Η λογική διαύγεια του ερωτήματος δύσκολα ανεκτή σε ό,τι ακόμα ονομάζουμε ελληνική «κοινωνία». Τέτοια ευθύβολα ερωτήματα προκαλούν μειδιάματα συγκατάβασης, λοξές ματιές στον ερωτώντα, δηλαδή το σιωπηλό αντερώτημα: «καλά, πού ζει αυτός, από ποιον πλανήτη κατέβηκε».
Η τίμια απάντηση στον έφηβο θα ήταν: Όχι, ο εμπρηστής δεν είναι άνθρωπος, έχει απεμπολήσει «το κυρίως ανθρώπινον»: την κοινωνική του φύση. Ο άνθρωπος είναι «φύσει ζώον κοινωνικόν», ο εμπρηστής έχει περιπέσει στην κτηνώδη κατάσταση της ατομοκεντρικής τυφλής ιδιο-τέλειας. Υπάρχει υποταγμένος στα ενστικτώδη ορμέμφυτα της αυτοσυντήρησης, της κυριαρχίας, της ηδονής. Δεν ξέρει να σχετίζεται, να μοιράζεται, να κοινωνεί, δεν έχει τα γνωρίσματα λογικού υποκειμένου, ζει ανέραστος.
Έχει παιδιά, όπως έχει και η ύαινα. Πιστεύει πως τα φροντίζει, αν τους εξασφαλίσει πλούσια διατροφή και ηδονή, την επιτηδειότητα να εντοπίζουν (ή να προκαλούν) πτώματα για βορά. Αν τα παιδιά του εμπρηστή δεν θα μπορούν πια να αναπνεύσουν στο σεληνιακό τοπίο που προκάλεσε ο πατέρας τους, θα έχουν τόσα χρήματα, ώστε να μπορούν να μεταναστεύσουν οπουδήποτε οι συνθήκες επιβίωσης θα είναι ακόμα ηδονικές. Οι εμπρηστές και τα παιδιά τους δεν έχουν πατρίδα. Παράγουν (ή υιοθετούν) τις «μοδέρνες» ιδέες του απάτριδος διεθνισμού, της «πλουραλιστικής» κοινωνίας, της μεταλλαγμένης Ιστορίας που προπαγανδίζει τη «συμφιλίωση» των λαών. Μάχονται μέχρις υστερίας κάθε αίσθηση πατρίδας και «ιερού».
Αλλά αν δώσουμε τόσο ειλικρινή απάντηση στο λογικά διαυγές ερώτημα του εφήβου, ανάγκη να τη συνοδεύσουμε και από τη χρηστική προσθήκη: ότι είναι επικίνδυνη. Όπως λ.χ. θα αποφύγουμε να πούμε πόσο προφανέστατα ατάλαντοι είναι οι επιδειξίες «καλλιτέχνες» που βιντεοσκοπούνται αυνανιζόμενοι υπό τους ήχους του Εθνικού Ύμνου (της Ελλάδας βέβαια, με το αζημίωτο, όχι των ΗΠΑ ή του Ισραήλ), έτσι θα αποφύγουμε να ορίσουμε αν είναι άνθρωποι (με έγνοια για το μέλλον των παιδιών τους) οι εμπρηστές δασών. Τέτοιες απαντήσεις δεν εκστομίζονται σε κοινωνίες παρακμής, ο τολμητίας κινδυνεύει.
Και επειδή τα περί κινδύνου εύκολα διαβάλλονται σαν ύποπτα λανθάνουσας «μανίας» προσθέτουμε στον φορέα ερωτημάτων λογικής διαύγειας την καίρια διασάφηση: Ότι οι εμπρηστές δασών, ο ανθρωπολογικός τύπος του αδίστακτου ατομοκεντρισμού, είναι σήμερα (συνεπέστατα) φορείς κάθε μορφής εξουσίας. Είναι οι πολιτικοί που αναθεματίζουν τάχα τον εμπρηστή και στη συνέχεια του παραχωρούν την καμένη γη για οικοπεδοποίηση. Υπόσχονται αναδάσωση όσο λαμπαδιάζει το δάσος και την ξεχνούν μόλις παρέλθει η φρίκη. Παγιδεύουν την κατάρτιση Κτηματολογίου στα ψηφοθηρικά τους συμφέροντα, έτσι όπως νομιμοποιούν και τα αυθαίρετα κάθε φορά πριν από τις εκλογές.
Υπάνθρωπος ο εμπρηστής δασών, παραιτημένος από «το κυρίως ανθρώπινον». Όμως ίδιος ανθρωπολογικός τύπος και ο υπάλληλος της Πολεοδομίας που χρηματίζεται για να αποχαρακτηρίσει την πυρπολημένη δασική έκταση, ίδιος και ο υπάλληλος της ΔΕΗ, της ΕΥΔΑΠ, του ΟΤΕ που εξασφαλίζει παροχές στα προϊόντα του εγκλήματος. Κατά προέκταση ίδιος ανθρωπολογικός τύπος και ο «οργανικός διανοούμενος» ακριβώς όπως τον όρισε ο Γκράμσι: να δουλεύει για το συμφέρον του, την καριέρα του, υπηρετώντας τα ιδεολογήματα που χρειάζονται κάθε φορά οι κυρίαρχες οικονομικές δυνάμεις προκειμένου να δημιουργήσουν τις πιο ευνοϊκές συνθήκες (παιδείας, πληροφόρησης, νοο-τροπίας) για την επέκταση της επιρροής τους στις μάζες. Δουλεύει, λοιπόν, σήμερα ο «οργανικός διανοούμενος» ακριβώς σαν τον εμπρηστή, για την ευχερέστερη δυνατή επιβολή της Νέας Τάξης: Να ξεριζωθεί από τις συνειδήσεις κάθε αίσθηση πατρίδας, κοινότητας, ιστορικής ιδιοπροσωπίας, πολιτιστικής ετερότητας, κάθε σέβας του ιερού.
Σίγουρα, στην εποχή της Νεωτερικότητας, η κρατική (συμβολαίου - σύμβασης) συλλογικότητα εξαρθρώνει και ελαχιστοποιεί τις σχέσεις κοινωνίας, αδιαφορεί για την κοινωνική συνοχή, απανθρωποποιεί τον άνθρωπο, την κοινωνική του φύση. Αλλά στην περίπτωση της σημερινής ελλαδικής πραγματικότητας, ίσως επειδή εδώ δεν πρόλαβε να αφομοιωθεί ανασχετικά ο ορθολογικός-κανονιστικός φορμαλισμός, η απανθρωποποίηση γίνεται αληθινός εφιάλτης. Ο ατομοκεντρισμός παίρνει την άγρια μορφή επιθετικού ξεθεμελιώματος κάθε ίχνους δυνατοτήτων για σχέσεις κοινωνίας – κυριαρχεί η «λογική» του εμπρηστή, «λογική» αυτεπιβεβαίωσης μέσω της άρνησης (δυνητικής εξόντωσης) του άλλου.
Από τις «οργανικότερες» εκφράσεις αυτής της εμπρηστικής υστερίας είναι για παράδειγμα το τηλεοπτικό θέαμα και ακρόαμα που το λέμε «Δελτία των Οκτώ», εκπομπές υποτίθεται πληροφόρησης στα ιδιωτικά κανάλια, κάθε βράδυ. Όπως υπάρχουν άτομα ψυχανώμαλα νεαρής ηλικίας που βγαίνουν στα γήπεδα ή στους δρόμους μόνο για να «χτυπηθούν», έτσι υπάρχει και ένας θλιβερός υπόκοσμος της δημοσιογραφίας και της πολιτικής που βγαίνει στα «Δελτία των Οκτώ» μόνο για να αλυχτήσει μένος και εμπάθεια για τους αντιπάλους των συμφερόντων του, κομματικούς κυρίως. Εκεί μπορεί κανείς απτά να ψηλαφήσει το πώς η πεισματική άρνηση των σχέσεων κοινωνίας συνεπιφέρει αυτόματα την πτώση στην κραυγαλέα αλογία, τη διάλυση και της γλώσσας ως κώδικα συν-εννόησης.
Οι εμπρηστές είναι απειλή για τη συλλογικότητα, ακόμη και την πιο συμβατικά συγκροτημένη, απειλή ζούγκλας: Ο άνθρωπος ο ανίκανος να σχετίζεται, να μοιράζεται, να κοινωνεί, ο κτηνωδώς ατομοκεντρικός και υποταγμένος στα ορμέμφυτα ανέραστος άνθρωπος, λειτουργεί σαν καταλύτης μεταλλαγών, εκθηριώνει τη συνύπαρξη, πνίγει την ανάσα των συνανθρώπων του – σωστός εμπρηστής. Και η αντίσταση στους εμπρηστές, αντίσταση στη ζούγκλα και στην απανθρωπία, είναι πρόβλημα πολιτικό, όχι πρόβλημα ηθικοπαιδαγωγίας.
Αν δεν αστυνομευθεί κάθε σπιθαμή δασικής και πρώην δασικής (τώρα πυρπολημένης) έκτασης, η ασφυξία στις μεγαλουπόλεις θα μετριέται με νεκρούς σε ραγδαία συνεχώς υπεραύξηση. Αν δεν ελέγχεται με κοινωνικούς θεσμούς η κτηνώδης απληστία και κερδοσκοπία, ο βασανισμός του βίου θα είναι σωστή αναπηρία, καταθλιπτική καταδίκη.