24/11/06

Ένας πολιτικά συνεπέστατος βιασμός - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Όταν στο σχολικό περιβάλλον «όλα επιτρέπονται» –ο ταξικός ανταγωνισμός μέσω «επώνυμων» ειδών αμφίεσης, χτενίσματα «πανκ» ή άλλης εξαλλοσύνης, επιδεικτικό μακιγιάζ, προκλητική γυμνοφάνεια στο ντύσιμο– γιατί εκπλήσσει η συνεπέστατη κατάληξη: ένας ομαδικός βιασμός μαθήτριας στις τουαλέτες βιντεοσκοπούμενος από συμμαθήτριες;

Στην ελλαδική κοινωνία της μεταπολιτευτικής περιόδου υπάρχει μία και μόνη πολιτική πρόταση, δηλαδή μία και μόνη πρόταση «νοήματος» της κοινωνικής συμβίωσης: η πρόταση ΠΑΣΟΚ – ο ιστορικοϋλιστικός αμοραλισμός. Το κόμμα που συμπτωματικά σήμερα κυβερνάει τη χώρα ούτε είχε ούτε έχει ούτε ενδιαφέρθηκε ποτέ να έχει διαφορετική πολιτική πρόταση. Ανεύθυνα, λοιπόν, επαγγέλλεται η κυβέρνηση «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», αφού τέτοιο εγχείρημα δεν είναι δυνατό να σχεδιαστεί και να πραγματοποιηθεί δίχως έρεισμα «νοήματος» της κοινωνικής συμβίωσης, δίχως καινούργια πολιτική πρόταση.

Το ΠΑΣΟΚ είχε από την αρχή εξαγγείλει «κοινωνικό μετασχηματισμό», τον επιδίωξε και τον πραγματοποίησε. Άξονας κεντρικός του εγχειρήματος ήταν, φυσικά, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Το κοινωνικό της «νόημα» (ο στόχος που υπηρετούσε) ονομάστηκε «εκδημοκρατισμός» της παιδείας και της κοινωνίας. Αλλά ο «εκδημοκρατισμός» για το ΠΑΣΟΚ δεν είχε καμία σχέση με κοινωνιοκεντρικές (σοσιαλιστικές) προτεραιότητες, προτεραιότητες των σχέσεων κοινωνίας. Σήμαινε την ισοπέδωση όλων στο επίπεδο της ισότητας δικαιωμάτων, την κατάλυση κάθε ιεράρχησης ποιοτήτων στην εκπαίδευση και στον δημόσιο βίο, τη θεσμοποιημένη αναξιοκρατία.

Τα σχολικά βιβλία, τα αναλυτικά προγράμματα, η οργάνωση του σχολικού περιβάλλοντος απέβλεψαν να ετοιμάζουν παιδιά έτοιμα να διεκδικήσουν τα ατομικά τους δικαιώματα, να «αντισταθούν» σε μια επερχόμενη (φαντασιωδώς και συνεχώς) εθνικο-θρησκευτική χούντα. Κατάργησαν τη βαθμολογία στο Δημοτικό, τη διόρθωση των γραπτών εργασιών («Κάτω τα αιματοβαμμένα - διορθωμένα με κόκκινο– γραπτά»!), εξάλειψαν τις προϋποθέσεις της άμιλλας, της διάκρισης των αριστούχων. Ισοπέδωσαν και τους εκπαιδευτικούς, τους διαφοροποίησαν μόνο μισθολογικά με βάση τα χρόνια υπηρεσίας, διευθυντές δημοτικών, γυμνασιάρχες και λυκειάρχες έγιναν αιρετοί με προσωρινή θητεία. Κατάργησαν τους επιθεωρητές, δηλαδή κάθε έλεγχο και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, κάθε διάκριση του ικανού από τον ανίκανο, του εργατικού από τον ασυνείδητο.

Στον «κοινωνικό μετασχηματισμό» του ΠΑΣΟΚ και στη συναφή εκπαιδευτική του μεταρρύθμιση το σήμερα κυβερνών κόμμα δεν αντέταξε ποτέ την παραμικρή αντίρρηση ή κριτική. Όταν ξαναβρέθηκε στην εξουσία (για μια τριετία παρενθετική στην εικοσάχρονη απολυταρχία του ΠΑΣΟΚ) η αμηχανία του στα της Παιδείας ήταν κυριολεκτικά αξιοθρήνητη – δαπάνησε την κολοβωμένη κυβερνητική του θητεία σε φαιδρές επιπολαιότητες ενός «εθνικού διαλόγου». Αλλά και η σημερινή κυβέρνηση πάλι στον «διάλογο» καταφεύγει, αφού δεν έχει να αντιτάξει πρόταση κοινωνική, πολιτικό σχεδιασμό για στόχο άλλον από τον ιστορικοϋλιστικό αμοραλισμό.

Το τραγικότερο από όλα (τραγικό για την ελληνική κοινωνία, τις ποιοτικές της δυνάμεις και το μέλλον των παιδιών της) είναι η αποδεδειγμένη αδυναμία των στελεχών του κυβερνώντος σήμερα κόμματος (των φορέων δημόσιου λόγου) έστω και μόνο να καταλάβουν τι τους λέει κανείς όταν τους προσάπτει απουσία πολιτικής πρότασης, στόχων κοινωνικών. Δεν κατανοούν τη διαφορά ανάμεσα σε μια διαχειριστική πολιτική «βελτιώσεων» του τέλματος και σε μια πολιτική που τολμάει τομές ριζικών μεταρρυθμίσεων. Είναι τόσο στεγανά αποκλεισμένοι στη μονότροπη κομματική (αυτιστική) θεώρηση της πραγματικότητας, που δεν αντιλαμβάνονται ότι το κόμμα τους έχει ενεργά υιοθετήσει τις κοινωνικές στοχεύσεις του ΠΑΣΟΚ, τον ιστορικοϋλιστικό αμοραλισμό του ατομοκεντρικού «εκδημοκρατισμού».

Η σημερινή κυβέρνηση δουλεύει για το ΠΑΣΟΚ, υπηρετεί με συνέπεια τους κοινωνικούς στόχους του ΠΑΣΟΚ, εφαρμόζει πιστά την πολιτική του πρόταση. Όποιος έχει την παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό, ας επιστρατεύσει στοιχειωδώς τη λογική του και την κρίση του στα όσα πράττει η κυβέρνηση (ή επιχειρεί ατελέσφορα να πράξει) τους τελευταίους έξι μήνες στον τομέα της Παιδείας – κυρίως, στον λόγο που συνοδεύει και στον τρόπο που μεθοδεύει τα εγχειρήματά της. Σε οποιονδήποτε άλλον τομέα του δημόσιου βίου η απουσία πολιτικής πρότασης («νοήματος» της κοινωνικής συμβίωσης, ποιότητας και στόχων) μπορεί να καμουφλαριστεί με ωραιολογίες και «επικοινωνιακά» τεχνάσματα. Στην Παιδεία αυτό είναι αδύνατο. Κάθε απροκατάληπτος (και νοήμων) πολίτης βλέπει ολοκάθαρα ότι η σημερινή κυβέρνηση απλώς διαχειρίζεται τον πασοκικό «εκδημοκρατισμό», δηλαδή την ιστορικοϋλιστική ατομοκρατία, τη δημοκοπία του «όλα επιτρέπονται». Ακόμα και ο βιασμός στις σχολικές τουαλέτες τιμωρείται με πενθήμερη αποβολή θυτών και θύματος – το υπουργείο Παιδείας συναινεί αδιαμαρτύρητα σε τέτοια απόφαση - Ύβρι.

Τα αδιέξοδα του πασοκικού Νόμου - πλαισίου για τα πανεπιστήμια και τον συνακόλουθο εξαθλιωτικό ευτελισμό της ανώτατης εκπαίδευσης μικρή μόνο μερίδα της ελλαδικής κοινωνίας μπορεί να τα πιστοποιήσει. Αλλά την κατάρρευση και ολοκληρωτική αχρήστευση του Λυκείου, ως θεσμού ή βαθμίδας της εκπαίδευσης, την αντιλαμβάνεται ασύγκριτα μεγαλύτερη κοινωνική μερίδα και την υφίσταται. Όπως αντιλαμβάνεται και ποια συντελεσμένη διάλυση μαρτυρούν οι διαδηλωτικοί τραμπουκισμοί των δασκάλων, η φαυλουργία των σχολικών «καταλήψεων», οι διαστροφικοί βανδαλισμοί κτιρίων και εκπαιδευτικού εξοπλισμού, με συμβολικό κορύφωμα τον βιασμό μαθήτριας από συμμαθητές στις σχολικές τουαλέτες.

Σίγουρα, σημαντική μερίδα της ελλαδικής κοινωνίας πιστοποιεί την αποσύνθεση του εκπαιδευτικού συστήματος. Σίγουρα κάποιο ποσοστό του πληθυσμού που ποτέ δεν μετρήθηκε έχει ξεκάθαρες και σαφείς απαιτήσεις πραγματικών και ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση. Αλλά αυτοί όλοι οι πολίτες ποιον να τιμωρήσουν στις προσεχείς εκλογές και σε ποιον να δώσουν τη ψήφο τους; Το ΠΑΣΟΚ είχε τουλάχιστον την ειλικρίνεια να σαρκώσει σε πολιτικό πρόγραμμα τον ιστορικοϋλιστικό αμοραλισμό, τον ατομοκεντρικό «εκδημοκρατισμό» του «όλα επιτρέπονται». Το κυβερνών σήμερα κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας» μιμείται πειθήνια το ΠΑΣΟΚ, φιλοδοξεί να «βελτιώσει» κάποιες κραυγαλέα αποτυχημένες εκφάνσεις του πασοκικού προγράμματος, αλλά πειθαρχεί απαρέγκλιτα στην πασοκική νοηματοδότηση της κοινωνικής συμβίωσης.

Τα δύο «κόμματα εξουσίας» στην Ελλάδα σήμερα διαφοροποιούνται μόνο ως προς τους παίκτες (επιτρέποντας όμως και τις μεταγραφές παικτών), σε τίποτε άλλο. Η επαγγελματική ιδιοτέλεια εξομοιώνει τα δύο κόμματα, ιδεολογικές διαφορές δεν υπάρχουν (είναι «πολυσυλλεκτικά» και τα δύο) κοινές είναι και οι πολιτικές πρακτικές – παραλλάσσουν ενίοτε οι ατομικές ικανότητες. Τα υπόλοιπα στο κοινοβούλιο κόμματα επιβιώνουν, χρόνια τώρα, εξυπηρετώντας ψυχολογικές ιδιαιτερότητες μειοψηφιών.

Ποιος τολμάει να καταμετρήσει τίμια το τμήμα της ελλαδικής κοινωνίας που στερείται πολιτική - κομματική έκφραση;

«Η Καθημερινή», 19/11/2006

17/11/06

Ο ΕΥΡΩΤΟΥΡΚΙΣΜΟΣ - Χρήστου Μαλεβίτση

Κάτι το εξόχως περίεργο συμβαίνει με την Τουρκία και τους Δυτικοευρωπαίους. Όσο περισσότερο η Τουρκία περιφρονεί τη διεθνή νομιμότητα και όσο πιο βάρβαρη δείχνεται προς τους αντιπάλους της, τόσο αγαπητότερη γίνεται από τους δυτικούς, Ευρωπαίους και Αμερικανούς. Γι’ αυτό επιδεικνύει αυτάρεσκα την ανομία της και την αγριότητά της.

Η Τουρκία είναι μέλος του Ν.Α.Τ.Ο. και διατηρεί μια αποβατική στρατιά με τρεις χιλιάδες αποβατικά σκάφη στα σύνορα με ένα άλλο μέλος του αυτού στρατιωτικού οργανισμού, της Ελλάδος. Και για τους δυτικούς ιθύνοντες είναι σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Τί θα γινόταν όμως, αν μια τέτοια αποβατική στρατιά διατηρούσε η Γαλλία ή η Γερμανία έναντι της Μεγάλης Βρετανίας; Η Μεγάλη Βρετανία δεν απειλεί τη Γαλλία ή τη Γερμανία. Μήπως η Ελλάδα απειλεί την Τουρκία; Και όμως, αυτή η τερατώδης κατάσταση γίνεται αποδεκτή από τους Ευρωπαίους.

Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τις διεθνείς συνθήκες και τις παραβιάζει όπου την συμφέρει. Δεν αναγνωρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα ούτε τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Τέλος, δεν αναγνωρίζει τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών.

Η Τουρκία λήγοντος του εικοστού αιώνος χρησιμοποιεί την πρωτόγονη και βάρβαρη τακτική της σφαγής του αντιπάλου. Όλη η Οικουμένη είδε τα κομμένα κεφάλια των Κούρδων που τα κρατούσαν από τα μαλλιά Τούρκοι στρατιώτες. Τις εικόνες αυτές πρώτες τις δημοσίευσαν τουρκικές εφημερίδες. Και οι Ευρωπαίοι δεν αγανάκτησαν, μολονότι προσποιούνται τους ευαίσθητους. Σχετικά δε με το κουρδικό έθνος, λησμόνησαν την αρχή της αυτοδιαθέσεως των λαών, που κάποτε τόσο ηχηρά διατυμπάνιζαν. Έσχατη και απαίσια ομολογία σφαγής 1619 Ελλήνων ομήρων έγινε από τον Ντενκτάς, υπεύθυνο για τις σφαγές αυτές, χωρίς να καταπλαγεί και πάλι η Ευρώπη.

Τί συμβαίνει, λοιπόν, με αυτήν την κρυφή σχέση αγάπης Δυτικοευρωπαίων και Τούρκων; Ακριβώς είναι αυτός ο δεσμός της ανομίας και της αγριότητας. Οι Τούρκοι αντιλαμβάνονται πως περί αυτού πρόκειται. Γι’ αυτό και υπερηφάνως δείχνουν την ανομία τους και την αγριότητά τους. Διότι αυτό ικανοποιεί και θεραπεύει το ασυνείδητο των Ευρωπαίων, το οποίο δεν μπορούν πλέον να το ικανοποιήσουν στον τόπο τους, όπως το έκαναν στους δύο τελευταίους πολέμους.

Η Ευρώπη έστελνε τους νέους της στις αποικίες για να ασκήσουν τα άγρια ένστικτά τους. Τώρα που έκλεισε αυτή η διέξοδος συντηρούν την Τουρκία ως ψυχική τους αποικία. Αφού δεν μπορούν πλέον οι ίδιοι να τρομοκρατούν, όπως το έκαναν επί αιώνες, τώρα έχουν καταντήσει οι ηδονοβλεψίες του τουρκικού τρόμου. Φανταζόμαστε τη χαρά των φανερών και κρυφών ναζιστών της σημερινής Γερμανίας, όταν παρακολουθούσαν από τις τηλεοράσεις τους τα δικά τους πάντσερ, που έδωσαν στην Τουρκία, να κατακομματιάζουν τον «κατώτερο» λαό των Κούρδων. Έτσι ικανοποιούσαν το σύνδρομο του Γκουντέριαν. Επίσης, αντιλαμβανόμαστε την ευδαιμονία των αυτών όντων όταν ο τουρκικός στρατός σάρωνε τη βόρειο Κύπρο, με τη σημαία του μεσαιωνικού προγόνου των, του Αττίλα. Αλήθεια, αυτή την ονομασία των τουρκικών ορδών ένας συμβατικά σκεπτόμενος θα τη θεωρούσε ατυχή. Και όμως το τουρκικό κατεστημένο ήξερε πως έτσι κολακεύει την κρυφή αγριότητα του Ευρωπαίου. Συνεπώς, η τουρκική θηριωδία αντισταθμίζει το αίτημα βομβαρδισμού που υπάρχει αθάνατο στο ευρωπαϊκό ασυνείδητο. Βέβαια, αυτό συμβαίνει εν πολλοίς και με τα έργα βίας και φόνου που οι δυτικοί κατασκευάζουν για τις τηλεοράσεις των. Όμως αυτά είναι έργα φαντασίας, ενώ η τουρκική αγριότητα είναι αυθεντική ιστορική πραγματικότητα. Γι’ αυτό στα κατάβαθά τους θα χαρούν πολύ αν δουν την Τουρκία να σπαράσσει την Ελλάδα. Διότι την Ελλάδα τη μισούν, επειδή αυτή τούς δίδαξε τη νομιμότητα, τη δημοκρατία, την ισοπολιτεία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πράγματα λίαν οχληρά, που τούς έδεσαν με αρχές και τούς στένεψαν πολύ. Και αναγκάζονται να ασκούν την αγριότητά τους μέσω αντιπροσώπου, ώσπου κάποτε να την αναλάβουν και πάλι οι ίδιοι, με ένα νέο φασισμό. Προς το παρόν, ικανοποιούνται με τον ευρωτουρκικό. Άλλωστε, όλοι οι -ισμοί της Ευρώπης ήταν κινήματα του ασυνείδητού της με τα οποία αντιστάθμιζε την ξηρότητα στην οποία περιέπιπτε το συνειδητό της. Τώρα υδροδοτείται από κρυφά τουρκομανικά ρεύματα˙ μια ανίερη επιμιξία, στην οποία καταφεύγουν οι ψυχικώς παρηκμασμένοι. Έτσι προετοιμάζεται ο καιρός που οι βάρβαροι στο τέλος θα διαβούν το όριο της Βιέννης και του Πουατιέ. Θα πουν μερικοί πως η αγάπη των Ευρωπαίων προς τους Τούρκους ξεκινάει από λόγους οικονομικούς και στρατηγικούς. Εύλογο. Υπάρχει, όμως και το παράλογο. Και μάλιστα ισχυρότερο.

«Η Καθημερινή», 12/03/1996 και στο βιβλίο του ιδίου «Οι Παράκτιοι Άνθρωποι», εκδόσεις «Ευθύνη», 2002.

14/11/06

Ο Εξ Ανατολών Κίνδυνος - ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ

Κοντεύουν χίλια χρόνια από τότε που οι Σελτζούκοι Τούρκοι πρόσβαλαν τα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου. Στα 1070 κατέλαβαν το οχυρό Ματζικέρτ. Τον επόμενο χρόνο ο βασιλέας Διογένης Ρωμανός ο Δ΄ εξεστράτευσε για να το ανακτήσει. Όμως ηττήθηκε και συνελήφθη αιχμάλωτος. Η σφήνα του ασιανού σκότους μπήχτηκε στα ανατολικά πλευρά του Ελληνισμού και συνεχίζει την πίεσή της μέχρι τις ημέρες μας. Οι καιροί αλλάζουν, όμως ο επιθετικός χαρακτήρας της τουρκικής ελίτ παραμένει αναλλοίωτος. Και η επιθετικότητα συνοδεύεται από ακατάσχετο βαρβαρισμό. Το εύσημο του απολίτιστου βαρβάρου το απένειμε ο Φ. Ντοστογιέφσκι στους Τούρκους, κατά τον πλέον επίσημο τρόπο.

Στο μυθιστόρημά του «Αδελφοί Καραμαζόφ», στην περίφημη συνομιλία του Ιβάν Καραμαζόφ με τον αδελφό του Αλιόσα, λέγει ο πρώτος για τις αγριότητες των Τούρκων στη Βουλγαρία: «Καίνε, σφάζουνε, βιάζουν γυναίκες και παιδιά, καρφώνουν τ’ αυτιά των καταδίκων σε ξύλινους φράχτες και τους αφήνουν εκεί πέρα όλη νύχτα και το πρωί τούς κρεμάνε. Αυτοί οι Τούρκοι βασανίζανε με ηδονή και τα μικρά παιδιά. Σκίζανε με το σπαθί την κοιλιά της μάνας τους και τά βγαζαν από μέσα. Πετάγανε βυζασταρούδια στον αέρα και τ’ άφηναν να πέσουν και να καρφωθούν επάνω σε μια λόγχη. Κι όλα αυτά μπροστά στα μάτια των μανάδων. Η ηδονή ήταν ακριβώς που το βλέπανε και οι μανάδες». Όλοι οι όμοροι προς τους Τούρκους λαοί ξέρουν πως ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας δεν υπερβάλλει. Το ξέρουν και οι εθνικές μειονότητες εντός των ορίων, οι Έλληνες, οι Αρμένιοι, τώρα οι Κούρδοι. Τους τελευταίους δεν μπορούν να τους εξαφανίσουν δια της σφαγής, επειδή είναι πολλοί.

Η τουρκική ελίτ είναι η μόνη που κράτησε μέχρι το τέλος του εικοστού αιώνα τα χαρακτηριστικά της παλαιάς πολεμικής ορδής. Κατέχει τη συνείδηση του κατακτητού ποιμένα, ο οποίος με τη ρομφαία του υποτάσσει τους γεωργικούς λαούς και τούς κυβερνά. Έχει τη συνείδηση του θύτου κι όχι του θύματος. Υπάρχουν θρησκείες, όπως αυτή του Ισλάμ, που είναι των κατακτητών, των θυτών, των πολεμιστών, των νικητών, των ποιμένων. Και υπάρχουν θρησκείες, όπως η ανατολική χριστιανική, που είναι των κατακτημένων, των θυμάτων, των πασχόντων, των ηττημένων, των γεωργών.

Ο Ελληνισμός, λοιπόν, τώρα και χίλια χρόνια αντιμετωπίζει εξ ανατολών έναν λαό κατεχόμενο από συνείδηση κατακτητική και επιθετική. Εξ αιτίας του έχει συρρικνωθεί απελπιστικά και κινδυνεύει με περαιτέρω συρρίκνωση. Πρόκειται για τον κατ’ εξοχήν κίνδυνο του Ελληνισμού, διότι τον οδηγεί προς τον ιστορικό αφανισμό του. Τί άλλο μένει στον Ελληνισμό από το να αναπτύξει και αυτός συνείδηση επιθετική, δηλαδή συνείδηση θύτου και όχι θύματος. Μήπως περιμένουμε να σπεύσουν οι Ευρωπαίοι για λογαριασμό μας; Δυστυχώς το πράγμα τίθεται έτσι απλά και τραγικά.

Και ωστόσο, στη χώρα μας, τις τελευταίες δεκαετίες, καλλιεργείται εντόνως η συνείδηση του θύματος. Και τούτο συνέβη με την αναγόρευση του κοινωνικού ζητήματος ως του μοναδικού προβλήματος που απασχολεί τον Ελληνισμό. Ολόκληρος ο λαός κηρύχτηκε ως πάσχων από την καπιταλιστική εκμετάλλευση και ως υφιστάμενος την απηνή δίωξη από τη φασιστική Δεξιά. Κατάντησε ο λαός των μη προνομιούχων, των αδικημένων, των κατατρεγμένων. Συνεπώς, οι μόνοι άξιοι άνδρες του Ελληνισμού είναι οι λαϊκοί αγωνιστές, αυτοί που οργανώνουν τις απεργίες, τις διαδηλώσεις, τη διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, το σταμάτημα των συγκοινωνιών, τις καταλήψεις των δρόμων και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Δεν ξέρω τί επέτυχαν οι λαϊκοί αγωνιστές ακόμη και στον τομέα των επιδόσεών τους, όμως ξέρω πως ως εξουσιαστές είναι ακατάλληλοι να διαχειριστούν όλα τα θέματα που δεν έχουν σχέση με τους λαϊκούς αγώνες, όπως είναι λ.χ. η εξωτερική πολιτική και η αντιμετώπιση του εξ ανατολών κινδύνου. Εδώ δεν ισχύει ούτε το «κι εσύ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς τον Ωρωπό». Διότι εδώ ο λαός δεν πρέπει να ξεχνά τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο, την Τένεδο και τη βόρεια Κύπρο. Τουλάχιστον. Οι Ισπανοί ξεπέρασαν τον εμφύλιο πόλεμό τους˙ εμείς δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τον δικό μας, ο οποίος πάει να προσλάβει τις ιστορικές συνέπειες που είχε ο Πελοποννησιακός πόλεμος για την αρχαία Αθήνα. Προπαντός επειδή εδραίωσε στο λαό τη συνείδηση του θύματος, του αδικημένου, του διωκόμενου. Και περιμένει τη σωτηρία του από τους κομματάρχες και τους συνδικαλιστές. Ενώ οι Τούρκοι έχουν έτοιμες τις αποβατικές μεραρχίες. Δεν είμαστε ούτε εθνικιστές, ούτε αντιλαϊκοί. Απλώς αγωνιούμε για την ιστορική επιβίωση του Ελληνισμού.

«Η Καθημερινή», 01/03/1996 και στο βιβλίο του ιδίου «Οι Παράκτιοι Άνθρωποι», εκδόσεις «Ευθύνη», 2002.

[θα ακολουθήσει το δοκίμιο του ιδίου υπό τον τίτλο «Ο Ευρωτουρκισμός» όπου προσεγγίζει την ατυχή για μας στάση των λοιπών Ευρωπαίων έναντι της Τουρκίας, για άλλη μία φορά με προφητική δεινότητα, ΘΔΓ].

5/11/06

«Νεκρές ψυχές» σε αγοραπωλησία - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Από δημοσιεύματα μερίδας του Τύπου πληροφορηθήκαμε οι πολίτες μια συστοιχία συμπτωμάτων που πιθανόν προοιωνίζονται μετάλλαξη του πολιτικού βίου στη χώρα μας. Τα συμπτώματα δηλώνουν παράκαμψη των κομματικών μηχανισμών από τους κομματικούς πολιτευτές προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντά τους. Η έκταση του φαινομένου είναι το καινούργιο (και πολλά προοιωνιζόμενο) δεδομένο.

Συνάχθηκαν τα περιστατικά από τις πρόσφατες εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης. Και δίνουν την αίσθηση ότι το ελλαδικό πολιτικό σκηνικό περνάει (νομοτελειακά) σε καινούργια διαμόρφωση: Οι επαγγελματικές συντεχνίες οι αποκαλούμενες «κόμματα» εξακολουθούν ακόμα (συμβατικά) να συσπειρώνουν, αλλά αδυνατούν πια να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικά τα ιδιοτελή συμφέροντα των πολιτευομένων. Γι’ αυτό και τα ιδιοτελή συμφέροντα αυτονομούνται από την κομματική συσπείρωση, ανοίγονται σε αποτελεσματικότερες διαπλοκές, διακομματικές – οι μηχανισμοί των κομμάτων αρχίζουν να χάνουν την ισχύ τους.

Διαβάζουμε οι πολίτες σε μερίδα του Τύπου πληροφορίες που δεν διαψεύστηκαν, δεν αμφισβητήθηκαν με δημόσιες δηλώσεις: Για δημάρχους του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που εξελέγησαν, επειδή οι τοπικοί βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος τους παραχώρησαν τις ψήφους του ιδιωτικού τους ποιμνιοστασίου (αφήνοντας έκθετο τον τοπικό κυβερνητικό υποψήφιο). Και το αντίστροφο επίσης: βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης που πρόσφεραν όσες ψήφους δουλοκτησίας διαθέτουν στον υποψήφιο του κυβερνώντος κόμματος. Αυτά στον Πειραιά, στον Βόλο, στο Χαλάνδρι, στον Βύρωνα, στο Περιστέρι, στη Νέα Σμύρνη, στην Αργυρούπολη Αττικής, στη Σταυρούπολη και Νεάπολη Θεσσαλονίκης, στην Κω, στην Κέρκυρα – χωρίς εγγύηση ότι οι διάσπαρτες σε μερίδα του Τύπου πληροφορίες καταγράφουν την πραγματική έκταση του φαινομένου.

Πρέπει να πρόκειται για αμοιβαίο δανεισμό ιδιωτικών ποιμνιοστασίων με συμφωνημένη την ανταλλαγή – δηλαδή: «θα με κάνεις δήμαρχο και θα σε κάνω βουλευτή». Ξέρουν οι πολιτευόμενοι ότι θα ήταν εντελώς ουτοπικό αν περίμεναν να εκτιμηθεί η ικανότητα και η ανθρώπινη ποιότητα από τους ψηφοφόρους σήμερα, ξέρουν ότι αξιολογικές αποτιμήσεις δεν λειτουργούν στην ελλαδική κοινωνία. Αλλά βλέπουν και τους κομματικούς μηχανισμούς (που συστηματικά επί δεκαετίες ξερίζωσαν από τον τόπο κάθε ίχνος αξιοκρατίας) συνεχώς να αποδυναμώνονται – η συνεκτική ύλη που έδενε τους ψηφοφόρους με το κόμμα (τα ιδεολογικά παραισθησιογόνα και το ρουσφέτι) δεν υπάρχει πια, δεν λειτουργεί.

Τα «πολυσυλλεκτικά» συμφέροντα των κομμάτων εξουσίας έχουν εξαλείψει το όποιο λείμμα αφελών παρέμενε εξαρτημένο από κόμματα για λόγους ιδεολογικούς. (Ακόμα και το «κομμουνιστικό» κόμμα μιλάει πια μόνο για «συμφέροντα» και «δικαιώματα», δεκδικήσεις καταναλωτικής ευχέρειας, περιορίζοντας στην κοπαδιασμένη νεολαία του και μόνο τις παλιές τακτικές των ιδεολογικών αποχαυνωτικών εξαρτήσεων). Το δε ρουσφέτι, παντοδύναμο όπλο των κομμάτων εξουσίας, ταυτισμένο με τους διορισμούς στο δημόσιο, έχει δραματικά δυσκολευτεί (όσα «παράθυρα» κι αν εφευρίσκουν οι κυβερνήσεις) από τον έλεγχο που ασκεί η Ε.Ε. στον δημόσιο τομέα του συλλογικού μας βίου.

Από τότε που άρχισαν να ρέουν στη χώρα οι πακτωλοί των «πακέτων» της Ε.Ε., το ρουσφέτι άλλαξε προσανατολισμό: κατευθύνθηκε στην επιδίωξη συμμετοχής σε επιδέξια «προγράμματα», εκπονήσεις «μελετών», αναθέσεις «έργων», «προμήθειες» από εκτέλεση παραγγελιών. Αυτά όλα μεταποιήθηκαν σε «συναρπαστικές» ευκαιρίες καταλήστευσης του κοινωνικού χρήματος, δηλαδή σε ρουσφέτι. Γι’ αυτό και ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια μυθικών για την ιστορία του Νέου Ελληνισμού παροχών, η χώρα είναι ακόμη με λειψό οδικό δίκτυο, παλαιοντολογικό σιδηροδρομικό, χωρίς λιμάνια, με δραματικά ανεπαρκή ακτοπλοΐα, χρεοκοπημένο αερομεταφορέα, δίχως κτηματολόγιο και συνεχή, ιλιγγιώδη πτώση της παραγωγικότητας.

Τις συναρπαστικές ευκαιρίες καταλήστευσης κοινωνικού χρήματος τις διαχειρίζονται ή τις ελέγχουν κυρίως τα υπουργεία και η τοπική αυτοδιοίκηση. Υπουργοί και τοπικοί άρχοντες αναλαμβάνοντας το υπούργημά τους ενημερώνονται, συνήθως κατά προτεραιότητα, ποια συμφέροντα «παίζονται» στο πεδίο των αρμοδιοτήτων τους. Η ενδεχόμενη «διαπλοκή» μαζί τους λύνει προβλήματα εξασφάλισης πόρων για το κόμμα, για την ατομική προεκλογική διαφήμιση και συγκροτεί μεθοδικά την προσωπική πελατεία του πολιτευτή, πλέγμα καλοστημένων εξαρτήσεων, ιδιωτικό ποιμνιοστάσιο

Οι αντιστάσεις στη «διαπλοκή» πρέπει να είναι εξαιρετικά δυσκατόρθωτες και μάλλον να μειώνονται όσο κατεβαίνουμε την κλίμακα της εξουσιαστικής ιεραρχίας. Μοιάζει ο μεγαλύτερος πολυμερισμός του εκσυγχρονισμένου ρουσφετιού (το πιο διευρυμένο φαγοπότι) να γίνεται στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Γι’ αυτό και το αλισβερίσι των πολιτευόμενων επικεντρώνεται, δίχως προσχήματα, στις εκλογές των τοπικών αρχόντων, όπου τα ατομικά συμφέροντα εξουδετερώνουν ακόμη και τους κομματικούς μηχανισμούς, ακυρώνουν τις κομματικές ταυτότητες.

Ποιος όμως είναι ο ανθρωπολογικός τύπος, καθόλου σπάνιος στην ελλαδική κοινωνία σήμερα, που δέχεται να σταυλίζεται σε ιδιωτικά ποιμνιοστάσια επαγγελματιών της πολιτικής και να τον δανείζουν οι επαγγελματίες σε αντίπαλο κόμμα, αν αυτό τους συμφέρει, όπως περίπου σε εποχές δουλοκτησίας και αγοραπωλησίας, κατά Γκόγκολ, «νεκρών ψυχών»; Ποιες εξαρτήσεις πρέπει να δένουν έναν άνθρωπο όχι σε κόμμα (όπου η εξάρτηση υποδύεται τουλάχιστον την ιδεολογική προτίμηση) αλλά σε ένα και μόνο άτομο ολοφάνερου οπορτουνισμού, σε επαγγελματία που πασχίζει μόνο για το εγωτικό του συμφέρον; Ποιες ευαισθησίες, ποιες απαιτήσεις από τη ζωή, ποια όνειρα για τα παιδιά τους έχουν οι άνθρωποι που πειθαρχούν σε κελεύσματα εξουσιολάγνων και, αυτοπροαίρετα, μόνοι πίσω από το παραπέτασμα πριν την ψηφοδόχο, ευνουχίζουν την κρίση τους και την ανθρωπιά τους;

Τελικά, προβληματικοί τύποι ίσως να είμαστε όσοι θέτουμε τέτοια ερωτήματα, όσοι αρνούμαστε να παραδεχθούμε ότι η εκμηδένιση της λογικής, των κριτηρίων ποιότητας και κάθε ανθρώπινης ευαισθησίας είναι προϋπόθεση επιβίωσης στην ελλαδική κοινωνία σήμερα. Μας το επιβεβαιώνουν κάθε μέρα, προκλητικά, και τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων: Για να επιβιώσει κανείς πρέπει να υποταχθεί στο απύθμενο θράσος της συνδικαλισμένης δημοσιοϋπαλληλίας, στους «αγώνες» της που προκαλούν χυδαία τη νεολαία του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή του καθημερινού δωδεκάωρου με μηνιάτικο 600 και 700 ευρώ. Να καταπίνει κανείς ραγιάδικα την επιθετική μοχθηρία του δυσπρόσοπτου εκπροσώπου Τύπου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έτσι που εγκαλεί ακατάσχετα τη σημερινή κυβέρνηση για κοινωνικά εγκλήματα, αποτρόπαια, του δικού του κόμματος στα είκοσι προηγούμενα χρόνια εξουσίας του.

Υποδουλωμένοι στην παράνοια, στη χυδαιότητα και στην ανελπιστία, γιατί να μην πουληθούμε και σαν «νεκρές ψυχές» στο κερδοφόρο αλισβερίσι κάποιου «νονού» της ζοφερής νύχτας του τάχα και «πολιτικού» μας βίου;

«Η Καθημερινή», 05/11/2006

Η πνιγμένη φωνή της αποχής - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Από γενικές εκλογές λογικό να συνάγονται γενικά συμπεράσματα. Και αν η λογικότητα των συμπερασμάτων είναι κριτική, φυσικό μια κοινωνία σε κρίση να μην την ανέχεται. Ο στρουθοκαμηλισμός (κατ’ ευφημισμόν «αισιοδοξία») πλεονάζει σε περιόδους παρακμιακής αποσύνθεσης, κυριαρχεί στη ψυχολογία της μάζας. «Μάζα» λέμε τη συλλογικότητα που έχει παραιτηθεί από το άθλημα των σχέσεων λογικής κοινωνίας – μια «κοινωνία» ακοινώνητων ατόμων.

Από τις πρόσφατες, λοιπόν, γενικές εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης συνάγεται λογικά δυσκατάποτο για τη μάζα (για τους «αισιόδοξους») συμπέρασμα: Η ελλαδική κοινωνία βυθίζεται όλο και πιο βαθιά σε λογική σύγχυση, χάνει τα κριτήρια διάκρισης του συμφέροντος από το ασύμφορο. Μοιάζει με χαμένα τα αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης.

Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς τη θριαμβική και πάλι εκλογική επιτυχία νομαρχών και δημάρχων κομματικής κοπής και χρήσης; Συνεχίζει η ελλαδική κοινωνία να εμπιστεύεται τα κοινά στους επίσημους πράκτορες της ιδιοτέλειας, στους κομματανθρώπους τους κατ’ επάγγελμα εξουσιολάγνους. Η κρίσιμη για το εκλογικό αποτέλεσμα μάζα αυτούς ψηφίζει, άσχετη η μάζα και αδιάφορη για την ποιότητα της ζωής της, για τις στοιχειώδεις απαιτήσεις εξανθρωπισμού του βίου της. Ανέχεται η πλειονότητα της ελλαδικής κοινωνίας να την εμπαίζουν απροκάλυπτα: να χρησιμοποιούν τα κόμματα τις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης για να μετράνε τη δική τους εκλογική δύναμη. Να αχρηστεύεται η μόνη θεσμική δυνατότητα αντίστασης των πολιτών στην ολοκληρωτική εξουσία των κομματικών συντεχνιών.

Διαδοχικά και κατ’ εξακολούθησιν «πρωτοκλασάτα» δήθεν στελέχη των κομμάτων παριστάνουν για κάποια χρόνια τους δημάρχους χρησιμοποιώντας τον θεσμό ως εφαλτήριο για την κομματική τους ανέλιξη. Και κάθε επόμενος που διαδέχεται τον προηγηθέντα στην ασέλγεια, αναμηρυκάζει τις ίδιες πάντα φαιδροδραματικές διαβεβαιώσεις για απερίσπαστη προσήλωση στις ευθύνες της δημοτικής αρχής. Ώσπου να φτάσει η πρόσφορη στιγμή να μεταπηδήσει κι αυτός (ή αυτή) στην κεντρική (πλεονεκτικότερη) εξουσία, γιατί η περιφερειακή - τοπική πέφτει λειψή.

Τυφλά, αυτοκαταστροφικά, η κρίσιμη για το εκλογικό αποτέλεσμα μάζα ψηφίζει για τοπικό άρχοντα όποιον κι αν χρίσουν τα κόμματα. Και τα κόμματα προτιμούν υποψηφίους που θα ψηφιστούν με τη λιγότερη δυνατή άσκηση κριτικής σκέψης: θα προτιμηθούν από τη μάζα επειδή είναι, έστω και μόνο, τηλεοπτικά αναγνωρίσιμοι (ούτε κατ’ ελάχιστον αναγνωρισμένοι στον κοινωνικό στίβο). Ψηφίζονται λοιπόν σε καίριες για τη διαχείριση του κοινού βίου θέσεις άνθρωποι που συγχέουν τη μέθη της δημοσιότητας (όπως τη γεύτηκαν ως καλαθοσφαιριστές, ηθοποιοί ή ευνοημένοι των τηλεπαραθύρων) με τη δυσφόρητη ευθύνη διακονίας των κοινωνικών αναγκών. Με αποτέλεσμα οι λέξεις «διακονία» ή «ευθύνη» να ηχούν εντελώς παράταιρα όταν πρόκειται για τα πολιτικά αξιώματα και η μέθη της δημοσιότητας να πρυτανεύει όχι μόνο ως κίνητρο, αλλά και ως σκοπός.

Και όταν σε κάποιον δήμο ή νομό δεν υπάρχει ούτε ένας υποψήφιος άρχοντας απροσκύνητος, όταν όλοι έχουν πουληθεί στις συντεχνίες επαγγελματιών της εξουσίας, τις λεγόμενες «κόμματα», τότε πώς να αντιδράσει πολιτικά ο υπεύθυνος πολίτης; Μα, φυσικά, με την αποχή – η αποχή από εκλογές με νοθευμένους εκ προτέρου τους στόχους της διαδικασίας είναι άκρως υπεύθυνη πολιτική πράξη. Είναι και πράξη αποτελεσματική, γι’ αυτό και οι επαγγελματίες της εξουσίας θέσπισαν να τιμωρείται η αποχή, ώστε να καμουφλάρεται ενδεχόμενη κατάρρευση του πολιτικού συστήματος.

Στις πρόσφατες εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης, σε ορισμένους δήμους της χώρας, η αποχή ξεπέρασε και το 60% των ψηφοφόρων. Που σημαίνει ότι οι εκλεγέντες συγκέντρωσαν την προτίμηση στο πρόσωπό τους πολύ μικρού μέρους της τοπικής κοινωνίας. Αλλά και πάλι το ποσοστό της αποχής δεν ήταν ικανοποιητικό. Η σημερινή πραγματικότητα του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα θα μπορούσε να αποκαλυφθεί και να αντιμετωπιστεί μόνο με μια αποχή της τάξεως του 80 ή 90% των ψηφοφόρων. Σε κάθε κοινωνία με υγιή αντανακλαστικά αυτοσυντήρησης δικαιολογείται ένα ποσοστό μόνο 10-20% των πολιτών να εθελοτυφλεί ή να παρουσιάζει μειωμένη ικανότητα κριτικής σκέψης.

Το γενικό συμπέρασμα που λογικά συνάγεται από τις πρόσφατες γενικές εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης είναι ότι η μεγάλη πλειονότητα της ελλαδικής κοινωνίας δεν έχει τις προϋποθέσεις για να αντιδράσει στον ζυγό της Κομματοκρατίας. Η πλειοψηφία των πολιτών δεν αντιλαμβάνεται ότι ψηφίζοντας τις κομματικές μαριονέτες αμνηστεύει την ανυπόφορη κυβερνητική ανικανότητα και τη φαιδροδραματική ολιγότητα της αντιπολίτευσης (μαζί και το εγκληματικό για τον τόπο παρελθόν της). Ότι συντηρώντας την Κομματοκρατία συμπαίζει με την τεταρτοκοσμική αθλιότητα «ειδήσεων» και «παραθύρων» των ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών. Ότι συναινεί στον ανεμπόδιστο σφετερισμό της εξουσίας από τους συνδικαλιστές τραμπούκους «δυναμικών» μειοψηφιών, που νεκρώνουν με διαδηλώσεις το κέντρο της πόλης βασανίζοντας σαδιστικά εκατοντάδες χιλιάδες συνανθρώπους τους.

Συντηρώντας την Κομματοκρατία με την ψήφο του ο πολίτης δικαιώνει τη θρασύδειλη (ιδιοτελέστατη) ανοχή, από κυβέρνηση και αντιπολίτευση, εκτρωματικών κοινωνικών συμπτωμάτων, όπως η άρνηση των πανεπιστημιακών και κάθε βαθμίδας δασκάλων να αξιολογούνται για τα προσόντα τους και τη δουλειά τους, άρνηση να δεχθούν θεσμούς αξιοκρατίας στην Εκπαίδευση. Ή όπως το αίτημα φοιτητικών οργανώσεων και καιροσκόπων δημάρχων να κατέβει η βαθμολογική βάση εισόδου στα πανεπιστήμια κάτω από το 10! Ανέχεται και ενθαρρύνει ο πολίτης με την ψήφο του την κατεστημένη στο πολιτικό μας σύστημα ύποπτη αδιαφορία για την αξιοπρέπεια, τον αυτοσεβασμό των Ελλήνων στις διεθνείς σχέσεις. Καταπίνει αδιαμαρτύρητα ο πολίτης το σκάνδαλο να έχουν «συμπέσει» η υπουργός των Εξωτερικών και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στον ίδιο πεισματικό προπαγανδισμό της διαβόητης (τετραχηλισμένης πια στις σκοπιμότητές της) Πλεκτάνης Ανάν.

Το πολιτικό σύστημα της χώρας έχει ολοφάνερα καταρρεύσει, ολοφάνερα ανίκανο να αντιμετωπίσει με τρόπο αποτελεσματικό θεμελιώδη προβλήματα κοινωνικής λειτουργικότητας και σοβαρότατες εξωτερικές απειλές. Η τεχνητή συντήρησή του εξυπηρετεί πανίσχυρα συμφέροντα ντόπια και ξένα. Ο πολίτης δεν έχει να αντιτάξει παρά μόνο ευκαιριακά στρατηγήματα, όπως στην περίπτωση των εκλογών τοπικής αυτοδιοίκησης, την αποχή. Άλλη μια ευκαιρία χάθηκε.
"Η Καθημερινή", 28/10/2006