τον σεμνό, αξιοπρεπή, αταλάντευτο άντρα που όλοι μας θα θέλαμε να είμαστε.

Μπορεί να ήταν ακαταμάχητα ωραίος, απερίγραπτα ταλαντούχος, εντυπωσιακά πιστός και αψεγάδιαστα φιλεύσπλαχνος. Μπορεί και όχι. Ήταν όμως σίγουρα ένας υπέροχος άνθρωπος.

Πηγή: www.skai.gr

28/09/2008

15/9/08

Ο Ονειρικός Έλληνας Πούτιν - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Θα μπορούσε ποτέ το μικρό και αδύναμο ελλαδικό κράτος να έχει παρουσία σεβαστή, κύρος και φωνή αποτελεσματική στον στίβο των διεθνών σχέσεων;

Η λογική και η πείρα θα απαντούσαν ναι, αν μπορούσε η σύγχρονη Ελλάδα να εμφανίσει υπολογίσιμη από τα άλλα έθνη ισχύ σε τομέα ζωτικό. Η μικρή Ελβετία έχει επενδύσει το διεθνές κύρος και την κρατική της ισχύ στην αξιοπιστία των τραπεζών της, στον ενεργό φιλειρηνισμό της, στο υποδειγματικό δημοκρατικό της πολίτευμα. Η μικρή Φινλανδία επενδύει σε επιδόσεις εντελώς ιδιαίτερες στη σύγχρονη τεχνολογία, στους δείχτες κατά κεφαλήν καλλιέργειας των πολιτών της. Το γεωγραφικά ελάχιστο Λουξεμβούργο στο γεγονός ότι προσφέρθηκε να διεθνοποιηθεί με συνέπεια.

Στην Ελλάδα επαναλαμβάνουμε συνεχώς ότι βαρειά βιομηχανία μας έχουμε τον πολιτισμό. Το σλόγκαν είναι ρομαντικά εύστοχο αλλά στην πραγματικότητα ψευδέστατο. Διότι η βιομηχανία παράγει προϊόντα, ενώ εμείς έχουμε πάψει να παράγουμε πολιτισμό εδώ και εκατόν ογδόντα περίπου χρόνια. Μετέχουμε στο σύγχρονο πολιτιστικό γίγνεσθαι αλλά μόνο ως μεταπράτες, δεν παράγουμε τίποτα δικό μας που να μπορεί να λειτουργήσει σαν πρόταση με πανανθρώπινο ενδιαφέρον.

Μιλάμε για βαρειά βιομηχανία, αλλά εννοούμε εξαργυρώσιμο κληροδότημα: Θέλουμε να μας λογαριάζουν στον διεθνή στίβο σαν κορυφαίους στον πολιτισμό, επειδή σέρνουμε την άθλια υπανάπτυξή μας σε χώματα όπου (πριν από εικοσιπέντε αιώνες, και μετά επί χίλια χρόνια στο ψευδωνύμως λεγόμενο «Βυζάντιο») συντελέστηκαν κορυφώματα πολιτισμού καίριας σημασίας για την πορεία της ανθρωπότητας. Ομως σήμερα σε κάθε έκφανση της κοινωνικής μας οργάνωσης και των εκπαιδευτικών μας θεσμών είμαστε οι τελευταίοι της ενωμένης Ευρώπης και η όποια «πολιτιστική» μας παραγωγή είναι στα μέτρα μιας βαλκανικής επαρχίας.

Ποια κατάρτιση, ποια καλλιέργεια, ποια διεθνή εμβέλεια προσωπικότητας θα έπρεπε να έχει ο Ελληνας πρωθυπουργός, για να μπορεί να εμφανίζει την Ελλάδα στον διεθνή στίβο σαν αυτονόητο εκφραστή έμπρακτης έγνοιας για την προτεραιότητα κριτηρίων πολιτισμού στις διεθνείς σχέσεις; Ποιου επιπέδου σχολειά και πανεπιστήμια να έχει πίσω του, να χαρακτηρίζουν τη χώρα του και τον ίδιο, ποιους δείχτες κατά κεφαλήν καλλιέργειας, ποια ανθρώπινη ποιότητα διπλωματών και πολιτικών να τον περιστοιχίζει;

Στη «σύνοδο κορυφής» των Βρυξελλών, πριν από δεκαπέντε μόλις μέρες, κρινόταν όχι η δυνατότητα της Ε.Ε. να ασκεί δική της εξωτερική πολιτική, αλλά η αξιοπρέπεια της γηραιάς ηπείρου να μην εμφανίζεται σαν πειθήνιος λακές των ΗΠΑ. Με ποιες προϋποθέσεις ο Ελληνας πρωθυπουργός θα μπορούσε, χωρίς να γίνει γραφικός ή εύκολα αμελητέος, να καταθέσει στη σύνοδο την έγνοια για προτεραιότητα του πολιτισμού στις προοπτικές της Ευρώπης;

«Ευρώπη μπορεί να νοηθεί και χωρίς φαστ φουντ ή κόκα κόλα. Ομως δεν νοείται Ευρώπη χωρίς Ντοστογιέφσκυ και Τσέχωφ, Τσαϊκόφσκυ και Σκριάμπιν, Σαγκάλ και μπαλέτα Μπολσόι. Η Αμερική είναι απόφυση της Ευρώπης, η Ρωσία είναι σάρκα της».

Υπάρχει μια παράδοξη δυναμική στις ανθρώπινες σχέσεις, τις διαπροσωπικές, τις κοινωνικές, τις διακρατικές: Είναι η δυναμική της ευθύτητας του λόγου, η ριζική μετατροπή των δεδομένων όταν κάποιος κραυγάσει την αλήθεια ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Μας έχουν κάνει να πιστεύουμε ότι διπλωματία σημαίνει συμβιβασμό με προσχήματα, πειθήνια συμμόρφωση με τα εκφρασμένα ή νομιζόμενα θελήματα του ισχυρότερου, υποκρισία και συμπεριφορά οσφυοκάμπτη. Η τρέχουσα, αλλά και η ιστορική πραγματικότητα άλλα βεβαιώνουν: Το κύρος και η ισχύς κερδίζονται με την τόλμη, τη ρητή ή διαφαινόμενη, της ελευθερίας από τη σκόπιμη δουλοπρέπεια, την ιδιοτέλεια, το φτηνό συμφέρον. Τα ζεϊμπέκικα του κ. Γεωργάκη Παπανδρέου και τα ακατάσχετα χαμόγελα της κ. Ντόρας Μητσοτάκη μάλλον θα περάσουν στα εγχειρίδια Διπλωματίας σαν γκροτέσκα παραδείγματα προς αποφυγήν.

Η δυναμική της ευθύτητας του λόγου δεν μπορεί να είναι στιγμιαίο ευφυές τέχνασμα τακτικής ή εύρημα για τη δημιουργία εντυπώσεων. Προϋποθέτει γνωστά και δοκιμασμένα ερείσματα εγκυρότητας του εκφραστή της ευθύτητας και (στην περίπτωση των διεθνών σχέσεων) πειστήρια ότι απηχεί η ευθύτητα το επίπεδο μιας κοινωνίας με εξαιρετικά υψηλή κατά κεφαλήν καλλιέργεια.

Ενα κράτος είναι μικρό και ασήμαντο στον διεθνή στίβο, όταν τα κοινωνικά του επιτεύγματα είναι μικρά και ασήμαντα. Για να διεκδικήσει η σημερινή Ελλάδα το κύρος και την ισχύ να παρεμβαίνει στη διεθνή πολιτική με πειστική έγνοια για την προτεραιότητα του πολιτισμού, θα έπρεπε να είναι άλλο κράτος, άλλη κοινωνία, με σεβαστά επιτεύγματα. Ο Μακρυγιάννης έλεγε ότι «εκαταντήσαμεν μπαίγνιο των εθνών» και το κατάντημα βαστάει, σαν μακάβριο ψυχορράγημα, εκατόν ογδόντα χρόνια τώρα. Ιστορικά έχουμε τελειώσει, η «βαρειά βιομηχανία» μας έχει κατεβάσει προ πολλού τα ρολά.

Οσοι έχουν το ψυχικό κουράγιο να πιστοποιούν το ιστορικό τέλος του Ελληνισμού με οδύνη, αλλά χωρίς πανικό, αυτοί μπορούν να ονειρεύονται συνειδητά την ουτοπία: Εναν έλληνα Πούτιν, που να καταφέρει όσα κατάφερε ο Ρώσος: Μέσα σε δύο τετραετίες να αναστήσει (κυριολεκτικά) μια κοινωνία πεθαμένη, αποσυντεθειμένη, ώς το μεδούλι διεφθαρμένη και ξεπουλημένη από τον Ηρόστρατο που λεγόταν Γιέλτσιν – παραλίγο να γράψω συνειρμικά: Ανδρέας Παπανδρέου!



Τον ονειρικό έλληνα Πούτιν να τον φανταστούμε –στο παραμύθι που ζεσταίνει την καρδιά, σαν ενδορφίνες στο ψυχορράγημα– να ξεκινάει και αυτός αγώνα με τη Λερναία πολυκέφαλη Μαφία, των τυράννων και βασανιστών μας: Τα μαφιόζικα τάχα και κόμματα πολιτικά, την αρχέκακη λοιμική. Μαζί και τις μαφίες των συνδικαλιστών του δημόσιου τομέα. Να στέλνει ο ονειρικός έλληνας Πούτιν στη φυλακή ή έξω από τα σύνορα τους δικούς μας Χοντορκόφσκυ, κομματικούς ή συνδικαλιστές. Να ξαναστήνει από την αρχή θεσμούς, θωρακισμένα αδιάβλητους, κοινωνικού ελέγχου των κομμάτων και των συνδικάτων της δημοσιοϋπαλληλίας. Να αποκαταστήσει κράτος αυτόνομο και ακομμάτιστο, να καταλύσει οριστικά τη δικτατορία των εγκαθέτων.

Και τότε, μόνο τότε, να ψάξει για την εν διωγμώ ανθρώπινη ποιότητα που θα οργανώσει την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών φυσικών πηγών ενέργειας του Ελληνισμού: Να αξιοποιηθεί το πανανθρώπινα πολύτιμο κοίτασμα της γλώσσας. Η κριτική εγρήγορση. Η αριστοκρατία της δημιουργικότητας. Η αξιοκρατία της άμιλλας. Η επανασύνδεση της πολιτικής με την «πόλιν» και το άθλημα να «αληθεύει» ο βίος.

Το όνειρο τελειώνει εδώ, τώρα «τα κεφάλια μέσα».

"Η Καθημερινή", 14/09/2008

8/9/08

Να καταργηθεί το μάθημα των Θρησκευτικών - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Αν οι αξιωματούχοι του κλήρου στην Ελλάδα σήμερα διασώζουν εκκλησιαστική συνείδηση, θα είναι αυτονόητο να απαιτήσουν από την πολιτεία την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία.

Με το μάθημα των θρησκευτικών εκχώρησε η ελλαδική Εκκλησία ζωτικό της λειτούργημα, την κατήχηση των παιδών και των εφήβων, σε έμμισθους υπαλλήλους του κράτους εκπαιδευμένους σε κρατικές «θεολογικές» Σχολές. Αλλά όταν η κατήχηση αποσπάται από τον φυσικό βιωματικό της χώρο, τη λειτουργία ζωντανού σώματος ενορίας και επισκοπής, αλλοτριώνεται νομοτελειακά σε ιδεολογική χειραγώγηση, ανιαρή προπαγάνδα.

Ο φυσικός χώρος της κατήχησης δεν μπορεί να είναι άλλος από τον χώρο όπου πραγματώνεται και φανερώνεται η Εκκλησία ως άθλημα σχέσεων κοινωνίας της ζωής. Και φυσικός λειτουργός της κατήχησης είναι ο πατέρας της εκκλησιαστικής κοινότητας: αυτός που «γεννάει» τα μέλη του σώματος στον «καινό» της Εκκλησίας τρόπο της ύπαρξης.

Η πολιτεία αποδέχθηκε ασμένως να επιβάλει στα σχολεία μάθημα θρησκευτικών. Και αυτό γιατί από τη σύστασή του το ελλαδικό εθνικό κράτος λογάριαζε την Εκκλησία όπως και ο ιδεολογικός του γεννήτορας Αδαμάντιος Κοραής: Σαν θεσμό ηθικοδιδακτικής χρησιμότητας – θεσμό που «εξημερώνει τα ήθη» και επιβάλλει, αποτελεσματικότερα και από τον χωροφύλακα, κανονιστικές αρχές συλλογικής ευταξίας.

Το ελλαδικό εθνικό κράτος δεν κατάλαβε ποτέ την καισαρική διαφορά της Εκκλησίας από τη θρησκεία. Γι’ αυτό μέχρι και σήμερα, διατηρείται στο Σύνταγμα η οξύμωρη διατύπωση ότι «επικρατούσα εν Ελλάδι θρησκεία (sic) είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας»! και τα λοιπά συμφραζόμενα παιδαριώδη. Η χώρα όπου γεννήθηκε κάποτε η λέξη «εκκλησία» για να σημάνει την πραγμάτωση και φανέρωση του κοινού «αθλήματος της αληθείας», που συνιστά την «πόλιν», εμφανίζεται στο Σύνταγμά της να αγνοεί την ασυμβίβαστη αντίθεση Εκκλησίας και θρησκείας, Εκκλησίας και ιδεολογίας.

Ο σφετερισμός από το κράτος του ζωτικού εκκλησιαστικού λειτουργήματος της κατήχησης των παιδιών έχει δύο συνέπειες καίριες και πασιφανείς: Πρώτη συνέπεια, ο ευτελισμός, συχνά και η διακωμώδηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία. Μοιάζουν ελάχιστες εξαιρέσεις οι Νεοέλληνες που διατηρούν αναμνήσεις από τα θρησκευτικά του σχολείου διαφορετικές από αυτές της ανίας ή «της πλάκας».

Δεύτερη συνέπεια, το γεγονός ότι η ελλαδική κοινωνία που τα εγγράμματα μέλη της έχουν διδαχτεί υποχρεωτικό μάθημα θρησκευτικών σε όλες τις τάξεις του σχολείου και βομβαρδίζονται από καταιγισμό δημόσιων κηρυγμάτων προφορικών, έντυπων, ραδιοφωνικών, τηλεοπτικών, αυτή η κοινωνία εμφανίζεται εντελώς και απολύτως ακατήχητη. Δεν έχει ούτε τη στοιχειώδη, εγκυκλοπαιδική έστω πληροφόρηση για το τι είναι η Εκκλησία, ποιες οι επαγγελίες της, η ιστορία της, με ποιον πολιτισμό σφράγισε την ανθρώπινη σκέψη και Τέχνης. Τα διαγγέλματα ή οι δηλώσεις των πολιτικών και η αρθρογραφία των δημοσιογράφων τις μέρες των Χριστουγέννων, του Πάσχα, του Δεκαπενταύγουστου ή όταν συζητούνται θέματα σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, μαρτυρούν άγνοια και παρανοήσεις ασυγχώρητες για ανθρώπους έστω υποτυπώδους παιδείας.

Και το τραγικότερο, η ίδια άγνοια, η σύγχυση της Εκκλησίας με τη θρησκεία, σφραγίζει τον λόγο και των περισσότερων αξιωματούχων του κλήρου. Είναι γνωστοί στην ελλαδική κοινωνία επίσκοποι που φιλοδοξούν να παίζουν ρόλο όχι εκκλησιαστικού ποιμένα αλλά θρησκευτικού ηγέτη, ρόλο Αγιατολάχ με απαιτήσεις θεοκρατικού ελέγχου της πολιτικής εξουσίας. Αυτοί μάχονται και για τη διατήρηση της υποχρεωτικής κατήχησης των μαθητών στα σχολεία.

Στη θέση του μαθήματος των θρησκευτικών το υπουργείο Παιδείας θα μπορούσε να θεσμοθετήσει μάθημα ικανό να πληροφορήσει τον μαθητή και να τον εξοικειώσει με τα κίνητρα των αναζητήσεων που συγκρότησαν την παράδοση πολιτισμού των Ελλήνων. Η λογική ενός τέτοιου μαθήματος υποχρεωτικού για όλους τους μαθητές (άσχετα με διαφορές θρησκευτικές, φυλετικές, ιδεολογικές) θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ακόλουθη πρόταση:

Κάθε παιδί που τελειώνει την εγκύκλια εκπαίδευση σε ελληνικό σχολείο οφείλει να γνωρίζει ποια μεταφυσική γέννησε τον Παρθενώνα, το άγαλμα, την τραγωδία και ποια μεταφυσική γέννησε την Αγια-Σοφιά, τη βυζαντινή Εικόνα, τη βυζαντινή λειτουργία. Σπουδάζοντας στο σχολείο ποια «γιγαντομαχία περί της ουσίας» οδήγησε σε αυτές τις κορυφαίες εκφάνσεις πολιτισμού των Ελλήνων, δεν σημαίνει και ότι υποχρεώνεται το παιδί να ασπαστεί συγκεκριμένη μεταφυσική πρόταση.

Πρώτη, καίρια δυσκολία σε μια τέτοια θεσμική πρωτοβουλία είναι: ποιοι θα συντάξουν το «αναλυτικό πρόγραμμα» διδασκαλίας του καινούργιου μαθήματος – από την πρώτη τάξη του Δημοτικού ώς την τελευταία του Λυκείου. Το υπουργείο Παιδείας και τα παιδαγωγικά του επιτελεία δεν διαθέτουν την ποιότητα του ανθρώπινου υλικού για τέτοια ουσιώδη τολμήματα, τη διαπίστωση επαληθεύουν τα «αναλυτικά προγράμματα» διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και Ιστορίας: πραγματική συμφορά. Μην ξεχνάμε ότι η επί ΠΑΣΟΚ άλωση του υπουργείου από τις «προοδευτικές δυνάμεις» του «εκσυγχρονιστικού» μηδενισμού και των «πολυπολιτιστικών» δολιοτήτων της «Νέας Τάξης» συνεχίζεται εδραιούμενη και επί «Νέας Δημοκρατίας», με τα ονόματα Γιαννάκου, Στυλιανίδη, Λυκουρέντζου να σηματοδοτούν τον τέλειο απελπισμό για τυχόν αντίσταση.

Δεύτερη, ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία είναι: ποιοι θα διδάξουν ένα τόσο απαιτητικό καινούργιο μάθημα στα παιδιά. Οσοι πολίτες έχουν οποιασδήποτε μορφής επαφή με το σχολείο στην Ελλάδα σήμερα μπορούν να βεβαιώσουν πόσο ανατριχιαστικά (στην κυριολεξία) χαμηλό είναι το επίπεδο των πτυχιούχων που παράγονται στις εκπαιδευτικές σχολές των ελλαδικών πανεπιστημίων. Και πόσο αποτελεσματική η πλύση εγκεφάλου που έχει υποστεί ο δάσκαλος ή πόσο έντρομος είναι από την ιδεολογική τρομοκρατία που του ασκείται.

Με αυτά τα δεδομένα μπορεί να δικαιολογηθεί και η απύθμενης μωρίας συζήτηση για αντικατάσταση του μαθήματος των θρησκευτικών από μάθημα «θρησκειολογίας» και «συγκριτικής των θρησκειών»!!! Ωσάν να είναι ποτέ δυνατό να διδαχτεί ο πολιτισμός με όρους ιδεολογίας και να «συγκριθούν» οι μεταφυσικές αναζητήσεις που τον γέννησαν χωρίς να υπάρχει εμπειρική γεύση τέτοιας αναζήτησης.


"Η Καθημερινή"

07/09/2008

17/8/08

Πέρα από την Νότιο Οσετία - Η Νέα Διεθνής Τάξη - PETER LAVELLE

Ο -επί του παρόντος- Πρόεδρος της Γεωργίας Mikhail Saakashvili έριξε τα ζάρια κι έχασε τα πάντα. Η τυφλή του φιλοδοξία να επαναφέρει την Νότια Οσετία υπό τον έλεγχο της Τυφλίδας κατέληξε σε μία απόλυτη ήττα για την κυριαρχία της Γεωργίας. Ο κόσμος πρέπει να επιδείξει προσοχή μια και τα πρόσφατα γεγονότα αποτελούν ένδειξη για τα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν.

Η Νότιος Οσετία είναι ένα μικρό και φτωχό μέρος. Ποιός θα σκεφτόταν ότι θα κήρυσσε την έναρξη μιας νέας παγκόσμιας τάξης; Κι όμως αυτό συνέβη, με τρόπο που κανείς δεν θα μπορούσε να είχε φανταστεί.

Η τρελλή αποστολή του Saakashvili να κατακτήσει με πόλεμο την Νότιο Οσετία δίνει τέλος σε αυτό που αποκαλείται η Μετά – Ψυχροπολεμική εποχή. Η Ρωσία, για πρώτη φορά μετά το 1991, ως ένα νέο και πολύ διαφορετικό κράτος, χρησιμοποίησε δυνάμεις πέρα από τα σύνορά της. Και το έπραξε εις το όνομα της προστασίας Ρώσων πολιτών και σε άμυνα διεθνώς αναγνωρισμένων ειρηνευτών. Και τα δύο είναι δικαιολογημένα – η Δύση πράττει το ίδιο. Ο κόσμος ας αρχίσει να το συνηθίζει μια και άλλα άτομα Ρωσικής εθνικότητος που βρίσκονται εκτός της Ρωσικής επικράτειας, απευθύνονται στην Ρωσία για βοήθεια.

Σήμερα όλοι μας βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ακανθώδες ζήτημα του ορισμού της διαφοράς μεταξύ της κρατικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας. Πολιτικοί και δικηγόροι συνεχίζουν την σχετική συζήτηση. Εν τω μεταξύ, τα γεγονότα επί του εδάφους προχωρούν με τις πλέον απρόβλεπτες συνέπειες.

Ο καταλύτης για όλα αυτά ήταν το Κόσοβο. Οι μεγάλες Δυτικές δυνάμεις αποφάσισαν ότι το Κόσοβο πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί, χωρίς να λάβουν υπ’ όψιν τη γνώμη του πληθυσμού του. Σήμερα η Ρωσία λαμβάνει υπ’ όψιν τη γνώμη του πληθυσμού. Και αυτή είναι μία πολύ σημαντική διαφορά. Η Washington και οι Βρυξέλλες έχουν ασυνείδητά τους παραδεκτεί ότι η αυτοδιάθεση είναι σημαντικότερη από την κυριαρχία ενός κράτους. Η Ρωσία και οι Ρώσοι ακολουθούν αυτό το παράδειγμα. Ο μετά – Σοβιετικός χώρος είναι έτοιμος και για άλλες αλλαγές συνόρων, και η Δύση και τα δύο μέτρα και σταθμά της είναι η αιτία αυτής της κατάστασης.

Η Ρωσία δέχεται πολλή κριτική για τις πράξεις της. Λέγεται ότι η Ρωσία υποστηρίζει διεθνείς παίκτες -την Νότιο Οσετία και την Αμπχαζία- οι οποίοι δεν αναγνωρίζονται από τους διεθνείς κανόνες. Όμως το γεγονός είναι ότι η Μόσχα επέδειξε ότι η Μετα – Ψυχροπολεμική τάξη υποστηρίζει μόνον τα Δυτικά συμφέροντα κι ότι αυτή η προσέγγιση πρέπει να αλλάξει. Μπροστά στην εισβολή στην Νότιο Οσετία, η Μόσχα βρίσκεται σε επαφή με αυτή την νέα αίσθηση.

Σύμφωνα με την Δυτική «θεολογία της δημοκρατίας», η Νότιος Οσετία και η Αμπχαζία δεν μπορούν να αναγνωριστούν ως ανεξάρτητες. Και γιατί; Μήπως επειδή η ανεξαρτησία τους θα εκτροχίαζε τις προσπάθειες του Saakashvili να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ; Ασφαλώς γι’ αυτό! Η Δύση δεν ξέρει και πολλά για την Γεωργία, την Νότιο Οσετία ή την Αμπχαζία. Ούτε και ενδιαφέρεται να μάθει στην πραγματικότητα. Και ο Saakashvili έδειξε ότι δεν μπορεί να ξεπεράσει το όριο μεταξύ τού να είναι ένας Γεωργιανός εθνικιστής και ένα ανδρείκελο της Δύσης.

Δεν ξέρω: Ίσως ο Saakashvili να έχει πράγματι ενεργήσει καλή τη πίστει, αλλά ό,τι μπορούμε όλοι να δούμε μοιάζει εντελώς διαφορετικό. Απέτυχε να δει ότι περισσότερη σημασία έχει η προβολή των Δυτικών συμφερόντων όσον αφορά την ασφάλεια. Τα οποία πάντα ικανοποιούνταν εις βάρος των Ρωσικών ανησυχιών στα θέματα της ασφάλειας.
Ο Saakashvili ισχυρίζεται ότι όλες οι πράξεις του έγιναν στο όνομα του Γεωργιανού λαού. Δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί ότι με αυτές, άλλαξε την παγκόσμια τάξη. Όλοι οι άνθρωποι που επιθυμούν να είναι ελεύθεροι και να έχουν το δικό τους κράτος, έχουν τον Saakashvili για να ευχαριστούν.

Αμφιβάλλω αν αυτή είναι η κληρονομιά που ο Saakashvili ήλπιζε να αφήσει. Οι υποστηρικτές του στην Washington σίγουρα τον καταριούνται για το ότι δεν έπραξε αυτά που του είπαν. Ήταν, άλλωστε, μόνον ένας υπάλληλος για να λαμβάνει εντολές.

15/08/2008

Πηγή: www.russiatoday.com
Μετάφραση: Θεόδωρος Δ. Γκότσης, 17/08/2008

27/7/08

Θεσμοποιημένη αντικοινωνική προστακτική - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Υπάρχουν γλωσσικές εκφράσεις ή και λέξεις που η χρήση τους μοιάζει αναχρονισμός: Παραπέμπουν σε περασμένες εποχές, σε νοοτροπίες που έχουν πια εκλείψει.

Για παράδειγμα: η έκφραση «καλλιεργημένος άνθρωπος». Πρέπει να είναι νόημα θολό και πάντως όχι ζηλευτό για όσους γεννήθηκαν στην Ελλάδα λίγο πριν ή λίγο μετά τη μεταπολίτευση του 1974. Μάλλον ανακαλεί κάποια ευρύτητα εγκυκλοπαιδικών γνώσεων ή μιαν ενημερότητα για το τι συμβαίνει στον χώρο του θεάτρου, του «καλού» κινηματογράφου, του βιβλίου. Τόσο μόνο.

Να μην ξεχνάμε ότι ο «μετασχηματισμός» της ελλαδικής κοινωνίας ήταν κεντρικό πολιτικό αιτούμενο μετά το 1974. Και ότι ο μετασχηματισμός, που μεθοδικά επιβλήθηκε, είχε ως συνεπές επακόλουθο μια ταχύτατη (πραγματικά ανατρεπτική) αλλαγή στην κοινή νοοτροπία και συμπεριφορά, γι’ αυτό συνεπέφερε και βαθύ ρήγμα ασυνέχειας στη γλωσσική εκφραστική. Αχρήστεψε, πριν απ’ όλα, ή κατέστησε ακατάληπτες ο μετασχηματισμός εκφράσεις και λέξεις που προϋπέθεταν προσλαμβάνουσες αξιοκρατίας, διάκρισης ποιοτήτων, ανιδιοτέλειας, επιτελικής προβλεπτικότητας, προτεραιότητας σχέσεων κοινωνίας. Ετσι και η έκφραση «καλλιεργημένος άνθρωπος» προσέλαβε οσμή συντηρητικής αγκύλωσης, έγινε ύποπτη αντιδραστικής αρτηριοσκλήρυνσης.

Ας μη σπεύσουν οι κεκράχτες του ηροστράτειου μετασχηματισμού να αντιτάξουν ότι ρήγμα ασυνέχειας στη γλωσσική εκφραστική προκάλεσαν οι διεθνείς εξελίξεις της τελευταίας τριακονταπενταετίας και στις «καλύτερες κοινωνίες» του πλανήτη. Ας μη σπεύσουν στην παραπλανητική τους ένσταση, γιατί το γλωσσικό ρήγμα δεν μετράει παντού και πάντοτε ίδια βάθη ανθρώπινης αλλοτρίωσης και κοινωνικής διάλυσης. Στις προηγμένες, τουλάχιστον, κοινωνίες σήμερα οι πρακτικές εκφάνσεις της έννοιας «καλλιεργημένος άνθρωπος» παραμένουν ως αυτονόητα αντανακλαστικά συμπεριφοράς του «μέσου ανθρώπου». Εθισμοί αιώνων έχουν παγιώσει (έχουν καταστήσει στοιχείο του «χαρακτήρα») την ενεργό προσπάθεια που αποτυπώνει στη διαγωγή τα γνωρίσματα του «καλλιεργημένου ανθρώπου»: Χαλιναγωγεί τον κτηνώδη εγωκεντρισμό, τη θρασύτητα της επιθετικής ιδιοτέλειας, περιορίζει την αντικοινωνική χυδαιότητα, επιβάλλει συστολή στην ακαλαισθησία.

Προτού φτάσει να θεωρεί αδιανόητο τον χρηματισμό του, την κλοπή του κοινωνικού χρήματος, τη φοροδιαφυγή, τον αναξιοκρατικό διορισμό, τον απεργιακό εκβιασμό του κοινωνικού συνόλου και τα τόσα άλλα ανάλογα, ο «καλλιεργημένος άνθρωπος» των προηγμένων κοινωνιών, αυθόρμητα και αυτονόητα, σέβεται και υπολογίζει την ύπαρξη και άλλων ανθρώπων επί γης – δεν θεωρεί ότι είναι ο μόνος κάτοικος του πλανήτη. Συγκεκριμένα:

Δεν «κουβεντιάζει» (ή τηλεφωνεί) φωνασκώντας στεντορείως μέσα στο λεωφορείο, στην καφετέρια, στο ταβερνάκι.

Στις πέντε λέξεις που ξεστομίζει, δεν είναι οι τρεις το «εγώ».

Δεν θα χωθεί κουτοπόνηρα σε προωθημένη θέση στη σειρά αναμονής, κλέβοντας προτεραιότητα.

Δεν θα σταθμεύσει το αυτοκίνητό του όπου τον βολεύει, φράσσοντας ιδιωτικούς χώρους στάθμευσης ή παγιδεύοντας τα ήδη σταθμευμένα αυτοκίνητα.

Δεν θα παρακάμψει, ως επιδεικτικά «ευφυέστερος», όλα τα αυτοκίνητα που περιμένουν τον φωτεινό σηματοδότη για αριστερή έξοδο από κεντρική οδική αρτηρία.

Δεν θα καταρρυπάνει με τα περιττώματα του κατοικίδιου σκύλου του τα ελάχιστα, ελεύθερα για τους πεζούς, πεζοδρόμια, δεν θα επιβάλει εμετική αηδία σε συνανθρώπους του για να απολαμβάνει ο ίδιος τα φιλοζωικά του αισθήματα.

Δεν θα πετάξει την τσίχλα του ή το άχρηστο εισιτήριό του, παρά μόνο σε δοχείο απορριμμάτων και δεν θα φτύσει χάμω στον δρόμο ποτέ.

Πλήθος ανάλογες λεπτομέρειες συμπεριφοράς φανερώνουν ανθρώπινη «καλλιέργεια», δηλαδή κατακτημένη ελευθερία από την αλογία των ορμεμφύτων και ενστίκτων, ελευθερία από τον κτηνώδη εγωκεντρισμό. Μπορεί το κίνητρο για αυτή την κατάκτηση να είναι απλώς χρησιμοθηρικό – σίγουρα η χαλιναγώγηση της ενστικτώδους ιδιοτέλειας διευκολύνει τη συμβίωση, επιτρέπει να λειτουργούν προς όφελος όλων οι συμβάσεις της συλλογικότητας. Αλλά μπορεί το κίνητρο να είναι η ανθρώπινη καλλιέργεια ως αυτοσκοπός και αυταξία, ως χαρά απόλαυσης ποιότητας της ζωής, χαρά της ανιδιοτέλειας, της φιλίας, των σχέσεων κοινωνίας. Μην ξεχνάμε ότι η ανάδειξη της «ετερότητας» κάθε ανθρώπου, η φανέρωση του ενεργητικά μοναδικού, ανόμοιου και ανεπανάληπτου χαρακτήρα της ύπαρξής του, προϋποθέτει κατακτημένη ελευθερία από απρόσωπες ορμές, από αδιαφοροποίητα ένστικτα εγωτικής αυτασφάλισης ή ασυδοσίας.

Στην ελλαδική κοινωνία σήμερα μοιάζει να έχει χαθεί όχι μόνο η επίγνωση (και τα κριτήρια) της διαφοράς ανάμεσα στη γνησιότητα και στην αλλοτρίωση του ανθρώπου, αλλά ακόμα και η χρηστική αναγκαιότητα της κατά κεφαλήν καλλιέργειας. Αν κατατάσσεται η Ελλάδα στις πρώτες σε διαφθορά χώρες διεθνώς, πρέπει να είναι άμεση και οργανική συνέπεια του θηριώδους εγωκεντρισμού που προβάλλεται και καταξιώνεται ως το μόνο ρεαλιστικό υπόδειγμα βίου, του εγωκεντρισμού που μεταβάλλει την καθημερινότητα σε ζούγκλα.

Υπόδειγμα κοινωνικής ηγεσίας, αρχόντων του λαού, είναι κατά πλειονότητα (με εξαιρέσεις που αποδείχνονται ολοένα και λιγότερες) οι «διαπλεκόμενοι» και συμβιβασμένοι με τη διαφθορά, οι οικογένειες που πλούτισαν από προμήθειες κάποιων «αγορών του αιώνα». Αλλο υπόδειγμα είναι των λακέδων κάθε κομματικής κουζίνας που απολαμβάνουν, χωρίς προσόντα ή προσφορά, βίο Κροίσων. Το ίδιο και τα τυχάρπαστα προϊόντα της δημοσιότητας, ιδιαίτερα της τηλεοπτικής. Το πρότυπο που καλούνται να θαυμάσουν τα Ελληνόπουλα μέσα από τα Αλφαβητάρια των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, είναι το συνδικαλισμένο εγώ που διεκδικεί με πορείες συμφέροντα – δεν είναι καθόλου τυχαίο που η ελλαδική εκπαίδευση, τριάντα πέντε χρόνια τώρα, ετοιμάζει βανδάλους, μανιακούς καταστροφείς της περιουσίας του κράτους ή οποιουδήποτε «άλλου» έξω από το εγώ του καταστροφέα.

Η Ελλάδα σήμερα είναι μια χώρα όπου η ανθρώπινη καλλιέργεια αποκλείεται και εξουδετερώνεται θεσμικά, προγραμματικά, οργανωμένα. Είμαστε πια μια κοινωνία ακοινώνητων ατόμων, ζούγκλα βασανιστικής καθημερινότητας. Μόνο μια ριζική πολιτική αλλαγή μπορεί να δώσει ελπίδα επανασύστασης του κοινωνικού γεγονότος.

"Η Καθημερινή", 27/07/2008

3/6/08

Μετάλλιο - ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Πώς θα ήταν ο Βάσος Λυσσαρίδης ως αρχηγός κόμματος στην Ελλάδα; Το ερώτημα ετέθη προ εικοσαετίας, όταν το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε μπροστά στο ενδεχόμενο να το εγκαταλείψει ο Ανδρέας Παπανδρέου, όπως του ζητούσαν πολλοί - και η οικογένειά του. Τότε κάποιος έριξε την ιδέα: «Να αναλάβει πρόεδρος ο ‘‘γιατρός’’». Μετακινήσεις πολιτικών από ένα κόμμα σε άλλο υπήρξαν πολλές στην Ιστορία. Αλλά προηγούμενο μετακίνησης από μια χώρα σε άλλη δεν υπάρχει.

Μόνο που δεν θα ήταν μετακίνηση. Στη συνείδηση σύμπαντος του ελληνισμού ο Λυσσαρίδης είναι εγγεγραμμένος στα πολιτικά μητρώα της Αθήνας όσο είναι και στη Λευκωσία. Και στην Αβάνα και στην Παλαιστίνη και στο Βελιγράδι και στα Κατεχόμενα, όπου γης. Αγαπημένος των Ελλήνων, γιατρός, ποιητής, ζωγράφος, χαρισματικός πολιτικός και συναρπαστικός ομιλητής, για δυο τουλάχιστον γενιές ο «γιατρός» είναι θρύλος. Η σκιά του απλώνεται πέρα από την ΕΔΕΚ που ίδρυσε το 1969 και παρέδωσε στους διαδόχους του το 2001.

Σήμερα ο Λυσσαρίδης, βετεράνος και έφηβος ταυτοχρόνως, έρχεται στην Αθήνα για να του παραδώσει ο Νικήτας Κακλαμάνης το Μετάλλιο Ευποιίας της Πόλεως των Αθηνών. Στα 88 χρόνια του, πλέον, είναι ο πολιτικός που νοσταλγούμε... Δεν έγινε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ούτε θα μπορούσε να γίνει. Αλλά η ιδέα ότι στη δύσκολη στιγμή στη συλλογική διαίσθηση ήταν η λύτρωση απεικονίζει ανάγλυφα την ιστορία του. Δεν πέτυχε όλους τους στόχους του ως πολιτικός αρχηγός στην Κύπρο. Αλλά είναι ο πολιτικός ηγέτης για τον οποίο ισχύει αυτό που έλεγε ο Αγγλος συγγραφέας Ντάγκλας Ανταμς: «Μπορεί να μην πήγα εκεί που σκόπευα να πάω, αλλά έφτασα εκεί που ήθελα να είμαι».

"Ελεύθερος Τύπος"
02/06/2008

15/4/08

Ιεράρχηση με ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Ποια είναι τα κατά προτεραιότητα καίρια προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα; Η κυβέρνηση επιλέγει το «νοικοκύρεμα της οικονομίας», το «εκπαιδευτικό», το «ασφαλιστικό». Είναι η πολιτική της οπτική και στρατηγική. Με βάση αυτήν την εκτίμηση προτεραιοτήτων οργανώνει εγχειρήματα που τα ονομάζει «μεταρρυθμίσεις».

Ο εντοπισμός των προβλημάτων και η ιεραρχική τους αξιολόγηση είναι το ουσιωδέστερο (και συναρπαστικότερο) αντικείμενο της στρατηγικής τέχνης, δηλαδή της πολιτικής ευφυίας. Κυρίως, επειδή ιεραρχική αξιολόγηση δεν σημαίνει μόνο εκτίμηση της σπουδαιότητας των προβλημάτων. Σημαίνει και την οξυδέρκεια της πρόβλεψης: ποιου προβλήματος η λύση, αν προηγηθεί, συμπαρασύρει σχεδόν αυτοματικά και συνεπιφέρει λύσεις αλυσιδωτά εξαρτώμενων προβλημάτων.

Γι’ αυτό και ο κατάλογος των ιεραρχημένων προτεραιοτήτων θα έπρεπε να είναι το πολιτικό πρόγραμμα και η προεκλογική εξαγγελία κάθε κόμματος, το κυρίως στίγμα διαφοροποίησης και ετερότητας. Ιδιαίτερα σήμερα, που οι πολιτικές ιδεολογίες μοιάζουν μόνο ρητορικός αναχρονισμός και οι κοινωνικές στοχεύσεις περίπου εκ των πραγμάτων εξομοιωμένες.

Για τους ίδιους λόγους ο κατάλογος των ιεραρχημένων προβλημάτων θα μπορούσε να είναι η αφορμή ενός πραγματικού (και όχι φενακισμένου) διαλόγου των πολιτών μέσα από τις στήλες μιας αξιόπιστης και αμερόληπτης εφημερίδας. Δείγμα τέτοιας διαλογικής συμβολής θέλει να είναι η σημερινή εδώ επιφυλλίδα.

Κατά την πολιτική μου εκτίμηση, πρώτιστο κατά προτεραιότητα πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας σήμερα είναι το δημογραφικό. Η λογική αυτής της ιεράρχησης φωτίζεται από τη μαθηματική βεβαιότητα ότι, ώς το τέλος του 21ου αιώνα, δηλαδή μέσα σε διάστημα εβδομήντα έως ενενήντα χρόνων από σήμερα (στον κόσμο στον οποίο θα ζήσουν τα σημερινά παιδιά του δημοτικού σχολείου), οι Ελληνες θα είναι μόνο τρία (3) εκατομμύρια! – με ακατάσχετη τη δυναμική της παραπέρα συρρίκνωσης. Τρία εκατομμύρια σε ποια πλέον εδάφη, με τι είδους κρατική υπόσταση, ποιες συνθήκες, άγνωστο.

Η «αισιόδοξη» αντίρρηση είναι ότι ευτυχώς υπάρχουν (και θα εισρέουν συνεχώς) μετανάστες. Αλλά νόμος ιστορικός αδήριτος βεβαιώνει ότι οι μετανάστες αφομοιώνονται μόνο όταν ο πολιτισμός της χώρας υποδοχής (όχι η οικονομία και τεχνολογία) είναι σαφώς δυναμικότερος από τον πολιτισμό των χωρών προέλευσης. Και η «δυναμικότητα» ενός πολιτισμού κρίνεται από την ανταπόκρισή του σε απαιτήσεις ποιότητας της ζωής, «νοήματος» του βίου.

Γι’ αυτό και δεύτερο στην ιεράρχηση προτεραιοτήτων πρόβλημα είναι η εξανάσταση της πολιτιστικής δυναμικής του Ελληνισμού από τον λήθαργο του μεταπρατισμού. Η υπαγωγή κάθε κρατικής δραστηριότητας στη στόχευση ανόδου της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, στη μέγιστη κατά το δυνατόν ανάπτυξη γλωσσικής ευαισθησίας, ιστορικής αυτοσυνειδησίας, απαιτήσεων δημιουργίας. Που πολιτικά σημαίνει και μια κατά μέτωπο αντίθεση στον μηδενιστικό, νεοταξικό διεθνισμό του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και στην εθνικιστική καπηλεία της ελληνικότητας από τον ΛΑ.Ο.Σ.

Τρίτο κατά προτεραιότητα (και κατά λογική ακολουθία) πρόβλημα, ο δραστικός κοινωνικός έλεγχος της τηλεόρασης (αξιοποιώντας την πείρα της Δανίας, της Ιρλανδίας, της Φινλανδίας). Αφετηρία, η ριζική αναπροσαρμογή της θεσμικής συγκρότησης και του ρόλου του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου. Να αναχαιτισθεί η απολυταρχική καταδυνάστευση της ενημέρωσης και «ψυχαγωγίας» του πολίτη από την κερδοσκοπική ιδιοτέλεια αντικοινωνικών στοιχείων της αγοράς. Να οργανωθεί θεσμικά η αντίσταση στην εξωραϊσμένη μικρόνοια, στον αισθητικό εκβαρβαρισμό, στη μεθοδική αποδόμηση της αξιοπρέπειας και του αυτοσεβασμού του ανθρώπου.

Τέταρτο πρόβλημα στη διαβάθμιση των ζωτικών της ελληνικής κοινωνίας αναγκών, η αποκατάσταση αξιοκρατίας σε κάθε πτυχή του κρατικού μηχανισμού. Να συσταθούν θεσμοί ελέγχου της ποιότητας, αξιολογικών κρίσεων, διαβάθμισης προσόντων, αποτίμησης της εργατικότητας, της αξιοσύνης, του ήθους. Να λειτουργήσει άμιλλα, δημιουργική φαντασία,, προβολή της αριστείας, αίσθηση τιμής για την ανάληψη ευθύνης. Η αναξιοκρατία είναι συντελεστής ιστορικού αφανισμού μιας κοινωνίας πιο επικίνδυνος και από τη γήρανση του πληθυσμού.

Πέμπτη κατεπείγουσα ανάγκη, η ριζική αλλαγή στη λογική των θεσμών «Δημόσιας Τάξης»: Να περάσουμε από τη λογική καταστολής της αυθαιρεσίας του δικαιώματος, λογική κάθε εγκλήματος, σε μιαν αντίληψη νομικής πρόληψης και οριοθέτησης της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, έγκαιρης τιθάσευσης του εγωκεντρικού θράσους. Τότε οι συντεχνιακές διεκδικήσεις με μεθόδους «κοινωνικού κόστους», μεθόδους ομηρίας, εκβιασμών, γκανγκστερικής τρομοκρατίας της πλειοψηφίας διαστέλλονται από τη λογική του «ανταγωνισμού», αντιμετωπίζονται ως σύμπτωμα πολιτικής παθολογίας και νομικής «ύβρεως», η πεζοδρομιακή τους εκδήλωση πατάσσεται ως αυτό που πραγματικά είναι: τρομοκρατία.

Η πέμπτη αυτή προτεραιότητα ανοίγει τον δρόμο για την έκτη σωτηριώδη της ελληνικής κοινωνίας τομή: Την υπό όρους άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Και μόνο το άκουσμα αυτής της φράσης προκαλεί τρόμο σε κάποια έρμαια του συνδικαλιστικού κοτζαμπασισμού. Αλλά όποιος φοβάται την άρση, δεν έχει παρά να επισκεφθεί το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο και να το συγκρίνει με οποιοδήποτε άλλο δημόσιο νοσοκομείο. Η άνευ όρων μονιμότητα των υπαλλήλων είναι η σχεδόν αποκλειστική αιτία τριτοκοσμικής υπανάπτυξης του ελλαδικού κράτους.

Εβδομη προτεραιότητα, η υπαγωγή της κατασπατάλησης του δημόσιου χρήματος στα ειδεχθή αντικοινωνικά κακουργήματα: Προμήθειες από παραγγελίες του δημοσίου, υπερτιμολογήσεις δημόσιων έργων, παραγραφή οφειλών στο δημόσιο από ποδοσφαιρικές εταιρείες, τηλεοπτικά κανάλια και εφημερίδες, σωρεία υπουργικών συμβούλων, λιμουζίνες με οδηγό σε κάθε ηγεμονίσκο (πρόεδρο και αντιπρόεδρο) κρατικού ιδρύματος και εταιρείες, ασύστολες βουλευτικές απαλλαγές και τα άπειρα ανάλογα της επαρχιωτικής βουλιμίας.

Ογδοη προτεραιότητα, έπειτα από όλα τα παραπάνω: η ριζική αλλαγή θεσμών και λειτουργίας του εκπαιδευτικού στην Ελλάδα συστήματος. Ενατη, η συνταγματικά προδιαγεγραμμένη και νομοθετικά, με μέγιστη αυστηρότητα επιβεβλημένη δημοκρατική (εσωτερική) οργάνωση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Δέκατη προτεραιότητα, η κρατική ευθύνη και πρόνοια για την προστασία της γλώσσας – με πρότυπο το γαλλικό ανάλογο.

Μακάρι να άρχιζε γόνιμος διάλογος διαφωνιών και αντιπροτάσεων γι’ αυτήν την ιεράρχηση. Με την επίγνωση ότι το διακύβευμα έχει στενά χρονικά όρια, ασφυκτικά.

16/3/08

Συμβίωση ως αμοιβαία χρήση - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Για άλλη μια φορά παραθέτω στο ιστολόγιο κείμενο του κ. Γιανναρά, όμως την φορά αυτή θέτω κι έναν μικρό πρόλογο μια και δεν πρόκειται για άρθρο περί πολιτικής, όπου κανείς εύκολα μπορεί να διαφωνήσει... Τα πολιτικά άρθρα εξ άλλου γενικώς παρατίθενται απλώς για την επι-κοινώνηση και αυτής ή της άλλης απόψεως. Εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με τέτοιους "κατακερματισμούς" του ανθρώπινου βίου, αλλά με ένα κατεξοχήν θέμα που σχετίζεται άμεσα με τον σκοπό λειτουργίας του ιστολογίου: την αληθή σχέση εν κοινωνία. Η οποία κατεξοχήν εδράζεται στην σχέση αγάπης μεταξύ συντρόφων. Και η συγκεκριμένη επιφυλλίδα του Γιανναρά αποτελεί "εκ των ων ουκ άνευ" σε αυτήν την πεποίθηση του γράφοντος για το νόημα και το "τέλος" (σκοπό) της ζωής του καθενός μας...


Ας μου επιτραπεί να εκφέρω γνώμη (όχι αρτιωμένη άποψη) για το «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης» που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να καταθέσει στη Βουλή.

Δυσκολεύομαι να κατανοήσω τις αντιδράσεις ανθρώπων που νομίζουν ότι εκφράζουν την Εκκλησία αρνούμενοι εκ προοιμίου ένα τέτοιου είδους νομοθέτημα της πολιτείας. Μοιάζει να βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου, νομίζοντας ότι η σημερινή ελλαδική κοινωνία, στο σύνολό της, είναι και «πλήρωμα» της Εκκλησίας, επομένως το εκκλησιαστικό Μυστήριο του Γάμου μπορεί να λειτουργεί και ως νομικός θεσμός της πολιτείας για τη ρύθμιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ανδρόγυνης συμβίωσης.

Βέβαια, το «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης, θέλει να είναι κάτι διαφορετικό ακόμα και από τον θεσμό του Πολιτικού Γάμου: να μειώσει στο ελάχιστο δυνατό την ανάληψη ευθύνης που συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους διαπροσωπική σχέση, να κατοχυρώσει τη συμβίωση μόνο ως γυμνή σύμβαση. Σε αυτό το επίπεδο θα μπορούσε ο πολίτης, άσχετα με τη μετοχή του ή όχι στην Εκκλησία, να έχει αντιρρήσεις σοβαρές. Βέβαια, δεν μπορεί να αγνοήσει ότι το νομοθέτημα υπακούει στη λογική του καθολικού σήμερα «τρόπου του βίου», δηλαδή του κυρίαρχου μοντέλου «πολιτισμού»: του φυσιοκρατικού ατομοκεντρισμού που διαμορφώνει και την παραμικρή πτυχή της οργανωμένης συλλογικότητας.

Το κυρίως θλιβερό είναι ότι η πολιτεία στην Ελλάδα σήμερα (αν κρίνει κανείς από τα κείμενα των «θεωρητικών» που εκφράζουν την εξουσία, όποιο κόμμα και αν τη διαχειρίζεται) αναλαμβάνει σε κοινωνικά θέματα νομοθετικές πρωτοβουλίες που δεν μοιάζει να απηχούν ρεαλιστικές συλλογικές ανάγκες. Μάλλον πιθηκίζουν ό,τι «μοδέρνο» και «προοδευτικό» λιμπίζεται η επαρχιωτίλα των καφενείων του Κολωνακίου. Διαφορετικά δεν μπορεί να εξηγηθεί η προκλητική αδιαφορία που χαρακτηρίζει τα κείμενα των «θεωρητικών» της «προόδου» για τη γνησιότητα ή την αλλοτρίωση της ανθρώπινης ύπαρξης σε συνθήκες άκριτου μιμητισμού.

Στον φυσικό θεσμό του γάμου, που οι απαρχές του χάνονται στα βάθη της Προϊστορίας, το τελετουργικό τυπικό, οποιοδήποτε, δηλώνει μπροστά στην κοινότητα την ανάληψη από το ζευγάρι μιας αμοιβαίας ευθύνης, η οποία ιδρύει και υπηρετεί τη σχέση: Θέλω να μοιραστώ τη ζωή με τον συγκεκριμένο «άλλον», δέχομαι δημόσια την ευθύνη και τη διακινδύνευση της σχέσης. Διότι, σχέση δεν είναι η παράλληλη και ασύμπτωτη συνύπαρξη δύο θωρακισμένων εγωισμών, δεν είναι η δυαδική μοναξιά. Η σχέση είναι εκούσιο άθλημα ελεύθερης αντίστασης στον ατομοκεντρισμό, στις ενστικτώδεις ορμές της αυτοσυντήρησης, της επιβολής της κυριαρχίας. Μοιράζονται τη θέλησή τους οι άνθρωποι στη σχέση, διαφορετικά αλλοτριώνουν τη σχέση σε εξάρτηση, υποταγή, εκμετάλλευση του ενός από τον άλλον.

Ενα νομικό πλαίσιο μπορεί να συμβάλλει στην προστασία από την αλλοτρίωση, αλλά η σύμβαση δεν μπορεί ποτέ να υποκαταστήσει το άθλημα της σχέσης, να αποκλείσει τη στεγασμένη μοναξιά, τη δραματική ακοινωνησία. Ειδικά, πάντως, το «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης» αλλοτριώνει εξ ορισμού τη διαπροσωπική σχέση σε συμφωνημένη αμοιβαία χρήση του άλλου. Ακριβώς όπως όριζε τον γάμο ο Καντ: «Αμοιβαία χρήση ιδιοτήτων του άλλου φύλου» (wechselseifigen Besitz ihrer Oeschlechtseigenschaften)! Με τα αντικείμενα χρήσης δεν σχετίζεται, απλώς τα χρησιμοποιεί. Είναι ιδιοκτησία σου (Besitz) νομικά κατοχυρωμένη.

Και εξαρτάται μόνο από τους όρους της σύμβασης να επιλέξει κανείς ετερόφυλο ή ομόφυλο αντικείμενο χρήσης. Το «Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης» είναι ένα «επικοινωνιακό» εύρημα για τη νομιμοποίηση και κατοχύρωση δικαιωμάτων σε περιπτώσεις που η σεξουαλική ιδιαιτερότητα αποκλείεται να παραγάγει σχέση γονεϊκής δημιουργίας και ευθύνης. Η σύμβαση υπερισχύει και των σκοπιμοτήτων της φύσης κατοχυρώνοντας το άτομο, με τις ηδονικές επιλογές του, αποκλειστικά.

Θα θεωρούσα αυτονόητο, όσοι μετέχουν στο εκκλησιαστικό γεγονός να είναι ένθερμοι υποστηρικτές του πολιτικού γάμου αλλά και του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, από το 1896 κιόλας, ζητούσε να καθιερωθεί ο πολιτικός γάμος. Σήμερα, θα υποστήριζε, νομίζω, και το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης. Ακριβώς για να είναι σαφής και θεσμοθετημένη η καισαρική διαφορά που χωρίζει τις συμβάσεις της οργανωμένης συλλογικότητας από τους όρους-όρια ζωής της εκκλησίας.

Οταν η εκκλησία μιλάει για «μυστήριο» αναφέρεται στην ανυπότακτη σε αντικειμενοποιήσεις υπαρκτική δυναμική «εγκεντρισμού» των αναγκαιοτήτων της φύσης στην ελευθερία της σχέσης: η ενστικτώδης, ορμέμφυτη ανάγκη εντάσσεται, ως άθλημα ελευθερία, στη σκόπευση της ζωής ως αγαπητικής κοινωνίας. Το μυστήριο της Ευχαριστίας, για παράδειγμα, θέλει να ελευθερώσει τη ζωτική ανάγκη της τροφής και του ποτού από τη φυσική αναγκαιότητα της ατομικής αυτοσυντήρησης να την αναδείξει σε ελευθερία αγαπητικής κοινωνίας της ζωής και της ύπαρξης. Αντίστοιχα, και το μυστήριο του Γάμου εντάσσει τη σεξουαλική σχέση και τη συμβίωση στη δυναμική του αθλήματος αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς που εικονίζεται στην ερωτική σχέση του Θεού με τον άνθρωπο («εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν», όπως λέει το τελετουργικό).

Οι Χριστιανοί που μετέχουν στο μυστήριο του ευχαριστιακού δείπνου δεν ζητάνε να ακυρωθεί κάθε άλλο δείπνο, κάθε άλλη λήψη τροφής. Και όσοι χριστιανοί μετέχουν στο μυστήριο του Γάμου δεν απαιτούν να θεωρείται μόνο ο δικός τους γάμος νόμιμος και κάθε άλλος γάμος «παλλακεία και πορνεία». Δυστυχώς, υπάρχουν και τραγικά αθεολόγητοι επίσκοποι, όπως και μικρονοϊκού ηθικισμού ζηλωτές, που θεωρούν τον εκκλησιαστικό γάμο σαν θρησκευτική νομιμοποίηση της «αμαρτωλής» καθεαυτήν σεξουαλικότητας. Γι' αυτό και μάχονται να καταστήσουν υποχρεωτικό για όλους το ευτελισμένο θρησκευτικό φολκλόρ της φιέστας με το νυφικό και τα κουφέτα, το ρύζι και τον χαβαλέ.

Δεν θα ήταν αυθαίρετο να ισχυριστεί κανείς ότι η χρεοκοπία του θεσμού του γάμου σήμερα και η σαρωτική αύξηση των διαζυγίων οφείλονται, σε σημαντικό ποσοστό, στην αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού Μυστηρίου του Γάμου: Ο ασκητικός χαρακτήρας του έρωτα, το άθλημα της αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς, δεν λειτουργεί σαν μέτρο και κριτήριο ποιοτικής αποτίμησης της σχέσης.

"Η Καθημερινή", 16/03/2008