8/3/07

Περὶ τῆς Ἀθανασίας τῆς Ψυχῆς - ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ


Συμπληρώθηκαν τὴν 1η Μαρτίου δέκα κιόλας χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Χρήστου Μαλεβίτση, τοῦ «ποιητῆ τῆς ἐφημερίας». Ὁ σημαντικότερος -κατὰ τὴν προσωπική μου ἄποψη- δοκιμιογράφος τοῦ 20ου αἰῶνος στὸν ἑλληνικὸ χῶρο καὶ ἕνας ἀπὸ τοῦς σημαντικότερους πνευματικοὺς δημιουργοὺς τοῦ σύγχρονου Ἑλληνισμοῦ, ἀφιέρωσε τὴ ζωή του στὴν προσπάθεια γιὰ τὸν «Φωτισμό» καὶ τὴν «Παιδεία» τοῦ Ἀνθρώπου. Μεγάλο του ἔργο, ἡ μετάφραση στὰ Ἑλληνικὰ ἔργων σημαντικῶν φιλοσόφων τῆς σύγχρονης Εὐρωπαϊκῆς Φιλοσοφίας μὲ ἐξέχοντες τοὺς Νικολάι Μπερντιάεφ, Κάρλ Γιάσπερς, Μάρτιν Χάιντεγγερ, Ὀρτέγα Ὑ Γκασσέτ κ.ἀ.

Τὸ ἔργο του Μαλεβίτση ἀποτελεῖ ἕναν ἀναπόσπαστο κρῖκο στὴν διαχρονικὴ πορεία τοῦ Ἐλληνισμοῦ, ὁ ὁποῖος πρέπει νὰ νοεῖται μόνον ὡς μία συγκεκριμένη πρόταση πολιτισμοῦ, παναπῆ τρόπου τοῦ ζῆν ἀλλὰ καὶ τοῦ ὑπάρχειν στὸν κόσμο. Ὁ Ἑλληνισμὸς συνεχίζει νὰ ὑφίσταται, ἀσχέτως τῆς κατάντιας καὶ τῆς παρακμῆς τῆς κρατικῆς ἔκφρασης τῶν Νέο - Ἑλληνων στὰ δύο σημερινὰ τους κράτη. Ἡ δημοσίευση τοῦ πιὸ κάτω κειμένου ἐξυπηρετεῖ διπλὸ στόχο: ἀφ’ ἑνός, τὸ θέμα καὶ ἡ παρουσίασή του ἀπὸ τὸν Μαλεβίτση ἀγγίζουν ἄμεσα τὸν στὸχο τῆς «Ἐπι-Κοινωνίας» καὶ τῆς ἀληθοῦς συν-υπάρξεως «Ἐν Κοινωνίᾳ» αὐτοῦ τοῦ ἱστοχώρου κι ἀφ’ ἑτέρου, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ κείμενα τοῦ Μαλεβίτση ὅπου καταδεικνύεται ἡ σκέψη του ἀλλὰ καὶ τὸ διαφωτιστικό του ἔργο καὶ ἡ προσφορά του στὴν ὅλη ἀνθρωπότητα. Ἐτσι, τιμᾶται κατὰ τὸ δυνατὸν καλύτερα ἡ μνήμη του ἡ ὁποία ἂς εἶναι Αἰώνια. Καὶ ὄπως λέει καὶ ὁ ἴδιος: «
Ὁ νοῶν νοείτω». [Θ.Δ.Γ.]




Τὸ ζήτημα τῆς «ἀθανασίας τῆς ψυχῆς» εἶναι ἀπὸ τὰ ὕψιστα δεδομένα τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ἀξιώνει ἢ ἀπαξιώνει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη στὸν κόσμο, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπάντηση ποὺ θὰ λάβει. Ἂν δηλαδὴ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη ἢ θνητή.

Ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὸ ζήτημα εἶναι τὸ ὕψιστο, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ διατυπωθεῖ ἐπαρκῶς. Καὶ ὅλοι οἱ ὅροι ποὺ χρησιμοποιοῦνται εἶναι ἀπρόσφοροι, ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη «ἀθανασία». Εἶναι ἀπρόσφοροι, ἐπειδὴ κάθε ὅρος εἶναι ἀντικειμενοποιητικός. Καὶ ὅταν ἐφαρμόζεται γιὰ δήλωση «πράγματος» ποὺ δὲν ἐπιδέχεται ἐξαντικειμενίκευση, πραγματοποιεῖται κάτι τὸ ἀταίριαστο, κάτι ποὺ ἐκθέτει καὶ τὸ «πράγμα» καὶ τὴ «λέξη» του. Δὲν ἰδιάζει στὸ πράγμα νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν «ἀθανασία τῆς ψυχῆς» μὲ τὴν αὐτὴ πνευματικὴ ἐγερσιμότητα ποὺ ἀξιώνει ἡ ὁμιλία μας γιὰ τὴν «σκληρότητα τοῦ χάλυβα». Τὸ δίλημμα ὑπάρχει ἢ δὲν ὑπάρχει ἀθανασία δὲν εἶναι ὁμόλογο πρὸς τὸ δίλημμα ὑπάρχει ἢ δὲν ὑπάρχει ὁ χιονάνθρωπος τῶν Ἰμαλαΐων. Τὸ ἴδιο τὸ «δίλημμα» στὴν περίπτωση τῶν ὑψίστων δεδομένων τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης εἶναι ἐκτὸς κλίματος καὶ ἐκτὸς κλίμακος.

Ἀλλὰ τίθεται καὶ ἀλλιῶς τὸ ζήτημα. Διερωτᾶται κανεὶς κατὰ πόσον ἕνας ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ ἀποφαίνεται γιὰ τέτοια κορυφαῖα ζητήματα τῆς ὑπάρξεως, ὅταν γνωρίζει ὁ ἴδιος ὅτι στερεῖται ἀνάλογων προσωπικῶν ἐμπειριῶν, ἀλλὰ στερεῖται καὶ ἐκείνης τῆς ἱστορικῆς διαισθήσεως, ὥστε νὰ μὴ θεωρεῖ ἀνόητα ὅσα μεγάλα πνεύματα τῆς ἀνθρωπότητας δὲν συμφωνοῦν μαζί του. Ὅποιος μιὰ φορὰ στὴ ζωή του ἔνιωσε γνήσια καὶ αὐθεντικὰ ἐρωτευμένος δὲν μπορεῖ τὴν πᾶσα ὥρα τοῦ βίου του καὶ στὸν πάντα τόπο νὰ προσποιεῖται τὸν ἐρωτευμένο. Πολὺ περισσότερο ὅταν δὲν ἔνιωσε ποτὲ τὸν ἔρωτα. Καὶ ἀκόμη περισσότερο ἂν δὲν ἐκλιμακώθη πρὸς τὰ ἄνω ποτὲ ἡ ὕπαρξή του, ὥστε μιὰ ἀπρόσμενη στιγμὴ νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἕνα ἄλλο νόημα τοῦ ὑπάρχειν στὸν κόσμο. Ἂν δὲν συμβαίνουν αὐτὰ ὄχι μόνον ἡ ἔκφραση «ἀθανασία τῆς ψυχῆς» δὲν εἶναι πόρτα ποὺ ἀνοίγει πρὸς τὸ ἄλλο νόημα, ἀλλὰ ἀντίθετα εἶναι πόρτα ποὺ κλείνει. Βέβαια στὴν κάθε ἀνθρώπινη συνείδηση κρίνεται τὸ ὅλον. Γι’ αὐτὸ ἀλλίμονο στὸ ὅλον, ὅταν ἡ κάθε μερικὴ συνείδηση ἀποφαίνεται γι’ αὐτό. Τότε ἁπλῶς καθίσταται ὁλοκληρωτική, δηλαδὴ βάναυση, ἀκόμη καὶ δαιμονική. Καὶ ἡ ἀπόφαση περὶ τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς ἀφορᾶ τὸ ὅλον, καθ’ ὅσον τὸ ὅλον ἀφανίζεται στὴν ἀνυπαρξία ὅταν στὸ τέλος κάθε ψυχὴ βυθίζεται στὴν ἀνυπαρξία. Συνεπῶς ἡ συνείδηση ποὺ θὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὸ ὅλον πρέπει ἡ ἴδια νὰ ἔχει ἀναχθεῖ στὴν βίωση καὶ τὴν ἐννόηση τοῦ ὅλου - ἀπὸ ἀγωγή. Καὶ μάλιστα ἁρμόδια ἀγωγή. Ἡ ἐπιστημονικοῦ τύπου ἀγωγὴ εἶναι ἀκατάλληλη νὰ μιλήσει περὶ τοῦ ὅλου, ἐπειδὴ τὸ ὅλον τὸ συνθέτει ἀπὸ τὴν ἄθροιση τῶν μερικῶν. Γι’ αὐτὸ ἡ ἐπιστημονικὴ συνείδηση εἶναι πάντοτε μερική. Ἡ ἀτομοκρατία τῆς ἐπιστημονικῆς ἐποχῆς ἐδημιούργησε πληθώρα ὁλοκληρωτικών συνειδήσεων, βαναύσων καὶ δαιμονικῶν.

Στὰ ὕψιστα δεδομένα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης δὲν ἔφθασε ὁ ἄνθρωπος διὰ μιᾶς. Χρειάστηκε μακρὰ παράδοση χιλιετιῶν γιὰ νὰ ἀχθεῖ σὲ αὐτὰ τὰ ἄλλως ἀπρόσιτα ἐπίπεδα. Ἄρα, γιὰ νὰ μιλᾶμε ἐγκύρως περὶ τῆς «ἀθανασίας τῆς ψυχῆς» πρέπει νὰ ἐρχόμαστε ἀπὸ αὐτὴ τὴν παράδοση, νὰ κρατᾶμε τὴν ἀπόληξη τῆς κόκκινης κλωστῆς της. Αὐτὸ ἔκαμε ἕνας μέγας Πλάτων. Ἀκολούθησε τὴν κόκκινη κλωστὴ τῆς ὀρφικῆς παραδόσεως, ὅταν ἄνοιξε τὸ στόμα του γιὰ νὰ μιλήσει γιὰ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Καὶ ἡ παράδοση εἶναι ζωντανὸ ρεῦμα ἐμπειριῶν καὶ ὄχι συλλογισμοὶ στὴ σειρά. Πολὺ περισσότερο δὲν εἶναι ἀποδείξεις. Ἐπειδὴ ἡ ἀθανασία εἶναι κατάσταση τῆς ψυχῆς καὶ ὄχι περιεχόμενό της. Μιὰ κατάσταση ποὺ συνειδητοποιεῖται στὸ βάθος τῆς προσωπικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ ἄλλα ὀνόματα. Ἄρα καὶ ἄλλους τρόπους ἐννοήσεώς της. Θὰ λέγαμε πὼς «ἡ ἀθανασία λέγεται πολλαχῶς». Τὸ ὅτι διαρκεῖ εἰς τὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τρόπους ποὺ «λέγεται». Καὶ μὲ τὸν ὅρο ἀθανασία λέγεται ἡ ὑπερβατικότητα τῆς παρουσίας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ἢ τῆς ἐμπρόσωπης ψυχῆς.

Ἀλλὰ ἔτσι φτάνουμε σὲ ἕνα τρίτο σημεῖο, ποὺ πρέπει νὰ τονισθεῖ μὲ ἔμφαση. Παιδεία δὲν εἶναι ἡ δοξογραφία. Ὁ σύγχρονος μορφωμένος ἄνθρωπος γνωρίζει τὸν κόσμο τοῦ πνεύματος ἐγκυκλοπαιδικά. Ἔχει καταχωρήσει τὰ περιεχόμενα τοῦ πνεύματος ὡς «δόξες» τῶν λαῶν καὶ τῶν φιλοσόφων καὶ ἐκεῖ ἐξαντλεῖται. Καὶ ἐξαντλεῖται πολὺ νωρίς, στὸν προθάλαμο τοῦ πνεύματος. Καὶ ἡ μετοχὴ καὶ ἡ κοινωνία -ὄχι ἡ δοξογραφικὴ γνώση- μὲ τὰ ὕψιστα δεδομένα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἔργο τῆς παιδείας. Αὐτὸ ἀκριβῶς πραγματοποιεῖ ὁ Πλάτων. Εὐαγγελίζεται τὴν ἀναστημένη ὕπαρξη στὸν τόπο τῆς ἔσχατης ἀλήθειας.

Κι ὡστόσο τὸ ζήτημα τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, ὄχι μόνον δὲν εἶναι ἐπιστημονικό, ἀλλὰ δὲν εἶναι οὔτε φιλοσοφικό. Ἐπειδὴ ἡ «ἀθανασία» δὲν εἶναι ἔννοια. Ὅπως δὲν εἶναι ἔννοια καὶ ὁ ὅρος ψυχή. Βεβαίως εἶναι καὶ ἔννοιες, ὅμως γιὰ τὴν οἰκονομία τοῦ Λόγου. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ «ἔννοιες» ἀθανασία καὶ ψυχὴ δὲν ὁρίζονται. Οἱ ἴδιες μᾶς ὁρίζουν. Τὸ ζήτημα λοιπὸν τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς εἶναι θρησκευτικὸ καὶ μόνον σὲ ἀτμόσφαιρα θρησκευτικὴ συζητεῖται νομίμως. Καὶ εἶναι θρησκευτικὸ ἐπειδὴ τὰ ριζώματα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ἀπὸ τὴ φύση τους εἶναι θρησκευτικά, δηλαδὴ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴ «δεινότητα τοῦ ἱεροῦ», ἀπὸ τὸ numinosum.

Ἔξω ἀπὸ τὶς παρακάτω προϋποθέσεις, τὶς ὁποῖες ἔθεσε ἡ ἱστορία καὶ ἡ πείρα τοῦ πνεύματος, ὁ λόγος γιὰ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς περιπίπτει σὲ θνητὴ φλυαρία. Ἀλλὰ ὄταν μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς ἡ ἔμφαση δίνεται στὴν ἀθανασία. Καὶ ὅμως δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ἀθανασία ὡς τοιαύτη, ποὺ εἶναι κάτι τὸ ἀφηρημένο, ἀλλὰ πρόκειται γιὰ τὴν ψυχή. Θέλουμε νὰ γνωρίσουμε ἂν ὑπάρχει ἢ ὄχι ἀθανασία. Μήπως γνωρίζουμε τί εἶναι ψυχή; Διότι ἡ ἀθανασία εἶναι τῆς «ψυχῆς». Καθόλου -μὰ καθόλου- δὲν εἶναι αὐτονόητο τί εἶναι ψυχή, πῶς εἶναι καὶ ἂν «εἶναι». Καὶ προπαντὸς δὲν διδάσκεται ἐν ψυχρῷ τί εἶναι ἡ ψυχή. Αὐτὸ ποὺ βιώθηκε ὡς ψυχὴ ἔρχεται ἀπὸ τὸ ζωντανὸ ρεῦμα τῆς παραδόσεως. Ἂν αὐτὸ τὸ ρεῦμα ἔχει καταποθεῖ ἀπὸ τὴν ἔρημο τῆς ἐποχῆς μας, τότε περιττεύει κάθε λόγος περὶ αὐτῆς, γιατὶ θὰ πρόκειται γιὰ λόγο ἀργό. Καὶ αὐτὸ ἔχει συμβεῖ. Τὸ ρεῦμα ἔχει καταποθεῖ. Ἀκόμα καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ταχθεῖ γιὰ τὴν παροχέτευση τοῦ ρεύματος, τὸ ἔχουν λησμονήσει, ἐπειδὴ ἔχει ἐρημωθεῖ ἡ (συν)εἴδησή τους. Ὅμως σὲ παράμερα κρυφὰ ρυάκια κελαρύζει ἀκόμα μιὰ λιγνὴ συρμὴ ζῶντος ὕδατος, ἀνάκουστη καὶ μυστική.

Ἂν ὑπάρχουν διάφορες ἐκδοχὲς γιὰ τὴν ψυχή, τότε ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ προσεγγίσει ἐκείνη τὴν ἐκδοχή, ὅπου ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς εἶναι κάτι τὸ αὐτονόητο, ὅπου δὲν χρειάζεται καμιὰ θεωρία, καμιὰ ἀπόδειξη, κανένας συλλογισμός. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἔμμεσοι δρόμοι, ποὺ δὲν ὁδηγοῦν παρὰ μόνο στὴν ἄρνηση. Ἐπειδὴ ἡ κατάφαση περὶ τῆς ἀθάνατης ψυχῆς προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ψυχή, ἀπὸ μέσα της, ὅπου ψυχὴ καὶ ἀθανασία ταυτίζονται. Ἐφ’ ὅσον βιώνει κανεὶς τὴν ἀθάνατη ψυχή, δὲν χρειάζεται καμία μαρτυρία ἔξωθεν. Τὸ ὅτι εἶναι κανεὶς ἐρωτευμένος, δὲν χρειάζεται νὰ τοῦ τὸ ἀποδείξουν συλλογισμοί, τοῦ ἀρκεῖ ἡ ἀμεσότητα τῆς ἀποκαλύψεως. Αὐτὸ πολὺ περισσότερο συμβαίνει μὲ τὴν ἀμεσότητα τῆς ἀποκαλύψεως τῆς ἀθάνατης ψυχῆς, ἐπειδὴ πρόκειται γιὰ τὸν μεγάλο ἔρωτα, ἢ καλύτερα γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ πνεύματος. Τὰ πάντα μποροῦν νὰ διαψεύδουν αὐτὴ τὴν ἀποκάλυψη. Εἶναι ἀδιάφορο. Διότι τὰ πάντα εἶναι ἐξωτερικότητα, καὶ ἡ ἐξωτερικότητα πράγματι εἶναι θνητή. Τὴ βλέπουμε ποὺ ἀναλίσκεται ἀπὸ τὸν χρόνο. Τὸ φανερωμένο μυστικὸ ὅμως τῆς ψυχῆς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν χρόνο. Καὶ μόνο γι’ αὐτὸ κηρύσσεται ἀθάνατο. Ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν χρόνο εἶναι ἀθάνατη. Ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν χρόνο εἶναι θνητή. Ἡ ψυχή δὲν εἶναι ἐκ προοιμίου ἀθάνατη. Ἡ ψυχὴ καλεῖται στὴν ἀθανασία. Διότι ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι πράγμα, ὥστε νὰ ἔχει δεδομένες ἰδιότητες. Εἶναι κάλεσμα.

Εἴπαμε πὼς ἡ φιλοσοφία δὲν εἶναι ἁρμόδια γιὰ νὰ πραγματευθεῖ τὸ ζήτημα τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς. Κι ὡστόσο μέχρι τώρα μιλήσαμε κατὰ τρόπο φιλοσοφικό. Διότι ἡ ἔκφραση «ἀθανασία τῆς ψυχῆς» εἶναι φιλοσοφική. Ἡ ἀντίστοιχη θρησκευτικῆ ἔκφραση μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ὅλως ἁρμοδίως. Εἶναι ἡ «ζωὴ ἡ αἰώνιος». Ὅποιος βιώσει τὸ ἀπερινόητο τῆς ὕπαρξης τῆς «ζωῆς» θὰ τὴ βιώσει καὶ ὡς «αἰώνιο». Ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ζωῆς δὲν ἀναιρεῖ τὴν ἀθανασία τους καὶ τὴν αἰωνιότητά τους. Διότι αὐτὰ τὰ δύο τελευταῖα δὲν εἶναι συνέχιση τῆς ζωῆς σὲ ἄλλο ἐπίπεδο. Οὐδόλως. Ἔτσι ὅμως μπαίνουμε στὸ κοσμικὸ δράμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὅπου ἡ φιλοσοφία δὲν χωρεῖ. Χωρεῖ ἡ θρησκευτικὴ ζωή. Ἡ ὁποία σὲ ὁδηγεῖ στοὺς κρημνοὺς τοῦ Ὄντος τοὺς φριχτούς. Ποὺ μόνο ἡ βεβαιότητα τῆς αἰωνιότητας σὲ σώζει. Τὴν ὁποία μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἔχεις. Ἂν ἀντιληφθεῖς ὅμως ὅτι ἡ ἔλλειψη εἶναι θανατερὰ κρίσιμη, θὰ τὴν λάβεις. Ἀλλιῶς δὲν θὰ τὴν λάβεις ποτέ. Ἡ αἰωνιότητα εἶναι ποιοτικὸς τρόπος ὑπάρξεως. Ἂς διαρκεῖ καὶ μιὰ στιγμή. Ἡ στιγμὴ αὐτὴ εἶναι ἀθάνατη.

Ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος εἶναι ἔσχατο κινδύνευμα. Μόνον τότε ἀποκτᾶται καὶ ἡ ἔσχατη βεβαιότητά της. Δὲν μπορεῖ μόνη της ἡ ψυχὴ νὰ φτάσει σὲ αὐτὲς τὶς ριζικὲς ἀποκαλύψεις τῆς οὐσίας της. Γι’ αὐτὸ αὐτὸς ποὺ τὶς φανέρωσε ἀναγνωρίστηκε ὡς Θεός.

Πόση ἀγωνία κλείνει ὅλη αὐτὴ ἡ περιαγωγὴ στὰ ὅρια. Γι’ αὐτὸ ὁ Ψαλμωδὸς ἐκζητεῖ τὸν φωτισμὸ ἄνωθεν. «Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου ἵνα μὴ ὑπνώσω εἰς θάνατον». Ὡστόσο, ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι ἐπιμένουμε νὰ ὑπνώττουμε εἰς θάνατον. Ἐνῷ εἶναι ὑπεραρκετὴ ἡ ἔνδειξη ὅτι ὅλοι ζοῦμε σὲ ξυπνημό, ποὺ ἤδη εἶναι τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Ὁπότε ἡ ἀθανασία εἶναι πολὺ μικρότερο θαῦμα. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἡ αὐτογνωσία αὐτοῦ τοῦ ξυπνημοῦ. Καὶ ἡ αὐτογνωσία τῆς ἀθανασίας του. Ἡ ἴδια ἡ αὐτογνωσία εἶναι ἀθάνατη. Εἶναι ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος. Ὁ νοῶν νοείτω.

Περιοδικὸ «Εὐθύνη», τεῦχος Ἀπριλίου 1992 καὶ στὸ βιβλίο τοῦ ἰδίου: «Ἡ Ζωὴ καὶ τὸ Πνεῦμα - δοκίμια γιὰ τὴν ἔσχατη μέριμνα τοῦ ἀνθρώπου», ἐκδόσεις Παρουσία, 1997.

* Ἡ φωτογραφία δείχνει τὴν προτομὴ τοῦ Χρήστου Μαλεβίτση ἡ ὁποία βρίσκεται στὴν Φιλοθέη ὅπου ὁ Μαλεβίτσης ἔζησε ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1960 ὣς τὸν θάνατό του.