Πρωτοδιοριζόμενος καθηγητής Μαθηματικών φτάνει στο Γυμνάσιο επαρχιακής πόλης. Σεπτέμβρης μήνας (πέρυσι) και πρώτη δουλειά που του αναθέτει ο γυμνασιάρχης είναι να εξετάσει τους μετεξεταστέους της προηγούμενης σχολικής χρονιάς. Σε μιαν αίθουσα βρίσκει να περιμένουν δεκαπέντε περίπου μαθητές. Αρχίζει ο καθηγητής να υποβάλει ερωτήσεις και η απάντηση από κάθε παιδί: «δεν ξέρω». Υποχωρεί σταδιακά σε όλο και ευκολότερα θέματα, φτάνει στα στοιχειώδη των πράξεων της αριθμητικής, όμως η απάντηση όλων σταθερή και άφοβη: «δεν ξέρω». Έκδηλη η αμηχανία του καθηγητή, οπότε οι μαθητές τον κατατοπίζουν: «Θα μας δώσετε γραπτές ερωτήσεις και θα μας γράψετε στον πίνακα τις απαντήσεις, έτσι γίνεται πάντοτε». Καταφεύγει ο δυστυχής πρωτάρης στον γυμνασιάρχη, ο οποίος και επαληθεύει τα παιδιά: «Ναι, σιωπηρά έτσι γίνεται, είναι προφορική εντολή του υπουργείου»!
Σιωπηλά, αλλά μεθοδικά και έγκαιρα (στη σχολική εκπαίδευση) εξαλείφεται από τις προσλαμβάνουσες του Έλληνα κάθε δεοντολογία, κάθε λειτουργία κανονιστικών αρχών. Είκοσι έξι χρόνια τώρα – από τη σημαδιακή «Δεκαοχτώ Οχτώβρη» του 1981. Παγιώνεται αυτονόητα στις συνειδήσεις ότι η κρίση, η αξιολόγηση, η διάκριση ποιοτήτων σημαίνουν «σκοταδισμό» και «συντήρηση», ο λειτουργικός έλεγχος και οι πειθαρχικές συνέπειες είναι περίπου φασιστική πολιτική. «Εκδημοκρατισμός» και «προοδευτικές κατακτήσεις» μεταφράζονται σε βεβαιότητα πως «όλα επιτρέπονται».
Έτσι, στην Ελλάδα σήμερα οι άνθρωποι που με δόλια νομοθετήματα «αποχαρακτήρισαν» εκατοντάδες χιλιάδες στρεμμάτων δάσους και τα παρέδωσαν στους οικοπεδοφάγους, μπορούν με κάθε άνεση να εμφανίζονται σε τηλεοπτικά «παράθυρα» και να μαίνονται για την τωρινή κυβέρνηση που ολιγώρησε στην προστασία των δασών! Ο τηλεθεατής δεν θα οργιστεί, γιατί δεν καταλαβαίνει τη θρασύτατη αναίδεια, δεν μπορεί να την κρίνει, έχει χάσει (όπως και ο μετεξεταστέος στο σχολείο) την ικανότητα της ηθικής αποτίμησης μιας πράξης. Αναίσχυντα λοιπόν παραμένουν στον δημόσιο βίο και ακκίζονται ως τιμητές «καταστροφικών πολιτικών λαθών» των αντιπάλων τους πολιτικοί, υπόλογοι για πραγματικά κοινωνικά κακουργήματα.
Δύσκολα αιτιολογείται τέτοια λαϊκή ανοχή στην αναίδεια σαν άμβλυνση της μνήμης ενός ολόκληρου λαού, αυτοματική ή συμπτωματική. Το περιστατικό των μετεξεταστέων μαθητών έχει αναρίθμητα ανάλογα σε κάθε πτυχή ή πλοκάμι του κρατικού πολύποδα, λειτουργεί σαν μοντέλο συμπεριφοράς, διαμορφώνει μεθοδικά συνειδήσεις. Στα είκοσι έξι χρόνια της σοσιαλεπώνυμης λοιμικής και της «νεοδημοκρατικής» ληθαργικής αφασίας παγιώθηκε μεθοδικά ως αυτονόητη πρακτική η παραίτηση από κάθε λειτουργία κρίσης, αξιολόγησης, απόδοσης ευθυνών, ελέγχου της συνέπειας. Με αποτέλεσμα, καμιά καταγγελία, οσοδήποτε τεκμηριωμένη, να μην επηρεάζει αρνητικά τους ψηφοφόρους.
Οι Ελλαδίτες ψηφοφόροι δίνουν, δίχως ενδοιασμό, σταυρό προτίμησης στους πολιτικούς αυτουργούς της ληστείας του Χρηματιστηρίου του 1999. Σταυρό προτίμησης στους πολιτικά υπεύθυνους για το έγκλημα του «Σαμίνα». Επιβραβεύουν με την ψήφο τους τούς υπαίτιους της αισχύνης για τη νύχτα των Υμίων, για την πανικόβλητη υπαναχώρηση στην περίπτωση των πυραύλων S300, τους αυτουργούς της προδοσίας του Οτζαλάν (συγκλονιστικό και αδιάσειστα τεκμηριωμένο το βιβλίο του Σάββα Καλεντερίδη «Παράδοση Οτζαλάν - Η ώρα της αλήθειας», μαρτυρία που θα έπρεπε να έχει εξαφανίσει από το πολιτικό προσκήνιο τους καταγγελλόμενους).
Δεν οργίζεται πια ο Έλληνας, δεν έχει αντανακλαστικά αντίδρασης στη θρασύτατη αναίδεια. Τον έχει ευνουχίσει το μοντέλο προαγωγής των μετεξεταστέων, δεν ξέρει πια τι θα πει κριτική αποτίμηση, έλεγχος, αξιολόγηση, διάκριση ποιοτήτων. Ανέχεται τους πιο ανενδοίαστους προπαγανδιστές της «πλεκτάνης Ανάν» να βρίσκονται σήμερα στην ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και της ελληνικής διπλωματίας. Και να διαχειρίζεται ακόμα την παιδεία και καλλιέργεια της ελληνικής νεολαίας η υπέρμαχος υπουργός της κατ’ επιταγήν ιδεοληπτικών δογμάτων ιστοριογραφίας.
Δεν είναι από μεγαθυμία ανεκτικός με τους επαγγελματίες πολιτικούς ο Έλληνας – η μεγαθυμία θα ξεμύτιζε και σε άλλες εκφάνσεις κοινωνικής συμπεριφοράς. Μια συγκεκριμένη αποχαυνωτική δημαγωγία τον έχει καταστήσει επιπόλαια αυτοκαταστροφικό. Και τεκμηρίωση της πιστοποίησης παρέχουν οι πρωτιές τηλεθέασης μόνιμα καθηλωμένες στα κανάλια της άκριτης εμπάθειας, της ανέλεγκτης παραπληροφόρησης, της αμοραλιστικής αρχής ότι «όλα επιτρέπονται». Η ακρισία είναι σύνδρομο αυτοκαταστροφής.
Όταν σε μια κοινωνία υποβαθμίζεται (ή χάνεται) η λειτουργία των κριτικών αποτιμήσεων, σημαίνει ότι εξαλείφεται η λειτουργία της λογικής. Δηλαδή χάνεται η ελπίδα. Σε κοινωνία που παραλογίζεται, δεν υπάρχει ελπίδα συν-εννόησης, νόημα συνύπαρξης, κριτήρια εξισορρόπησης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Όταν ο πολιτικός που οικοπεδοποιεί το δάσος και νομιμοποιεί τα αυθαίρετα δεν γίνεται αυτονόητα κατάπτυστος, τότε αποκλείεται να βρεθεί ποτέ και να τιμωρηθεί ο φυσικός αυτουργός του εμπρησμού. Και όταν στη Βουλή χειροκροτείται ο ελλειμματικός μεν αλλά αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης για το χυδαίο «δεν έχετε τσίπα»! που απευθύνει στον πρωθυπουργό, τότε γίνεται προφανές γιατί η κοινοβουλευτική φενάκη ανέχεται τον αγοραίο λαϊκισμό, ενώ αποκλείει, με κοινή συναίνεση, την κυριολεκτική χρήση της λέξης «προδοσία» – την κρίση (αποτίμηση) του ενδεχομένου.
Το αμέσως προκείμενο: Ο πρωθυπουργός ζητάει από τον λαό να του χαρίσει και δεύτερη τετραετία «για να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις» του. Είναι αρκούντως ευφυής ώστε να ξέρει το προφανές για τους νουνεχείς. Ότι εφόσον δεν τόλμησε να ξεκινήσει από τη μεταρρύθμιση της χαριστικής προαγωγής των μετεξεταστέων (σε κάθε τομέα του δημόσιου βίου) οι μεταρρυθμιστικές του επαγγελίες εισπράττονται μόνο ως τεχνάσματα εντυπωσιασμού. Το μοντέλο προαγωγής των μετεξεταστέων επιτρέπει να μιλάει για μεταρρυθμίσεις πρωθυπουργός που δεν τόλμησε έστω έναν κυβερνητικό ανασχηματισμό: Παρέμεινε δέσμιος παλαιοκομματικών εξαρτήσεων, με υπουργούς και επιτελείς κραυγαλέας ανεπάρκειας, συχνά κωμικοτραγικής.
Δίνει την εικόνα μετεξεταστέου, που χωρίς να έχει προσπαθήσει για λύσεις των στοιχειωδέστερων προβλημάτων, ζητάει να περάσει χαριστικά σε δεύτερη τετραετία. Πάντως, αν και εθελόκωφος, χρόνο για να αλλάξει την εικόνα του έχει.