18/9/06

Η πορεία του πολιτισμού μας - ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗ

Υπάρχει διάχυτη η αντίληψη πως ο πολιτισμός μας βρίσκεται σε παρακμή. Την αντίληψη αυτή τη σφράγισε και τη διάπλωσε ο τίτλος του ονομαστού βιβλίου του Όσβαλντ Σπένγκλερ «Η Παρακμή της Δύσεως», που εκυκλοφόρησε όταν τελείωνε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Ο Σπένγκλερ πιστεύει πως ήδη από τον προηγούμενο αιώνα ο πολιτισμός μας μπήκε στη φάση του «χειμώνα». Η άνοιξή του συνέβη στα 900-1200 μ.Χ. Το καλοκαίρι του άρχισε από τη Μεταρρύθμιση και λίγο νωρίτερα με τον Νικόλαο Κουζάνο (1464) και τελείωσε με τον Αγγλικό πουριτανισμό και τη λογική του Πόρτ Ρουαγιάλ (1620). Το φθινόπωρο ξεκινάει με τους Γάλλους Εγκυκλοπαιδιστές και καταλήγει με τα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα των Σέλλινγκ, Εγέλου και Φίχτε.

Ο Σπένγκλερ λέγει πως η περίοδος του χειμώνα του πολιτισμού μας χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του πολιτισμού των μεγαλουπόλεων, την εξαφάνιση των δημιουργικών πνευματικών δυνάμεων, την προβληματικοποίηση της ζωής και τις τάσεις τις ηθικοπρακτικές ενός άθρησκου και μη μεταφυσικού κοσμοπολιτισμού. Από το 1900 και εντεύθεν, λέγει, μπαίνουμε στην περίοδο του «ηθικού σοσιαλισμού». Η αντίστοιχη προς αυτή την τελευταία χειμερινή φάση του Ινδικού πολιτισμού ήταν ο Βουδδισμός, του Κλασσικού πολιτισμού ήταν ο Στωικισμός, και του Αραβικού πολιτισμού ήταν η πρακτική μοιρολατρεία του Ισλάμ μετά το 1000 μ.Χ. Βέβαια μιλάει για τη μοιραία οργανική κατάληξη του πολιτισμού μας, χωρίς να ορίζει και τα χρονικά όρια του τέλους του. Πάντως προβλέπει πως μετά το 2000 μ.Χ. αρχίζει η προτελευταία φάση του ιστορικού χειμώνα, που τήν χαρακτηρίζει ως εξής: «Τέλος της ανάπτυξης των μορφών˙ χωρίς νόημα, κενή, ψεύτικη και επιτηδευμένη αρχιτεκτονική και διακοσμητική μίμηση αρχαϊκών και εξωτικών μοτίβων».

Τουλάχιστο χαίρεται κανείς την ποιητικότητα των οραμάτων του Σπένγκλερ. Και οπωσδήποτε οι παρατηρήσεις του είναι εύστοχες και μάς αγγίζουν. Θα μπορούσε όμως κανείς να διαφωνήσει με το «σύστημά» του και ιδίως με τη μηχανική αναγκαιότητα που τού προσδίδει. Το βιβλίο του που μνημονεύσαμε καταλήγει με τα εξής λόγια: «Εν τούτοις, για μάς, που το πεπρωμένο μάς τοποθέτησε σε τούτον τον πολιτισμό και σε αυτή τη στιγμή της ανάπτυξής του -τη στιγμή που το χρήμα γιορτάζει τις τελευταίες του νίκες και ο Καισαρισμός που πρόκειται να το διαδεχτεί πλησιάζει με σιγανά και σίγουρα βήματα- ο δρόμος μας, επιθυμητός και αναγκαίος ταυτοχρόνως, διανοίγεται ανάμεσα από στενά όρια. Δεν έχουμε την ελευθερία να κάνουμε τούτο ή εκείνο, αλλά μόνο το αναγκαίο ή τίποτε. Και το έργο που έχει να επιτελέσει η ιστορική αναγκαιότητα θα πραγματοποιηθεί μαζί με το άτομο ή εναντίον του».

Επειδή η ιστορία δεν είχε την ευγένεια να επαληθεύσει κανέναν από τους προφήτες, την ίδια τύχη φαίνεται να έχουν και οι προρρήσεις τόσο του Σπένγκλερ, όσο και του Τόυνμπη, που με τον τρόπο του ακολούθησε τον πρώτο. Όμως τα δύο αυτά μεγάλα ιστορικά πνεύματα έθεσαν κατά τρόπο δραματικό όσο και μεγαλειώδη το πρόβλημα, αλλά ακόμη και το μυστήριο, του πολιτισμού καθ’ όλου, και ειδικότερα του δικού μας πολιτισμού. Δεν είναι βέβαια οι μόνοι. Είναι όμως από τους κορυφαίους, με την ατελεύτητη παιδεία τους και με την ευγένεια του πνεύματός των.

Οι καλλιτέχνες οσμίζονται καλύτερα το ιστορικό τοπίο και μάς έχουν προσφέρει εκδοχές πολιτισμικής παρακμής τρομακτικές. Ο Κάφκα, ο Ιονέσκο, ο Μπέκετ και άλλοι πολλοί οδήγησαν τη ψυχή μας σε έρημα και σκοτεινιασμένα τοπία. Ίσως να έχει δίκαιο ο Τ. Σ. Έλιοτ όταν στην «Έρημη Χώρα» του βλέπει την Ιερουσαλήμ, την Αθήνα, την Αλεξάνδρεια, τη Βιέννη και το Λονδίνο ως μη πραγματικές, ως unreal, όπως λέγει στη γλώσσα του, ως «ανύπαρχτες», όπως μεταφράζει ο Σεφέρης. Μπορεί η ποίηση να έχει το δικαίωμα να δημιουργεί δικές της πνευματικές πραγματικότητες που να έρχονται σε αντίθεση με τις τρέχουσες ιστορικές. Ωστόσο, όπως και να το κάνουμε, οι πόλεις αυτές όχι μόνο δεν είναι ανύπαρκτες, αλλά σφύζουν από ζωή, από δυναμισμό, από δημιουργικότητα. Βέβαια, όλα αυτά θα μπορούσαμε να τα θεωρήσουμε ανύπαρκτα, εφόσον τελούνται έξω από τον χώρο του πνεύματος, κατά την άποψη την ελιοτική. Η ιστορία όμως πάντοτε έτσι ετελείτο. Και θα ήταν πολύ δύσκολο να θέσουμε την ιστορία εκτός του πνεύματος. Αυτό το κάνουν μόνον όσοι αποσύρθηκαν στην έρημο. Οι άλλοι ίσως να μην έχουν βαθειά συνειδητοποιήσει τί σημαίνει ιστορία. Πράγμα που δεν επιτρέπεται, τουλάχιστο μετά τον Έγελο.

Οι λέξεις «παρακμή» και «κρίση» έχουν καταντήσει συνθήματα χωρίς γνήσιο πνευματικό περιεχόμενο. Για την κρίση του εμπορίου μιλάνε μόνο οι αποτυχημένοι έμποροι. Και οι καλλιτέχνες μπορούν να μελετούν την ψυχολογία των αποτυχημένων εμπόρων και να καταλήγουν σε σπουδαία συμπεράσματα για την ανθρώπινη κατάσταση, όμως οι ίδιοι ψωμίζονται από τους επιτυχημένους εμπόρους.

Είναι βέβαιο πως ένας μεγάλος κόσμος βαθειών εμβιώσεων αποσύρεται προς το παρελθόν. Και μάς φαίνεται πως χάνεται η ψυχή μας. Στα πρόσωπά μας αισθανόμαστε «την πνοή του κενού», όπως ένοιωθε και ο Νίτσε. Όμως όλες οι εκτιμήσεις μας είναι πολύ σχετικές και οπωσδήποτε δεν καλύπτουν το φαινόμενο στην ολότητά του. Διότι ποιός τολμάει να μάς πει εγκύρως τί πράγματι χάνεται και τί πράγματι μένει˙ τί μέσα στη σύγχρονη ιστορία είναι αληθινά πνευματικό και τί δεν είναι; Κανένας.

Η ιστορία δεν γηράσκει˙ οι ιδέες γηράσκουν και οι εμβιώσεις -και οι πιο σπουδαίες, και οι πλέον σωτήριες. Αυτό άλλωστε σημαίνεται με τον θάνατο των θεών. Και τούτο συνιστά μέγα σκάνδαλο, και μάς προκαλεί μεγάλη θλίψη. Είναι η «θλίψις του πνεύματος», του Εκκλησιαστή. Όμως μετά από τον Εκκλησιαστή συνέβησαν πολλά, και μάλιστα τόσο πνευματικά, που ανήρεσαν την θλίψη του πνεύματος και τη μετέτρεψαν σε ευαγγελία.

Για τον πνευματικό άνθρωπο το πράγμα δεν κρίνεται στο μάκρος του ιστορικού χρόνου, αλλά την κάθε στιγμή. Αρκεί τούτη να είναι πεπληρωμένη. Γι’ αυτό, αποσπασμένος από τον ιστορικό χρόνο δεν εμποδίζεται να παραδεχτεί τη νεότητά του, όταν υπάρχει. Και ο παρών ιστορικός χρόνος οργά από νεότητα. Στην εποχή μας τα γηρατειά ολοένα περιορίζονται, τόσο ψυχικώς όσο και βιολογικώς. Και τα παιδιά σπεύδουν να γίνουν έφηβοι. Μία καθολική εφηβεία χαρακτηρίζει τον τεχνολογικό μας πολιτισμό. Αν υπάρχει κρίση, είναι κρίση νεότητας, για τον λόγο ότι οι δυνατότητες του πλανήτη μας δεν μπορούν να την αντέξουν. Θα εκραγεί η γη από τον δυναμισμό του συγχρόνου ανθρώπου. Μια τέτοια καταστροφή είναι πιθανή, όμως από νεότητα και όχι από γήρας. Το φαινόμενο δεν αναχαιτίζεται˙ επειδή κανένας δεν επιθυμεί να «επιστρέψει στις ρίζες» του, οι οποίες μαζί με το καλό τους έχουν και την πείνα, τη φτώχεια, την αγραμματοσύνη, τις αρρρώστιες, την κοινωνική ανασφάλεια. Μπορεί οι λιτανείες για βροχή να οργάνωναν τον πνευματικό κόσμο του ανθρώπου, όμως οι γεωτρήσεις με το άφθονο νερό τους είναι πιο αποτελεσματικές και κανένας δεν θα τις αρνηθεί. Άλλωστε δεν είναι απαράδεκτη αλαζονεία να θέλουμε η ιστορία να προχωράει σύμφωνα με τα δικά μας μέτρα; Ο καθένας θέλει να παραστήσει τον πνευματικό άνθρωπο με την «κριτική» του και την «αγανάκτησή» του. Ενώ πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που δημιουργεί νέες αξίες και κανένας άλλος. Σε έναν κόσμο από τη φύση του ατελή και πεπερασμένο είναι εύκολη και η κριτική και η αγανάκτηση. Το ζήτημα είναι με την δημιουργία σου να προσθέσεις κάτι που να τόν καθιστά λιγότερο ατελή και περισσότερο άπειρο, δηλαδή αιώνιο. Αυτό προσπαθεί και η τεχνολογία με τον τρόπο της, σκορπώντας νιάτα στον πολιτισμό μας. Έχει κι αυτή το δικαίωμα της αποτυχίας, ύστερα από την αποτυχία των θεών.

Στις 15 Ιουνίου του 1951 ο Άρνολντ Τόυνμπη, στο «ανύπαρχτο» Λονδίνο, τελείωσε την δεκάτομη «Σπουδή της ιστορίας». Προτού όμως θέσει τη λέξη «Τέλος», απηύθυνε προσευχή προς όλα τα μεγάλα πρόσωπα της Ιστορίας και παρεκάλεσε: Χριστό, Ταμμούζ, Άδωνι, Όσιρι, Βούδδα, Ίσιδα, Μαρία, Μίθρα, Λουκρήτιο, Ζαρατούστρα, Μωάμεθ, Ζήνωνα, Κομφούκιο, Σωκράτη, Ασόκα, Μαυλανά, Επίκουρο, Άγιο Φραγκίσκο «να μεσιτεύσουν υπέρ ημών», αφού «τα πάντα επιστρέφουν σε Αυτόν». Η τελευταία του φράση.

«Η Καθημερινή», 02/12/1987 και στο βιβλίο του ιδίου: «Δοκίμια Ιδεών», εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1993.