Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άφησε να φανεί στην πράξη (με γεγονότα, όχι με «επικοινωνιακά» ρητορεύματα) ποιος εμποδίζει τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο της χώρας του: Δεν είναι οι Ισλαμιστές το εμπόδιο, είναι οι δυτικόφιλοι (υποτίθεται) Κεμαλιστές: οι εθνικιστές υπέρμαχοι του «λαϊκού» (άθρησκου) κράτους.
Προκάλεσε τα αποδεικτικά γεγονότα ο Ερντογάν: Θα μπορούσε να είχε προτείνει για την προεδρία της Δημοκρατίας υποψήφιο που δεν έδινε λαβές για αντίδραση του κεμαλικού κατεστημένου – να προτείνει, π.χ., τον υπουργό του Άμυνας Βετζντί Γκονούλ: Είναι δικός του άνθρωπος, ισλαμιστής και θεωρείται μετριοπαθής – κυρίως, έχει σύζυγο που δεν φοράει μαντίλα. Ομως ο Ερντογάν πρότεινε τον Αμπντουλάχ Γκιουλ.
Ήταν αστοχία πολιτική, στρατηγικό σφάλμα αυτή η επιλογή; Η ευφυΐα και σοβαρότητα του Ερντογάν δεν συνηγορούν σε μια τέτοια ερμηνεία. Πιθανότερο μοιάζει να προχώρησε θελημένα στην πρόκληση. Εξώθησε τους Εθνικιστές να παρέμβουν, να οδηγηθούν στη νομικά αυθαίρετη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που ακύρωνε την πρώτη ψηφοφορία στη Βουλή για την εκλογή προέδρου. Όχι με καταγγελτικά ρητορεύματα αλλά με το γεγονός της απόφασης των έμφοβων δικαστών ο Ερντογάν έδειξε στον λαό του και στη διεθνή κοινή γνώμη ποιος αρνείται τους κανόνες της δημοκρατίας, ποιος εμποδίζει τον εξευρωπαϊσμό και εκσυγχρονισμό της Τουρκίας.
Η πολιτική πορεία του Ερντογάν, από το ξεκίνημά της ώς σήμερα, μοιάζει με συνειδητή ανάληψη ενός ιστορικού εγχειρήματος: Να καταδείξει ότι ο εκσυγχρονισμός και η πρόοδος ενός λαού, η πρόσληψη των επιτευγμάτων της δυτικής Νεωτερικότητας, δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε την παραίτηση από την ιδιοπροσωπία του, την αλλοτρίωση του βίου, τον μεταπρατισμό, τον αποχαυνωτικό πιθηκισμό του δυτικού μοντέλου. Δεν είναι προϋπόθεση εκσυγχρονισμού ο «λαϊκός» (άθρησκος) χαρακτήρας της λειτουργίας και των στόχων μιας κοινωνίας, δεν εξασφαλίζει την πρόοδο η στανική επιβολή του μηδενισμού και αμοραλισμού της νεωτερικής φυσιοκρατίας.
Με βάση τα γεγονότα (και όχι τα ρητορεύματα) συντήρηση, καθυστέρηση και σκοταδισμός στην Τουρκία σήμερα αποδείχνονται οι Κεμαλιστές, οι εθνικιστές του «βαθέος κράτους» «Γκρίζοι Λύκοι» του παρακράτους. Έτοιμοι να καταλύσουν, οποιαδήποτε στιγμή, και τα προσχήματα δημοκρατίας, για να υπερασπίσουν το «λαϊκό» (άθρησκο) κράτος. Και αντίπαλός τους ο «ισλαμιστής» Ερντογάν που παλεύει για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη, για εκσυγχρονισμό χωρίς αλλοτρίωση, χωρίς απώλεια της αίσθησης του «ιερού».
Η πολιτική του Ερντογάν είναι η πρώτη σοβαρή (έμπρακτη και όχι ρητορική) αμφισβήτηση του άλλου ιστορικού εγχειρήματος: του κεμαλικού. Ο Κεμάλ μετέπλασε την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε μιμητικό κακέκτυπο του νεωτερικού στη Δύση έθνους - κράτους. Αλλά η αυτοκρατορία δεν ήταν ένα απλώς μεγαλύτερο σε μέγεθος κρατικό σχήμα αναχρονιστικών θεσμών και οργάνωσης. Από τη ρωμαϊκή καταγωγή της η αυτοκρατορία ήταν μια «τάξη πραγμάτων» (ordo rerum): τρόπος και ευθύνη για την ειρηνική συνύπαρξη εθνών, φυλών, θρησκειών, παραδόσεων (pax romana). Αυτό τον «τρόπο» της αυτοκρατορίας αρνήθηκε ο Κεμάλ πιστεύοντας ότι έτσι «εκσυγχρονίζει» την Τουρκία. Και τη θεμελίωσε στον εθνικισμό, δηλαδή στο έγκλημα μεθοδικών γενοκτονιών, διαδοχικών εθνοκαθάρσεων.
Τον ρόλο του Κεμάλ, τηρουμένων των αναλογιών, διαδραμάτισαν στον Ελληνισμό ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αλλά ποιος τολμάει να εκστομίσει σήμερα, ακόμα και ως υπόθεση εργασίας, μια τέτοια (έστω προφανέστατη) πιστοποίηση; Κεμάλ, Κοραής και Βενιζέλος είναι τα ιερά ταμπού της κοινής μας εθνικιστικής ιδεοληψίας. Οι αυτουργοί αφανισμού του αυτοκρατορικού κοσμοπολιτισμού των Οθωμανών και της ελληνικής οικουμενικότητας λειτουργούν ως ειδωλοποιημένα σύμβολα θριάμβου του εθνικιστικού επαρχιωτισμού, του «λαϊκού» (δίχως αίσθηση του ιερού) ιμπεριαλισμού της Δύσης.
Τον εθνικισμό ο Ελληνισμός τον πλήρωσε με το ακριβότερο τίμημα: με το ιστορικό του τέλος. Επέζησε ο Ελληνισμός κάτω από τη Ρωμαιοκρατία, τη Φραγκοκρατία, την Τουρκοκρατία και τέλειωσε ιστορικά όταν έγινε εθνικό κράτος. Ακόμα και σκλάβοι, αγράμματοι, φτωχοί οι Έλληνες δεν έπαψαν να παράγουν πολιτισμό, ενεργό ετερότητα, πρόταση με πανανθρώπινη εμβέλεια. Μόλις έγιναν έθνος-κράτος, μόνο μιμούνται. Ζωγραφική, αρχιτεκτονική, παιδεία, φιλόσοφος λόγος, κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί, θρησκευτικότητα, όλα μεταπρατικά, πιθηκισμός της Δύσης, όπως το ήθελε η «μετακένωση» του Κοραή. Ο εθνικιστικός μεγαλοϊδεατισμός του Βενιζέλου, ασφυκτικά κρατικιστικός, διπλασίασε την εδαφική επικράτεια, ναι. Αλλά και να την είχε τετραπλασιάσει, από τη στιγμή που καταλάβαινε τον Ελληνισμό με όρους έθνους-κράτους, τον καταδίκαζε να μετασχηματιστεί σε βαλκανική επαρχία.
Στην Τουρκία το πολιτικό τοπίο αρχίζει κάπως να αποσαφηνίζεται.
Το κόμμα του Ερντογάν, κόμμα της πλειοψηφίας, επιστρέφει (συνειδητά ή ανεπίγνωστα, άσχετο) στον άξονα συνοχής της αυτοκρατορίας, που ήταν πάντα ο σεβασμός του «ιερού» (η religio imperii). Και μάχεται για εκσυγχρονισμό και πρόοδο χωρίς αλλοτρίωση. Αντιστέκονται με νύχια και με δόντια οι Εθνικιστές, για να διασώσουν το «άθρησκο» κράτος της στρατοκρατίας και των εθνοκαθάρσεων παραβιάζοντας αναίσχυντα τις ίδιες τις αρχές του δυτικού πολιτικού πολιτισμού που υποτίθεται ότι τους γοητεύει.
Όταν φτάνει κανείς από την Κωνσταντινούπολη στην Αθήνα έχει εναργή την αίσθηση επιστροφής στην επαρχιωτική ασφυξία. Πολιτικά αναστήματα θλιβερής ανεπάρκειας ερίζουν μόνο και αποκλειστικά για την επανεκλογή τους και την καταλήστευση του δημόσιου ταμείου. Τους πλαισιώνουν μάζες αφελών ή κρετίνων, αποχαυνωμένοι χειροκροτητές των εξαπατητών τους, έτοιμοι με την ψήφο τους «να μεταλλάξωσι τυράννους».
Κανένα ίχνος πολιτικής αντίστασης στον αλλοτριωτικό Εθνικισμό, καμιά αντιπρόταση. Όποιο κόμμα και αν κυβερνάει, κυρίαρχοι στην Ελλάδα είναι οι Κεμαλιστές, μια μειονότητα «Γκρίζων Λύκων» που μάχονται για «λαϊκό» (άθρησκο) κράτος, για τον αφανισμό κάθε λείμματος ιστορικής αυτοσυνειδησίας και πολιτιστικής ετερότητας. Καυχώνται και αυτοπροβάλλονται σαν «διεθνιστές». Αλλά ο «διεθνισμός» τους είναι, απλά, η ιμπεριαλιστική αλαζονεία του ιδεολογικού επαρχιωτισμού τους. Το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα παραμένει άξεστα υπανάπτυκτο, η επαρχιωτική καχεξία ανήκεστη.
«Η Καθημερινή», 27/05/2007