Ἐπανερχόμαστε στὴ δημοσίευση ἀποσπασμάτων ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Χρήστου Μαλεβίτση. Τὸ δοκίμιο ποὺ ἀκολουθεῖ περιλαμβάνεται στὸ βιβλίο "Περὶ τοῦ Τραγικοῦ", ἐκδόσεις Εὐθύνη, 1986. Σημείωση: κοπετός= θρήνος, ὀδυρμός. ΘΔΓ
Λίγες φράσεις ἔχουν
πυκνώσει τὴν τραγικὴ οὐσία τῆς ὑπάρξεως τόσο, ὅσο αὐτὴ τοῦ Ἰησοῦ τῶν
μακαρισμῶν: «Ἀρκετὸν τῇ
ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς». Κατοπτρίζει
τὴν πλέον κρίσιμη στιγμὴ τῆς τραγικῆς συνειδητοποιήσεως, καὶ μάλιστα στὴ γνήσια
διάστασή της, ποὺ εἶναι ἡ διαψευσμένη χρονικότητα. Διότι ἡ τραγωδία τελεῖται
μόνο στὸν πεπληρωμένο χρόνο. Ἡ τραγωδία εἶναι χρόνος, ὄχι ὁ μαθηματικός, ἀλλὰ ὁ
ὑπαρξιακός. Ἡ «ἡμέρα» εἶναι ὁ χρόνος. Ἡ
«κακία» εἶναι τὸ τελικὸ κατάλοιπο τοῦ χρόνου καὶ τὸ «ἀρκετόν» εἶναι ἡ ἀπόφαση
τῆς ὑπάρξεως νὰ τελειώνει καὶ μὲ τὸν χρόνο καὶ μὲ τὴν κακία του. Ἄρα καὶ τὸ
«ἀρκετόν» εἶναι χρόνος, ἀλλὰ χρόνος ὁριακός. Πέραν τοῦ ὁποίου ὅλα
τροποποιοῦνται - γιὰ τὸ μηδὲν ἢ γιὰ τὸ ἄπειρο. Ἕνα ἀπονενοημένο ἅλμα πρὸς τὴν ἀμφίσημη αἰωνιότητα.
Τὸ τραγικὸ δὲν ἔγκειται
οὔτε στὴν «ἡμέρα», οὔτε στὴν «κακία». Τὸ τραγικὸ ἔγκειται στὸ «ἀρκετόν».Διότι
ἐδῶ ὑπάρχει ἡ τραγική συνειδητοποίηση, καὶ ἀπὸ ἐδῶ μόνο ξεκινοῦν ὅλες οἱ δυνατότητες ποὺ δίνονται στὸν
ἄνθρωπο, ἂν εἶναι νὰ ὑπερβεῖ τὸν πικρὸ κύκλο τῶν ἡμερῶν, ποὺ κομίζουν τὸ
κακὸ ποταμηδόν. Ὁ ἴδιος ὁ χρόνος εἶναι ἀτελεύτητος - ἡ χωρὶς νόημα ἐπέκτασή του
πρὸς τὴν ἔρημο τοῦ ὑπάρχοντος. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἀτελεύτητος χρόνος ἔχει τελευτή, ὅταν
περισέψει τὸ κακὸ ποὺ κομίζει. Τὸ «ἀρκετόν» εἶναι τὸ τελευταῖο του ὅριο. Δὲν
φτάνει κανεὶς σ’ αὐτὸ τὸ ὅριο εὔκολα. Γιὰ νὰ γίνει ὁ χρόνος τραγικὸς δὲν ἀρκεῖ
ὁ χρόνος ὁ ἀτομικός· πρέπει νὰ φτάσει στὴν τραγική του μεταστοιχείωση ὁ
ἱστορικὸς χρόνος, ὁ πολὺς χρόνος τῆς ἱστορικῆς κοινότητας τῶν ὑπάρξεων.
Ἤδη σημειώνεται ἕνα τέτοιο
τραγικὸ ὡρίμασμα στὸν Ἐκκλησιαστὴ τῆς Ἰσραηλινῆς κοινότητας. Ἀλλὰ δὲν ἔφτασε
στὸ ἔσχατο ὅριο τοῦ «ἀρκετόν». Στὸν Ἐκκλησιαστή, ὁ χρόνος ἀπὸ γραμμικὸς ἔγινε
κυκλικός. Ὡστόσο, δὲν ἔπαψε νὰ παραμένει ἀτελεύτητος. Μόνο ποὺ ἔχει ποιοτικοὺς
προσδιορισμούς. Αὐτοὶ κατοπτρίζουν τὸ δράμα τοῦ ὑπάρχειν στὸν χρόνο, τὸ ὁποῖο
μὲ τὴ σειρά του μετασχηματίζεται σὲ εὐτυχία: «Καιρὸς τοῦ τεκεῖν καὶ καιρὸς τοῦ ἀποθανεῖν, καιρὸς τοῦ φυτεῦσαι καὶ
καιρὸς τοῦ ἐκτῖλαι». Ἐδῶ πρόκειται περισσότερο για «σοφία» παρὰ γιὰ
τραγωδία. Διότι ἁπλῶς διαπιστώνεται ἡ ἀτέρμονη σπειροειδὴς διαδοχὴ τοῦ καλοῦ
ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ τοῦ κακοῦ ἀπὸ τὸ καλό: «Καιρὸς
τοῦ κλαῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ γελάσαι, καιρὸς τοῦ κόψασθαι καὶ καιρὸς τοῦ
ὀρχήσασθαι». Ὁ χρόνος τοῦ σοφοῦ ποτὲ δὲν φθάνει στὴ στιγμὴ τὴν χωρὶς διέξοδο,
ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν χρόνο τῆς τραγικῆς συνειδήσεως. Καὶ τέτοια εἶναι ἡ
συνείδηση τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία κατοπτρίζει τὴ συνείδηση τοῦ χρονικοῦ
ἀδιεξόδου ὁλόκληρης τῆς ἀρχαιότητας, ποὺ στὶς ἡμέρες της εἶχε σωριαστεῖ σὲ
ἐρείπια, μὲ διαψευσμένους τοὺς πολιτισμοὺς ὁλοκλήρου τῆς ἀνατολικῆς λεκάνης τῆς
Μεσογείου. Ὅπου πλέον ὁ ἄνθρωπος ὥριμος ἀπὸ τοὺς πολιτισμοὺς τῶν χιλιετιῶν ποὺ
προηγήθηκαν καὶ γυμνὸς ἀπὸ τὴν κατάρρευσή τους, παρέμεινε κατάμονος μέσα στὴν
ἐρημία τοῦ ἀπειλητικοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ μόνο στὴν Καινὴ Διαθήκη «ὁ καιρὸς
ἤγγικε», «πεπλήρωται» καὶ εἶναι «συνεσταλμένος». Ὥσπου φθάνει ἡ στιγμὴ τῆς
ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸν χρόνο, μὲ τὸ «ἀρκετόν».
Στὸν Ἐκκλησιαστὴ μποροῦμε
νὰ ὀρχηθοῦμε μετὰ τὸν κοπετό. Πράγματι, ὁ σοφὸς παρατηρεῖ πὼς ἔτσι συμβαίνει στὴ
«ζωή». Ὅμως μήπως τοῦτο μαρτυρεῖ τὴν ἐλαφρότητα τῆς «ζωῆς»; Ἡ ἀφέλεια εἶναι
εὐλογημένη, προκειμένου ἡ ζωὴ νὰ συνεχίζει τὴν ὕπαρξή της, ἐπάνω σὲ τούτη τὴ
μυστηριακὴ φλούδα τῆς ὑπάρξεως. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει καὶ τὴν ἔσχατη δικαίωση
τῆς ὑπάρξεως. Ἡ ψυχὴ φτάνει στὸ τέλος σὲ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο «σοβαρότητας» ὅπου
δὲν μπορεῖ νὰ ὀρχηθεῖ μετὰ τὸν κοπετό, δὲν τὸ καταδέχεται, δὲν συνάδει πρὸς τὴν
ὑψηλὴ ἀξιοπρέπεια ποὺ τῆς προσέδωσε ὁ κοπετός. Τὸ κακὸ συμβαίνει καὶ φεύγει γιὰ
τὸν σοφό. Ὅμως γιὰ τὴν τραγικὴ συνείδηση
ἀπὸ τότε ποὺ τὸ κακὸ θὰ συμβεῖ ποτὲ
δὲν φεύγει. Γι’ αυτὸ καὶ ποτὲ δὲν παραχωρεῖ τὴ θέση του στὴν ὄρχηση. Διότι
τὸ κακὸ σὰν νοηθεῖ στὴν ἀποκαλυπτικότητά του, τροποποιεῖ ἔρριζα τὴν ὕπαρξη. Μὲ τὸ κακὸ ἡ ὕπαρξη γίνεται ἄλλη - γίνεται
διὰ παντὸς τραγικὴ εἴδηση τοῦ ὑπάρχειν. Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ ριζικοῦ κακοῦ
προκύπτει βεβαίως μιὰ ἄλλη παιδεία, μιὰ ἄλλη «σοφία». Μόνο ποὺ δὲν μένει κανεὶς
σὲ τούτη τὴν παιδεία, ἀσκώντας τὸ λειτούργημα τοῦ σοφοῦ. Καὶ ἡ παιδεία, καὶ ἡ
σοφία εἶναι γιὰ τὸν κόσμο τοῦτο. Ὅμως τὸ ριζικὸ κακὸ ἔχει ἤδη ἀκυρώσει συθέμελα
τὸν κόσμο τοῦτο. Καὶ ἡ τραγικὴ ὕπαρξη ὠθεῖται πρὸς τὴν ἔξοδο, πρὸς τὴν ἀπάρνηση·
ἀρκετὸ τὸ κακὸ στὴν ἡμέρα τούτη. Ἂν προσθέσουμε καὶ ἄλλο χρόνο, προσθέτουμε καὶ
ἄλλο κακό. Δὲν ἔχουμε νὰ ἐλπίζουμε σὲ τίποτε διαφορετικό.
Ἂν κανεὶς δὲν τὸ νοεῖ τὸ πράγμα ἔτσι, ἁπλῶς δὲν ἔχει
φθάσει στὰ ὅριά του. Ἡ ζωὴ στὴ βιολογική της ἐκδοχὴ στέκεται πάντοτε στὴ μέση.
Ἡ ὕπαρξη στὴν πνευματική της ἐκδοχὴ προσκρούει πάντοτε στὰ ὅριά της. Ἡ ζωὴ
γεννάει τὴν χαρὰ καὶ ἡ ὕπαρξη γεννάει τὴν ἀγωνία. Διότι ἀγωνία πρὸ τοῦ
κακοῦ σημαίνει ὅτι τὸ κακὸ δὲν νοεῖται ποσοτικά, ἀλλὰ ποιοτικά. Γιὰ τὴν ὕπαρξη
τὸ κακὸ δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὴν λογιστικὴ ζημία, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντιλογισθεῖ μὲ τὸ
ἑπόμενο κέρδος, ἀλλὰ εἶναι ἡ διάνοιξη τοῦ μηδενός, ποὺ μέσα του κινδυνεύει νὰ καντοποντισθεῖ
τὸ ἐπώνυμο πρόσωπο, τὸ ἀπαρομοίαστο, τὸ ἀναντικατάστατο. Τὸ πρόσωπο, ποὺ εἶναι
ἡ μόνη μαρτυρία τοῦ πνεύματος στὸν κόσμο τοῦτο, ποὺ μόνο δι’ αὐτοῦ ὑπάρχει ὁ
κόσμος καὶ ὁ Θεός, ἀφανίζεται ἀπὸ τὸ μηδενοποιὸ κακό. Τὸ ρεῦμα τοῦ χρόνου
φέρνει αὐτοὺς τοὺς ἀφανισμοὺς σωρηδόν. Ὁ ἀφανισμὸς τῶν ψυχῶν μέσα ἀπὸ τὴν
ὀδύνη, ἀπὸ τὸν βασανισμό, ἀπὸ τὸ θάνατο. Μὲ τί νὰ ἀντιζυγισθεῖ τοῦτο τὸ κακὸ
τῶν ἡμερῶν, ἂν εἶναι νὰ διατηρήσουμε τὴν πνευματική μας ἀξιοπρέπεια; Ἢ νὰ τὸ
λησμονήσουμε καὶ νὰ ἀναγγείλουμε τὸν καιρὸ τῆς ὀρχήσεως; Δὲν μποροῦμε πλέον νὰ
τὸ λησμονήσουμε, διότι μᾶς ἔχει ὡριμάσει ὁ πολὺς χρόνος. Ὁ πολὺς ἱστορικὸς
χρόνος εἶναι πλέον ἡ τραγωδία μας. Ὁ ὀλίγος χρόνος εἶναι τὸ καλό. Ὁ πολὺς
χρόνος εἶναι τὸ κακό. «Ἀρκετόν».
Ὁ ὀλίγος χρόνος εἶναι τὸ
καλὸ ἐπειδὴ φέρνει τὴν προσδοκία τῆς αἰωνιότητας. Ὁ πολὺς χρόνος εἶναι τὸ κακὸ
ἐπειδὴ ἐπιμένει νὰ μὴν ἀναιρεῖται σὲ αἰωνιότητα. Ὁπότε ἡ πνευματικὴ δημιουργία
σύρεται πρὸς τὴ δίνη τοῦ κακοῦ χρονικοῦ ἀπείρου, ὅπου ἀφανίζεται κάθε νόημα.
Καὶ τότε ἐγείτεται ἡ προτροπή: «ἀρκετόν».