Ο εικοστός αιώνας με τις μεγάλες αναστατώσεις του έθεσε εκ νέου το θέμα του νοήματος του πολιτισμού καθ’ όλου. Το να τίθενται τα μεγάλα ζητήματα «εξ αρχής» είναι δείγμα υγείας κι όχι ασθένειας. Μολονότι η ασθένεια είναι που παρέχει την αφορμή στη σκέψη να σκεφθεί υγιώς. Μόνον όταν μάς πονέσει η καρδιά αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξή της και αρχίζουμε να σκεφτόμαστε για το «τί είναι» η καρδιά. Έτσι, στον αιώνα μας, πολλή σκέψη έχει δαπανηθεί επάνω στο ερώτημα «τί είναι» πολιτισμός. Κορυφαίοι διανοητές προς αυτή την κατεύθυνση αναδείχθηκαν ο Spengler και ο Toynbee. Αλλά και οι μεγάλοι φιλόσοφοι του αιώνα μας το ίδιο θέμα πραγματεύθηκαν εμμέσως. Διότι η συνειδητοποίηση της υπάρξεως του ανθρώπου στον κόσμο είναι ταυτοχρόνως και συνειδητοποίηση του «τί είναι» πολιτισμός. Δεδομένου ότι ο πολιτισμός είναι η απόκριση στα θεμελιώδη αιτήματα της ψυχής του ανθρώπου.
Αν είναι να πλησιάσει κανείς το φαινόμενο του πολιτισμού, προκειμένου να το μελετήσει, κινδυνεύει να χαθεί μέσα στο πυκνό δάσος των συναρτήσεων και των μεταβλητών που το συνιστούν. Έργο της σκέψης είναι να ξεχωρίσει τις θεμελιώδεις μεταβλητές από τις οποίες εξαρτώνται όλες οι συναρτήσεις. Οι μεγάλοι φιλόσοφοι του πολιτισμού οφείλουν τη μεγαλωσύνη τους στην ανακάλυψη αυτών των «ανεξαρτήτων μεταβλητών». Όμως εδώ δεν πρόκειται για φυσικά μεγέθη. Όπου μια τέτοια ανακάλυψη να ισχύει για όλους. Κάθε μεγάλος διανοητής ανακαλύπτει τις δικές του «ανεξάρτητες μεταβλητές» και σ’ αυτές επάνω θεμελιώνει τη θεωρία του, δηλαδή το «μοντέλο» του. Κάθε θεωρία φιλοσοφική ή κοινωνιολογική δεν είναι παρά ένα «μοντέλο», κάτι ωσάν «υπόδειγμα» λειτουργίας των θεμελιωδών μεταβλητών του συστήματος.
Νομίζω πως είναι κρίσιμο για την κατανόηση ενός πολιτισμού η επίγνωση των ορίων του. Δηλαδή η κυρίαρχη συνείδηση μιάς εποχής, ώς πού θέτει τα όριά της. Με άλλα λόγια τί θεωρεί τούτη η συνείδηση ως έσχατο. Τα κατά καιρούς «έσχατα» που έχουν τεθεί είναι λ.χ. η υπέρβαση της οδύνης, η ταύτιση με το θείον, η αισθητική ζωή, η αλήθεια της γνώσεως, η κοινωνική ευδαιμονία κ.λπ. Αυτός όμως ο ορίζοντας των ορίων εξαρτάται από τον ορίζοντα των ορίων της συνείδησης που κυριαρχεί στον πολιτισμό. Διότι υπάρχει ποικιλία συνειδήσεων σε κάθε εποχή. Το ζήτημα είναι ποιά συνείδηση λαμβάνεται ως πρότυπο, ποιά συνείδηση παρέχει τα μέτρα που κρίνουν το πολιτισμικό έργο.
Ο άνθρωπος εκ κατασκευής είναι ένα όν ατέλεστο, το οποίο τείνει προς την τελείωσή του. Αυτό είναι νόμος της υπάρξεως του ανθρώπου. Και τελειώνεται στα όρια που τού έχει θέσει η εποχή του. Αυτά τα όρια είναι το «πρότυπο». Πάντοτε υπάρχουν πρότυπα. Έστω και αυτά τα πολύ κοντινά και τα πολύ χθαμαλά, μέσα στα οποία νιώθει πληρωμένη η κοινή συνείδηση. Εάν πρότυπο είναι ο ήρωας ή ο άγιος ή ο σοφός, ο δρόμος είναι μακρύς και δυσχερής. Εάν πρότυπο είναι ο καταναλωτής των υλικών αγαθών, ο δρόμος είναι κοντινός και ευχερής. Διότι για να περπατήσει κανείς τον πρώτο δρόμο χρειάζεται πνευματική ένταση, ενώ για τον δεύτερο χρειάζεται παραγωγική επίδοση. Και αν άλλοτε η παραγωγική επίδοση απαιτούσε μόχθο και ιδρώτα του προσώπου για να φάει κανείς τον άρτο του, τώρα η συντριπτική ισχύς της τεχνολογίας κατέστησε την παραγωγική εργασία σχεδόν παιχνίδι.
Αυτή όμως η τελευταία ιδιότητα του δικού μας πολιτισμού, η εύκολη απόληψη των υλικών αγαθών, έχει τεράστιες επιπτώσεις στη σύσταση και την αρμογή των στοιχείων του πολιτισμού. Έχει καταλυτικές επιπτώσεις. Η άκοπη και πληθωρική παραγωγή υλικών αγαθών έγινε ασμένως δεκτή από ολόκληρο το ιστορικό πλήρωμα. Και πολύ εύλογα. Διότι κανένας δεν επιθυμεί την πείνα και την ανέχεια, ούτε την εύχεται στον άλλον. Το μυθικό κέρας της Αμαλθείας γίνεται πραγματικότητα - ποιός θα το απεμπολήσει;
Μόνο που αυτός ο ευλογημένος παραγωγικός μηχανισμός δεν αξιώνει από τα πρόσωπα που εισέρχονται στο κύκλωμα παραγωγή-κατανάλωση καμμιά πνευματικότητα. Δεν θέλει ούτε ήρωες, ούτε ποιητές, ούτε αγίους, ούτε φιλοσόφους. Θέλει καταναλωτές, για να αποσυμφορείται η αγορά από την πλησμονή των αγαθών, ώστε η παραγωγική μηχανή που βρίσκεται πίσω από την αγορά να μη σταματήσει. Αλλιώς η κατάρρευση θα είναι ξεθεμελιωτική όλου του συστήματος. Τώρα πλεόν είμαστε σαν τον ποδηλάτη: άμα δεν τρέχει, θα πέσει.
Έτσι, ο σύγχρονος πολιτισμός μας καθιστά κυρίαρχη συνείδηση την «κοινή» συνείδηση, τη συνείδηση που τα όριά της εξαντλούνται στην κοινή εννόηση των πραγμάτων. Βέβαια δεν είναι τίποτε το κρίσιμο που ο παραγωγικός μηχανισμός έχει πρότυπό του την κοινή συνείδηση. Κρίσιμο καθίσταται το γεγονός αυτό από τη στιγμή που τα όρια της κοινής συνείδησης γίνονται όρια της συνείδησης ολόκληρου του πολιτισμού, σε όλες τις εκφάνσεις. Δηλαδή το όριο της κοινής συνείδησης είναι το «έσχατο» για τον πολιτισμό μας. Αυτό έχει τεράστια σημασία, θα έλεγα συντελειακή σημασία και για τη μοίρα αυτής της ίδιας της τεχνολογίας.
Και η κρισιμότητα επικεντρώνεται σε τούτο το δεδομένο: όλος ο αμύθητος πλούτος του πνεύματος μεταφέρεται μέσα στην στενή μάντρα της κοινής συνείδησης και εκεί κρίνεται με τα μέτρα αυτής της συνείδησης. Και εκεί ευτελίζεται και δεινώς παρανοείται και προπηλακίζεται και απονευρώνεται. Η κοινή συνείδηση, καθώς είναι κυρίαρχη, δεν μοχθεί για να φθάσει προς τα μακρινά όρια που έφτασαν οι άλλες συνειδήσεις, αλλά τα θέλει όλα στα όρια του «πιάτου» της. Το όριό της το θεωρεί έσχατη αλήθεια και κριτήριο˙ και απορρίπτει τους άλλους ως πλανημένους, ακόμη και ως ανέντιμους.
Στο βάθος πρόκειται για την εκδίκηση της κοινής συνείδησης κατά των υψηλών συνειδήσεων, που μέχρι τώρα την εξανάγκαζαν να τανύεται ματαίως για να τις φτάσει, και ζούσε βασανιστικά τη μειονεξία της. Τώρα που ο τεχνολογικός πολιτισμός την κατέστησε κυρίαρχη ήρθε η «γλυκειά» ώρα της εκδίκησης. Όλα πρέπει να είναι κατανοητά από «τον λαό», μια αξίωση που ποτέ δεν έθεσε ο πνευματικώς υγιής λαός. Αλλά τίθεται από κάθε ανέτοιμο, από κάθε ολιγοφρενή, από κάθε απροσδιόνυσο - όταν ακόμη και η καλαθοπλεκτική απαιτεί προετοιμασία, μαθητεία, επιτηδειότητα και αίσθηση του ωραίου. Κάθε πολιτισμός στο τέλος συντρίβεται από τον βαρβαρισμό. Ο βαρβαρισμός της εποχής μας εκδηλώνεται με την κατακυριάρχηση της κοινής συνείδησης και των αποπνικτικών μέτρων της.
Βέβαια, στο τέλος συντελείται μια αφανιστική λησμονιά των επιτευγμάτων του πνεύματος. Αυτή η λησμονιά της έσχατης οριακότητας του υπάρχειν στον κόσμο, όπως τη γεωγράφησαν οι μεγάλες συνειδήσεις της ανθρωπότητας, είναι το πλέον δυσοίωνο συμβάν του πολιτισμού μας. Εκεί μάς οδηγεί η «ανεξάρτητη μεταβλητή» της κοινής συνείδησης, η οποία με την ακάματη - λόγω πλήθους - δράση της προσδιορίζει αποφασιστικά ολόκληρη τη συνάρτηση των μεγεθών του πολιτισμού μας.
Καθημερινή, 26/07/1987 και στο βιβλίο του ιδίου: «Δοκίμια Ιδεών», εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1993.
Αν είναι να πλησιάσει κανείς το φαινόμενο του πολιτισμού, προκειμένου να το μελετήσει, κινδυνεύει να χαθεί μέσα στο πυκνό δάσος των συναρτήσεων και των μεταβλητών που το συνιστούν. Έργο της σκέψης είναι να ξεχωρίσει τις θεμελιώδεις μεταβλητές από τις οποίες εξαρτώνται όλες οι συναρτήσεις. Οι μεγάλοι φιλόσοφοι του πολιτισμού οφείλουν τη μεγαλωσύνη τους στην ανακάλυψη αυτών των «ανεξαρτήτων μεταβλητών». Όμως εδώ δεν πρόκειται για φυσικά μεγέθη. Όπου μια τέτοια ανακάλυψη να ισχύει για όλους. Κάθε μεγάλος διανοητής ανακαλύπτει τις δικές του «ανεξάρτητες μεταβλητές» και σ’ αυτές επάνω θεμελιώνει τη θεωρία του, δηλαδή το «μοντέλο» του. Κάθε θεωρία φιλοσοφική ή κοινωνιολογική δεν είναι παρά ένα «μοντέλο», κάτι ωσάν «υπόδειγμα» λειτουργίας των θεμελιωδών μεταβλητών του συστήματος.
Νομίζω πως είναι κρίσιμο για την κατανόηση ενός πολιτισμού η επίγνωση των ορίων του. Δηλαδή η κυρίαρχη συνείδηση μιάς εποχής, ώς πού θέτει τα όριά της. Με άλλα λόγια τί θεωρεί τούτη η συνείδηση ως έσχατο. Τα κατά καιρούς «έσχατα» που έχουν τεθεί είναι λ.χ. η υπέρβαση της οδύνης, η ταύτιση με το θείον, η αισθητική ζωή, η αλήθεια της γνώσεως, η κοινωνική ευδαιμονία κ.λπ. Αυτός όμως ο ορίζοντας των ορίων εξαρτάται από τον ορίζοντα των ορίων της συνείδησης που κυριαρχεί στον πολιτισμό. Διότι υπάρχει ποικιλία συνειδήσεων σε κάθε εποχή. Το ζήτημα είναι ποιά συνείδηση λαμβάνεται ως πρότυπο, ποιά συνείδηση παρέχει τα μέτρα που κρίνουν το πολιτισμικό έργο.
Ο άνθρωπος εκ κατασκευής είναι ένα όν ατέλεστο, το οποίο τείνει προς την τελείωσή του. Αυτό είναι νόμος της υπάρξεως του ανθρώπου. Και τελειώνεται στα όρια που τού έχει θέσει η εποχή του. Αυτά τα όρια είναι το «πρότυπο». Πάντοτε υπάρχουν πρότυπα. Έστω και αυτά τα πολύ κοντινά και τα πολύ χθαμαλά, μέσα στα οποία νιώθει πληρωμένη η κοινή συνείδηση. Εάν πρότυπο είναι ο ήρωας ή ο άγιος ή ο σοφός, ο δρόμος είναι μακρύς και δυσχερής. Εάν πρότυπο είναι ο καταναλωτής των υλικών αγαθών, ο δρόμος είναι κοντινός και ευχερής. Διότι για να περπατήσει κανείς τον πρώτο δρόμο χρειάζεται πνευματική ένταση, ενώ για τον δεύτερο χρειάζεται παραγωγική επίδοση. Και αν άλλοτε η παραγωγική επίδοση απαιτούσε μόχθο και ιδρώτα του προσώπου για να φάει κανείς τον άρτο του, τώρα η συντριπτική ισχύς της τεχνολογίας κατέστησε την παραγωγική εργασία σχεδόν παιχνίδι.
Αυτή όμως η τελευταία ιδιότητα του δικού μας πολιτισμού, η εύκολη απόληψη των υλικών αγαθών, έχει τεράστιες επιπτώσεις στη σύσταση και την αρμογή των στοιχείων του πολιτισμού. Έχει καταλυτικές επιπτώσεις. Η άκοπη και πληθωρική παραγωγή υλικών αγαθών έγινε ασμένως δεκτή από ολόκληρο το ιστορικό πλήρωμα. Και πολύ εύλογα. Διότι κανένας δεν επιθυμεί την πείνα και την ανέχεια, ούτε την εύχεται στον άλλον. Το μυθικό κέρας της Αμαλθείας γίνεται πραγματικότητα - ποιός θα το απεμπολήσει;
Μόνο που αυτός ο ευλογημένος παραγωγικός μηχανισμός δεν αξιώνει από τα πρόσωπα που εισέρχονται στο κύκλωμα παραγωγή-κατανάλωση καμμιά πνευματικότητα. Δεν θέλει ούτε ήρωες, ούτε ποιητές, ούτε αγίους, ούτε φιλοσόφους. Θέλει καταναλωτές, για να αποσυμφορείται η αγορά από την πλησμονή των αγαθών, ώστε η παραγωγική μηχανή που βρίσκεται πίσω από την αγορά να μη σταματήσει. Αλλιώς η κατάρρευση θα είναι ξεθεμελιωτική όλου του συστήματος. Τώρα πλεόν είμαστε σαν τον ποδηλάτη: άμα δεν τρέχει, θα πέσει.
Έτσι, ο σύγχρονος πολιτισμός μας καθιστά κυρίαρχη συνείδηση την «κοινή» συνείδηση, τη συνείδηση που τα όριά της εξαντλούνται στην κοινή εννόηση των πραγμάτων. Βέβαια δεν είναι τίποτε το κρίσιμο που ο παραγωγικός μηχανισμός έχει πρότυπό του την κοινή συνείδηση. Κρίσιμο καθίσταται το γεγονός αυτό από τη στιγμή που τα όρια της κοινής συνείδησης γίνονται όρια της συνείδησης ολόκληρου του πολιτισμού, σε όλες τις εκφάνσεις. Δηλαδή το όριο της κοινής συνείδησης είναι το «έσχατο» για τον πολιτισμό μας. Αυτό έχει τεράστια σημασία, θα έλεγα συντελειακή σημασία και για τη μοίρα αυτής της ίδιας της τεχνολογίας.
Και η κρισιμότητα επικεντρώνεται σε τούτο το δεδομένο: όλος ο αμύθητος πλούτος του πνεύματος μεταφέρεται μέσα στην στενή μάντρα της κοινής συνείδησης και εκεί κρίνεται με τα μέτρα αυτής της συνείδησης. Και εκεί ευτελίζεται και δεινώς παρανοείται και προπηλακίζεται και απονευρώνεται. Η κοινή συνείδηση, καθώς είναι κυρίαρχη, δεν μοχθεί για να φθάσει προς τα μακρινά όρια που έφτασαν οι άλλες συνειδήσεις, αλλά τα θέλει όλα στα όρια του «πιάτου» της. Το όριό της το θεωρεί έσχατη αλήθεια και κριτήριο˙ και απορρίπτει τους άλλους ως πλανημένους, ακόμη και ως ανέντιμους.
Στο βάθος πρόκειται για την εκδίκηση της κοινής συνείδησης κατά των υψηλών συνειδήσεων, που μέχρι τώρα την εξανάγκαζαν να τανύεται ματαίως για να τις φτάσει, και ζούσε βασανιστικά τη μειονεξία της. Τώρα που ο τεχνολογικός πολιτισμός την κατέστησε κυρίαρχη ήρθε η «γλυκειά» ώρα της εκδίκησης. Όλα πρέπει να είναι κατανοητά από «τον λαό», μια αξίωση που ποτέ δεν έθεσε ο πνευματικώς υγιής λαός. Αλλά τίθεται από κάθε ανέτοιμο, από κάθε ολιγοφρενή, από κάθε απροσδιόνυσο - όταν ακόμη και η καλαθοπλεκτική απαιτεί προετοιμασία, μαθητεία, επιτηδειότητα και αίσθηση του ωραίου. Κάθε πολιτισμός στο τέλος συντρίβεται από τον βαρβαρισμό. Ο βαρβαρισμός της εποχής μας εκδηλώνεται με την κατακυριάρχηση της κοινής συνείδησης και των αποπνικτικών μέτρων της.
Βέβαια, στο τέλος συντελείται μια αφανιστική λησμονιά των επιτευγμάτων του πνεύματος. Αυτή η λησμονιά της έσχατης οριακότητας του υπάρχειν στον κόσμο, όπως τη γεωγράφησαν οι μεγάλες συνειδήσεις της ανθρωπότητας, είναι το πλέον δυσοίωνο συμβάν του πολιτισμού μας. Εκεί μάς οδηγεί η «ανεξάρτητη μεταβλητή» της κοινής συνείδησης, η οποία με την ακάματη - λόγω πλήθους - δράση της προσδιορίζει αποφασιστικά ολόκληρη τη συνάρτηση των μεγεθών του πολιτισμού μας.
Καθημερινή, 26/07/1987 και στο βιβλίο του ιδίου: «Δοκίμια Ιδεών», εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1993.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου