Στη Μεγάλη Εβδομάδα, που σήμερα αρχίζει, θα ήταν εξαιρετικά ελπιδοφόρο αν σιγούσε κάθε παρέμβλητος στη λατρεία λόγος. Ούτε κηρύγματα, ούτε εόρτιες εγκύκλιοι, ούτε διδακτικές επεξηγήσεις και σχολιασμοί των τελουμένων. Να γινόταν σεβαστή η λατρευτική δραματουργία, ακέραιη στη δυναμική σημαντική της.
Για να σιγήσει γόνιμα ο λόγος, πρέπει να έχουν εμπεδωθεί κριτήρια καίριων διακρίσεων: Να μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις νοητικές και ψυχολογικές «βεβαιότητες» από τις εμπειρικές ψηλαφήσεις. Τη συναισθηματική αυθυποβολή από την κοινωνούμενη εμπιστοσύνη. Την ατομοκεντρική «συγκίνηση» από την κατανυκτική αυθυπέρβαση. Τη γλώσσα της ελπίδας από τη γλώσσα της προπαγάνδας.
Τέτοιες διακρίσεις δεν διδάσκονται, σπουδάζονται στην πράξη. Όταν λειτουργεί το εκκλησιαστικό γεγονός, φανερώνει τη διαφορά της Εκκλησίας από τη θρησκεία.
Τη φανερώνει με τρόπους συγκεκριμένους, απτούς: Με την αρχιτεκτονική μορφή, τη ζωγραφική τεχνοτροπία, το είδος του μουσικού μέλους, της παραστατικής δραματουργίας. Καταλαβαίνεις τότε, χωρίς νοητικές αναλύσεις, πώς ό,τι αποβλέπει στον εντυπωσιασμό, στη ψυχολογική υποβολή, στην ατομοκεντρική «πνευματική» τέρψη είναι άσχετο με την εκκλησία, είναι μόνο θρησκεία (γεγονός εγκλωβισμένο στις ανάγκες της φύσης του ανθρώπου). Καταλαβαίνεις, χωρίς αισθητικές προτεραιότητες ότι τα ηλεκτρικά καντήλια είναι ψευτιά, τα ηλεκτρικά κεριά (σε μανουάλια και πολυελαίους) είναι απάτη για εντυπωσιασμό ή υστερική μεγαφωνία είναι, εκτός από βαρβαρισμός, και λογική της προπαγάνδας.
Όταν λειτουργεί το εκκλησιαστικό γεγονός, διαπιστώνεις αμέσως ότι μετέχεις στη συγκρότησή του, είσαι μέτοχος όχι θεατής και ακροατής. Μετέχεις στις σχέσεις που το καθιστούν γεγονός, γι’ αυτό και ό,τι δεν συγκροτεί σχέση και κοινωνία σχέσεων (ό,τι απευθύνεται στο άτομο, ευφραίνει, συγκινεί, διδάσκει, ηθικοποιεί το άτομο) αποκλείεται από το εκκλησιαστικό γεγονός. Ό,τι είναι ατομικό ανήκει στη θρησκευτική σφαίρα, ψευτοπαρηγορεί τον θάνατο. Εκκλησιαστικό γεγονός είναι το ψωμί, το κρασί, το κερί, το λάδι, τα χρώματα, η μουσική, το λιβάνι, ακόμα και το κάθισμα (το «στασίδι») όταν συγκροτούν σχέση: Δηλαδή, όταν συγκροτούν αναφορά, ευχαριστία (όπως λειτουργεί ως αναφορά και ευχαριστία και το ευτελέστερο αντικείμενο όταν είναι «ενθύμιο» και ζωντανεύει δεσμό ερωτικό).
Σε μια θρησκευτική τελετουργία πηγαίνουμε για να εξευμενίσουμε το υπερβατικό, να προσευχηθούμε σ’ αυτό, να εξασφαλίσουμε με τη λατρεία μας ατομική αξιομισθία. Το εκκλησιαστικό γεγονός το συγκροτούμε ψάχνοντας έναν τρόπο χρήσης των υλικών πραγμάτων ικανό να ανταποκριθεί στο κάλλος και στη σοφία των υλικών δωρημάτων που συνιστούν και συντηρούν την ύπαρξή μας – τρόπο ικανό να ανταποκριθεί στον έρωτα «μανικού εραστή» και Νυμφίου. Στον τρόπο που φτιάχνεται ένα «στασίδι», στην τεχνοτροπία μιας εκκλησιαστικής εικόνας, στο καντήλι με το λάδι, στο αναμμένο κερί, σπουδάζουμε το πώς η ύλη του κόσμου μπορεί να γίνει αντιχάρισμα στην αγάπη που μάς δωρίζεται με την υλική μας υπόσταση και τη συντήρησή της.
Η θρησκευτική τελετουργία είναι «μετάβαση σε άλλο γένος». Εκεί προέχει η ατομική μας ανάγκη όχι το άθλημα της σχέσης. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται εικόνες η θρησκευτική τελετουργία, θέλει συναίσθημα και διδακτισμό, άρα νατουραλίστικη ζωγραφική, ξανθωπούς Χριστούληδες και γλυκερές μαντόνες. Θέλει ψυχαναγκαστικό εντυπωσιασμό, επομένως θηριώδη μεγάφωνα, διακοσμητικούς φωτισμούς, ψεύτικα λουλούδια, ψεύτικα καντήλια, ψεύτικα κεριά. Θέλει, όπως σε κάθε οργανωμένο θέαμα και ακρόαμα, θέσεις καθημένων, πολλές θέσεις. Θέλει και κήρυγμα – η ποίηση της υμνολογίας δεν αρκεί, η μεθεκτική δραματουργία δεν ενδιαφέρει, η εμπειρική θεολογία των κειμένων δεν κατανοείται. Χρειάζεται λόγο προπαγανδιστικό πεποιθήσεων, λόγο ενθουσιαστικών ψυχολογημάτων, εξουσιαστικού κύρους, επιχειρημάτων, αποδείξεων.
Εύλογα διερωτάται κανείς, αν είναι ίδιος ο δικός μας, σημερινός Χριστιανισμός με τον Χριστιανισμό που σαρκώνεται στη λειτουργική δραματουργία της Μεγάλης Εβδομάδας, ίδιος με τον Χριστιανισμό της σημαντικής των εκκλησιαστικών Εικόνων, των χειροποίητων (χωρίς καλούπι) θόλων και ημιθολίων. Εκείνος, ο άλλοτε Χριστιανισμός μιλούσε για την άγνοια που είναι γνώση, για την απόγνωση που γίνεται σχέση, για τη σιωπή που λογοποιεί την αποκάλυψη. Πείθει ότι ήταν ζωντανό, ενεργό γεγονός εκείνος ο Χριστιανισμός γιατί παρήγε Τέχνη, εκπληκτικά μορφώματα πολιτισμού.
Ο δικός μας, σημερινός Χριστιανισμός δεν παράγει Τέχνη, δεν πλαστουργεί πολιτισμό, δηλαδή δεν δίνει σημάδια ζωής. Αντίθετα, μοιάζει ηδονικά συμβιβασμένος με έναν απαρόμοιαστο αισθητικό εκβαρβαρισμό, την αποθέωση του «κιτς». Και παράγει λόγια, φλυαρία καταιγιστική: Κηρύγματα, «ποιμαντικές» εγκυκλίους, ακατάσχετη έντυπη λογοδιάρροια, ραδιοφωνική προπαγάνδα – τρέφει τη διάνοια με ταχυπετή αναίδεια. Ναι, αναίδεια, γιατί ο σημερινός «χριστιανικός» λόγος πουλάει σιγουριά, ξέρει τα πάντα για το άγνωστο, το απερινόητο, το ακατάληπτο. Ξέρει λεπτομέρειες, έχει για όλα πληροφόρηση. Έτσι εξασφαλίζει και το κύρος για να πατρονάρει κάθε πρακτική πτυχή του ενθάδε βίου, να ποδηγετεί ανθρώπους που φοβούνται τη διακινδύνευση της σχέσης, την ευθύνη της ενηλικίωσης.
Για να σιγήσει τη Μεγάλη Εβδομάδα ο παρέμβλητος στην Εκκλησία θρησκευτικός λόγος, πρέπει να λειτουργήσουν κριτήρια διάκρισης του εκκλησιαστικού γεγονότος από τη φυσική ανάγκη του ανθρώπου για θρησκεία. Γενιές Ελλήνων έρχονται στη ζωή και φεύγουν από τη ζωή, δίχως να αξιωθούν να δουν αυτή τη διάκριση ένσαρκη στον λειτουργικό χώρο. Να δουν να λειτουργεί στις εκκλησιές η εγρήγορση που ξεχωρίζει τον ζωτικό έρωτα από την ιδιοτελή αυτάρκεια.
«Η Καθημερινή», 01/04/2007
Για να σιγήσει γόνιμα ο λόγος, πρέπει να έχουν εμπεδωθεί κριτήρια καίριων διακρίσεων: Να μπορούμε να ξεχωρίσουμε τις νοητικές και ψυχολογικές «βεβαιότητες» από τις εμπειρικές ψηλαφήσεις. Τη συναισθηματική αυθυποβολή από την κοινωνούμενη εμπιστοσύνη. Την ατομοκεντρική «συγκίνηση» από την κατανυκτική αυθυπέρβαση. Τη γλώσσα της ελπίδας από τη γλώσσα της προπαγάνδας.
Τέτοιες διακρίσεις δεν διδάσκονται, σπουδάζονται στην πράξη. Όταν λειτουργεί το εκκλησιαστικό γεγονός, φανερώνει τη διαφορά της Εκκλησίας από τη θρησκεία.
Τη φανερώνει με τρόπους συγκεκριμένους, απτούς: Με την αρχιτεκτονική μορφή, τη ζωγραφική τεχνοτροπία, το είδος του μουσικού μέλους, της παραστατικής δραματουργίας. Καταλαβαίνεις τότε, χωρίς νοητικές αναλύσεις, πώς ό,τι αποβλέπει στον εντυπωσιασμό, στη ψυχολογική υποβολή, στην ατομοκεντρική «πνευματική» τέρψη είναι άσχετο με την εκκλησία, είναι μόνο θρησκεία (γεγονός εγκλωβισμένο στις ανάγκες της φύσης του ανθρώπου). Καταλαβαίνεις, χωρίς αισθητικές προτεραιότητες ότι τα ηλεκτρικά καντήλια είναι ψευτιά, τα ηλεκτρικά κεριά (σε μανουάλια και πολυελαίους) είναι απάτη για εντυπωσιασμό ή υστερική μεγαφωνία είναι, εκτός από βαρβαρισμός, και λογική της προπαγάνδας.
Όταν λειτουργεί το εκκλησιαστικό γεγονός, διαπιστώνεις αμέσως ότι μετέχεις στη συγκρότησή του, είσαι μέτοχος όχι θεατής και ακροατής. Μετέχεις στις σχέσεις που το καθιστούν γεγονός, γι’ αυτό και ό,τι δεν συγκροτεί σχέση και κοινωνία σχέσεων (ό,τι απευθύνεται στο άτομο, ευφραίνει, συγκινεί, διδάσκει, ηθικοποιεί το άτομο) αποκλείεται από το εκκλησιαστικό γεγονός. Ό,τι είναι ατομικό ανήκει στη θρησκευτική σφαίρα, ψευτοπαρηγορεί τον θάνατο. Εκκλησιαστικό γεγονός είναι το ψωμί, το κρασί, το κερί, το λάδι, τα χρώματα, η μουσική, το λιβάνι, ακόμα και το κάθισμα (το «στασίδι») όταν συγκροτούν σχέση: Δηλαδή, όταν συγκροτούν αναφορά, ευχαριστία (όπως λειτουργεί ως αναφορά και ευχαριστία και το ευτελέστερο αντικείμενο όταν είναι «ενθύμιο» και ζωντανεύει δεσμό ερωτικό).
Σε μια θρησκευτική τελετουργία πηγαίνουμε για να εξευμενίσουμε το υπερβατικό, να προσευχηθούμε σ’ αυτό, να εξασφαλίσουμε με τη λατρεία μας ατομική αξιομισθία. Το εκκλησιαστικό γεγονός το συγκροτούμε ψάχνοντας έναν τρόπο χρήσης των υλικών πραγμάτων ικανό να ανταποκριθεί στο κάλλος και στη σοφία των υλικών δωρημάτων που συνιστούν και συντηρούν την ύπαρξή μας – τρόπο ικανό να ανταποκριθεί στον έρωτα «μανικού εραστή» και Νυμφίου. Στον τρόπο που φτιάχνεται ένα «στασίδι», στην τεχνοτροπία μιας εκκλησιαστικής εικόνας, στο καντήλι με το λάδι, στο αναμμένο κερί, σπουδάζουμε το πώς η ύλη του κόσμου μπορεί να γίνει αντιχάρισμα στην αγάπη που μάς δωρίζεται με την υλική μας υπόσταση και τη συντήρησή της.
Η θρησκευτική τελετουργία είναι «μετάβαση σε άλλο γένος». Εκεί προέχει η ατομική μας ανάγκη όχι το άθλημα της σχέσης. Γι’ αυτό και δεν χρειάζεται εικόνες η θρησκευτική τελετουργία, θέλει συναίσθημα και διδακτισμό, άρα νατουραλίστικη ζωγραφική, ξανθωπούς Χριστούληδες και γλυκερές μαντόνες. Θέλει ψυχαναγκαστικό εντυπωσιασμό, επομένως θηριώδη μεγάφωνα, διακοσμητικούς φωτισμούς, ψεύτικα λουλούδια, ψεύτικα καντήλια, ψεύτικα κεριά. Θέλει, όπως σε κάθε οργανωμένο θέαμα και ακρόαμα, θέσεις καθημένων, πολλές θέσεις. Θέλει και κήρυγμα – η ποίηση της υμνολογίας δεν αρκεί, η μεθεκτική δραματουργία δεν ενδιαφέρει, η εμπειρική θεολογία των κειμένων δεν κατανοείται. Χρειάζεται λόγο προπαγανδιστικό πεποιθήσεων, λόγο ενθουσιαστικών ψυχολογημάτων, εξουσιαστικού κύρους, επιχειρημάτων, αποδείξεων.
Εύλογα διερωτάται κανείς, αν είναι ίδιος ο δικός μας, σημερινός Χριστιανισμός με τον Χριστιανισμό που σαρκώνεται στη λειτουργική δραματουργία της Μεγάλης Εβδομάδας, ίδιος με τον Χριστιανισμό της σημαντικής των εκκλησιαστικών Εικόνων, των χειροποίητων (χωρίς καλούπι) θόλων και ημιθολίων. Εκείνος, ο άλλοτε Χριστιανισμός μιλούσε για την άγνοια που είναι γνώση, για την απόγνωση που γίνεται σχέση, για τη σιωπή που λογοποιεί την αποκάλυψη. Πείθει ότι ήταν ζωντανό, ενεργό γεγονός εκείνος ο Χριστιανισμός γιατί παρήγε Τέχνη, εκπληκτικά μορφώματα πολιτισμού.
Ο δικός μας, σημερινός Χριστιανισμός δεν παράγει Τέχνη, δεν πλαστουργεί πολιτισμό, δηλαδή δεν δίνει σημάδια ζωής. Αντίθετα, μοιάζει ηδονικά συμβιβασμένος με έναν απαρόμοιαστο αισθητικό εκβαρβαρισμό, την αποθέωση του «κιτς». Και παράγει λόγια, φλυαρία καταιγιστική: Κηρύγματα, «ποιμαντικές» εγκυκλίους, ακατάσχετη έντυπη λογοδιάρροια, ραδιοφωνική προπαγάνδα – τρέφει τη διάνοια με ταχυπετή αναίδεια. Ναι, αναίδεια, γιατί ο σημερινός «χριστιανικός» λόγος πουλάει σιγουριά, ξέρει τα πάντα για το άγνωστο, το απερινόητο, το ακατάληπτο. Ξέρει λεπτομέρειες, έχει για όλα πληροφόρηση. Έτσι εξασφαλίζει και το κύρος για να πατρονάρει κάθε πρακτική πτυχή του ενθάδε βίου, να ποδηγετεί ανθρώπους που φοβούνται τη διακινδύνευση της σχέσης, την ευθύνη της ενηλικίωσης.
Για να σιγήσει τη Μεγάλη Εβδομάδα ο παρέμβλητος στην Εκκλησία θρησκευτικός λόγος, πρέπει να λειτουργήσουν κριτήρια διάκρισης του εκκλησιαστικού γεγονότος από τη φυσική ανάγκη του ανθρώπου για θρησκεία. Γενιές Ελλήνων έρχονται στη ζωή και φεύγουν από τη ζωή, δίχως να αξιωθούν να δουν αυτή τη διάκριση ένσαρκη στον λειτουργικό χώρο. Να δουν να λειτουργεί στις εκκλησιές η εγρήγορση που ξεχωρίζει τον ζωτικό έρωτα από την ιδιοτελή αυτάρκεια.
«Η Καθημερινή», 01/04/2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου