“Ὁ
μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν μένει ἐν τῷ
θανάτῳ”,
Ἰωάννου Α΄ 3,
14
Στὴν
τρέχουσα ὁμιλία ἡ λέξη “ἀγάπη” ἔχει
τρεῖς σημασίες, ποὺ διακρίνονται μὲ
αὐστηρότητα μεταξὺ τους. Πρώτη σημασία
εἶναι αὐτὴ ποὺ καλύπτει καὶ ὁ ὅρος
“ἔρως”. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐρωτικὴ
ἀγάπη. Δεύτερη σημασία εἶναι αὐτὴ ποὺ
ἀναφέρεται στὶς ἀγαπητικές, ἀλλὰ
σαφῶς μὴ ἐρωτικές, σχέσεις μεταξὺ τῶν
προσώπων, ὅπως εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν
γονέων πρὸς τὰ τέκνα καὶ ἀντιστρόφως.
Πρόκειται γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει ὡς
ὅριο ὁρισμένο κύκλο προσώπων, πέρα ἀπὸ
τὸν ὁποῖο ὑπάρχει ἀδιαφορία, ἀκόμη
καὶ μίσος. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ εἶναι
πεπερασμένη, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ ἔρως.
Ὁ περιορισμὸς αὐτῶν τῶν δύο εἰδῶν
ἀγάπης σὲ ἕνα ἢ λίγα πρόσωπα, καὶ ὁ
ἀποκλεισμός, ἀκόμη καὶ ἡ ἀποπομπὴ
τῶν ἄλλων, τῶν ἐκτὸς τοῦ κύκλου,
ἐπιβάλλεται ἰδίως ἀπὸ τὸ γεγονὸς
ὅτι ἡ ἄσκηση αὐτῆς τῆς ἀγάπης ἔχει
ὡς συνέπεια τὴν ἀνάλωση ἐνέργειας
(καὶ πόρων) ἐκ μέρους τοῦ ἀγαπῶντος,
τὴν ὁποία διαθέτει περιορισμένη. Τρίτη
σημασία τῆς ἀγάπης εἶναι αὐτὴ ποὺ
κηρύσσεται στὸ Εὐαγγέλιο. Αὐτή,
ἀντίθετα ἀπὸ τὶς ἄλλες, εἶναι ἄπειρη.
Καὶ ἐπειδὴ στὸν πεπερασμένο κόσμο
δὲν χωρεῖ τὸ ἄπειρο, εἶναι ὁριακὴ
κατάσταση τῆς ὑπάρξεως. Συνιστᾶ ἔσχατη
δυνατότητα τῆς ὑπάρξεως. Πρόκειται
γιὰ τὴν τραγικὴ ἀγάπη.
Στὴν
ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ὑπάρχει
ἡ λέξη “ἀγάπη”. Αὐτὴ ἐμφανίστηκε
στὴν Κοινὴ τῆς Αἰγύπτου (Ὀξύρυγχος)
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὴν καθιέρωσαν οἱ
Ἑβδομήκοντα. Ἐπίσης, σὲ ὁλόκληρη τὴν
Ἁγία Γραφὴ δὲν ὑπάρχει ἡ λέξη “ἔρως”,
ἔξω ἀπὸ δύο περιθωριακὲς περιπτώσεις
στὶς “Παροιμίες”. Στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ
γλώσσα ἡ λέξη ἀγάπη μὲ τὴ δεύτερη
σημασία καλύπτεται ἀπὸ τὸν ὅρο “φιλία”.
Στὴν “Ἄλκηστη” τοῦ Εὐριπίδη λέει ὁ
Ἄδμητος πρὸς τὴ γυναίκα του “σὴν
γὰρ φιλίαν
[δηλαδή, τὴν ἀγάπη σου] σεβόμεθα”
(279). Ἡ ἀγάπη μὲ τὴν τρίτη σημασία
παρουσιάζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὸ
Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ.
Ἡ
τραγικὴ ἀγάπη ἦταν ἄγνωστη στὸν
πνευματικὸ κόσμο τῆς ἑλληνικῆς
ἀρχαιότητας. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ περιεχόμενό
της εἶναι τραγικό, θὰ πρέπει νὰ
βρίσκονται προδρομικὰ στοιχεῖα της
ἀκριβῶς στὴν Τραγωδία (καὶ καθόλου
στὸν πλατωνικὸ ἔρωτα). Καὶ πράγματι,
ἴχνη της διαπιστώνουμε στὴν Τραγωδία
ποὺ ἤδη ἐμνημονεύσαμε, στὴν “Ἄλκηστη”,
ἡ ὁποία γράφτηκε προτοῦ γεννηθεῖ ὁ
Πλάτων.
Οἱ
δύο γονεῖς τοῦ Ἀδμήτου δὲν δέχθηκαν
νὰ πεθάνουν γιὰ νὰ ζήσει ὁ γιός τους,
ὅπως τὸ ὅρισαν οἱ Μοῖρες. Ἡ ἀγάπη
τους πρὸς τὸ παιδί τους, ἡ πεπερασμένη
ἀγάπη τους, δὲν ὑπερέβαινε οὔτε τὰ
ὅρια τοῦ ἀτομισμοῦ τους, καὶ ἔγκλειστη
ἐκεῖ μέσα αὐτοακυρώθηκε. Δέχθηκε ὅμως
νὰ πεθάνει στὴ θέση τοῦ ἄντρα της ἠ
Ἄλκηστις, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς αὐτόν. Ὄχι
ἀπὸ ἔρωτα. Διότι
ἔρωτας μὲ ἀνύπαρκτο τὸν ἐρώμενο δὲν
ὑπάρχει. Ἀντίθετα, ἀγάπη μὲ ἀφανισμένο
ἀπὸ τὸν θάνατο τὸν ἀγαπώμενο, ὄχι
μόνον ὑπάρχει, ἀλλὰ τότε γίνεται καθαρὴ
καὶ ἄπειρη. 'Υπάρχει δηλαδὴ μεταστοιχείωση
τῆς πεπερασμένης ἀγάπης σὲ
ἄπειρη,
ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται διὰ τοῦ
θανάτου. Καὶ
στὸν Πλάτωνα ὑπάρχει μεταποίηση τοῦ
ἔρωτα, ὄχι ὅμως διὰ τοῦ θανάτου. Γι'
αὐτὸ τοῦτος διατηρεῖ τὴν οὐσία του
καὶ τὸν πεπερασμένο χαρακτήρα του, ἀπὸ
ἔρωτας σαρκικὸς γίνεται ἔρωτας μυστικὸς
(κυριολεκτικὰ πνευματικὸς ἔρωτας δὲν
ὑπάρχει), ἔρωτας μετοχῆς στὴν ἰδέα
τοῦ ὡραίου καὶ τοῦ ἀγαθοῦ. Ἡ
τροποποίηση ποὺ ὑφίσταται ὁ πλατωνικὸς
ἔρωτας συνίσταται στὴν ἀποκάθαρσή
του, ἀπορρίπτοντας τὴ σαρκική του
ἐνδεχομενικότητα καὶ ἀναδεικνύοντας
τὸ ἄπεφθο μέταλλο τῆς ἰδανικῆς
ἀθανασίας του.
Ἔτσι
ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι παιδαγωγικὸς
καὶ δημιουργικός, ἀλλὰ τώρα σὲ ὕψιστο
βαθμό, ὁμοιώνεται μὲ τὴν “ἰδέα” του.
Ἡ
τροποποίηση δὲ αὐτὴ συντελεῖται κατὰ
τρόπο εὐθύ, μὲ ἁπλὴ ἀνάβαση, ἡ ὁποία
ὡς μόνο κόστος ἔχει τὴν στέρηση τῶν
ταπεινῶν σαρκικῶν ἀπολαύσεων, καὶ
κέρδος τὴν εὐδαιμονία.
Ἀντίθετα,
ἡ μεταστοιχείωση τῆς πεπερασμένης
ἀγάπης στὴν Ἄλκηστη δὲν συμβαίνει μὲ
ἀναβαθμούς, ὅπως στὸν Πλάτωνα, ἀλλὰ
μὲ ρήξη τῆς ἐγκόσμιας συνθήκης, μὲ
τὸν θάνατο. Ὁ Ἡρακλῆς ἁρπάζει τὴ
νεκρὴ Ἄλκηστη ἀπὸ τὸν Χάροντα καὶ
τὴ φέρνει πίσω στὸ σπίτι της. Ἔχει τὴ
μορφή της σκεπασμένη μὲ πέπλο καὶ τὴν
ψυχή της μὲ σιωπή. Δὲν πρόκειται νὰ
μιλήσει παρὰ τὴν τρίτη ἡμέρα – τότε
θὰ ἀναστηθεῖ. Στὸν χρόνο ὅμως τῆς
Τραγωδίας ἡ Ἄλκηστις μένει σιωπηλὴ
διὰ παντός. Κι ὡστόσο εἶναι δίπλα στὸν
ἄντρα της καὶ στὰ παιδιά της, μέσα στὸ
σπίτι της. Ἡ
ζωὴ τελεῖ πάντοτε ὑπὸ τὸ βλέμμα τῶν
ἀγαπημένων νεκρῶν. Αὐτῶν τὸ σιωπηλὸ
βλέμμα εἶναι πλῆρες ἀπὸ τὴν ἄπειρη
ἀγάπη, ποὺ εἶναι πάντοτε μεταθανάτια.
Ἡ
ἐμπειρία ὡστόσο τοῦ θανάτου τοῦ
προσώπου ἀποκαλύπτεται ὁλοτελῶς μόνο
στὸ Εὐαγγέλιο. Διότι γιὰ πρώτη φορὰ
στὴν ἱστορία φανερώνεται σὲ ὅλη του
τὴν τραγικότητα τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ Ἰησοῦ ὁ ἄνθρωπος
ἐγείρεται στὴ μεταφυσική του μοναξιὰ
τὴν ἀκατάλυτη, τὴν ἐρημική, τὴν
ἀπειλούμενη σὲ ἔσχατο ἀφανισμὸ ἀπὸ
τὸν θάνατο. Ἡ
συνάντηση τῶν προσώπων μέσα στὴν ἐρημιὰ
τοῦ ὄντος, τὴν ἐκμηδενιστικὰ ἀπειλητική,
ἀνιδρύει τὴν τραγικὴ ἀγάπη, τὴν ἄπειρη
ἀγάπη, τὴν ἀγάπη ποὺ φρίσσει στὶς
παρυφὲς τοῦ μηδενός.
Μόνο
κάτω ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀπόλυτο καθεστὼς
τῆς μεταφυσικῆς ἐρημίας ἀγαπᾶς καὶ
τὸν ἐχθρό σου, ποτὲ ἄλλοτε. Μόνο κάτω
ἀπὸ αὐτὸν τὸν κενὸ ὁρίζοντα τοῦ
ὄντος, ἂν σὲ χτυπήσουν ἀπὸ τὴ μιὰ
παρειὰ στρέφεις νὰ σὲ χτυπήσουν κι
ἀπὸ τὴν ἄλλη, ποτὲ ἄλλοτε (διότι: “οὐ
γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι”). Μόνο κάτω ἀπὸ
αὐτὸ τὸ ρίγος τῆς ἔσχατης ἐγκατάλειψης
τῶν ὄντων στὴ μοίρα τοῦ μηδενὸς ἀγαπᾶς
ὅλα τὰ ὄντα, ποτὲ ἄλλοτε. Μόνον ἔτσι
γίνεσαι ἀπὸ πεπερασμένος ἄπειρος, καὶ
ἡ ἀγάπη σου ἀπὸ πεπερασμένη ἄπειρη,
ποτὲ ἄλλοτε.
Μήπως
ὅμως αὐτὴ τὴν κατάσταση τὴν ἐβίωσε
στὸν κόσμο μόνον ὁ Ἰησοῦς; Σὰν ἐκείνη
τὴν ἀκροτελεύτια στιγμή, ποὺ ἔνιωσε
πὼς τὸν ἐγκαταλείπει ὁ Θεός; Ἀρκεῖ
ποὺ διανοίχθηκε ἡ τεράστια προοπτικὴ
τοῦ ὄντος, ἀρκεῖ ποὺ δόθηκε τὸ μέτρο.
Τότε
ἐστράφη ὁλόκληρος ὁ ἄξονας τῆς
ἱστορίας. Τὰ ἔργα μας τελοῦν ἔκτοτε
ὑπὸ τὸ ἀδυσώπητο φῶς αὐτῆς τῆς
σαρωτικῆς προοπτικῆς. Μπορεῖ
νὰ τελεῖς ἐντεῦθεν αὐτῆς τῆς πύρινης
ὁριοθεσίας καὶ νὰ εὐδαιμονεῖς. Ἔχεις
ὅμως κριθεῖ. Καὶ
στὴ γυμνωτικὴ ἔλλειψή σου διανοίγεται
ἡ δυνατότητα τῆς ἀληθοποιήσεώς σου.
Μιὰ ἀληθοποίηση ποὺ σὲ καταστρέφει
στὸν κόσμο τοῦτο. Ἀφοῦ καταστρέφει
καὶ ὁλόκληρο τὸν κόσμο τοῦτο.
Ἡ
φρικιαστικὴ προοπτικὴ τῆς μεταφυσικῆς
μοναξιᾶς τους ἑνώνει τὰ πρόσωπα μὲ
τὴν τραγικὴ ἀγάπη, καὶ μόνον αὐτή.
Γιὰ νὰ μὴ μείνουν “ἐν τῷ
θανάτῳ”.
Χρήστου
Μαλεβίτση, Περὶ τοῦ Τραγικοῦ, Ἀθῆνα,
1986, κεφάλαιο 11.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου