5/5/13

H γλώσσα του «θαύματος» και η γλώσσα της Γιορτής - Χρήστου Γιανναρά

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα: διαγγέλματα θρησκευτικών αξιωματούχων, πλημμυρίδα μεγαλόστομων κηρυγμάτων, διαρροϊκός πληθωρισμός στερεοτύπων. Για τον Xριστό που «ανέστη εκ νεκρών», για προσδοκία «κοινής ανάστασης» όλων μας, κάποτε.

Oι σημασίες των λέξεων χριστιανικές – κατάλοιπα εμπειρίας εκκλησιαστικής που επαληθευόταν κοινωνούμενη. Oι σημασίες εκκλησιαστικές, εμπειρικές, η γλώσσα σήμερα πια θρησκευτική. Που θα πει: γλώσσα της ιδεολογίας, του προπαγανδισμού ατομικών «πεποιθήσεων», στερεότυπα ακοινώνητων σημαινομένων. Γι’ αυτό και μεταγγίζεται παγωνιά, παγιώνεται η αδιαφορία. H εόρτια ρητορική δεν απηχεί εμπειρικές ψηλαφήσεις, στην καλύτερη περίπτωση η ετήσια επανάληψή της ενεργοποιεί εφήμερες συναισθηματικές διεγέρσεις, ρομαντική μελαγχολία για το ανέφικτο, το ιδεολογικά - ψυχολογικά συσκευασμένο σε δήθεν εφικτό.

H θρησκευτική γλώσσα, η εόρτια, μιλάει για την «ανάσταση» σαν «θαύμα»: Θαύμα λέμε το «υπερφυσικό» γεγονός που σημαίνεται και κατανοείται με τους όρους της φύσης αλλά προϋποθέτει ανεξήγητα καταργημένη τη φυσική νομοτέλεια – είναι η παρέμβαση άγνωστης δύναμης και εξουσίας που εξασφαλίζει στη φυσική ύπαρξη έκτακτες υπαρκτικές προνομίες. «Aνάσταση» σημαίνει στη θρησκευτική γλώσσα ότι ένα φυσικό άτομο πεθαμένο νεκρό, ξαναζωντανεύει και συνεχίζει να ζει ως φυσικό άτομο. Kαι «κοινή ανάσταση», στην ίδια γλώσσα σημαίνει: Όλοι οι άνθρωποι, όλα τα φυσικά άτομα του είδους, ξαναζωντανεύουν, ύστερα από οποιασδήποτε διάρκειας παραμονή στη φυσική ανυπαρξία, και συνεχίζουν να υπάρχουν σε γραμμικό χρόνο ατελεύτητο. (Bέβαια, αυτή η αναγκαστικά παρατεινόμενη επ’ άπειρον ύπαρξη, συνειδητοποιημένη, συνιστά εφιάλτη, όχι σωτηρία).

H εκκλησιαστική γλώσσα και μαρτυρία, ασύμβατη και ασύμπτωτη με τη θρησκευτική, εκφράζει (και προϋποθέτει) μια ριζικά διαφορετική οντολογία, μιαν άλλη πρόταση ερμηνείας του υπαρκτού: H πραγματικότητα δεν είναι ένα σύνολο ατομικών οντοτήτων, είναι ένα σύνολο ενεργούμενων σχέσεων. Στην περίπτωση του ανθρώπου, η φυσική του ύπαρξη ως ατόμου διακρίνεται αριθμητικά με τη διαφορά μιας μονάδας (αριθμού Δελτίου Tαυτότητας, AΦM, κ.τ.ο.), αλλά ένας άνθρωπος γνωρίζεται (μας γίνεται γνωστή η υπαρκτική του ετερότητα, η μοναδικότητα και ανομοιότητα –το ανεπανάληπτο– της ύπαρξής του) μόνο με την εμπειρία της άμεσης σχέσης μαζί του. Kαι η σχέση, στην οντολογική αυτή προοπτική, δεν είναι μόνο ο τρόπος της γνωστικής επαλήθευσης, είναι και ο τρόπος της ύπαρξης. Tρόπος κατ’ αναγκαιότητα σχέσεων ή τρόπος ελευθερίας σχέσεων: αυθυπερβατικού έρωτα.

H εκκλησιαστική γλώσσα δεν σερβίρει «πεποιθήσεις», ατομική (νοητική και ψυχολογική) σιγουριά. Kαλεί, αυτό μόνο, σε εμπειρική ψηλάφηση και κοινωνούμενη μετοχή μιας υπαρκτικής δυνατότητας: «Aνάσταση» στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την ελεύθερη κατάκτηση μιας προσφερόμενης μετάβασης από τον «τρόπο» της αναγκαιότητας στον «τρόπο» της υπαρκτικής ελευθερίας: Nα υπάρχεις, όχι επειδή κατά φυσική αναγκαιότητα οι φυσικοί σου γεννήτορες σε έφεραν στην ύπαρξη, αλλά να υπάρχεις επειδή ελεύθερα θέλεις να υπάρχεις, και να θέλεις να υπάρχεις επειδή αγαπάς. H αγάπη, ελευθερία της κοινωνούμενης ύπαρξης, είναι η ολοκληρία των υπαρκτικών δυνατοτήτων, το πλήρωμα του υπάρχειν – δηλαδή το πραγματικό νόημα της ελληνικής λέξης «σωτηρία» (: από το ρήμα «σώζω - σώζομαι» που θα πει: γίνομαι «σώος», ακέραιος, φθάνω στην πληρότητα των δυνατοτήτων του υπάρχειν).

Tην Eκκλησία τη συγκροτεί η αυθυπέρβαση του ατόμου, η εκ-σταση (έξω-ίσταμαι) από τις αναγκαιότητες της φύσης, η είσοδος στο άθλημα της «σχέσης», στην ελευθερία της αγάπης. Όχι να υπάρχω και επιπλέον να αγαπώ – τότε η αγάπη είναι απλώς κατόρθωμα συμπεριφοράς. Aλλά να υπάρχω επειδή αγαπώ και στο ποσοστό που αγαπώ – τότε η αγάπη γίνεται υπαρκτική μετάβαση από την ανελευθερία των αναγκαιοτήτων που διέπουν το φυσικό άτομο στην ελευθερία που ορίζει το «πρόσωπο», δηλαδή την ύπαρξη ως σχέση.

Tο πέρασμα («πάσχα») από το άτομο στο πρόσωπο είναι τόσο κατόρθωμα ελευθερίας όσο και δώρο –«χάρις»–χάρισμα– όπως συμβαίνει σε κάθε αληθινό αυθυπερβατικό έρωτα. H ελευθερία του ανθρώπου δεν είναι απλώς βουλητική, των προθέσεων, αλλά πράξη κοινωνούμενη - μετεχόμενη, έμπρακτη ανταπόκριση («άσκηση») στην ερωτική κλήση που μας κάλεσε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Eίμαστε όντα λογικά, επειδή είμαστε όντα εκ-στατικά, δηλαδή ερωτικά: υπάρξεις «προσωπικές» που πραγματώνουμε το είναι ως σχέση – ως ελευθερία κατάφασης ή άρνησης της αγαπητικής, ιδρυτικής του είναι μας κλήσης.

H Γιορτή είναι γλώσσα του «τρόπου» να καταφάσκεται ο έρωτας, η ελευθερία από το δεδομένο της ύπαρξης και τις ενορμητικές αναγκαιότητες – είναι η γλώσσα της Eκκλησίας. Διδαχές, ηθικολογίες, ιδεολογήματα, είναι η γλώσσα της εμμονής στη φυσική ανάγκη, στον νομοτελειακό ατομοκεντρισμό της φύσης – είναι η γλώσσα της θρησκείας. Aυτό που ευαγγελίζεται η Eκκλησία δεν χωράει σε κηρύγματα, γνωρίζεται μόνο με τη μετοχή στη Γιορτή. Kάθε Γιορτή της Eκκλησίας είναι κάλεσμα στο «πάσχα» – πέρασμα από την ανέκκλητη θνητότητα στην πανήγυρη που γίνεται η ζωή όταν υπάρχεις επειδή αγαπάς.

Ως γλώσσα του ερωτικού «τρόπου» η Γιορτή κάνει την ανάμνηση Γεγονός –«τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν»: Ξαναζήστε τη ζωή εξ υπαρχής, ως ελευθερία, όχι ως ανεπίλεκτη αναγκαιότητα, ζήστε την προϋπόθεση της ζωής, τη λήψη της τροφής (το ψωμί και το κρασί) ως χαρά κοινωνίας της ζωής, όχι ως εγωτική αυτοσυντήρηση. H Γιορτή σαρκώνεται σε ένα δείπνο, εκεί ψηλαφούμε τη ζωή που βεβαιώνεται αναστημένη όταν προσφέρεται να κοινωνηθεί – «βρώσις καὶ πόσις». Bεβαιώνεται η ενανθρώπιση του Λόγου ως δυνατότητα ψηλάφησης της ελευθερίας του να υπάρχει όχι αναγκαστικά επειδή είναι Θεός, αλλά αυτοπροαίρετα επειδή είναι ο Yιός. Mε τα υπαρκτικά δεδομένα του θνητού ανθρώπου πραγματώνει τον «τρόπο» της ελευθερίας του Aκτίστου: μεταποιεί τον θάνατο σε κορυφαία ερωτική αυταπάρνηση, απάρνηση του ατομοκεντρισμού της κτιστότητας. Aνοίγει την οδό σε ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟ να πραγματώσει την ύπαρξη ως ελευθερία αγαπητικής αυτοπροσφοράς.

«Διὰ τὴν ἐρωτικὴν αὐτοῦ παραφοράν» η Eκκλησία αναγνωρίζει τον ένσαρκο Λόγο ως «Nυμφίο», «ἐραστὴν μανικώτατον» κάθε ανθρώπου. «Ὅτι αὐτὸς ἡμῶν ἠράσθη πρῶτος, ἡμῶν ἐχθρῶν καὶ πολεμίων ὑπαρχόντων. Kαὶ οὐκ ἠράσθη μόνον, ἀλλὰ καὶ ἠτιμάσθη ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἐραπίσθη καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἐν νεκροῖς ἐλογίσθη. Kαὶ διὰ τούτων ἁπάντων τὸν περὶ ἡμᾶς αὐτοῦ παρέστησεν ἔρωτα».

H Aνάσταση δεν είναι «θαύμα» φακιρικό. Προσφέρεται σε εμπειρική επαλήθευση ως υπαρκτική δυνατότητα: ερωτική ανταπόκριση σε έρωτα μανικό. Nα υπάρχει και ο άνθρωπος επειδή θέλει να υπάρχει, και να θέλει να υπάρχει επειδή αγαπάει.

"Η Καθημερινή", 04/05/2013.






3/5/13

Ἡ κορύφωση τοῦ Τραγικοῦ - Χρήστου Μαλεβίτση

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὸν κόσμο του καὶ συνειδητοποιεῖ τούτη τὴν ἀπόρριψή του ὡς ἐσχάτως σημαντικὴ εἶναι ὁ τραγικὸς ἄνθρωπος. Ὅταν δὲν ὑπάρχει ἡ ἀπόρριψη, δὲν ὑπάρχει τραγωδία. Ὅταν δὲν ὑπάρχει συνειδητοποίηση τῆς ἔσχατης σημασίας τῆς ἀπορρίψεως, ἐπίσης δὲν ὑπάρχει τραγωδία. Τὴν ἔσχατη σημασία τὴν παρέχει ὁ τραγικὸς ἄνθρωπος καὶ ὄχι ὁ κόσμος. Καὶ εἶναι ἔσχατη ἐπειδὴ ὁδηγεῖ στὸ ἐντελῶς ἄλλο, τὸ ὁποῖο ἀνατρέπει ἄρδην σύμπασα τὴν ἐγκόσμια συνθήκη. Ἀλλιῶς θὰ ἦταν περιστατικὸ τῆς «μέσης» καὶ ὄχι τῆς ἄκρας τῆς ὑπάρξεως. Ἀπὸ ἐδῶ προκύπτει ἡ μοιραία σύγκρουση κόσμου καὶ τραγικῆς συνειδήσεως, τῆς ὁποίας ἡ παρουσία εἶναι ἐντελῶς ἄλλη ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ κόσμου. Πρόκειται γιὰ σύγκρουση δύο ριζικῶς διαφόρων ὀντολογικῶν ἀρχῶν. Ὁ ἀγώνας γίνεται γιὰ τὸ ποιά θὰ ἰσχύσει, στὸ τέλος. Συνεπῶς ὁ τραγικὸς ἥρωας ἀναλαμβάνει γιὰ λογαριασμὸ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας τὸ μέγιστο ἔργο, ποὺ εἶναι ἡ νίκη τοῦ πνεύματος ἔναντι τῆς καταδρομῆς του ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ τόπος ὅπου συντελέσθηκε τὸ τραγικὸ συμβὰν εἶναι τὸ πεδίο ὅπου δόθηκε ἡ ἔσχατη κοσμικὴ μάχη, καὶ ὁ ἄνθρωπος συντρίφτηκε. Εἶναι ὁ «κρανίου» τόπος, ὁ τόπος τοῦ συντριμμοῦ τοῦ πνεύματος.
 
Ὁ Οἰδίπους ἀπορρίφθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο του. Ὁ ἀρχαιοελληνικὸς κόσμος εἶναι ἡ «πόλις» καὶ ἡ «ὅρασις». Διότι γιὰ τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα τὸ χάος κοσμεῖται ἀπὸ τὴν «πόλη» καὶ τήν «θεωρία». Ὁ Οἰδίπους περιφέρεται πλέον ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς πόλεως καὶ ἐκτὸς τῶν ὁρίων τοῦ φωτός. Εἶναι αὐτὴ ἡ ἔσχατη ἀπώλεια; Γιὰ τὸν Ἕλληνα, ναί. Ὄχι ὅμως γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὡς ἄνθρωπο. Τὸ σύμβολο τοῦ «τυφλοῦ» καί «ἄπολι» Οἰδίποδα δὲν εἶναι πανανθρώπινο, δὲν εἶναι οἰκουμενικό. Γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ τραγικό, ἡ ἐπανάληψη τῆς τραγικῆς πράξεως ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθεῖ σὲ ἄλλον τόπο, θρησκευτικῶς πλέον ἐμπύρετο, στὴν Ἰουδαία.

Ἐδῶ πλέον ἡ ἐπανάληψη δὲν γίνεται ἐπὶ τῆς θεατρικῆς σκηνῆς, ἀλλὰ ἐπὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἱστορίας. Καὶ δὲν πρόκειται γιὰ τὸ πάθος τοῦ υἱοῦ τοῦ Λαΐου, ἀλλὰ γιὰ τὸ πάθος τοῦ «υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι «υἱοί» τοῦ ἀνθρώπου. Ἰδοὺ οἱ ἀναβαθμοὶ τῆς ἀπορρίψεως τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται ὅμως γιὰ τὴν ἀπόρριψη τὴν πλέον ριζική - ὄχι ἀπὸ τὴν πόλη καὶ ἀπὸ τὴ θεωρία, ἀλλὰ ἀπὸ κάθε κοσμικὸ νόημα διὰ τοῦ ἐσχάτου εὐτελισμοῦ, ἀπὸ κάθε ὑπερκόσμιο νόημα, διὰ τῆς ἐγκαταλέιψεως καὶ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ κάθε δεσμὸ τῆς ὕπαρξης, διὰ τοῦ θανάτου. Τὸ τραγικὸ κορυφώνεται, φτάνει στὴν ἔσχατή του ἀπόληξη.

Ἡ κορύφωση ὅμως τῆς τραγωδίας συντελεῖται ὡς κορύφωση κοσμικοῦ δράματος, γι’ αὐτὸ καὶ τελεῖται στὴν κορυφὴ ὄρους, καὶ παίρνει τὴ μορφὴ ἱερῆς τελετουργίας. Πρὸς τοῦτο ἀπαιτεῖται καὶ ὁ ἁρμόδιος χρόνος, ὁ ὁποῖος μεταστοιχειώνεται σὲ καιρό: «Ὁ καιρός μου ἐγγὺς ἐστιν» (Ματθ. ΚΣΤ΄, 18). Ἡ προσέγγιση τοῦ καιροῦ ἀποκαλύπτει τὸν ἐσωτερικὸ ρυθμὸ τοῦ τραγικοῦ πεπρωμένου. Δὲν χρειάζεται νὰ τὸν φανερώσει ὁ μάντης Τειρεσίας, οὔτε νὰ γίνει ἀναδιήγηση τῆς ἱστορίας γιὰ νὰ φανερωθεῖ τὸ κρυμμένο. Τὰ πάντα τελοῦν κάτω ἀπὸ ἐκτυφλωτικὸ τραγικὸ φῶς. Ἡ τέλεια διαυγασμένη συνείδηση γνωρίζει τὴ μοίρα της στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴ διοδεύει τελετουργικά. «Πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου» (Ἐνθ. ἀν.).


Ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς μαθητὲς ὅμως θὰ ἀρχίσει ἡ διαδικασία τῆς ἀπορρίψεως. Ὁ ἕνας ἀπὸ καθαρὴ κακὴ συνείδηση θὰ τὸν πουλήσει ὡς δούλο. Ὁ ἄλλος θὰ τὸν ἀρνηθεῖ ἀπὸ φόβο. Καὶ προπαντὸς ἐπειδὴ δὲν δυνόντουσαν, ὡς χοϊκοί, νὰ τανυσθοῦν στὶς ἀκρώρειες τῆς ἀγωνίας τοῦ πνεύματος. Ἔναντι τῆς ἐσχάτης ἐγρηγόρσεως ὁ κοινὸς ἄνθρωπος εἶναι ὡσὰν νὰ κοιμᾶται. Ὁ κοινὸς ἄνθρωπος τελεῖ σὲ φυσικὸ ὕπνο. Τὸ ὅτι ὁ ὕπνος τῆς συνειδήσεως μέσα στὴν ἐγκοσμιότητα εἶναι τόσο βαρύς, μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ ὅτι τρεῖς φορὲς τοὺς ἐκάλεσε ἡ τραγικὴ συνείδηση νὰ γρηγοροῦν, καὶ ὅμως αὐτοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια τους ἀπὸ τὴν κοσμικὴ νύστα. Λίγοι γρηγοροῦν στὴν κορυφὴ τοῦ κοσμικοῦ ὄρους, στὸ τέλος ἕνας. «Σίμων, καθεύδεις; οὐκ ἴσχυσας μίαν ὥραν γρηγορῆσαι;» Οὔτε μιὰ ὥρα, οὔτε στὴν κρίσιμη ὥρα δὲν δυνόταν νὰ γρηγορεῖ ὁ Πέτρος, ποὺ προοριζόταν νὰ γίνει ἡ πέτρα, ἐπάνω στὴν ὁποία θὰ κτιζόταν ἡ μελλοντικὴ ἐκκλησία τῆς κοσμικῆς ἐγρηγόρσεως. «Καὶ ἐλθὼν πάλιν εὗρεν αὐτοὺς καθεύδοντας, ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι». Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βεβαρημένοι ἀπὸ τὸν ὕπνο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔφυγε ἀκόμη ἀπὸ τὸν ὕπνο τοῦ φυτοῦ, γι’ αὐτὸ σ’ αὐτὸν παραδίδεται ἐπὶ ὀχτὼ ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρο. Πόση εἶναι ἡ ἀπόσταση ὥσπου νὰ φθάσει στὴν κορυφὴ τῆς ἐσχάτης ἐγρηγόρσεως – γιὰ νὰ δώσει τὴ μάχη τοῦ πνεύματος;

Ὕστερα ἀκολουθεῖ ἡ ἀπόρριψη ἀπὸ τὴν κοινότητα, ἡ ὁποία θὰ τὸν λογίσει «μετὰ ἀνόμων» καὶ στὸ τέλος θὰ τὸν θανατώσει μὲ τὸν πλέον ἐπονείδιστο θάνατο, ἀκόμη καὶ τὰ ροῦχα του θὰ κληρωθοῦν. Ὅμως ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ ἀκραία ἀπόρριψη ἐκ τῶν ἔξω. Εἶναι ὅ,τι μπορεῖ νὰ κάμει ὁ «κόσμος» κατὰ τοῦ τραγικοῦ προσώπου. Ὡστόσο, τὸ τραγικὸ πρόσωπο, γιὰ νὰ εἶναι ἐσχάτως τραγικὸ πρέπει νὰ χάσει καὶ κάθε δεσμὸ ἐκ τῶν ἔσω. Διότι ἂν ὁ ἐσωτερικὸς δεσμὸς μὲ τὴν ἔσχατη πηγὴ τοῦ νοήματος εἶναι ἀρραγής, τότε δὲν πρόκειται περὶ κορυφώσεως τῆς τραγωδίας. Δὲν πρόκειται κἂν περὶ τραγωδίας μὲ τὴν πνευματική της ἔννοια. Διότι τούτη τὴν ἔσχατη ἀπόρριψη τὴν ἔχουν ὑποστεῖ καὶ οἱ μάρτυρες τῆς πίστεως. Ὅμως αὐτοὶ δὲν εἶναι τραγικὰ πρόσωπα, ἐπειδὴ ἐσωτερικῶς εὐδοκιμοῦσαν, καὶ μάλιστα ἐπιζητοῦσαν τὸ μαρτύριο γιὰ νὰ δοξασθοὺν στὴν αἰωνιότητα.


Γιὰ νὰ κορυφωθεῖ πράγματι ἡ τραγωδία πρέπει τὸ τραγικὸ στοιχεῖο νὰ εἰσχωρήσει ὣς τὴν ἀκρόπολη τῆς ἐσωτερικότητας, καὶ νὰ τὴν καταστρέψει καὶ αὐτήν. Νὰ μὴν ὑπάρχει κανένα ὀχυρό, οὔτε ἀπέξω οὔτε ἀπὸ μέσα. Ἔφτασε στὸ ἀκροτελεύτιο ὅριο τῆς ὑπάρξεως ἀκολουθώντας τὴν κλήση τοῦ πνεύματος. Καὶ στὴν ἐρημία τοῦ σταυροῦ ἀποσύρεται ἀκόμη καὶ ἡ κλήση γιὰ τὴν ὁποία μαρτυράει. Ὡσὰν καὶ ἡ ἐσωτερικότητα τοῦ ὄντος νὰ ἦταν ἔρημη. Αὐτὴ τὴ δεύτερη μοναξιὰ ποιος μπορεῖ νὰ τὴν ἀντέξει;

Καὶ ὁ μέγιστος τραγωδοποιὸς δὲν τὴν γνωρίζει αὐτὴν τὴν ἔρημο. Γι’ αὐτὸ ποτέ του δὲν θὰ ἔβαζε στὰ χείλη τοῦ τραγικοῦ ἥρωός του τούτη τὴ φράση: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλειπες;» Ἡ πιὸ πικρὴ φράση ποὺ ἀκούστηκε ποτὲ στὸν κόσμο τοῦτο. Καὶ εἰπώθηκε ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σταυροῦ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἴσαμε ἐκεῖ ἔφθασε  ἕ ν α ς  υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀρκεῖ ὅμως ποὺ ἔφθασε καὶ ἕνας. Διότι μόνον ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ στενό, τὸ κατάστενο πέρασμα ὑπερβαίνεται ἡ τραγωδία. Μόνον ἀπὸ ἐκεῖ.

Ἐπειδὴ τὰ ἄλλα περάσματα εἶναι ψευδῆ, μᾶς βγάζουν καὶ πάλι στὴν ἐντεῦθεν κοιλάδα, τῆς χαρᾶς καὶ τῆς θλίψεως, τῆς εὐδοκίας καὶ τῆς καταφορᾶς – καὶ ὁπωσδήποτε, στὸ τέλος, τοῦ χαμοῦ. Τί ἀγωνία νὰ στέκεσαι στὶς παρυφὲς τῆς κοσμικῆς νύχτας, μὲ τὴ χαραυγὴ τοῦ αὐγινοῦ φωτὸς στὰ μάκρη τοῦ ὁρίζοντα, καὶ νὰ ἀκοῦς τὴν προτροπή: «ἐγείρεσθε, ἄγωμεν…» (Ματθ., ΚΣΤ΄, 46).

Ἐδῶ, στὸ «ἄγωμεν» θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ σταματήσει. Διότι εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ τραγικὴ συνείδηση ἀναλαμβάνει τὸν θάνατό της, ἄρα τὸν ὑπερβαίνει ὡς συνείδηση. Ὅμως ἡ φράση δὲν σταματάει ἐδῶ. Συνεχίζει «ἰδοὺ ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με». Ἔτσι γίνεται περαιτέρω ἐπεξεργασία τοῦ γεγονότος τοῦ θανάτου. Ἄλλος εἶναι ὁ θάνατος ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸ φυσικὸ γεγονός, π.χ. ἀπὸ πτώση σὲ γκρεμό, καὶ ἄλλος ὅταν προκαλεῖται ἀπὸ τὸ ἠθικὸ γεγονός: τήν «προδοσία». Διότι καὶ τὰ δύο, ἡ ἀνάληψη τοῦ θανάτου καὶ ἡ αἰτία τοῦ θανάτου, εἶναι πνευματικά. Δηλαδὴ τὸ ζήτημα κρίνεται ὁλοσχερῶς στὴν περιοχὴ τοῦ πνεύματος. Δὲν ὑπάρχει ἡ ἁγνότης τοῦ πνεύματος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, καὶ ἡ ἁγνότης τῆς φύσεως ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ὁποία προκαλεῖ τὸ κακὸ τυχαίως. Ἡ τυχαιότητα δὲν ἀναιρεῖται πνευματικῶς· εἶναι τὸ ἄλογο κατάλοιπο τοῦ ὑπάρχειν. Ὑπάρχει ἀπεναντίας ἡ κακότης τοῦ πνεύματος, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἀναιρεθεῖ. Καὶ μάλιστα αὐτὴ ἡ κακότης παίρνει τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ τῆς ἀγάπης. Ὁ προδότης δὲν εἶναι μόνο ἐκ τῶν οἰκείων, ἀλλὰ θὰ φανερωθεῖ καὶ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἀγαπητικοῦ φιλήματος πρὸς τὸ θύμα. Μέσα ἀπὸ τὴ σύγκρουση τῶν προσώπων ἀναδεικνύονται καὶ τὰ δύο πρόσωπα – καὶ ἡ πνευματικὴ μοίρα τους. Ὁ θάνατος ἀπὸ πτώση σὲ γκρεμὸ δὲν ἀναδεικνύει κανένα πρόσωπο.

Τὸ ὅτι τὸ περιστατικὸ εἶναι ἐξόχως συμβολικό, καὶ μόνον συμβολικό, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλα αὐτά «προδοσία», «φίλημα» ἦσαν περιττὰ σὰν ἱστορικὰ συμβάντα, ἐπειδὴ στὴ μικρὴ Ἱερουσαλὴμ ὁ καθένας ἐγνώριζε τὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ἦσαν ἀπαραίτητα ὅμως γιὰ τὴν ἀποσαφήνιση τῆς ἐσωτερικότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία στὸ ἐμπειρικὸ ἐπίπεδο τελεῖ σὲ δεινὴ ἀμφισημία. Ἡ ἀποσαφήνιση πραγματοποιεῖται μόνο μετὰ τὸν ἔσχατο συντριμμό – δηλαδὴ ἐκεῖθεν τοῦ θανάτου. Δὲν ὑπάρχει ἄλλη πνευματικῶς ἔγκυρη ἄρση τοῦ σκανδάλου τῆς κοσμικῆς ἀμφισημίας. Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγιστο μάθημα τῆς κορυφαίας τραγικῆς στιγμῆς.


Χρήστου Μαλεβίτση, Περὶ τοῦ Τραγικοῦ, Ἀθῆνα, 1986, κεφάλαιο 18.