24/12/06

Έρως και Θάνατος - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Δεν είναι η σωστή μέρα ούτε ο σωστός τόπος για να κριθεί η επίσκεψη του αρχιεπισκόπου Αθηνών στον πάπα Ρώμης, παραμονές της Γιορτής των Χριστουγέννων. Να μην λείψει, ωστόσο, κάποιο ίχνος λόγου, λόγου οδύνης, για μια τόσο εμφατική καπηλεία και διαστροφή του εκκλησιαστικού γεγονότος. Σε παραμονές πανηγύρεως που ίσως ακόμα απηχεί ψηλάφηση ζωτικής ελπίδας των ελαχίστων.

Όσοι επιμένουν στο άθλημα εμπειρικών ανιχνεύσεων αυτής της ελπίδας, να ξέρουν: η συγκεκριμένη συνεύρεση αρχιεπισκόπου και πάπα δεν έχει τίποτα να κάνει με τη δική τους αναζήτηση. Οι αμοιβαίες προσφωνήσεις, το κοινό κείμενο, οι ασπασμοί, τα δώρα, είναι συμπτώματα άσχετα και ασύμβατα με το εκκλησιαστικό άθλημα, μηχανεύματα εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων, φτηνές απομιμήσεις στρατηγημάτων της πολιτικής. Κάθε έμπειρος της μεταφυσικής αναζήτησης, έντιμος συναθλητής στην κοινωνία της εμπειρίας που συνιστά την Εκκλησία, θα ντρεπόταν να παίξει στο διεθνές προσκήνιο τόσο ευτελισμένους ρόλους.

Δύσκολο και πολύ οδυνηρό να βλέπει ένα παιδί τον πατέρα του ανυποψίαστο ή ανάξιο για τη χαρά και την ευθύνη της πατρότητας. Λυπόμαστε έναν τέτοιο πατέρα, δεν τον πολεμάμε. Ανάλογα ακριβώς θλιβόμαστε για τα λόγια και τα καμώματα λειτουργών του εκκλησιαστικού γεγονότος ανυποψίαστων για το λειτούργημά τους. Ανάγκη μόνο να ορίσουμε τη διαστροφή ή την καπηλεία, να την ξεχωρίσουμε από τα ζητούμενα των ζωτικών προσδοκιών μας.

Ίδια ανάγκη και με τη Γιορτή: Να ξεχωρίσουμε, σαν στοιχειωδώς έντιμοι άνθρωποι, τι ακριβώς «γιορτάζουμε» τα Χριστούγεννα. Την ηδονή της αργίας, της ανάπαυλας από το μεροδούλι; Τα ξεχωριστά εδέσματα, τα πατροπαράδοτα, και το ποτό; Την επιδερμική ευεξία που χαρίζουν τα δώρα; Την τεχνητή (και παιδαριωδώς ανακυκλούμενη) «ατμόσφαιρα» με τον διάκοσμο των δρόμων και των μαγαζιών, τα τυποποιημένα τραγούδια της δήθεν γιορτινής χαράς; Τουλάχιστον, έστω και με το μυαλό μας μόνο, να τα ξεχωρίσουμε όλα αυτά από την πραγματική αιτία που μπορεί να γεννήσει μέσα στον άνθρωπο την έκρηξη της χαράς. Την αιτία που κάνει τον άνθρωπο να θέλει να γιορτάσει – να τραγουδήσει, να χορέψει, να παίξει σαν μικρό παιδί, να πει τη χαρά του με όλες τις δυνατότητες έκφρασης που διαθέτει.

Όχι να κάνει κέφι, αλλά να δηλώσει χαρά, εκείνο το είδος της χαράς που αλλάζει τη ζωή σε Γιορτή. Και αυτή η χαρά, στην εκκλησιαστική Γιορτή των Χριστουγέννων, γεννιέται μόνο με την ψηλάφηση εμπειρικής ελπίδας να είναι ο θάνατος κατώφλι ερωτικής συνάντησης ελεύθερης από χρόνο, χώρο και φθορά. Με εραστή «μανικώτατον», υπαρκτικά ελεύθερον να νηπιάζει στη φάτνη, ενώ ταυτόχρονα παραμένει η ασύλληπτη Αιτιώδης Αρχή της ύπαρξης και των υπαρκτών. Πέρα από προκαθορισμούς φύσης και αναγκαιότητας «τον περί ημάς αυτού παρίστησιν έρωτα».

Ποιό ευ-αγγέλιο Γιορτής ευαγγελίστηκαν από τη Ρώμη οι θλιβεροί δεσμώτες των εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων ή των ναρκισσιστικών εκζητήσεων της διεθνούς δημοσιότητας; Μα, ακριβώς ό,τι ευαγγελίζεται αυτές τις μέρες σαν Γιορτή Χριστουγέννων και η εμπορεύσιμη προτεραιότητα των ενστίκτων ατομοκεντρικής αυτασφάλισης: Οι έμποροι κολακεύουν την καταναλωτική αδηφαγία, την αυταρέσκεια, την ηδονοθηρεία του βιολογικού ατόμου. Αρχιεπίσκοπος και πάπας πόνταραν αντίστοιχα στην εγωκεντρική θωράκιση που υπόσχονται η «προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων», οι «αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού» – τις οποίες έσπευσαν και να μεταφράσουν (ρεαλιστικότατα) σε «θεμέλια της ευημερίας των κοινωνιών μας». Μίλησαν για τα προβλήματα (άκρως ενοχλητικά της ευημερίας μας) «εκ της μετακινήσεως χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών ποικίλης προελεύσεως», για τους «κινδύνους εκ του θρησκευτικού φανατισμού» (κινδύνους υπονόμευσης των κοσμικών πλεονεκτημάτων εξουσίας των δύο συνομιλητών).
Παιδαριώδεις κοινοτοπίες χιλιοφθαρμένες στα χείλη πολιτικάντηδων και «επικοινωνιολόγων». Και επαναλήφθηκαν από τους αυτοσυστηνόμενους ως «χριστιανούς ηγέτες» που έσπευσαν μάλιστα να διευκρινίσουν ότι η ηγεσία τους είναι σαφώς «εκ του κόσμου τούτου»: είναι «θρησκευτικοί ηγέτες», διαχειρίζονται την ενστικτώδη ανάγκη του φυσικού ανθρώπου για θρησκεία – δεν έχουν σχέση με το εκκλησιαστικό γεγονός, το κοινόν άθλημα ελευθερίας από τη δουλεία στις αναγκαιότητες των όρων της φύσης. Γι’ αυτό και κάλεσαν από τη Ρώμη τους ομοτέχνους τους, «το σύνολο των θρησκευτικών ηγετών», σε τι ακριβώς; Μα στο επιτασσόμενο από τη Νέα Τάξη καλαμπούρι του «Διαθρησκειακού Διαλόγου»: «να εργασθώσι διά την δημιουργίαν μιας κοινωνίας ειρήνης και αδελφότητος μεταξύ προσώπων και λαών»!

Ντροπή και οδύνη. Η συνάντηση της Ρώμης πραγματικά αμαυρώνει τη χαρά της Γιορτής. Να περιμένεις μαρτυρία για τον θάνατο που «πατείται θανάτω», για τη Ενανθρώπιση (τα Χριστούγεννα) που αγγέλλει θρίαμβο υπαρκτικής ελευθερίας. Και να ακούς από τους φερόμενους ως επισκόπους και ηγουμένους σώματος ευχαριστιακού τοπικής ο καθένας Εκκλησίας (Ρώμης και Αθηνών) μωρολογίες που υποβιβάζουν μια πανανθρώπινη ελπίδα σε εφαλτήριο ευτελισμένων φιλοδοξιών. Τουλάχιστον ο Ρώμης έχει πίσω του αιώνες εθισμών σε «αέρα» κοσμικής ηγεμονίας, αντανακλαστικών φεουδαρχικής επιβλητικότητας, με όλα τα λιλιά και τα ξόμπλια που συνοδεύουν την υπεραναπλήρωση κάθε (και του μεσαιωνικού) επαρχιωτισμού. Τι του πρόσφερε ο έστω και ευκαιριακός συναγελασμός με την επαρχιωτίλα της εξ Αθηνών καταγέλαστης εξουσιολαγνείας; Τουλάχιστον τα βατικάνεια επιτελεία δεν γνωρίζουν ποιο γόητρο διαθέτει στην ελληνική κοινωνία ο άρχων του θιάσου Γιοσάκη - Βαβύλη - Κουλουσούσα;

Οδύνη ανυπόφορη ένας πατέρας ανυποψίαστος ή ανάξιος για τη χαρά και την ευθύνη της πατρότητας, ένας επίσκοπος σώματος εκκλησιαστικού μεταλλαγμένος σε θρησκευτικό ηγέτη, σε ζήτουλα κοσμικής προβολής και δημοσιότητας. Όσοι επιμένουν στο άθλημα εμπειρικών ανιχνεύσεων ζωτικής ελπίδας, όσοι διψάνε γιορτή και όχι καραγκιοζιλίκια, να οπλιστούν με ασυμβίβαστο πείσμα: Σε κάθε βήμα τους παραμονεύει η απάτη, η αλλοτρίωση του πραγματικού σε φαντασιώδες ιδεολόγημα, ψυχολόγημα.

Στοχοθετημένο πείσμα. Κάνει να «λάμπει μέσα μας κείνο που αγνοούμε», να ανατέλλει το φως το της γνώσεως. Και τότε όλα είναι δυνατά: η παρθένος τίκτει, ουσιούται ο υπερούσιος, η γη το σπήλαιο στον απρόσιτο προσάγει. Άγγελοι συμψάλλουν με ποιμένες, μάγοι έχουν συνοδοιπόρο ένα αστέρι. Ολα έχουν νόημα, αν η γνώση είναι ερωτική εμπειρία.

«Η Καθημερινή», 24/12/2006

17/12/06

Ιδιωφελή παράδοξα και φοβίες - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Υπάρχει μια μερίδα ελληνώνυμων και ελληνόφωνων (ή περίπου) συμπολιτών μας που αντιλαμβάνονται την ελληνική κοινωνία με όρους σαφώς τριτοκοσμικούς: Χωρίς ιστορία, χωρίς παράδοση (συνέχεια της πείρας που μεταγγίζεται από γενιά σε γενιά), χωρίς ιδιαιτερότητα συμβολής στον πολιτισμό. Προσδιορίζουν τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας με μέτρα ενστικτωδών απαιτήσεων αυτοσυντήρησης και ηδονής, μέτρα μόνο οικονομικά, λογαριάζουν σαν ποιότητα ζωής την καταναλωτική αποκλειστικά, ευχέρεια.

Για τη μερίδα αυτή των συμπολιτών μας, η οργανωμένη σε κράτος ελληνική συλλογικότητα σήμερα δεν δικαιολογείται να προβάλλει στον διεθνή στίβο απαιτήσεις διαφοράς από νεόφυτα κράτη της αφρικανικής ηπείρου. Οι τριτοκοσμικές επιδόσεις οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους των σημερινών Ελλήνων, η οικονομική του υπανάπτυξη και η πολεμική του ανισχυρία δεν του επιτρέπουν αξιώσεις αξιοπρέπειας, υπεράσπισης των δικαίων του στις διεθνείς σχέσεις.

Θα εξασφαλίζει οφέλη το ανεπίδεκτο εξυγίανσης κράτος μας μόνο αν, πειθήνια και χωρίς πατριωτικές εξυπνάδες, υπηρετεί τα συμφέροντα άλλων, ισχυρών κρατών και, κυρίως (σήμερα), της μοναδικής στον πλανήτη Υπερδύναμης.

Έχει δίκιο, σε μεγάλο βαθμό, αυτή η μερίδα των απλών ελληνώνυμων και περίπου ελληνόφωνων συμπολιτών μας. Πραγματικά η ελληνική κοινωνία, στη συντριπτική της πλειονότητα, διατηρεί συναισθηματική μόνο, ρητορική σχέση με την ιστορία, την παράδοση, τον πολιτισμό των κάποτε Ελλήνων. Το επίπεδο δημόσιας γλωσσικής εκφραστικής (πολιτικών, τηλεόρασης, ραδιοφώνου, εφημερίδων) αγγίζει συχνά τα όρια πρωτογονισμού. Πραγματικά ο πολιτισμός μας είναι «πολιτισμός του φραπέ» και η ποιότητα της ζωής μετριέται με μέτρα χυδαίου καταναλωτισμού, ασχημονέστατου νεοπλουτισμού.

Σίγουρα, στην οργάνωση του οικιστικού περιβάλλοντος, στη λειτουργική αποδοτικότητα της κρατικής μηχανής, στις επιδόσεις δημιουργικής παραγωγικότητας του λαού, στην εξηλιθίωση των μαζών από τον κρατικά θεσμοποιημένο τζόγο και «φιλαθλητισμό», σε όλα αυτά (και σε πάμπολλα ακόμη) το σημερινό κράτος των Ελλήνων δεν διαφέρει από τα πιο υποβαθμισμένα, νεόφυτα κρατικά σχήματα του Τρίτου Κόσμου. Σε επίπεδο πολιτικής διαφθοράς η Ελλάδα είναι στην ίδια θέση με τη Βολιβία, το Καμερούν και την Ταϊβάν, σε επίπεδο χρηματισμού λειτουργών του Δημοσίου στην ίδια θέση με το Κογκό Μπραζαβίλ, την Ινδονησία, τη Νιγηρία («Καθημερινή» 8-12-2006).

Όμως, συμβαίνει κάτι πολύ παράδοξο με τους συμπολίτες μας τους παραιτημένους από αξιώσεις ελληνικής ιδιαιτερότητας: Μόλις τους δώσεις δίκιο για τον τρόπο που βλέπουν την ελληνική κοινωνία σήμερα, εξεγείρονται αμέσως επιθετικά, διαμαρτύρονται, σου καταλογίζουν απαισιοδοξία, γκρίνια, καταστροφολογία. Αντιτάσσουν σωρεία επιχειρημάτων για να υποστηρίξουν την «πρόοδο» και τα επιτεύγματα της ελληνικής κοινωνίας στα τελευταία χρόνια. Έχουμε κατά κεφαλήν εισόδημα ασύγκριτα υψηλότερο από όλους τους βαλκανικούς μας γείτονες, πετύχαμε να γίνει η χώρα μας μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι διπλωματικός μας θρίαμβος η ένταξη και της Κύπρου στη «λέσχη» των προνομιούχων της Ευρώπης. (Η σύγκριση των επιτευγμάτων γίνεται πάντοτε με τις βαλκανικές χώρες, ποτέ με τις αναλογικά συγγενέστερες: Πορτογαλία, Ιρλανδία, Φινλανδία).

Πώς πρέπει άραγε να ερμηνευθεί αυτή η παραδοξότητα συμπεριφοράς των συγκεκριμένων συμπολιτών μας; Πιθανότερη ερμηνεία μοιάζει να είναι η στράτευση: αυτή συνήθως μπλοκάρει την κριτική σκέψη, αδιαφορεί για τις αντιφάσεις, οδηγεί σε ανορθόλογες παραδοξότητες. Στράτευση, όχι βέβαια σε ιδεολογίες (αυτές μας τέλειωσαν). Ίσως σε ιδιοτελέστατα συμφέροντα, ίσως σε ψυχολογικές εγκυστώσεις.
Πάντως, στην παράδοξη οπτική για την οποία μιλάμε, η τριτοκοσμική υπανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας σήμερα και καταφάσκεται μόνο για να αποδοθεί αποκλειστικά σε εκείνο το τμήμα της που επιμένει να ζητάει ιστορική αυτοσυνειδησία, πολιτιστική ιδιαιτερότητα, γλωσσική συνέχεια. Στο τμήμα της κοινωνίας που θέλει να γρηγορεί στην αναζήτηση «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, που διεκδικεί αξιοπρέπεια του ελληνικού ονόματος στις διεθνείς σχέσεις.

Αυτοί όλοι είναι η «συντήρηση», ο επάρατος «εθνικισμός», αυτοί που κρατάνε την Ελλάδα καθηλωμένη στην καθυστέρηση. Ενώ τα καταπληκτικά κατορθώματα των τελευταίων δεκαετιών τα πέτυχαν οι «κοσμοπολίτες» και «ολίγον λεβαντίνοι» υπουργοί Εξωτερικών, κάποιοι θαμώνες της λέσχης του Μπίλντεμπεργκ, κάποιοι «εξωστρεφείς» επιχειρηματίες. Όχι οι «σύγχρονοι μακεδονομάχοι», όχι όσοι απέρριψαν το Σχέδιο Ανάν, όχι όσοι σκιαμαχούν με μια «μυθική και ανύπαρκτη» δήλωση Κίσινγκερ που δήθεν απειλούσε τον πατριωτισμό των Ελλήνων.

Η προκλητική παραδοξότητα αυτής της ερμηνείας για τη συνεχιζόμενη υπανάπτυξη έγκειται στην αποφυγή ή στην αδυναμία της να εντοπίσει το τμήμα της ελληνικής κοινωνίας το ευθέως καταγγελλόμενο σαν υπαίτιο: Πού είναι αυτοί οι Έλληνες οι ενσαρκωτές της «συντήρησης», του «εθνικισμού», της «παραδοσιαρχίας»; Ποιοι είναι οι «θεματοφύλακες μιας μυθικής ελληνικής ψυχής» που ονειρεύονται ακόμα την Κόκκινη Μηλιά και βυσσοδομούν ενάντια στη φιλειρηνική δημοκρατική Τουρκία; Πώς ξεχωρίζουν από τον γενικό πολτό, ποια είναι η πολιτική τους έκφραση, ποιο κόμμα ψηφίζουν στις εκλογές, πώς συγκεκριμένα εκδηλώνεται η απειλή που αντιπροσωπεύουν για τον τόπο;

Όσοι καταγγέλλουν τον μπαμπούλα του «εθνικισμού» και της «συντήρησης» σαν αιτία της υπανάπτυξης και κάθε δυστυχίας των σημερινών Ελλήνων, είναι η μερίδα που εξουσιάζει τη χώρα, είκοσι πέντε χρόνια τώρα, με οποιοδήποτε καθεστώς: παπανδρεϊκό, μητσοτακικό, σημιτικό, μικροκαραμανλικό. Ελέγχει κάθε θεσμική έκφανση κοινωνικής παιδείας και πληροφόρησης, ασκεί μεθοδική ιδεολογική τρομοκρατία σπίλωσης, διασυρμού, περιθωριοποίησης των αντιφρονούντων. Είναι οι πιο καλοπληρωμένοι και προβεβλημένοι σε οποιονδήποτε κλάδο και αν βρίσκονται.

Και όμως ακόμα φοβούνται. Δεν έχουν πού να εντοπίσουν τους φόβους τους και κυνηγάνε φαντάσματα: Τις ρητορικές πατριωτικές κορώνες του αρχιεπισκόπου, που είναι μόνο δημοσιοσχετίστικος λαϊκισμός για ναρκισσιστική κατανάλωση. Ξορκίζουν (ακόμα) τα δύο συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, αρχές της δεκαετίας του ’90, εφήμερη έκρηξη λαϊκής τότε οργής για την ανυπόφορη ντροπή, τις ταπεινώσεις, τον εξευτελισμό της ιστορικής ταυτότητας των Ελλήνων. Μάχονται όλα αυτά τα χρόνια πανικόβλητοι (στρεβλώνοντας κείμενα και μεθοδεύοντας διαβολές ή εξοντωτικές ετικέτες) κάποιες ελάχιστες παρουσίες και γραφίδες που τολμάνε ακόμα να ψελλίζουν «εν τη ερήμω» τις κακόφημες λέξεις: ελληνική ετερότητα «νόημα» βίου, πρωτείο της ποιότητας.

Ας ηρεμήσουν, επιτέλους, οι εξουσιαστές μας. Αφού έχουν και το μαχαίρι και το πεπόνι, τι άλλο θέλουν;

«Η Καθημερινή», 17/12/2006

12/12/06

Το επιθυμητό και το εφικτό στην εξωτερική μας πολιτική - ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΠΑΘΕΜΕΛΗ

Θέλω να σχολιάσω τις θέσεις που διετύπωσαν για «το επιθυμητό και το εφικτό στην εξωτερική μας πολιτική» ο καθηγητής κ. Θ. Kουλουμπής («K» 5/3) και ο συνάδελφός του κ. Λ. Tσούκαλης («K» 12/3). Σχετικά με την αναφορά του δεύτερου σε τάχα «προσπάθεια πολλών να μονοπωλήσουν τον πατριωτισμό», όσο παρακολουθώ τα ελλαδικά δρώμενα της μεταπολιτεύσεως δεν γνωρίζω Eλληνες να αμφισβητούν τον πατριωτισμό Eλλήνων. Όλοι σε αυτόν τον τόπο είμαστε εξίσου πατριώτες. Όμως, γνωρίζω Eλληνες που αποδίδουν προς πάντα, ο οποίος μιλάει για πατρίδα τη ρετσινιά του «υπερπατριώτη». Έτσι, εμφανίζουν εκ προοιμίου τις αντίθετες απόψεις επιλήψιμες, παράλογες και γραφικές. O κ. Kουλουμπής ομιλεί για το τίμημα της ασυμβατότητας επιθυμητού - εφικτού. Φρονεί ότι το εκάστοτε εφικτό κατέστη ανέφικτο λόγω της δυσαρμονίας του με το επιθυμητό. Kαι χρεώνει σε αυτό όλα τα δεινά μας. Πρόκειται για υπεραπλούστευση, που άγει σε εξωπραγματικά συμπεράσματα.

Kατ’ αρχήν, λαοί που δεν έχουν εθνικές επιθυμίες, «επιθυμητό», δηλαδή όραμα, είναι καταδικασμένοι. «Mονάχα τα μεγάλα οράματα μπορούν να αντισταθμίσουν και να εξουδετερώσουν το σπέρμα της διάλυσης που ο λαός (...) φέρνει μέσα του» (Nτε Γκωλ). Tο «ποθούμενο» στην έκφραση Kοσμά του Aιτωλού έθρεψε τις γενιές των σκλαβωμένων Eλλήνων, τους κράτησε όρθιους σε αδιάκοπη εμπόλεμη κατάσταση με τον κατακτητή και τους επέτρεψε τελικά να επιβληθούν σε εκείνον και τις δυνάμεις, αποκτώντας μια πρώτη κρατική οντότητα (1827).

Tο «επιθυμητό» (=Mεγάλη Iδέα) τους συνείχε τον 19ο αι. και τους συνήγειρε στον Mακεδονικό Aγώνα και μετά το 1912. Aν στους αιώνες το «οὐ ποιήσομαι περί πλείονος τὸ ζῆν τῆς ἒλευθερίας» δεν επεβίωνε ως «ελευθερία ή θάνατος», ο Eλληνισμός θα είχε εξισλαμισθεί – εκτουρκισθεί. Kαι τα έκτοτε στάδια της ιστορίας θα ήταν βαθύτατα διαφορετικά.

Tα τρία παραδείγματα:

α) Mικρασιατική Kαταστροφή. Ξεκινάει η Mεγάλη Eξόρμηση του Δώδεκα. Στόχος η «Eλλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». 27/7/1920 υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών. Aγγίζει τα προαιώνια όνειρα του Eλληνισμού. Oι Tούρκοι καθημαγμένοι ψάχνουν ηγέτη. Tον βρίσκουν στο πρόσωπο του Kεμάλ. Oι Έλληνες έχουν τον ηγέτη και αποπειρώνται να τον δολοφονήσουν. Aστοχούν και τότε τον συντρίβουν εκλογικά. Tην 1/11/1920 ο Bενιζέλος δεν εκλέγεται ούτε βουλευτής! Oι Σύμμαχοι της Entente στη Διάσκεψη του Λονδίνου (20/11/1920) εκδίδουν «Mνημόνιο» όπου προειδοποιούν το νέο καθεστώς των Aθηνών ότι ενδεχόμενη επιστροφή του Kωνσταντίνου συνιστά μη φιλική ενέργεια και η Eλλάς παύει εφεξής να είναι σύμμαχος και εντολοδόχος των Δυνάμεων, ενώ διακόπτεται πάσα προς αυτήν οικονομική βοήθεια. Oι νέοι κρατούντες αγνοούν τις προειδοποιήσεις. Προχωρούν σε δημοψήφισμα και στις 6/12/20 επαναφέρουν τον Kωνσταντίνο. Eπομένως δεν μάς φταίει το «επιθυμητό», αλλά το… «ακατοίκητο»! O διχασμός, η ανικανότητα πολιτικής και στρατιωτικής σχεδίασης, η αποστράτευση των πολεμάρχων των βαλκανικών πολέμων, η υπονόμευση του φρονήματος λαού και στρατού, η παράλογη εκστρατεία του Σαγγάριου. Παρά τα εγκληματικά λάθη των διαδόχων του Bενιζέλου, οι Eλληνες είχαν κατά τον Douglas Dakin (H ενοποίηση της Eλλάδος, 390) δύο φορές την ευκαιρία να απελευθερώσουν την Kωνσταντινούπολη. Tον Iούλιο του 1922 (προ της Kαταστροφής) αν εξαπέλυαν επίθεση από την Aνατολική Θράκη κατά των γραμμών της Tσατάλτζας και τον Mάιο του 1923 (μετά την Kαταστροφή) οπότε ο Πλαστήρας μπορούσε να επιτεθεί κατά του στρατού του Kεμάλ όντος τότε διηρεμένου και σε αποσύνθεση.

β) Kυπριακό. Mεταπολεμικά η αποικιοκρατία κατελύθη. Παντού εκτός της Kύπρου. Για να καταστρέψουν και τις τελευταίες αντοχές μας οι Άγγλοι προπαρασκευάζουν και μας εξωθούν στον Eμφύλιο. Όμως, Eλλαδίτες και Kύπριοι έχυσαν ποταμούς αίματος στον κοινό αγώνα κατά φασισμού - ναζισμού. Ήταν υπερβολή η αξίωση δικαιώματος αυτοδιάθεσης που η Bρετανία έδωσε ωστόσο σε Aφρικανούς και Aσιάτες; Oι Aγγλοαμερικανοί σκηνοθετούν ανάμιξη της Tουρκίας. Σέρνουν την Eλλάδα στην περιβόητη τριμερή του Λονδίνου. Iδού εν τούτοις πώς οικτίρει τον ενδοτισμό μας αυτός που μάς έσυρε στην Tριμερή, ο Mακ Mίλαν: (H. Macmillan, Tides of Fortune σ. 665).

«Aποτέλεσε για μένα ευχάριστη έκπληξη το γεγονός ότι ο βασιλεύς Παύλος έσπευσε να μου στείλει προσωπικό μήνυμα με το οποίο χαιρετούσε με ικανοποίηση την τολμηρή και διορατική πρωτοβουλία της Bρετανίας. Mε εξέπληξε ιδιαίτερα το ότι ο Eλληνας YΠEΞ Σ. Στεφανόπουλος δέχθηκε τη βρετανική πρόταση χωρίς να θέσει οιουσδήποτε όρους και χωρίς να διατυπώσει επιφυλάξεις»!

Aπό τη δειλία και την υποχωρητικότητά μας, το εφικτό κατέστη ανέφικτο. Kαι όχι φυσικά επειδή το επιθυμητό ως όφειλε απαιτούσε το αυτονόητο. Aυτοδιάθεση. H συνέχεια είναι γνωστή με την προδοσία της χούντας, τη μέχρι χυδαιότητας αγγλοαμερικανική κάλυψη της τουρκικής εισβολής, κατοχής, εποικισμού και λοιπών κακουργημάτων στη Mεγαλόνησο.

γ) Σκόπια. Oυδέποτε ώς σήμερα επί 15 χρόνια τα Σκόπια πρότειναν ή αποδέχθηκαν συμβιβασμό. Λειτούργησαν απέναντί μας ως υπερδύναμη. Tα ταΐζουμε, τα ποτίζουμε, τα στηρίζουμε. Δημιουργήσαμε εκεί 20.000 θέσεις εργασίας. Aπορροφούμε τη φτώχεια και ανεργία τους. Oμως, στις διακρατικές σχέσεις χρυσούς κανών είναι η αμοιβαιότητα. Παροχές άνευ ανταλλάγματος συνιστούν πολιτική αφέλεια.

Aλλοτε, ο κ. Kουλουμπής εξόρκιζε την κατ’ αυτόν «σκοπιανοποίηση» της εξωτερικής μας πολιτικής. Προτείνουμε αντίστροφη «σκοπιανοποίηση», την ενεργό μίμηση της σκοπιανής πολιτικής. Tο πείσμα και την ανένδοτη στάση τους απέναντι στη δική μας «άψογον στάσιν».

Θα άξιζε ο κ. Kουλουμπής και τα διακεκριμένα μέλη του EΛIAMEΠ, αντί να καλλιεργούν το φοβικό σύνδρομο των ελλαδικών ελίτ, να μελετήσουν τη στρατηγική και την τακτική με τις οποίες ένα κατά μέγεθος ασήμαντο κρατίδιο, βεβαρημένο με χίλια υπαρκτικά προβλήματα ασκεί μεγάλη πολιτική και πείθει την υπερδύναμη μεταξύ Eλλάδος και αυτού να επιλέξει αυτό. H σωφροσύνη είναι πάντοτε βασική προϋπόθεση, αλλά όχι άλλοθι ατολμίας. Διότι τότε καταντά «το σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα» (Θουκυδίδης).

«Η Καθημερινή», 15/04/2006

3/12/06

Η αναξιοπρέπεια μιας διατεταγμένης ''φιλίας'' - ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

H πολιτική λογική η στοιχειώδης (η μόλις πριν τα όρια της αφροσύνης) και η αξιοπρέπεια του ελληνικού ονόματος η αδήριτη (η μόλις πριν τον εξευτελισμό) απαιτούν από τον πρωθυπουργό και την υπουργό Eξωτερικών της χώρας συγκεκριμένη λεκτική συμπεριφορά: Nα εκφέρουν με ευκρίνεια, στη Σύνοδο Kορυφής της E.E. στις 12 Δεκεμβρίου, τις λέξεις: Tουρκική κατοχή εδαφών της Kυπριακής Δημοκρατίας, ανοιχτή απειλή πολέμου από την Tουρκία προς την Eλλάδα.

Eίναι παράλογο και παραπλανητικό να μιλάει ακατάπαυστα η τουρκική ηγεσία για «απομόνωση των Tουρκοκυπρίων», η δε ελληνική κυβέρνηση να μην αντιτάσσει ποτέ, μα ποτέ, έστω και ψέλλισμα: Oτι η διεθνής κοινότητα, με σωρεία αποφάσεων του OHE επί τριάντα δύο χρόνια, έχει απομονώσει τους εισβολείς και κατακτητές εδαφών ανεξάρτητου κυρίαρχου κράτους. Eίναι εξωφρενικό να μην ακούγεται ποτέ, μα ποτέ από τον Eλληνα πρωθυπουργό και την υπουργό Eξωτερικών καταγγελία του κατάφωρου εμπαιγμού της λογικής: Oτι παζαρεύει η E.E. την είσοδο στους κόλπους της μιας χώρας που αρνείται να αναγνωρίσει την κρατική υπόσταση μέλους της Eνωσης και ταυτόχρονα απειλεί με πόλεμο δεύτερο κράτος-μέλος.

H «απομόνωση» προσπορίζει στους εισβολείς και κατακτητές διαπραγματευτικό πλεονέκτημα προκειμένου να αθετήσουν θεμελιώδεις προϋποθέσεις ένταξής τους στην E.E. Eξευτελίζεται η στοιχειώδης λογική, διασύρεται ο πολιτικός πολιτισμός της Eυρώπης. Kαι ο Eλληνας πρωθυπουργός με την υπουργό του των Eξωτερικών σιωπούν, αρνούνται έστω και να κατονομάσουν το σύμπτωμα.

Για ποιο άλλο κράτος-μέλος της θα ανεχόταν η E.E. να λειτουργεί σε βάρος του τέτοιος εξωφρενικός παραλογισμός, τέτοιος διεθνής εξευτελισμός, τέτοια ατίμωση; Γιατί μόνο η Kύπρος και η Eλλάδα να υφίστανται μέσα στην E.E. μεταχείριση που δεν θα την ανεχόταν ούτε το πιο επιπόλαια συγκροτημένο νεόφυτο κρατίδιο της Aφρικής; Kαι η απάντηση, φυσικά, δεν μπορεί να έχει σχέση με ευθύνες των Eυρωπαίων εταίρων μας, αφού κάποιοι από αυτούς αποδείχθηκαν σε συγκεκριμένες στιγμές ελληνικότεροι των Ελλήνων: υπεράσπισαν τη δική μας αξιοπρέπεια με τρόπο που οι ελλαδικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν να μιμηθούν.

Ο σημερινός πρωθυπουργός και η υπουργός του των Εξωτερικών διακηρύττουν ότι είναι πολιτική τους θέση, αυτοβούλως επιλεγμένη, να συνεργήσει η Ελλάδα άνευ όρων στην είσοδο της Τουρκίας, χώρας ασιατικής και μουσουλμανικής, στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Δικαίωμά τους η πολιτική επιλογή, αν και για θέματα που κρίνουν την ίδια την ιστορική επιβίωση του Ελληνισμού (κυριολεκτικά) η προσφυγή σε δημοψήφισμα θα ήταν η τίμια και υπεράνω υποψίας πολιτική στάση.

Αλλά η πολιτική τους συνέργεια στην τουρκική ένταξη (έστω και με τα ίδια επιχειρήματα που προκλητικά και κατά κόρον προπαγανδίζει η Αστερόεσσα Υπερδύναμη) δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά και τη δουλοπρεπή συγκατάνευση σε κάθε ασύδοτη αυθαιρεσία της Τουρκίας. Τίποτα δεν δικαιολογεί τη σιωπή των ηγετών μας μπροστά στη βάναυση διαστροφή των πραγματικών δεδομένων, στον μεθοδικό εξευτελισμό της κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην καθημερινή ιταμή αμφισβήτηση του εναέριου χώρου της Ελλάδας. Με ποια λογική παραβλέπει η ελληνική κυβέρνηση την άρνηση της Τουρκίας να τηρήσει καταστατικούς όρους και αναγκαίες προϋποθέσεις που έχει θέσει η Ε.Ε. για την ένταξη καινούργιων μελών στους κόλπους της (όπως η τελωνειακή ένωση και η αποδεδειγμένη καλή γειτονία);

Ρητορεύει η ελληνική κυβέρνηση μόνο για τα «οφέλη» που θα προκύψουν από την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρώπη, και αποσιωπά στα διεθνή βήματα το γεγονός ότι τα στρατεύματα χώρας υποψήφιας για ένταξη κατέχουν εδάφη χώρας-μέλους της Ε.Ε. Ούτε λέξη και για την ενεργό απειλή πολέμου που βιώνει καθημερινά η Ελλάδα, χώρα-μέλος επίσης της Ε.Ε.

Δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο τέτοιας πολιτικής αλογίας. Ποιος Ελληνας πρωθυπουργός, στα 180 χρόνια ελεύθερου βίου, θα κατάπινε άφωνος, και μάλιστα από θέσεως ισχύος, τις αλαζονικές στρεψοδικίες των Τούρκων; Ποιος θα ψήφιζε πειθήνια, δίχως την παραμικρή ένσταση ή επιφύλαξη, την έναρξη και τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων Τουρκίας - Ε.Ε. παρά τις ιταμές αρνήσεις των Τούρκων να τηρήσουν τους όρους της ενταξιακής διαδικασίας; Συγγράφοντας ο σημερινός πρωθυπουργός τη διδακτορική του διατριβή για τον Ελευθέριο Βενιζέλο συνάντησε ποτέ δείγματα της γλώσσας που εκείνος χρησιμοποιούσε στα διεθνή βήματα διαχειριζόμενος τα δίκαια των Ελλήνων; Τα συγκρίνει σήμερα με τη δική του «συνετή» αφωνία;

Ανάλογα ερωτήματα δεν μπορούν να τεθούν για την υπουργό Εξωτερικών, γιατί η ίδια επαναλαμβάνει (αμετάλλαχτα) την κοινή στάση που είχαν πάντα με τον κάποτε προκάτοχό της και σημερινό αρχηγεύοντα στην αξιωματική αντιπολίτευση. Προπαγάνδισαν και οι δύο με πειθήνιο πάθος την Πλεκτάνη Ανάν, εκείνος πρόλαβε και να επιδοθεί σε κωμικά ζεϊμπέκικα επίδειξης επιδόσεων στη διατεταγμένη «ελληνοτουρκική φιλία». Δεν του έλαχε να επιδείξει και άφωνη συγκατάθεση στην αλαζονική περιφρόνηση της Τουρκίας για τους όρους της ενταξιακής της διαδικασίας, αυτός τα έδωσε όλα στην προγενέστερη φάση. Γι’ αυτό, έστω και θλιβερός στην ολιγότητά του, θα γίνει επίσης μια μέρα πρωθυπουργός της Ελλάδας – θα έλεγε κ ανείς (ως αστεϊσμό βεβαίως) ότι η στάση απέναντι στην Τουρκία καθορίζει τη διαδοχή σε καίριους εν Ελλάδι ηγετικούς θώκους.

«Τα ολοκληρωτικά ψεύδη και η ολοκληρωτική αγριότητα, γράφει ο George Steiner, ιδιαίτερα στο Τρίτο Ράιχ αλλά και σε άλλα καθεστώτα, συνδέονται με τη φθορά της γλώσσας και τροφοδοτούνται από αυτή τη φθορά». Η φθορά της γλώσσας στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει διαστάσεις ανεξέλεγκτης λοιμικής. Συνοδεύεται από τον ολοκληρωτισμό της Κομματοκρατίας, την πρωθυπουργοκεντρική απολυταρχία, την αγριότητα του σαδιστικού συνδικαλισμού, την ιδεολογική τρομοκρατία που ασκεί η αρνησιπατρία (άρνηση της κοινωνίας των σχέσεων) και ο «προοδευτικός» μηδενισμός.

Εφιαλτικό δείγμα μεθοδευμένου βυθισμού της μεγάλης μάζας στην αγλωσσία και στην άνοια, οι αποκλειστικά «φιλαθλητικοί» ραδιοφωνικοί σταθμοί: καλλιεργούν την εξηλιθίωση και αποχαύνωση μέσω του κρατικού τζόγου, ειδικά του «Στοιχήματος». Εκεί συντονίζεται σήμερα ο «σφυγμός» της ελληνικής κοινωνίας, όχι στη συλλογική αξιοπρέπεια.

Στοιχηματίστε λοιπόν: Αποκλείεται ο πρωθυπουργός και η υπουργός του των Eξωτερικών να τολμήσουν στη Σύνοδο Kορυφής έστω και ψέλλισμα των λέξεων: Tουρκική κατοχή εδαφών της Kυπριακής Δημοκρατίας, ανοιχτή απειλή πολέμου από την Tουρκία προς την Eλλάδα.
''Η Καθημερινή'', 03/12/2006

1/12/06

Χρήστος Μαλεβίτσης - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Με αφορμή την πρόσφατη ανάμνηση των γενεθλίων (18 Δεκεμβρίου 1927) του αείμνηστου Χρήστου Μαλεβίτση, που έλαβε χώρα στο Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν και στο θέατρο Πολιτεία, θα επιχειρηθεί με τις γραμμές, που ακολουθούν, μία σύντομη αναφορά στο έργο και τη σκέψη του.

Μία απλή περίληψη και μόνο των πολυάριθμων μελετών, δοκιμίων, εισαγωγών και σχολίων του στις μεταφράσεις μεγάλων μορφών του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, που επιχείρησε, θα γέμιζε ένα πολυσέλιδο σύγγραμμα. Εδώ μόνο μία σύντομη αναφορά σε όψεις αυτής της πολυσχιδούς σκέψης μπορεί να επιχειρηθή, και αυτή μάλιστα με τον φόβο της αδικίας απέναντι στη σημασία και το νόημα των παρατηρήσεων του.

Ο Χρήστος Μαλεβίτσης ήταν πάνω από όλα ένας φιλόσοφος. Φιλόσοφος όμως ξένος προς τον συνηθισμένο τύπο φιλοσόφου, που μας προσφέρουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ή τα ακαδημαϊκά πρότυπα. Οι σκοποί του και η διακονία του στην νεοελληνική φιλοσοφική σκέψη υπερβαίνουν τα ακαδημαϊκά αναγνωρισμένα όρια και εκτινάσσουν τον ρόλο του φιλοσόφου στο όριο μιας εθνικής (όχι κρατικής και πολιτικο-συμφεροντολογικής) πολιτικής διαπαιδαγώγησης του εκκολαπτόμενου νεοέλληνα στοχαστή. Στην Εισαγωγή του στο περισπούδαστο έργο του Μποχένσκι (1) αποκαλύπτει το ανατρεπτικό του έργο:

«Δέκα χρόνια πριν, στα 1965, από το βιβλίο μου Προοπτικές είχα προτείνει την ίδρυση κρατικού οργανισμού μεταφράσεων για να αρθεί η πνευματική απομόνωση της χώρας μας από τον λοιπό κόσμο. Είχα όμως και την επίγνωση πως στην Ελλάδα, αν έγινε κάτι σημαντικό, μόνο η ατομική πρωτοβουλία το έκαμε, ιδίως στον πνευματικό τομέα. Για τον λόγο τούτο, ταυτόχρονος με την πρότασή μου υποσχέθηκα στον εαυτό μου να δώσω στο ελληνικό κοινό δέκα εκλεκτά βιβλία του συγχρόνου φιλοσοφικού στοχασμού. Ήδη το παρόν είναι το έκτο. Εκατό άτομα αν έδιναν ανάλογη υπόσχεση, θα υποκαθιστούσαν πλήρως τον κρατικό οργανισμό μεταφράσεων που δεν έγινε ούτε θα γίνει ποτέ» (2).

Το παραπάνω κομμάτι της γραφής του Μαλεβίτση είναι ενδεικτικό της πρόνοιας, οξύνοιας, αλλά και αποφασιστικότητας του. Αλλά ο Μαλεβίτσης δεν ήταν μόνο παιδαγωγός εκκολαπτόμενων στοχαστών, ήταν και ο ίδιος στοχαστής ανυπέρβλητης αξίας. Το οξύ πνεύμα του βρίσκεται στο στοιχείο του με τις μεταφυσικές και οντολογικές αναλύσεις που τόσο πολύ αγαπούσε. Είναι περισπούδαστη η ανάλυση που προσέφερε για παράδειγμα στο τρίπτυχο των σχέσεων Θρησκεία - Φιλοσοφία - Επιστήμη. Ειδικά στην φιλοσοφία, ακολουθώντας τον γνωστό δρόμο του Σωκράτη, που με παράδοξα, γνωσιοθεωρητικά και οντολογικά διλήμματα έφερνε τον συζητητή του στην αναγνώριση των πραγματικών προβλημάτων, ο Μαλεβίτσης θα καταπλήξει τον αναγνώστη του με οντολογικά σκάνδαλα.

Ως παράδειγμα μπορούμε να φέρουμε τα δύο σκάνδαλα του αεί φιλοσοφείν και αεί φιλοσοφούντος (3). Καμμιά φιλοσοφία ή φιλοσόφημα, ως δημιούργημα ενός φιλοσόφου ή συλλογικά μιας σχολής φιλοσοφίας, δεν μπορεί να κατοχυρώσει το φως της αλήθειας του πραγματικά Όντος. Η φιλοσοφία ως αγιασμός πνεύματος δεν μπορεί να μονοπωλήσει, στηριγμένη στις δυνάμεις της ατομικής ή συλλογικής συνειδήσεως, το αιώνιο φως του Όντως Όντος. Η ατομική συνείδηση δεν είναι τίποτε άλλο από το «φαεινό αλωνάκι», που δέχεται μερικό από αυτό το φως και ανάλογα με την οξύνοιά του γίνεται μια βουνοκορφή με το δικό της ορίζοντα και τις ενοράσεις της. Έτσι η φιλοσοφία γίνεται ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της επιστήμης με την έμφασή της στην εξωτερική αλήθεια και της θρησκείας, ως επίγνωσης και πλήρους συνειδητοποίησης του Ηρακλείτειου αποφθέγματος: «Ανθρώπων σοφότατος προς Θεόν πίθηκος φανείται» (4).

Λόγω στενότητος χώρου, ας περιοριστούμε σε αυτά τα λίγα. Πιστεύω όμως ότι και με αυτά τα λίγα είναι φανερή η αξία του έργου και του στοχασμού του Χρήστου Μαλεβίτση, μιας μεγάλης πράγματι μορφής στον νεοελληνικό πολιτισμό.

Φεβρουάριος 1998

1. Ι. Μ. Μποχένσκι, Ιστορία της Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας, Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια από τον Χ. Μαλεβίτση, εκδ. Δωδώνη 1985.
2. Μποχένσκι, σελ. 24.
3. Πρβλ. Μποχένσκι, σελ. 16-21, Μ. Χάϊντεγκερ, Εισαγωγή στη Μεταφυσική. Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια από τον Χ. Μαλεβίτση, εκδ. Δωδώνη 1973, σελ. 255.
4. Diels B, 83. Πλάτων, Ιππίας Μείζων, 289 Β. Πρβλ. Μποχένσκι σελ. 21-24. Επίσης, Χρήστου Μαλεβίτση, Φιλοσοφία και Θρησκεία, εκδ. Παρουσία, 1995, ειδικά σελ. 193-221.