Μοιάζει κοινή παραδοχή, πολλαχόθεν μαρτυρούμενη: Η σημερινή κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία, επειδή επαγγέλθηκε προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους». Μια κρίσιμη για το εκλογικό αποτέλεσμα «μάζα» ψηφοφόρων δεν ψήφισε κόμμα, ψήφισε τη συγκεκριμένη επαγγελία.
Έχουν περάσει τρία χρόνια και «επανίδρυση του κράτους» δεν επιχειρήθηκε από τη σημερινή κυβέρνηση. Ούτε καν διαφάνηκε σχετική πρόθεση, απόπειρα, μελέτη προετοιμασίας. Η «επανίδρυση» αποδείχθηκε ένα ηχηρό, ψηφοθηρικά αποτελεσματικό, ρητόρευμα.
Δεν μοιάζει να απασχολεί κανέναν μια τόσο αναιδής (στην κυριολεξία) πολιτική ασυνέπεια. Οι αφελέστεροι από τους οπαδούς του κυβερνώντος κόμματος ευνουχίζουν τη λογική τους για να πεισθούν ψυχολογικά ότι το εικοσάχρονο πασοκικό κράτος της θεσμοποιημένης αναξιοκρατίας και διαφθοράς δεν ήταν δυνατόν να αντικατασταθεί, μέσα σε τρία χρόνια, με κράτος δημοκρατικής διαφάνειας και διάκρισης ποιοτήτων. Παρά τη σωρεία των σκανδάλων, δεν θέλουν να δουν την πραγματικότητα οι αυτοευνουχισμένοι οπαδοί. Να δουν ότι την «πράσινη» καμαρίλα και διαφθορά την αντικατέστησε ταχύτατα και ευχερέστατα η αντίστοιχης υποστάθμης «γαλάζια». Αυτή ήταν η φιλοδοξία του κόμματός τους, αυτό και το μέτρο των «οραμάτων» της ηγεσίας του.
Για κάποιους πολίτες, στατιστικά απροσδιόριστους, το αίτημα «επανίδρυσης τους κράτους» παραμένει μέτρο και κριτήριο σοβαρότητας και εντιμότητας των κομματικών επαγγελιών. Στον πολιτικό ορίζοντα δεν φαίνεται, πουθενά, η ανθρώπινη ποιότητα ή το ηγετικό χάρισμα που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο ζωτικό αίτημα. Όμως, οι πολίτες, επειδή είναι ρεαλιστικά (και όχι «επικοινωνιακά») ζωτικό το αίτημα, επιμένουμε. Κάποιοι με τον κατάλληλο οπλισμό εξειδίκευσης, πρέπει να καταδείξουν μεθοδικές πρακτικές για τη θεσμική επιβολή διαφάνειας και αξιοκρατίας στη λειτουργία του κράτους. Όχι ευχολόγια, όχι θεωρητικά περιγράμματα. Πρακτικές με κοινωνικό ρεαλισμό και επιστήμονα γνώση απαιτούνται. Από κοντά η επιφυλλιδογραφία να προκαλεί σε κριτική εγρήγορση, σε ξεκαθάρισμα κριτηρίων για τη διάκριση της γνησιότητας από τις καλοστημένες εντυπώσεις.
Κριτήριο γνησιότητας (και σοβαρότητας) της προσπάθειας για «επανίδρυση του κράτους» είναι δύο αφετηριακές προϋποθέσεις: Ευδιάκριτη αλλαγή του γλωσσικού κώδικα – σαφής ρήξη με τον κατασκευασμένο από τους «επικοινωνιολόγους» λόγο τον πειθαρχημένο στην προτεραιότητα των εντυπώσεων. Και φανερή αλλαγή του κώδικα συμπεριφοράς των μπροστάρηδων της «επανίδρυσης».
Οι αφετηριακές αυτές προϋποθέσεις συνάγονται και από τη λογική, κυρίως όμως από την εμπειρία. Και η εμπειρία μπορεί να είναι διδακτική (να καταδείχνει τρόπους αποτελεσματικότητας) έστω και αν ιστορικά υπήρξε αρνητική, άκρως επώδυνη. Αποτελεσματικός στην επιδίωξη «μετασχηματισμού» της οργανωμένης συλλογικότητας αποδείχθηκε, αναμφισβήτητα, ο Ανδρέας Παπανδρέου – ακόμα και για όσους κρίνουν ότι τα κίνητρα του «μετασχηματισμού» ήταν ηροστράτεια, το ταλέντο του ηγήτορα περίπου δαιμονικό.
Διέγνωσε καίρια ο Ανδρέας Παπανδρέου ότι για να στήσει ένα δικό του κομματικό κράτος κατά το πρότυπο του κάποτε εμφυλιοπολεμικού κράτους της Δεξιάς, χρειαζόταν ευρύτερο πλαίσιο, διευρυμένο στόχο: Επαγγέλθηκε λοιπόν «κοινωνικό μετασχηματισμό». Και τον πραγματοποίησε. Τις συγκεκριμένες μεθόδους και πρακτικές που ακολουθήθηκαν για να πραγματοποιηθεί αυτός ο «κοινωνικός μετασχηματισμός», θα τις μελετήσουν και θα τις εκθέσουν εξιδιασμένες διατριβές (αν ποτέ η ελληνική κοινωνία ανακάμψει από την αποχαυνωτική αμβλύνοια που συνοδεύει την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος). Μια επιφυλλίδα μόνο νύξεις μπορεί να προσφέρει για την αλλαγή του γλωσσικού κώδικα και του κώδικα συμπεριφοράς που προέταξε ο Ανδρέας Παπανδρέου στο εγχείρημα «μετασχηματισμού της κοινωνίας».
Δημιουργήθηκε μια καινούργια δήθεν «δημοτική» γλώσσα, εντελώς άσχετη με τη λαϊκή εκφραστική, τόσο τεχνητή όσο και η κοραϊκή «καθαρεύουσα». Ο λαός δεν είπε ποτέ «Ο Γιούνης, ο Γιούλης», δεν κατάργησε ποτέ την τρίτη κλίση των ονομάτων, δεν είπε «του ασθενή, του ευγενή, της αδρανής», δεν θεώρησε λόγιο τον αναδιπλασιασμό που διακρίνει το άπαξ γινόμενο από το συνεχές (δεν είπε ποτέ «η χώρα πέρυσι παρήγε τόσους τόνους πατάτας», ο λαός λέει «παρήγαγε»), δεν στρέβλωσε ο λαός τα αμετάβατα ρήματα σε μεταβατικά, δεν αρνήθηκε τα σε -ως επιρρήματα κ.λπ. Όμως, με αυτούς τους βιασμούς της γλωσσικής εκφραστικής το ΠΑΣΟΚ δημιούργησε ιδίωμα που έκανε τους οπαδούς του να ξεχωρίζουν αμέσως, σαν «προοδευτικοί» πολίτες από τη «συντηρητική» πλεμπάγια. Και πληθώρα συμπλεγματικών κολακεύτηκαν να περιφέρουν τη γλωσσική ετικέτα του «προοδευτικού».
Ακόμα πιο αποτελεσματική (εξαιρετικά εντυπωσιακή) η αλλαγή του κώδικα συμπεριφοράς. Μέσα σε ελάχιστους μήνες η ελληνική κοινωνία είχε αντιληφθεί ότι αξιολογικές διαβαθμίσεις προσώπων δεν υπάρχουν πια: Η καθαρίστρια πάρκαρε το αυτοκίνητό της στη θέση που άλλοτε προοριζόταν μόνο για τον διευθυντή της Καρδιοχειρουργικής Κλινικής ή χαστούκιζε ατιμώρητα τη διευθύνουσα που τόλμησε να την ελέγξει. Καταργήθηκε η υπαλληλική ιεραρχία, ο έλεγχος (επιθεώρηση) της εργασίας, η αξιολόγηση της ποιότητας και της προσφοράς, τα σχολεία αριστούχων – σταμάτησε η λειτουργία πειθαρχικών συμβουλίων. Η ελληνική κοινωνία υποχρεώθηκε στην πιο ταπεινωτική προς τα κάτω ισοπέδωση που γνώρισε ποτέ στην ιστορία της.
Προστέθηκε βαθμιαία και η βεβαιότητα, συνειδητή ή ανεπίγνωστη, ότι τώρα πια «όλα επιτρέπονται», δεν υπάρχουν αντικοινωνικές συμπεριφορές. Δικαιούται ο κάθε ευνοημένος από το κόμμα διαχειριστής εξουσίας «να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του» ληστεύοντας το δημόσιο χρήμα, αρκεί να μην ξεπερνάει τα πεντακόσια (τότε) εκατομμύρια ο νοσφισμός. Επιτρέπεται το αχαλίνωτο ψεύδος («οι βάσεις φεύγουν» ενώ έχει υπογραφεί η παραμονή τους), επιτρέπονται όλα, αρκεί να προσπορίζουν ηδονή: εξουσίας, πλουτισμού, σεξουαλικότητας, δημαγωγίας, ακκισμών πρόκλησης της διεθνούς προσοχής.
Το αντίστροφο εγχείρημα, «επανίδρυσης του κράτους», αν ποτέ επιχειρηθεί, θα απαιτήσει και κοινωνικό μετασχηματισμό με αντεστραμμένους τους παπανδρεϊκούς όρους. Αφετηρία πάντοτε η αλλαγή των συμβολικών κωδίκων: γλώσσας και συμπεριφοράς.
«Η Καθημερινή», 22/04/2007
Έχουν περάσει τρία χρόνια και «επανίδρυση του κράτους» δεν επιχειρήθηκε από τη σημερινή κυβέρνηση. Ούτε καν διαφάνηκε σχετική πρόθεση, απόπειρα, μελέτη προετοιμασίας. Η «επανίδρυση» αποδείχθηκε ένα ηχηρό, ψηφοθηρικά αποτελεσματικό, ρητόρευμα.
Δεν μοιάζει να απασχολεί κανέναν μια τόσο αναιδής (στην κυριολεξία) πολιτική ασυνέπεια. Οι αφελέστεροι από τους οπαδούς του κυβερνώντος κόμματος ευνουχίζουν τη λογική τους για να πεισθούν ψυχολογικά ότι το εικοσάχρονο πασοκικό κράτος της θεσμοποιημένης αναξιοκρατίας και διαφθοράς δεν ήταν δυνατόν να αντικατασταθεί, μέσα σε τρία χρόνια, με κράτος δημοκρατικής διαφάνειας και διάκρισης ποιοτήτων. Παρά τη σωρεία των σκανδάλων, δεν θέλουν να δουν την πραγματικότητα οι αυτοευνουχισμένοι οπαδοί. Να δουν ότι την «πράσινη» καμαρίλα και διαφθορά την αντικατέστησε ταχύτατα και ευχερέστατα η αντίστοιχης υποστάθμης «γαλάζια». Αυτή ήταν η φιλοδοξία του κόμματός τους, αυτό και το μέτρο των «οραμάτων» της ηγεσίας του.
Για κάποιους πολίτες, στατιστικά απροσδιόριστους, το αίτημα «επανίδρυσης τους κράτους» παραμένει μέτρο και κριτήριο σοβαρότητας και εντιμότητας των κομματικών επαγγελιών. Στον πολιτικό ορίζοντα δεν φαίνεται, πουθενά, η ανθρώπινη ποιότητα ή το ηγετικό χάρισμα που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο ζωτικό αίτημα. Όμως, οι πολίτες, επειδή είναι ρεαλιστικά (και όχι «επικοινωνιακά») ζωτικό το αίτημα, επιμένουμε. Κάποιοι με τον κατάλληλο οπλισμό εξειδίκευσης, πρέπει να καταδείξουν μεθοδικές πρακτικές για τη θεσμική επιβολή διαφάνειας και αξιοκρατίας στη λειτουργία του κράτους. Όχι ευχολόγια, όχι θεωρητικά περιγράμματα. Πρακτικές με κοινωνικό ρεαλισμό και επιστήμονα γνώση απαιτούνται. Από κοντά η επιφυλλιδογραφία να προκαλεί σε κριτική εγρήγορση, σε ξεκαθάρισμα κριτηρίων για τη διάκριση της γνησιότητας από τις καλοστημένες εντυπώσεις.
Κριτήριο γνησιότητας (και σοβαρότητας) της προσπάθειας για «επανίδρυση του κράτους» είναι δύο αφετηριακές προϋποθέσεις: Ευδιάκριτη αλλαγή του γλωσσικού κώδικα – σαφής ρήξη με τον κατασκευασμένο από τους «επικοινωνιολόγους» λόγο τον πειθαρχημένο στην προτεραιότητα των εντυπώσεων. Και φανερή αλλαγή του κώδικα συμπεριφοράς των μπροστάρηδων της «επανίδρυσης».
Οι αφετηριακές αυτές προϋποθέσεις συνάγονται και από τη λογική, κυρίως όμως από την εμπειρία. Και η εμπειρία μπορεί να είναι διδακτική (να καταδείχνει τρόπους αποτελεσματικότητας) έστω και αν ιστορικά υπήρξε αρνητική, άκρως επώδυνη. Αποτελεσματικός στην επιδίωξη «μετασχηματισμού» της οργανωμένης συλλογικότητας αποδείχθηκε, αναμφισβήτητα, ο Ανδρέας Παπανδρέου – ακόμα και για όσους κρίνουν ότι τα κίνητρα του «μετασχηματισμού» ήταν ηροστράτεια, το ταλέντο του ηγήτορα περίπου δαιμονικό.
Διέγνωσε καίρια ο Ανδρέας Παπανδρέου ότι για να στήσει ένα δικό του κομματικό κράτος κατά το πρότυπο του κάποτε εμφυλιοπολεμικού κράτους της Δεξιάς, χρειαζόταν ευρύτερο πλαίσιο, διευρυμένο στόχο: Επαγγέλθηκε λοιπόν «κοινωνικό μετασχηματισμό». Και τον πραγματοποίησε. Τις συγκεκριμένες μεθόδους και πρακτικές που ακολουθήθηκαν για να πραγματοποιηθεί αυτός ο «κοινωνικός μετασχηματισμός», θα τις μελετήσουν και θα τις εκθέσουν εξιδιασμένες διατριβές (αν ποτέ η ελληνική κοινωνία ανακάμψει από την αποχαυνωτική αμβλύνοια που συνοδεύει την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος). Μια επιφυλλίδα μόνο νύξεις μπορεί να προσφέρει για την αλλαγή του γλωσσικού κώδικα και του κώδικα συμπεριφοράς που προέταξε ο Ανδρέας Παπανδρέου στο εγχείρημα «μετασχηματισμού της κοινωνίας».
Δημιουργήθηκε μια καινούργια δήθεν «δημοτική» γλώσσα, εντελώς άσχετη με τη λαϊκή εκφραστική, τόσο τεχνητή όσο και η κοραϊκή «καθαρεύουσα». Ο λαός δεν είπε ποτέ «Ο Γιούνης, ο Γιούλης», δεν κατάργησε ποτέ την τρίτη κλίση των ονομάτων, δεν είπε «του ασθενή, του ευγενή, της αδρανής», δεν θεώρησε λόγιο τον αναδιπλασιασμό που διακρίνει το άπαξ γινόμενο από το συνεχές (δεν είπε ποτέ «η χώρα πέρυσι παρήγε τόσους τόνους πατάτας», ο λαός λέει «παρήγαγε»), δεν στρέβλωσε ο λαός τα αμετάβατα ρήματα σε μεταβατικά, δεν αρνήθηκε τα σε -ως επιρρήματα κ.λπ. Όμως, με αυτούς τους βιασμούς της γλωσσικής εκφραστικής το ΠΑΣΟΚ δημιούργησε ιδίωμα που έκανε τους οπαδούς του να ξεχωρίζουν αμέσως, σαν «προοδευτικοί» πολίτες από τη «συντηρητική» πλεμπάγια. Και πληθώρα συμπλεγματικών κολακεύτηκαν να περιφέρουν τη γλωσσική ετικέτα του «προοδευτικού».
Ακόμα πιο αποτελεσματική (εξαιρετικά εντυπωσιακή) η αλλαγή του κώδικα συμπεριφοράς. Μέσα σε ελάχιστους μήνες η ελληνική κοινωνία είχε αντιληφθεί ότι αξιολογικές διαβαθμίσεις προσώπων δεν υπάρχουν πια: Η καθαρίστρια πάρκαρε το αυτοκίνητό της στη θέση που άλλοτε προοριζόταν μόνο για τον διευθυντή της Καρδιοχειρουργικής Κλινικής ή χαστούκιζε ατιμώρητα τη διευθύνουσα που τόλμησε να την ελέγξει. Καταργήθηκε η υπαλληλική ιεραρχία, ο έλεγχος (επιθεώρηση) της εργασίας, η αξιολόγηση της ποιότητας και της προσφοράς, τα σχολεία αριστούχων – σταμάτησε η λειτουργία πειθαρχικών συμβουλίων. Η ελληνική κοινωνία υποχρεώθηκε στην πιο ταπεινωτική προς τα κάτω ισοπέδωση που γνώρισε ποτέ στην ιστορία της.
Προστέθηκε βαθμιαία και η βεβαιότητα, συνειδητή ή ανεπίγνωστη, ότι τώρα πια «όλα επιτρέπονται», δεν υπάρχουν αντικοινωνικές συμπεριφορές. Δικαιούται ο κάθε ευνοημένος από το κόμμα διαχειριστής εξουσίας «να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του» ληστεύοντας το δημόσιο χρήμα, αρκεί να μην ξεπερνάει τα πεντακόσια (τότε) εκατομμύρια ο νοσφισμός. Επιτρέπεται το αχαλίνωτο ψεύδος («οι βάσεις φεύγουν» ενώ έχει υπογραφεί η παραμονή τους), επιτρέπονται όλα, αρκεί να προσπορίζουν ηδονή: εξουσίας, πλουτισμού, σεξουαλικότητας, δημαγωγίας, ακκισμών πρόκλησης της διεθνούς προσοχής.
Το αντίστροφο εγχείρημα, «επανίδρυσης του κράτους», αν ποτέ επιχειρηθεί, θα απαιτήσει και κοινωνικό μετασχηματισμό με αντεστραμμένους τους παπανδρεϊκούς όρους. Αφετηρία πάντοτε η αλλαγή των συμβολικών κωδίκων: γλώσσας και συμπεριφοράς.
«Η Καθημερινή», 22/04/2007