Στην εποχή μας περισσεύει η γνώση και η πληροφόρηση. Τόσο, που μόνον ελάχιστο τμήμα τους μπορεί κανείς να αφομοιώσει σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Πόσα βιβλία να διαβάσεις, πόσες εφημερίδες, πόσες τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εκπομπές να παρακολουθήσεις; Ευτυχώς που τα περισσότερα είναι φλυαρίες, ασημαντότητες ή επαναλήψεις. Αλλά αυτό είναι και η δυστυχία μας. Διότι ο σύγχρονος άνθρωπος νιώθει να πνίγεται από τον σωρό των πνευματικών σκουπιδιών. Το χειρότερο όμως είναι πως μέσα σε αυτή την αδολεσχία χάθηκε το μέτρο του ουσιώδους. Εκείνο που εκλείπει από τη σύγχρονη ζωή είναι η ουσία. Ζούμε στην εποχή της λησμονιάς του ουσιώδους.
Ήδη ο Ηράκλειτος είχε παρατηρήσει πως η πολυμάθεια δεν μάς διδάσκει να έχουμε μυαλό. Συνεπώς, η πολυμάθεια δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ορθή σκέψη. Πολύ περισσότερο η ακατάσχετη φλυαρία. Για την οποία μίλησε περιφρονητικώς κι ο άλλος μεγάλος από την Ιωνία, ο Θαλής. Ο Διογένης ο Λαέρτιος μάς διασώζει τούτα τα λόγια του: «Δεν είναι δείγμα νοημοσύνης η πολυλογία». Αφοσιώσου, λέγει, σ’ ένα πράγμα και μάθε το σε βάθος, τότε θα δέσεις πολλών ανδρών «γλώσσας απεραντολόγους».
Και αυτά τα έλεγαν σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ούτε πολλά βιβλία, αλλά ούτε και πολλοί «ελεύθεροι ραδιοφωνικοί σταθμοί». Οι οποίοι γεμίζουν τον αγέρα με αλογόμυγες. Πρόκειται, βεβαίως, για κατάχρηση της ελευθερίας. Άρα για προσβολή της.
Όλα αυτά, όπως είπαμε, συμβάλλουν στην επέκταση της λησμονιάς του ουσιώδους. Είναι ωσάν να έπεσε πυκνό χιόνι λήθης, το οποίο κατεκάλυψε τις κοινωνίες μας. Και τώρα αυτές δεν γνωρίζουν για πού πορεύονται. Διότι το λευκό χιόνι της λησμονιάς έχει σκεπάσει τους δρόμους, τους σηματοδότες, τις επιγραφές. Όπου και να βρίσκεται κανείς, είναι αδιάφορο. Ό,τι και να λέγει, είναι αδιάφορο. Επειδή χάθηκε το ουσιώδες. Καθόσον, μόνο το ουσιώδες έχει ενδιαφέρον.
Βέβαια, αφού το αποκάρωμα της λησμονιάς είναι γενικό, τούτο καταλαμβάνει και τους δασκάλους. Και τότε, πού θα βρεθεί άνθρωπος να μάς ξυπνήσει από τον βαρύ ύπνο του όντος; Η πρόοδος της ιστορίας χαρακτηρίζεται από την προοδευτική οντολογική ύπνωση. Όσο πηγαίνουμε προς τα πίσω, τόσο περισσότερο συναντάμε τον άνθρωπο να τελεί σε οντολογικό ξυπνημό.
Ώστοσο, όλα τούτα εγγράφονται στη μοίρα του πνεύματος. Γι’ αυτό οι ολετήριες ροπές έγιναν αντιληπτές από την αρχή. Αναφερθήκαμε ήδη στις επισημάνσεις των πρώτων φιλοσόφων. Αρχαία ινδική ιστορία μάς μιλάει για τη λησμονιά του δασκάλου.
Μια φορά κι ένα καιρό, λέγει η ιστορία, έφτασε στη χώρα των Κανταλί ο φημισμένος δάσκαλος Ματσίεντραναθ με τον μαθητή του Γκορακνάθ. Η βασίλισσα της χώρας τόν καλεί στο παλάτι της. Ο δάσκαλος δέχθηκε να διδάξει στους παλατιανούς την ουσία της υπάρξεως, διότι εκεί μέσα στη χλιδή του παλατιού θα την είχαν λησμονήσει. Λέγει στον μαθητή του να τόν περιμένει στο δάσος τους, δεν θα αργήσει. Πέρασε όμως αρκετός καιρός και ο δάσκαλος δεν φαίνεται πουθενά. Ο μαθητής άρχισε να ανησυχεί. Ένας περαστικός τού λέγει πως ο δάσκαλός του ζει, είναι ερωτευμένος με τη βασίλισσα και περνάει τον καιρό του διασκεδάζοντας. Το νέο συνετάραξε τον μαθητή. Τον δάσκαλό του τόν κατέλαβε η λησμονιά! Τού στέλνει μηνύματα να επιστρέψει. Ο δάσκαλός του τού απαντά πως δεν είχε ποτέ του κανένα μαθητή, ούτε αυτός υπήρξε ποτέ δάσκαλος. Τόση ήταν η καταβύθισή του στη λησμονιά. Τότε αποφάσισε ο μαθητής να πάει να τόν συναντήσει προσωπικώς. Εκείνες τις ημέρες πέρασε από τα μέρη του ένας θίασος χορευτριών. Πήγαιναν να χορέψουν στο παλάτι. Συνεννοήθηκε με τον θιασάρχη και ντύθηκε χορεύτρια. Έτσι, όταν ήρθε η ώρα, μπαίνει και αυτός μέσα στη μεγάλη σάλα του παλατιού. Ο μαθητής βλέπει τον δάσκαλό του ντυμένο παλατιανά, χαρωπό και ανέμελο, δίπλα στη βασίλισσα. Ο χορός αρχίζει. Αποφασίζει στην άλλη στροφή του χορού να τόν πλησιάσει. Αλλά δεν θα τού πει: «Δάσκαλε, είμαι ο μαθητής σου, ήρθα να σέ πάρω». Αυτό δεν θα ωφελούσε σε τίποτε, διότι η λησμονιά στην οποία περιέπεσε ο δάσκαλος ήταν βαρειά. Μόνο με υπαινιγμούς θα μπορούσε να ξυπνήσει μέσα του τις απωθημένες μνήμες. Έτσι και έγινε. Κάθε φορά που περνούσε χορεύοντας από μπροστά του τού ψιθύριζε και από μια λέξη που είχε κρυφό νόημα. Στην αρχή ο δάσκαλος έμεινε αδιάφορος, και μάλιστα απορούσε, τί συμβαίνει αυτής της χορεύτριας. Όμως οι κρυφές λέξεις, από μυστικές διόδους της ψυχής, προσπέρναγαν την σκληρή κρούστα της λησμονιάς, και φθάνανε στα βαθειά στρώματα, τα μύχια του ανθρώπου, που ποτέ δεν παραδίδονται στην οντολογική λήθη. Και εκεί άρχισαν να τού ξυπνούν μια μια τις μνήμες. Τις μνήμες του ουσιώδους. Ώσπου κατέρρευσε το φράγμα της λησμονιάς, ο δάσκαλος ήρθε στον εαυτό του, αναγνώρισε τον μαθητή του, αναγνώρισε την κατάσταση στην οποία είχε περιπέσει, πήρε τον μαθητή του και έφυγαν προς τη δική τους αλήθεια. (Πρώτος ο φιλόσοφος Χάιντεγκερ μάς υπενθύμισε πως αλήθεια σημαίνει την έξοδο από τη λήθη, αλήθεια είναι η στέρηση της λησμονιάς).
Λησμονιά του ουσιώδους είναι λοιπόν η απλή πολυμάθεια, λησμονιά είναι η σύγχρονη απεραντολογία, λησμονιά είναι ο ενήδονος και τρυφηλός βίος των καταναλωτικών κοινωνιών. Ο τεράστιος τεχνολογικός μηχανισμός των ημερών μας, και των ημερών που θα έλθουν, είναι παραγωγός λησμονιάς. Η αφθονία των αγαθών είναι και αφθονία λησμονιάς. Είναι τόσο ελκυστική η ζωή μέσα στο παλάτι της τέρψεως, που κάποτε θα λησμονήσουμε οριστικώς και τον δάσκαλο του ουσιώδους και τον μαθητή του. Η μαθητεία ετελείωσε, διότι κανείς δεν ζητάει πλέον την «τελείωση» του ανθρώπου. Αρκεί ο άνθρωπος καταναλωτής, διότι μόνον αυτός συντηρεί τον παραγωγικό μηχανισμό. Μάταια ο Νίτσε φώναζε από τον προηγούμενο αιώνα:
«Ποιός μάς έδωσε το σφουγγάρι να σβύσουμε τον ορίζοντα; Μή δέ νιώθουμε στο πρόσωπό μας την πνοή του κενού;»
Στην εποχή της λησμονιάς δεν τη νιώθουμε. Όμως το κενό πνέει στο πρόσωπό μας.
Καθημερινή, 31/03/1990 και στο βιβλίο του ιδίου: «Δοκίμια Ιδεών», εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1993.
Ήδη ο Ηράκλειτος είχε παρατηρήσει πως η πολυμάθεια δεν μάς διδάσκει να έχουμε μυαλό. Συνεπώς, η πολυμάθεια δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ορθή σκέψη. Πολύ περισσότερο η ακατάσχετη φλυαρία. Για την οποία μίλησε περιφρονητικώς κι ο άλλος μεγάλος από την Ιωνία, ο Θαλής. Ο Διογένης ο Λαέρτιος μάς διασώζει τούτα τα λόγια του: «Δεν είναι δείγμα νοημοσύνης η πολυλογία». Αφοσιώσου, λέγει, σ’ ένα πράγμα και μάθε το σε βάθος, τότε θα δέσεις πολλών ανδρών «γλώσσας απεραντολόγους».
Και αυτά τα έλεγαν σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ούτε πολλά βιβλία, αλλά ούτε και πολλοί «ελεύθεροι ραδιοφωνικοί σταθμοί». Οι οποίοι γεμίζουν τον αγέρα με αλογόμυγες. Πρόκειται, βεβαίως, για κατάχρηση της ελευθερίας. Άρα για προσβολή της.
Όλα αυτά, όπως είπαμε, συμβάλλουν στην επέκταση της λησμονιάς του ουσιώδους. Είναι ωσάν να έπεσε πυκνό χιόνι λήθης, το οποίο κατεκάλυψε τις κοινωνίες μας. Και τώρα αυτές δεν γνωρίζουν για πού πορεύονται. Διότι το λευκό χιόνι της λησμονιάς έχει σκεπάσει τους δρόμους, τους σηματοδότες, τις επιγραφές. Όπου και να βρίσκεται κανείς, είναι αδιάφορο. Ό,τι και να λέγει, είναι αδιάφορο. Επειδή χάθηκε το ουσιώδες. Καθόσον, μόνο το ουσιώδες έχει ενδιαφέρον.
Βέβαια, αφού το αποκάρωμα της λησμονιάς είναι γενικό, τούτο καταλαμβάνει και τους δασκάλους. Και τότε, πού θα βρεθεί άνθρωπος να μάς ξυπνήσει από τον βαρύ ύπνο του όντος; Η πρόοδος της ιστορίας χαρακτηρίζεται από την προοδευτική οντολογική ύπνωση. Όσο πηγαίνουμε προς τα πίσω, τόσο περισσότερο συναντάμε τον άνθρωπο να τελεί σε οντολογικό ξυπνημό.
Ώστοσο, όλα τούτα εγγράφονται στη μοίρα του πνεύματος. Γι’ αυτό οι ολετήριες ροπές έγιναν αντιληπτές από την αρχή. Αναφερθήκαμε ήδη στις επισημάνσεις των πρώτων φιλοσόφων. Αρχαία ινδική ιστορία μάς μιλάει για τη λησμονιά του δασκάλου.
Μια φορά κι ένα καιρό, λέγει η ιστορία, έφτασε στη χώρα των Κανταλί ο φημισμένος δάσκαλος Ματσίεντραναθ με τον μαθητή του Γκορακνάθ. Η βασίλισσα της χώρας τόν καλεί στο παλάτι της. Ο δάσκαλος δέχθηκε να διδάξει στους παλατιανούς την ουσία της υπάρξεως, διότι εκεί μέσα στη χλιδή του παλατιού θα την είχαν λησμονήσει. Λέγει στον μαθητή του να τόν περιμένει στο δάσος τους, δεν θα αργήσει. Πέρασε όμως αρκετός καιρός και ο δάσκαλος δεν φαίνεται πουθενά. Ο μαθητής άρχισε να ανησυχεί. Ένας περαστικός τού λέγει πως ο δάσκαλός του ζει, είναι ερωτευμένος με τη βασίλισσα και περνάει τον καιρό του διασκεδάζοντας. Το νέο συνετάραξε τον μαθητή. Τον δάσκαλό του τόν κατέλαβε η λησμονιά! Τού στέλνει μηνύματα να επιστρέψει. Ο δάσκαλός του τού απαντά πως δεν είχε ποτέ του κανένα μαθητή, ούτε αυτός υπήρξε ποτέ δάσκαλος. Τόση ήταν η καταβύθισή του στη λησμονιά. Τότε αποφάσισε ο μαθητής να πάει να τόν συναντήσει προσωπικώς. Εκείνες τις ημέρες πέρασε από τα μέρη του ένας θίασος χορευτριών. Πήγαιναν να χορέψουν στο παλάτι. Συνεννοήθηκε με τον θιασάρχη και ντύθηκε χορεύτρια. Έτσι, όταν ήρθε η ώρα, μπαίνει και αυτός μέσα στη μεγάλη σάλα του παλατιού. Ο μαθητής βλέπει τον δάσκαλό του ντυμένο παλατιανά, χαρωπό και ανέμελο, δίπλα στη βασίλισσα. Ο χορός αρχίζει. Αποφασίζει στην άλλη στροφή του χορού να τόν πλησιάσει. Αλλά δεν θα τού πει: «Δάσκαλε, είμαι ο μαθητής σου, ήρθα να σέ πάρω». Αυτό δεν θα ωφελούσε σε τίποτε, διότι η λησμονιά στην οποία περιέπεσε ο δάσκαλος ήταν βαρειά. Μόνο με υπαινιγμούς θα μπορούσε να ξυπνήσει μέσα του τις απωθημένες μνήμες. Έτσι και έγινε. Κάθε φορά που περνούσε χορεύοντας από μπροστά του τού ψιθύριζε και από μια λέξη που είχε κρυφό νόημα. Στην αρχή ο δάσκαλος έμεινε αδιάφορος, και μάλιστα απορούσε, τί συμβαίνει αυτής της χορεύτριας. Όμως οι κρυφές λέξεις, από μυστικές διόδους της ψυχής, προσπέρναγαν την σκληρή κρούστα της λησμονιάς, και φθάνανε στα βαθειά στρώματα, τα μύχια του ανθρώπου, που ποτέ δεν παραδίδονται στην οντολογική λήθη. Και εκεί άρχισαν να τού ξυπνούν μια μια τις μνήμες. Τις μνήμες του ουσιώδους. Ώσπου κατέρρευσε το φράγμα της λησμονιάς, ο δάσκαλος ήρθε στον εαυτό του, αναγνώρισε τον μαθητή του, αναγνώρισε την κατάσταση στην οποία είχε περιπέσει, πήρε τον μαθητή του και έφυγαν προς τη δική τους αλήθεια. (Πρώτος ο φιλόσοφος Χάιντεγκερ μάς υπενθύμισε πως αλήθεια σημαίνει την έξοδο από τη λήθη, αλήθεια είναι η στέρηση της λησμονιάς).
Λησμονιά του ουσιώδους είναι λοιπόν η απλή πολυμάθεια, λησμονιά είναι η σύγχρονη απεραντολογία, λησμονιά είναι ο ενήδονος και τρυφηλός βίος των καταναλωτικών κοινωνιών. Ο τεράστιος τεχνολογικός μηχανισμός των ημερών μας, και των ημερών που θα έλθουν, είναι παραγωγός λησμονιάς. Η αφθονία των αγαθών είναι και αφθονία λησμονιάς. Είναι τόσο ελκυστική η ζωή μέσα στο παλάτι της τέρψεως, που κάποτε θα λησμονήσουμε οριστικώς και τον δάσκαλο του ουσιώδους και τον μαθητή του. Η μαθητεία ετελείωσε, διότι κανείς δεν ζητάει πλέον την «τελείωση» του ανθρώπου. Αρκεί ο άνθρωπος καταναλωτής, διότι μόνον αυτός συντηρεί τον παραγωγικό μηχανισμό. Μάταια ο Νίτσε φώναζε από τον προηγούμενο αιώνα:
«Ποιός μάς έδωσε το σφουγγάρι να σβύσουμε τον ορίζοντα; Μή δέ νιώθουμε στο πρόσωπό μας την πνοή του κενού;»
Στην εποχή της λησμονιάς δεν τη νιώθουμε. Όμως το κενό πνέει στο πρόσωπό μας.
Καθημερινή, 31/03/1990 και στο βιβλίο του ιδίου: «Δοκίμια Ιδεών», εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1993.