3/5/13

Ἡ κορύφωση τοῦ Τραγικοῦ - Χρήστου Μαλεβίτση

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὸν κόσμο του καὶ συνειδητοποιεῖ τούτη τὴν ἀπόρριψή του ὡς ἐσχάτως σημαντικὴ εἶναι ὁ τραγικὸς ἄνθρωπος. Ὅταν δὲν ὑπάρχει ἡ ἀπόρριψη, δὲν ὑπάρχει τραγωδία. Ὅταν δὲν ὑπάρχει συνειδητοποίηση τῆς ἔσχατης σημασίας τῆς ἀπορρίψεως, ἐπίσης δὲν ὑπάρχει τραγωδία. Τὴν ἔσχατη σημασία τὴν παρέχει ὁ τραγικὸς ἄνθρωπος καὶ ὄχι ὁ κόσμος. Καὶ εἶναι ἔσχατη ἐπειδὴ ὁδηγεῖ στὸ ἐντελῶς ἄλλο, τὸ ὁποῖο ἀνατρέπει ἄρδην σύμπασα τὴν ἐγκόσμια συνθήκη. Ἀλλιῶς θὰ ἦταν περιστατικὸ τῆς «μέσης» καὶ ὄχι τῆς ἄκρας τῆς ὑπάρξεως. Ἀπὸ ἐδῶ προκύπτει ἡ μοιραία σύγκρουση κόσμου καὶ τραγικῆς συνειδήσεως, τῆς ὁποίας ἡ παρουσία εἶναι ἐντελῶς ἄλλη ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ κόσμου. Πρόκειται γιὰ σύγκρουση δύο ριζικῶς διαφόρων ὀντολογικῶν ἀρχῶν. Ὁ ἀγώνας γίνεται γιὰ τὸ ποιά θὰ ἰσχύσει, στὸ τέλος. Συνεπῶς ὁ τραγικὸς ἥρωας ἀναλαμβάνει γιὰ λογαριασμὸ ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας τὸ μέγιστο ἔργο, ποὺ εἶναι ἡ νίκη τοῦ πνεύματος ἔναντι τῆς καταδρομῆς του ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ τόπος ὅπου συντελέσθηκε τὸ τραγικὸ συμβὰν εἶναι τὸ πεδίο ὅπου δόθηκε ἡ ἔσχατη κοσμικὴ μάχη, καὶ ὁ ἄνθρωπος συντρίφτηκε. Εἶναι ὁ «κρανίου» τόπος, ὁ τόπος τοῦ συντριμμοῦ τοῦ πνεύματος.
 
Ὁ Οἰδίπους ἀπορρίφθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο του. Ὁ ἀρχαιοελληνικὸς κόσμος εἶναι ἡ «πόλις» καὶ ἡ «ὅρασις». Διότι γιὰ τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα τὸ χάος κοσμεῖται ἀπὸ τὴν «πόλη» καὶ τήν «θεωρία». Ὁ Οἰδίπους περιφέρεται πλέον ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς πόλεως καὶ ἐκτὸς τῶν ὁρίων τοῦ φωτός. Εἶναι αὐτὴ ἡ ἔσχατη ἀπώλεια; Γιὰ τὸν Ἕλληνα, ναί. Ὄχι ὅμως γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὡς ἄνθρωπο. Τὸ σύμβολο τοῦ «τυφλοῦ» καί «ἄπολι» Οἰδίποδα δὲν εἶναι πανανθρώπινο, δὲν εἶναι οἰκουμενικό. Γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ τὸ τραγικό, ἡ ἐπανάληψη τῆς τραγικῆς πράξεως ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθεῖ σὲ ἄλλον τόπο, θρησκευτικῶς πλέον ἐμπύρετο, στὴν Ἰουδαία.

Ἐδῶ πλέον ἡ ἐπανάληψη δὲν γίνεται ἐπὶ τῆς θεατρικῆς σκηνῆς, ἀλλὰ ἐπὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἱστορίας. Καὶ δὲν πρόκειται γιὰ τὸ πάθος τοῦ υἱοῦ τοῦ Λαΐου, ἀλλὰ γιὰ τὸ πάθος τοῦ «υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι «υἱοί» τοῦ ἀνθρώπου. Ἰδοὺ οἱ ἀναβαθμοὶ τῆς ἀπορρίψεως τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται ὅμως γιὰ τὴν ἀπόρριψη τὴν πλέον ριζική - ὄχι ἀπὸ τὴν πόλη καὶ ἀπὸ τὴ θεωρία, ἀλλὰ ἀπὸ κάθε κοσμικὸ νόημα διὰ τοῦ ἐσχάτου εὐτελισμοῦ, ἀπὸ κάθε ὑπερκόσμιο νόημα, διὰ τῆς ἐγκαταλέιψεως καὶ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ κάθε δεσμὸ τῆς ὕπαρξης, διὰ τοῦ θανάτου. Τὸ τραγικὸ κορυφώνεται, φτάνει στὴν ἔσχατή του ἀπόληξη.

Ἡ κορύφωση ὅμως τῆς τραγωδίας συντελεῖται ὡς κορύφωση κοσμικοῦ δράματος, γι’ αὐτὸ καὶ τελεῖται στὴν κορυφὴ ὄρους, καὶ παίρνει τὴ μορφὴ ἱερῆς τελετουργίας. Πρὸς τοῦτο ἀπαιτεῖται καὶ ὁ ἁρμόδιος χρόνος, ὁ ὁποῖος μεταστοιχειώνεται σὲ καιρό: «Ὁ καιρός μου ἐγγὺς ἐστιν» (Ματθ. ΚΣΤ΄, 18). Ἡ προσέγγιση τοῦ καιροῦ ἀποκαλύπτει τὸν ἐσωτερικὸ ρυθμὸ τοῦ τραγικοῦ πεπρωμένου. Δὲν χρειάζεται νὰ τὸν φανερώσει ὁ μάντης Τειρεσίας, οὔτε νὰ γίνει ἀναδιήγηση τῆς ἱστορίας γιὰ νὰ φανερωθεῖ τὸ κρυμμένο. Τὰ πάντα τελοῦν κάτω ἀπὸ ἐκτυφλωτικὸ τραγικὸ φῶς. Ἡ τέλεια διαυγασμένη συνείδηση γνωρίζει τὴ μοίρα της στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴ διοδεύει τελετουργικά. «Πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου» (Ἐνθ. ἀν.).


Ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς μαθητὲς ὅμως θὰ ἀρχίσει ἡ διαδικασία τῆς ἀπορρίψεως. Ὁ ἕνας ἀπὸ καθαρὴ κακὴ συνείδηση θὰ τὸν πουλήσει ὡς δούλο. Ὁ ἄλλος θὰ τὸν ἀρνηθεῖ ἀπὸ φόβο. Καὶ προπαντὸς ἐπειδὴ δὲν δυνόντουσαν, ὡς χοϊκοί, νὰ τανυσθοῦν στὶς ἀκρώρειες τῆς ἀγωνίας τοῦ πνεύματος. Ἔναντι τῆς ἐσχάτης ἐγρηγόρσεως ὁ κοινὸς ἄνθρωπος εἶναι ὡσὰν νὰ κοιμᾶται. Ὁ κοινὸς ἄνθρωπος τελεῖ σὲ φυσικὸ ὕπνο. Τὸ ὅτι ὁ ὕπνος τῆς συνειδήσεως μέσα στὴν ἐγκοσμιότητα εἶναι τόσο βαρύς, μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸ ὅτι τρεῖς φορὲς τοὺς ἐκάλεσε ἡ τραγικὴ συνείδηση νὰ γρηγοροῦν, καὶ ὅμως αὐτοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια τους ἀπὸ τὴν κοσμικὴ νύστα. Λίγοι γρηγοροῦν στὴν κορυφὴ τοῦ κοσμικοῦ ὄρους, στὸ τέλος ἕνας. «Σίμων, καθεύδεις; οὐκ ἴσχυσας μίαν ὥραν γρηγορῆσαι;» Οὔτε μιὰ ὥρα, οὔτε στὴν κρίσιμη ὥρα δὲν δυνόταν νὰ γρηγορεῖ ὁ Πέτρος, ποὺ προοριζόταν νὰ γίνει ἡ πέτρα, ἐπάνω στὴν ὁποία θὰ κτιζόταν ἡ μελλοντικὴ ἐκκλησία τῆς κοσμικῆς ἐγρηγόρσεως. «Καὶ ἐλθὼν πάλιν εὗρεν αὐτοὺς καθεύδοντας, ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι». Οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βεβαρημένοι ἀπὸ τὸν ὕπνο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔφυγε ἀκόμη ἀπὸ τὸν ὕπνο τοῦ φυτοῦ, γι’ αὐτὸ σ’ αὐτὸν παραδίδεται ἐπὶ ὀχτὼ ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρο. Πόση εἶναι ἡ ἀπόσταση ὥσπου νὰ φθάσει στὴν κορυφὴ τῆς ἐσχάτης ἐγρηγόρσεως – γιὰ νὰ δώσει τὴ μάχη τοῦ πνεύματος;

Ὕστερα ἀκολουθεῖ ἡ ἀπόρριψη ἀπὸ τὴν κοινότητα, ἡ ὁποία θὰ τὸν λογίσει «μετὰ ἀνόμων» καὶ στὸ τέλος θὰ τὸν θανατώσει μὲ τὸν πλέον ἐπονείδιστο θάνατο, ἀκόμη καὶ τὰ ροῦχα του θὰ κληρωθοῦν. Ὅμως ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ ἀκραία ἀπόρριψη ἐκ τῶν ἔξω. Εἶναι ὅ,τι μπορεῖ νὰ κάμει ὁ «κόσμος» κατὰ τοῦ τραγικοῦ προσώπου. Ὡστόσο, τὸ τραγικὸ πρόσωπο, γιὰ νὰ εἶναι ἐσχάτως τραγικὸ πρέπει νὰ χάσει καὶ κάθε δεσμὸ ἐκ τῶν ἔσω. Διότι ἂν ὁ ἐσωτερικὸς δεσμὸς μὲ τὴν ἔσχατη πηγὴ τοῦ νοήματος εἶναι ἀρραγής, τότε δὲν πρόκειται περὶ κορυφώσεως τῆς τραγωδίας. Δὲν πρόκειται κἂν περὶ τραγωδίας μὲ τὴν πνευματική της ἔννοια. Διότι τούτη τὴν ἔσχατη ἀπόρριψη τὴν ἔχουν ὑποστεῖ καὶ οἱ μάρτυρες τῆς πίστεως. Ὅμως αὐτοὶ δὲν εἶναι τραγικὰ πρόσωπα, ἐπειδὴ ἐσωτερικῶς εὐδοκιμοῦσαν, καὶ μάλιστα ἐπιζητοῦσαν τὸ μαρτύριο γιὰ νὰ δοξασθοὺν στὴν αἰωνιότητα.


Γιὰ νὰ κορυφωθεῖ πράγματι ἡ τραγωδία πρέπει τὸ τραγικὸ στοιχεῖο νὰ εἰσχωρήσει ὣς τὴν ἀκρόπολη τῆς ἐσωτερικότητας, καὶ νὰ τὴν καταστρέψει καὶ αὐτήν. Νὰ μὴν ὑπάρχει κανένα ὀχυρό, οὔτε ἀπέξω οὔτε ἀπὸ μέσα. Ἔφτασε στὸ ἀκροτελεύτιο ὅριο τῆς ὑπάρξεως ἀκολουθώντας τὴν κλήση τοῦ πνεύματος. Καὶ στὴν ἐρημία τοῦ σταυροῦ ἀποσύρεται ἀκόμη καὶ ἡ κλήση γιὰ τὴν ὁποία μαρτυράει. Ὡσὰν καὶ ἡ ἐσωτερικότητα τοῦ ὄντος νὰ ἦταν ἔρημη. Αὐτὴ τὴ δεύτερη μοναξιὰ ποιος μπορεῖ νὰ τὴν ἀντέξει;

Καὶ ὁ μέγιστος τραγωδοποιὸς δὲν τὴν γνωρίζει αὐτὴν τὴν ἔρημο. Γι’ αὐτὸ ποτέ του δὲν θὰ ἔβαζε στὰ χείλη τοῦ τραγικοῦ ἥρωός του τούτη τὴ φράση: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλειπες;» Ἡ πιὸ πικρὴ φράση ποὺ ἀκούστηκε ποτὲ στὸν κόσμο τοῦτο. Καὶ εἰπώθηκε ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σταυροῦ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἴσαμε ἐκεῖ ἔφθασε  ἕ ν α ς  υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀρκεῖ ὅμως ποὺ ἔφθασε καὶ ἕνας. Διότι μόνον ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ στενό, τὸ κατάστενο πέρασμα ὑπερβαίνεται ἡ τραγωδία. Μόνον ἀπὸ ἐκεῖ.

Ἐπειδὴ τὰ ἄλλα περάσματα εἶναι ψευδῆ, μᾶς βγάζουν καὶ πάλι στὴν ἐντεῦθεν κοιλάδα, τῆς χαρᾶς καὶ τῆς θλίψεως, τῆς εὐδοκίας καὶ τῆς καταφορᾶς – καὶ ὁπωσδήποτε, στὸ τέλος, τοῦ χαμοῦ. Τί ἀγωνία νὰ στέκεσαι στὶς παρυφὲς τῆς κοσμικῆς νύχτας, μὲ τὴ χαραυγὴ τοῦ αὐγινοῦ φωτὸς στὰ μάκρη τοῦ ὁρίζοντα, καὶ νὰ ἀκοῦς τὴν προτροπή: «ἐγείρεσθε, ἄγωμεν…» (Ματθ., ΚΣΤ΄, 46).

Ἐδῶ, στὸ «ἄγωμεν» θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ σταματήσει. Διότι εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ τραγικὴ συνείδηση ἀναλαμβάνει τὸν θάνατό της, ἄρα τὸν ὑπερβαίνει ὡς συνείδηση. Ὅμως ἡ φράση δὲν σταματάει ἐδῶ. Συνεχίζει «ἰδοὺ ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με». Ἔτσι γίνεται περαιτέρω ἐπεξεργασία τοῦ γεγονότος τοῦ θανάτου. Ἄλλος εἶναι ὁ θάνατος ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸ φυσικὸ γεγονός, π.χ. ἀπὸ πτώση σὲ γκρεμό, καὶ ἄλλος ὅταν προκαλεῖται ἀπὸ τὸ ἠθικὸ γεγονός: τήν «προδοσία». Διότι καὶ τὰ δύο, ἡ ἀνάληψη τοῦ θανάτου καὶ ἡ αἰτία τοῦ θανάτου, εἶναι πνευματικά. Δηλαδὴ τὸ ζήτημα κρίνεται ὁλοσχερῶς στὴν περιοχὴ τοῦ πνεύματος. Δὲν ὑπάρχει ἡ ἁγνότης τοῦ πνεύματος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, καὶ ἡ ἁγνότης τῆς φύσεως ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ὁποία προκαλεῖ τὸ κακὸ τυχαίως. Ἡ τυχαιότητα δὲν ἀναιρεῖται πνευματικῶς· εἶναι τὸ ἄλογο κατάλοιπο τοῦ ὑπάρχειν. Ὑπάρχει ἀπεναντίας ἡ κακότης τοῦ πνεύματος, ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἀναιρεθεῖ. Καὶ μάλιστα αὐτὴ ἡ κακότης παίρνει τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ τῆς ἀγάπης. Ὁ προδότης δὲν εἶναι μόνο ἐκ τῶν οἰκείων, ἀλλὰ θὰ φανερωθεῖ καὶ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἀγαπητικοῦ φιλήματος πρὸς τὸ θύμα. Μέσα ἀπὸ τὴ σύγκρουση τῶν προσώπων ἀναδεικνύονται καὶ τὰ δύο πρόσωπα – καὶ ἡ πνευματικὴ μοίρα τους. Ὁ θάνατος ἀπὸ πτώση σὲ γκρεμὸ δὲν ἀναδεικνύει κανένα πρόσωπο.

Τὸ ὅτι τὸ περιστατικὸ εἶναι ἐξόχως συμβολικό, καὶ μόνον συμβολικό, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλα αὐτά «προδοσία», «φίλημα» ἦσαν περιττὰ σὰν ἱστορικὰ συμβάντα, ἐπειδὴ στὴ μικρὴ Ἱερουσαλὴμ ὁ καθένας ἐγνώριζε τὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ἦσαν ἀπαραίτητα ὅμως γιὰ τὴν ἀποσαφήνιση τῆς ἐσωτερικότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία στὸ ἐμπειρικὸ ἐπίπεδο τελεῖ σὲ δεινὴ ἀμφισημία. Ἡ ἀποσαφήνιση πραγματοποιεῖται μόνο μετὰ τὸν ἔσχατο συντριμμό – δηλαδὴ ἐκεῖθεν τοῦ θανάτου. Δὲν ὑπάρχει ἄλλη πνευματικῶς ἔγκυρη ἄρση τοῦ σκανδάλου τῆς κοσμικῆς ἀμφισημίας. Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγιστο μάθημα τῆς κορυφαίας τραγικῆς στιγμῆς.


Χρήστου Μαλεβίτση, Περὶ τοῦ Τραγικοῦ, Ἀθῆνα, 1986, κεφάλαιο 18.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Θα ήταν ωραίο κείμενο αν δεν απέφευγε να μας πει αν ο Χριστός ήταν Θεός. Το φίλημα έγινε για να προστατευτεί ο προδότης και να μπορεί μετά να παραστήσει τον αθώο, ότι δηλαδή τον είχαν παρακολουθήσει και πιάσαν τον Χριστό. Επίσης ήταν απαραίτητο ένας αξιόπιστος μάρτυρας να δηλώσει ότι αυτός που θα συλληφθεί είναι πράγματι ο καταζητούμενος, διότι η γκάφα θα ήταν μεγάλη αν γινόταν λάθος. Ο Χριστός επί τρία χρόνια είχε διαφύγει με πλήθος τρόπων από την σύλληψη, δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα έπιαναν το σωστό πρόσωπο.