Δεν είναι η σωστή μέρα ούτε ο σωστός τόπος για να κριθεί η επίσκεψη του αρχιεπισκόπου Αθηνών στον πάπα Ρώμης, παραμονές της Γιορτής των Χριστουγέννων. Να μην λείψει, ωστόσο, κάποιο ίχνος λόγου, λόγου οδύνης, για μια τόσο εμφατική καπηλεία και διαστροφή του εκκλησιαστικού γεγονότος. Σε παραμονές πανηγύρεως που ίσως ακόμα απηχεί ψηλάφηση ζωτικής ελπίδας των ελαχίστων.
Όσοι επιμένουν στο άθλημα εμπειρικών ανιχνεύσεων αυτής της ελπίδας, να ξέρουν: η συγκεκριμένη συνεύρεση αρχιεπισκόπου και πάπα δεν έχει τίποτα να κάνει με τη δική τους αναζήτηση. Οι αμοιβαίες προσφωνήσεις, το κοινό κείμενο, οι ασπασμοί, τα δώρα, είναι συμπτώματα άσχετα και ασύμβατα με το εκκλησιαστικό άθλημα, μηχανεύματα εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων, φτηνές απομιμήσεις στρατηγημάτων της πολιτικής. Κάθε έμπειρος της μεταφυσικής αναζήτησης, έντιμος συναθλητής στην κοινωνία της εμπειρίας που συνιστά την Εκκλησία, θα ντρεπόταν να παίξει στο διεθνές προσκήνιο τόσο ευτελισμένους ρόλους.
Δύσκολο και πολύ οδυνηρό να βλέπει ένα παιδί τον πατέρα του ανυποψίαστο ή ανάξιο για τη χαρά και την ευθύνη της πατρότητας. Λυπόμαστε έναν τέτοιο πατέρα, δεν τον πολεμάμε. Ανάλογα ακριβώς θλιβόμαστε για τα λόγια και τα καμώματα λειτουργών του εκκλησιαστικού γεγονότος ανυποψίαστων για το λειτούργημά τους. Ανάγκη μόνο να ορίσουμε τη διαστροφή ή την καπηλεία, να την ξεχωρίσουμε από τα ζητούμενα των ζωτικών προσδοκιών μας.
Ίδια ανάγκη και με τη Γιορτή: Να ξεχωρίσουμε, σαν στοιχειωδώς έντιμοι άνθρωποι, τι ακριβώς «γιορτάζουμε» τα Χριστούγεννα. Την ηδονή της αργίας, της ανάπαυλας από το μεροδούλι; Τα ξεχωριστά εδέσματα, τα πατροπαράδοτα, και το ποτό; Την επιδερμική ευεξία που χαρίζουν τα δώρα; Την τεχνητή (και παιδαριωδώς ανακυκλούμενη) «ατμόσφαιρα» με τον διάκοσμο των δρόμων και των μαγαζιών, τα τυποποιημένα τραγούδια της δήθεν γιορτινής χαράς; Τουλάχιστον, έστω και με το μυαλό μας μόνο, να τα ξεχωρίσουμε όλα αυτά από την πραγματική αιτία που μπορεί να γεννήσει μέσα στον άνθρωπο την έκρηξη της χαράς. Την αιτία που κάνει τον άνθρωπο να θέλει να γιορτάσει – να τραγουδήσει, να χορέψει, να παίξει σαν μικρό παιδί, να πει τη χαρά του με όλες τις δυνατότητες έκφρασης που διαθέτει.
Όχι να κάνει κέφι, αλλά να δηλώσει χαρά, εκείνο το είδος της χαράς που αλλάζει τη ζωή σε Γιορτή. Και αυτή η χαρά, στην εκκλησιαστική Γιορτή των Χριστουγέννων, γεννιέται μόνο με την ψηλάφηση εμπειρικής ελπίδας να είναι ο θάνατος κατώφλι ερωτικής συνάντησης ελεύθερης από χρόνο, χώρο και φθορά. Με εραστή «μανικώτατον», υπαρκτικά ελεύθερον να νηπιάζει στη φάτνη, ενώ ταυτόχρονα παραμένει η ασύλληπτη Αιτιώδης Αρχή της ύπαρξης και των υπαρκτών. Πέρα από προκαθορισμούς φύσης και αναγκαιότητας «τον περί ημάς αυτού παρίστησιν έρωτα».
Ποιό ευ-αγγέλιο Γιορτής ευαγγελίστηκαν από τη Ρώμη οι θλιβεροί δεσμώτες των εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων ή των ναρκισσιστικών εκζητήσεων της διεθνούς δημοσιότητας; Μα, ακριβώς ό,τι ευαγγελίζεται αυτές τις μέρες σαν Γιορτή Χριστουγέννων και η εμπορεύσιμη προτεραιότητα των ενστίκτων ατομοκεντρικής αυτασφάλισης: Οι έμποροι κολακεύουν την καταναλωτική αδηφαγία, την αυταρέσκεια, την ηδονοθηρεία του βιολογικού ατόμου. Αρχιεπίσκοπος και πάπας πόνταραν αντίστοιχα στην εγωκεντρική θωράκιση που υπόσχονται η «προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων», οι «αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού» – τις οποίες έσπευσαν και να μεταφράσουν (ρεαλιστικότατα) σε «θεμέλια της ευημερίας των κοινωνιών μας». Μίλησαν για τα προβλήματα (άκρως ενοχλητικά της ευημερίας μας) «εκ της μετακινήσεως χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών ποικίλης προελεύσεως», για τους «κινδύνους εκ του θρησκευτικού φανατισμού» (κινδύνους υπονόμευσης των κοσμικών πλεονεκτημάτων εξουσίας των δύο συνομιλητών).
Παιδαριώδεις κοινοτοπίες χιλιοφθαρμένες στα χείλη πολιτικάντηδων και «επικοινωνιολόγων». Και επαναλήφθηκαν από τους αυτοσυστηνόμενους ως «χριστιανούς ηγέτες» που έσπευσαν μάλιστα να διευκρινίσουν ότι η ηγεσία τους είναι σαφώς «εκ του κόσμου τούτου»: είναι «θρησκευτικοί ηγέτες», διαχειρίζονται την ενστικτώδη ανάγκη του φυσικού ανθρώπου για θρησκεία – δεν έχουν σχέση με το εκκλησιαστικό γεγονός, το κοινόν άθλημα ελευθερίας από τη δουλεία στις αναγκαιότητες των όρων της φύσης. Γι’ αυτό και κάλεσαν από τη Ρώμη τους ομοτέχνους τους, «το σύνολο των θρησκευτικών ηγετών», σε τι ακριβώς; Μα στο επιτασσόμενο από τη Νέα Τάξη καλαμπούρι του «Διαθρησκειακού Διαλόγου»: «να εργασθώσι διά την δημιουργίαν μιας κοινωνίας ειρήνης και αδελφότητος μεταξύ προσώπων και λαών»!
Ντροπή και οδύνη. Η συνάντηση της Ρώμης πραγματικά αμαυρώνει τη χαρά της Γιορτής. Να περιμένεις μαρτυρία για τον θάνατο που «πατείται θανάτω», για τη Ενανθρώπιση (τα Χριστούγεννα) που αγγέλλει θρίαμβο υπαρκτικής ελευθερίας. Και να ακούς από τους φερόμενους ως επισκόπους και ηγουμένους σώματος ευχαριστιακού τοπικής ο καθένας Εκκλησίας (Ρώμης και Αθηνών) μωρολογίες που υποβιβάζουν μια πανανθρώπινη ελπίδα σε εφαλτήριο ευτελισμένων φιλοδοξιών. Τουλάχιστον ο Ρώμης έχει πίσω του αιώνες εθισμών σε «αέρα» κοσμικής ηγεμονίας, αντανακλαστικών φεουδαρχικής επιβλητικότητας, με όλα τα λιλιά και τα ξόμπλια που συνοδεύουν την υπεραναπλήρωση κάθε (και του μεσαιωνικού) επαρχιωτισμού. Τι του πρόσφερε ο έστω και ευκαιριακός συναγελασμός με την επαρχιωτίλα της εξ Αθηνών καταγέλαστης εξουσιολαγνείας; Τουλάχιστον τα βατικάνεια επιτελεία δεν γνωρίζουν ποιο γόητρο διαθέτει στην ελληνική κοινωνία ο άρχων του θιάσου Γιοσάκη - Βαβύλη - Κουλουσούσα;
Οδύνη ανυπόφορη ένας πατέρας ανυποψίαστος ή ανάξιος για τη χαρά και την ευθύνη της πατρότητας, ένας επίσκοπος σώματος εκκλησιαστικού μεταλλαγμένος σε θρησκευτικό ηγέτη, σε ζήτουλα κοσμικής προβολής και δημοσιότητας. Όσοι επιμένουν στο άθλημα εμπειρικών ανιχνεύσεων ζωτικής ελπίδας, όσοι διψάνε γιορτή και όχι καραγκιοζιλίκια, να οπλιστούν με ασυμβίβαστο πείσμα: Σε κάθε βήμα τους παραμονεύει η απάτη, η αλλοτρίωση του πραγματικού σε φαντασιώδες ιδεολόγημα, ψυχολόγημα.
Στοχοθετημένο πείσμα. Κάνει να «λάμπει μέσα μας κείνο που αγνοούμε», να ανατέλλει το φως το της γνώσεως. Και τότε όλα είναι δυνατά: η παρθένος τίκτει, ουσιούται ο υπερούσιος, η γη το σπήλαιο στον απρόσιτο προσάγει. Άγγελοι συμψάλλουν με ποιμένες, μάγοι έχουν συνοδοιπόρο ένα αστέρι. Ολα έχουν νόημα, αν η γνώση είναι ερωτική εμπειρία.
«Η Καθημερινή», 24/12/2006
Όσοι επιμένουν στο άθλημα εμπειρικών ανιχνεύσεων αυτής της ελπίδας, να ξέρουν: η συγκεκριμένη συνεύρεση αρχιεπισκόπου και πάπα δεν έχει τίποτα να κάνει με τη δική τους αναζήτηση. Οι αμοιβαίες προσφωνήσεις, το κοινό κείμενο, οι ασπασμοί, τα δώρα, είναι συμπτώματα άσχετα και ασύμβατα με το εκκλησιαστικό άθλημα, μηχανεύματα εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων, φτηνές απομιμήσεις στρατηγημάτων της πολιτικής. Κάθε έμπειρος της μεταφυσικής αναζήτησης, έντιμος συναθλητής στην κοινωνία της εμπειρίας που συνιστά την Εκκλησία, θα ντρεπόταν να παίξει στο διεθνές προσκήνιο τόσο ευτελισμένους ρόλους.
Δύσκολο και πολύ οδυνηρό να βλέπει ένα παιδί τον πατέρα του ανυποψίαστο ή ανάξιο για τη χαρά και την ευθύνη της πατρότητας. Λυπόμαστε έναν τέτοιο πατέρα, δεν τον πολεμάμε. Ανάλογα ακριβώς θλιβόμαστε για τα λόγια και τα καμώματα λειτουργών του εκκλησιαστικού γεγονότος ανυποψίαστων για το λειτούργημά τους. Ανάγκη μόνο να ορίσουμε τη διαστροφή ή την καπηλεία, να την ξεχωρίσουμε από τα ζητούμενα των ζωτικών προσδοκιών μας.
Ίδια ανάγκη και με τη Γιορτή: Να ξεχωρίσουμε, σαν στοιχειωδώς έντιμοι άνθρωποι, τι ακριβώς «γιορτάζουμε» τα Χριστούγεννα. Την ηδονή της αργίας, της ανάπαυλας από το μεροδούλι; Τα ξεχωριστά εδέσματα, τα πατροπαράδοτα, και το ποτό; Την επιδερμική ευεξία που χαρίζουν τα δώρα; Την τεχνητή (και παιδαριωδώς ανακυκλούμενη) «ατμόσφαιρα» με τον διάκοσμο των δρόμων και των μαγαζιών, τα τυποποιημένα τραγούδια της δήθεν γιορτινής χαράς; Τουλάχιστον, έστω και με το μυαλό μας μόνο, να τα ξεχωρίσουμε όλα αυτά από την πραγματική αιτία που μπορεί να γεννήσει μέσα στον άνθρωπο την έκρηξη της χαράς. Την αιτία που κάνει τον άνθρωπο να θέλει να γιορτάσει – να τραγουδήσει, να χορέψει, να παίξει σαν μικρό παιδί, να πει τη χαρά του με όλες τις δυνατότητες έκφρασης που διαθέτει.
Όχι να κάνει κέφι, αλλά να δηλώσει χαρά, εκείνο το είδος της χαράς που αλλάζει τη ζωή σε Γιορτή. Και αυτή η χαρά, στην εκκλησιαστική Γιορτή των Χριστουγέννων, γεννιέται μόνο με την ψηλάφηση εμπειρικής ελπίδας να είναι ο θάνατος κατώφλι ερωτικής συνάντησης ελεύθερης από χρόνο, χώρο και φθορά. Με εραστή «μανικώτατον», υπαρκτικά ελεύθερον να νηπιάζει στη φάτνη, ενώ ταυτόχρονα παραμένει η ασύλληπτη Αιτιώδης Αρχή της ύπαρξης και των υπαρκτών. Πέρα από προκαθορισμούς φύσης και αναγκαιότητας «τον περί ημάς αυτού παρίστησιν έρωτα».
Ποιό ευ-αγγέλιο Γιορτής ευαγγελίστηκαν από τη Ρώμη οι θλιβεροί δεσμώτες των εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων ή των ναρκισσιστικών εκζητήσεων της διεθνούς δημοσιότητας; Μα, ακριβώς ό,τι ευαγγελίζεται αυτές τις μέρες σαν Γιορτή Χριστουγέννων και η εμπορεύσιμη προτεραιότητα των ενστίκτων ατομοκεντρικής αυτασφάλισης: Οι έμποροι κολακεύουν την καταναλωτική αδηφαγία, την αυταρέσκεια, την ηδονοθηρεία του βιολογικού ατόμου. Αρχιεπίσκοπος και πάπας πόνταραν αντίστοιχα στην εγωκεντρική θωράκιση που υπόσχονται η «προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων», οι «αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού» – τις οποίες έσπευσαν και να μεταφράσουν (ρεαλιστικότατα) σε «θεμέλια της ευημερίας των κοινωνιών μας». Μίλησαν για τα προβλήματα (άκρως ενοχλητικά της ευημερίας μας) «εκ της μετακινήσεως χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών ποικίλης προελεύσεως», για τους «κινδύνους εκ του θρησκευτικού φανατισμού» (κινδύνους υπονόμευσης των κοσμικών πλεονεκτημάτων εξουσίας των δύο συνομιλητών).
Παιδαριώδεις κοινοτοπίες χιλιοφθαρμένες στα χείλη πολιτικάντηδων και «επικοινωνιολόγων». Και επαναλήφθηκαν από τους αυτοσυστηνόμενους ως «χριστιανούς ηγέτες» που έσπευσαν μάλιστα να διευκρινίσουν ότι η ηγεσία τους είναι σαφώς «εκ του κόσμου τούτου»: είναι «θρησκευτικοί ηγέτες», διαχειρίζονται την ενστικτώδη ανάγκη του φυσικού ανθρώπου για θρησκεία – δεν έχουν σχέση με το εκκλησιαστικό γεγονός, το κοινόν άθλημα ελευθερίας από τη δουλεία στις αναγκαιότητες των όρων της φύσης. Γι’ αυτό και κάλεσαν από τη Ρώμη τους ομοτέχνους τους, «το σύνολο των θρησκευτικών ηγετών», σε τι ακριβώς; Μα στο επιτασσόμενο από τη Νέα Τάξη καλαμπούρι του «Διαθρησκειακού Διαλόγου»: «να εργασθώσι διά την δημιουργίαν μιας κοινωνίας ειρήνης και αδελφότητος μεταξύ προσώπων και λαών»!
Ντροπή και οδύνη. Η συνάντηση της Ρώμης πραγματικά αμαυρώνει τη χαρά της Γιορτής. Να περιμένεις μαρτυρία για τον θάνατο που «πατείται θανάτω», για τη Ενανθρώπιση (τα Χριστούγεννα) που αγγέλλει θρίαμβο υπαρκτικής ελευθερίας. Και να ακούς από τους φερόμενους ως επισκόπους και ηγουμένους σώματος ευχαριστιακού τοπικής ο καθένας Εκκλησίας (Ρώμης και Αθηνών) μωρολογίες που υποβιβάζουν μια πανανθρώπινη ελπίδα σε εφαλτήριο ευτελισμένων φιλοδοξιών. Τουλάχιστον ο Ρώμης έχει πίσω του αιώνες εθισμών σε «αέρα» κοσμικής ηγεμονίας, αντανακλαστικών φεουδαρχικής επιβλητικότητας, με όλα τα λιλιά και τα ξόμπλια που συνοδεύουν την υπεραναπλήρωση κάθε (και του μεσαιωνικού) επαρχιωτισμού. Τι του πρόσφερε ο έστω και ευκαιριακός συναγελασμός με την επαρχιωτίλα της εξ Αθηνών καταγέλαστης εξουσιολαγνείας; Τουλάχιστον τα βατικάνεια επιτελεία δεν γνωρίζουν ποιο γόητρο διαθέτει στην ελληνική κοινωνία ο άρχων του θιάσου Γιοσάκη - Βαβύλη - Κουλουσούσα;
Οδύνη ανυπόφορη ένας πατέρας ανυποψίαστος ή ανάξιος για τη χαρά και την ευθύνη της πατρότητας, ένας επίσκοπος σώματος εκκλησιαστικού μεταλλαγμένος σε θρησκευτικό ηγέτη, σε ζήτουλα κοσμικής προβολής και δημοσιότητας. Όσοι επιμένουν στο άθλημα εμπειρικών ανιχνεύσεων ζωτικής ελπίδας, όσοι διψάνε γιορτή και όχι καραγκιοζιλίκια, να οπλιστούν με ασυμβίβαστο πείσμα: Σε κάθε βήμα τους παραμονεύει η απάτη, η αλλοτρίωση του πραγματικού σε φαντασιώδες ιδεολόγημα, ψυχολόγημα.
Στοχοθετημένο πείσμα. Κάνει να «λάμπει μέσα μας κείνο που αγνοούμε», να ανατέλλει το φως το της γνώσεως. Και τότε όλα είναι δυνατά: η παρθένος τίκτει, ουσιούται ο υπερούσιος, η γη το σπήλαιο στον απρόσιτο προσάγει. Άγγελοι συμψάλλουν με ποιμένες, μάγοι έχουν συνοδοιπόρο ένα αστέρι. Ολα έχουν νόημα, αν η γνώση είναι ερωτική εμπειρία.
«Η Καθημερινή», 24/12/2006